Το 18ο αιώνα συντελείται νέα περιπετειώδης συνάντηση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση, που στα βασικά της σημεία συνιστά επανάληψη της ανάλογης διαδικασίας του 14ου αιώνα. Συνεχιστές, άλλωστε, των Ησυχαστών του φθίνοντος Βυζαντίου ήσαν οι αγιορείτες Κολλυβάδες Πατέρες, ενώ στη θέση του Καλαβρού «Λατινέλληνος» Βαρλαάμ, του φορέα δηλαδή και εκφραστού της «ευρωπαϊκής» συνειδήσεως, κατέλαβαν οι επισημότεροι εκπρόσωποι του Ελληνικού Διαφωτισμού, κληρικοί και μοναχοί στην πλειονότητα τους, όπως και εκείνοι. Πρόκειται για μια νέα φάση του μακραίωνος εθνικού διχασμού μας, του μακρόσυρτου δηλαδή «πνευματικού δυϊσμού», που κατατρώγει μόνιμα την εθνική μας σάρκα.
Η πνευματική αυτή κρίση κατανοείται -δίκαια ως ένα σημείο- ως κρίση ταυτότητας του Γένους. Σημασία όμως έχει, ότι και πάλι το Αγιον Όρος, χώρος περισσότερο ευαισθητοποιημένος σε ζητήματα παραδόσεως, γίνεται επίκεντρο και της νέας συγκρούσεως, εφ’ όσον έχει γίνει πια παραδεκτό (π.χ. Δημ. Αποστολόπουλος), ότι το Αγιον Όρος, στα πρόσωπα των Κολλυβάδων, όχι μόνο επηρεάζει, αλλά και κατευθύνει τον αγώνα του Εθναρχικού Κέντρου στις κρίσιμες πράγματι εκείνες ιστορικές επιλογές του.
Παραδοσιακοί κατ’ εξοχήν στην Ανατολή ήσαν οι Κολλυβάδες Πατέρες, λόγιοι μοναχοί και κληρικοί, εντεταγμένοι στην ησυχαστική εμπειρία, με ρωμαίικο φρόνημα και γι’ αυτό ικανοί να κατανοήσουν τις πνευματικές διαφοροποιήσεις του ευρωπαϊκού κόσμου. Δυτικοί ερευνητές, όπως ο προτεστάντης Ν. Bonwetsch ή ο Ρωμαιοκαθολικός Louis Ρetit, δεν δίσταζαν να χαρακτηρίσουν το «κίνημα των Κολλυβάδων» «δείγμα της αφυπνιζόμενης ζωής του Ελληνικού Έθνους», όταν ένα μέρος της δικής μας Διανοήσεως επέμενε να το βλέπει με έντονη υποτίμηση, εφ’ όσον η αξιολόγηση των Κολλυβάδων συμβάδιζε με τη γενικότερη στάση έναντι του Ησυχασμού και του «Βυζαντίου». Η αποτίμησή τους όμως σήμερα είναι ευκολότερη, απ’ όσο στο παρελθόν, όσο μάλιστα προχωρεί η αποδέσμευση από τα παλαιότερα – μη ενδογενή εν πολλοίς- καταθλιπτικά κριτήρια.
Κατά τον Καθηγητή κ. Χρ. Γιανναρά, οι Κολλυβάδες συνιστούν «κίνημα αντίδρασης στον εκδυτικισμό και την αλλοτρίωση», που αποκαλύπτει «μιαν απροσδόκητη για την εποχή θεολογική εγρήγορση και επίγνωση των βιωματικών προτεραιοτήτων της Εκκλησίας». Οι Κολλυβάδες εξέφραζαν τη συνείδηση του πλατιού λαϊκού στρώματος της εποχής τους, της λαϊκής βάσης, με τα μέσα και τις δυνατότητες του καιρού τους, αλλά και τις προσωπικές χαρακτηριολογικές καταβολές τους. Ταυτόχρονα όμως επιβεβαιώνουν τη συνέχεια του Αγίου Όρους ως θεματοφύλακα της πατερικότητας. Η αντίδρασή τους στο ρεύμα της εποχής, δηλαδή «στην ευρωπαϊκή κοσμογονία […] προδίδει μιαν ιστορική διορατικότητα και οξυδέρκεια πραγματικά θαυμαστή».
Η σύγκρουση των παραδοσιακών δυνάμεων του Γένους με τις ιδέες του Διαφωτισμού ήταν αναπόφευκτη, διότι, όπως ελέχθη, επρόκειτο για διαμετρικά αντίθετους μεταξύ τους κόσμους και δράματα ασύμπτωτα. Αντίθετα, συμπάθεια στις ιδέες του Διαφωτισμού έδειχναν οι Αγιορείτες Αντικολλυβάδες, επικεντρώνοντας και αυτοί την αντίθεση τους στην ησυχαστική παράδοση, που τους έφερε κοντά στους Διαφωτιστές. Ακριβώς δε η απόρριψη των ησυχαστικών πρακτικών από μοναχούς του Αγίου Όρους ήταν για τους Κολλυβάδες απτή απόδειξη των συνεπειών της ταυτίσεως με τις νέες ιδέες της Ευρώπης και της επερχόμενης αλλοτριώσεως.
Οι Κολλυβάδες αναπτύσσουν την αντιρρητική τους έναντι των εκπροσώπων του Διαφωτισμού, κινούμενοι σε μια θεματική, τα βασικά σημεία της οποίας είναι τα ακόλουθα:
Δεν πρέπει στη συνάφεια αυτή να λησμονείται, ότι η διαμόρφωση της μετακαρλομάγνειας Ευρωπαϊκής κοινωνίας έχει υποδομή θεολογική, θεολογικό όμως, δηλαδή εκκλησιολογικό, είναι το υπόβαθρο και της ρωμαίικης κοινωνίας. Οι Κολλυβάδες το βιώνουν αυτό ως εκκλησιαστικά πρόσωπα και θεολόγοι. Γι΄ αυτό συνδυάζουν στην προσπάθειά τους την ανανέωση της θεολογικής παραδόσεως με το αμετακίνητο ορθόδοξο κοινωνικό μοντέλο, που προσφέρει το μοναστικό κοινόβιο και εμπεδώνει στις συνειδήσεις η λατρεία. Η προβολή του ορθοδόξου κοινωνικού ήθους γίνεται, έτσι, μετά από την ίδια την ορθόδοξη πράξη, που διασυνδέει την κοινωνία της λατρείας με τη «λειτουργία μετά τη λειτουργία», κάτι που εκφράζει πληρέστατα η εκκλησιαστική «πανήγυρις» με τη διπλή της όψη, μέσα και έξω από την Εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά η Χρηστοήθεια του αγίου Νικόδημου έρχεται να καλύψει και θεωρητικά το θέμα. Οι αναφορές του συγγραφέα δεν είναι βέβαια ευσεβιστικές, αλλά πατερικές και αγιογραφικές. Δεν πρόκειται άρα για ηθικές «νόρμες», αλλά για αγιοπνευματική εμπειρία. Ο άγιος, που με το ασκητικό του πνεύμα ενοχλεί τους εκκοσμικευμένους του εκκλησιαστικού χώρου, προτείνει το αυθεντικό ορθόδοξο-πατερικό ήθος, ως τρόπο εκκλησιαστικής υπάρξεως.
Η πολιτική δράση των Κολλυβάδων, κυρίως του Παρίου, σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει πρωταρχικά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να θεωρηθεί. Είναι η απόλυτη συνέπεια στην απόρριψη της Ευρώπης όχι μόνο στον ιδεολογικό, αλλά και στον κοινωνικό χώρο. Η θεωρητική τους τεκμηρίωση επιβεβαιώνει αυτή τη θέση. Τα περί «κηρύγματος δουλικής υποταγής» στην Οθωμανική κυριαρχία ή περί «θεολογικά τεκμηριωμένα εθελοδουλίας» θα ανταποκρίνονταν στα πράγματα, αν δεν διασκεδασθούν με την προσθήκη του Βασιλείου Μακρίδη: με σκοπό «την προστασία της Ορθοδοξίας από τον κίνδυνο της Δύσης». Ίσως μάλιστα ο λόγος για «αυτοπροστασία» είναι προτιμότερος και ρεαλιστικότερος του όρου «εθελοδουλία». Ο «αντιευρωπαϊσμός» των Κολλυβάδων δεν είναι κατ’ ανάγκη και «φιλοτουρκισμός», για έναν που γνωρίζει τα ευρωπαϊκά και κυρίως τα γαλλικά σχέδια αυτή την εποχή για τη Ρωμαίικη Εθναρχία. Η σύμπτωση του προκρίματος των Κολλυβάδων με τις άμεσες στοχοθεσίες της Οθωμανικής πολιτικής είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ταυτίζεται όμως και εδώ απόλυτα με τη στάση του εθνομάρτυρα αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που θεωρεί τον Οθωμανικό ζυγό θεϊκή εύνοια για το Γένος, με κριτήριο όμως τη στάση της Ευρώπης απέναντι στην Ορθοδοξία. Η αναζήτηση ερμηνείας πρέπει να αποδεχθεί αυτή την αδιατάρακτη πιστότητα στην παράδοση του Γένους. Η παραθεώρησή της όμως μεταβάλλει αυτόχρημα την επιστήμη σε πολιτική. Και μόνη η πρόταση του Παρίου να τιμώνται τα θύματα του ισλαμισμού, όπως οι αρχαίοι μάρτυρες της Εκκλησίας ή να τιμώνται ως άγιοι οι Νεομάρτυρες χωρίς την έγκριση της Μεγάλης Εκκλησίας, πρέπει να θεωρηθούν ως έμπρακτη «αντίσταση» στην εξουσία του «αντίχριστου», κατά τον Πατροκοσμά, Σουλτάνου.
Συμπερασματικά:
1. Η αντιπαράθεση Κολλυβάδων-Διαφωτιστών είναι αντίθεση δυο διαφορετικών κόσμων και «πολιτικών οραμάτων», ως δύο αλληλοαποκλειομένων εκδοχών της ελληνικότητας. Η επιλογή των μέσων σ’ αυτή τη διαπάλη δεν έχει πρωτεύουσα σημασία, όσο η ίδια η διαπάλη, που υποστασιώνει τις συνειδήσεις.
2. Η αποτίμηση της στάσης των Κολλυβάδων προϋποθέτει δυνατότητα κατανοήσεως της σημασίας γι’ αυτούς της Ορθοδοξίας, όχι ως θρησκευτικής ιδεολογίας ή μεταφυσικού στοχασμού, αλλ’ ως τρόπου υπάρξεως, που οδηγεί στη θέωση, τον μοναδικό για την Ορθοδοξία προορισμό του ανθρώπου, ενδοϊστορικά και μεταϊστορικά. Είναι, επίσης, αναγκαία η γνώση της γλώσσας τους, που δεν είναι απλά ελληνική, αλλ’ εκκλησιαστικά ελληνική, για την αποφυγή περαιτέρω παρανοήσεων.
3. Έτσι κατανοείται η εμμονή των Κολλυβάδων στην παράδοση του Γένους, εκφραζόμενη με το γραφικό αξίωμα: «μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου» (Παρ. 22, 28).
4. Οι παρεξηγήσεις -τέλος- στην ερμηνευτική προσέγγιση των Κολλυβάδων πρέπει να αποδοθούν στην εφαρμογή δυτικών κριτηρίων (πολιτικών-οικονομικών, υλιστικών δηλαδή) και όχι των δικών τους (πνευματικών). Είναι ένα λάθος, που προσπαθεί να διορθώσει η σημερινή επιστημονική έρευνα, όταν βέβαια ελευθερώνεται από το καταθλιπτικό βάρος του παρελθόντος.
(Πηγή: «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιούνιος 2009)
Διαβάστε περισσότερα άρθρα του π. Γεωργίου πατώντας εδώ