Η πολιτική της θεωρίας του φύλου (Μπερενίς Λεβέ, καθηγήτρια Φιλοσοφίας)

Αν οι άντρες και οι γυναίκες δεν είναι ακόμα παντού και πάντα αντικαταστάσιμοι ο ένας από τον άλλο, σύμφωνα με τους προοδευτικούς που εκπαιδεύει η θεωρία του φύλου, δεν φταίει, δεν μπορεί να φταίει, το ότι η φύση αντιστέκεται, ούτε βέβαια ότι το μοντέλο του πολιτισμού μας εξακολουθεί να ασκεί μια ακαταμάχητη γοητεία, αλλά ότι τα μυαλά των ανθρώπων παραμένουν υποτελή στα στερεότυπα που διακινεί μια πατριαρχικού τύπου κοινωνία που ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή της. Μια που όλα είναι ιστορικά, η παραμικρή αντίσταση των αντρών στο να γίνουν γυναίκες όπως όλες οι άλλες αποδίδεται αμέσως σε κοινωνικές αντιστάσεις, ερμηνεύεται ως σημάδι αγκύλωσης, αρχαϊκής σκέψης και συμπεριφοράς. Κι έτσι υπόσχονται να φτάσουν ως το τέλος. «Είναι μόνο θέμα βούλησης», επαναλαμβάνουν.

Οι γυναίκες παραμένουν μειοψηφία στο επάγγελμα του πυροσβέστη ή στον χώρο των οικοδομών; Αυτό δεν μπο­ρεί παρά να είναι ένδειξη μιας κοινωνίας αθεράπευτα σεξιστικής. Οι άντρες και οι γυναίκες δεν είναι λοιπόν ακόμα, παντού, δηλαδή ακόμη και στη σφαίρα της οικει­ότητας, αντικαταστάσιμοι ο ένας από τον άλλο, υποκαταστήσιμοι; Θα γίνουν με υποχρεωτική πορεία, με περιοριστικά μέ­τρα. Η κρατική εξουσία διεκδικεί, λοιπόν, πρόσβαση στην ιδιωτική σφαίρα, με τη δικαιολογία πως ό,τι συμβαίνει εκεί έχει αντίκτυπο στην επαγγελματική ζωή των γυναικών. Ο ιδιωτικός χώρος; «Ένας τό­πος σχέσεων εξουσίας που πρέπει να δημοκρατικοποιήσουμε αν θέλουμε να σκε­φτόμαστε και να ενεργούμε υπέρ της ισό­τητας», δήλωνε τον Μάρτιο του 2013 η Ρεζάν Σενάκ, ερευνήτρια στο CNRS και μέλος της επιτροπής διαχείρισης του προ­γράμματος PRESAGE των Πολιτικών Επιστημών.

Οι πατεράδες είναι απρόθυμοι να πά­ρουν «άδεια πατρότητας» (97% όσων παίρνουν αυτή τη στιγμή γονική άδεια εί­ναι γυναίκες); Θα τιμωρείται ολόκληρη η οικογένεια: για το πρώτο παιδί η διάρκεια της γονικής άδειας θα αυξηθεί σε έναν χρόνο, με την απαραίτητη προϋπόθεση τον μισό χρόνο να έχει άδεια ο πατέρας, διαφορετικά μειώνεται σε έξι μήνες. Από το δεύτερο παιδί, η διάρκεια της γονικής άδειας παραμένει τρία χρόνια μόνο και μόνο αν ο πατέρας πάρει άδεια για του­λάχιστον έξι μήνες, διαφορετικά μειώνε­ται σε δύο χρόνια και έξι μήνες.

Αυτή η δυσαναλογία έχει πάντως μια λογική. Ο πατέρας δεν είναι «μια μητέ­ρα όπως όλες οι άλλες». Διότι δεν έφερε μέσα του το παιδί επί εννέα μήνες, διό­τι δεν είναι αυτός που παράγει την τροφή του, διότι βιολογικά ήταν πάντοτε απομα­κρυσμένος και, άρα, δεν υπάρχει ομφάλι­ος λώρος για να κοπεί, τόσο κυριολεκτι­κά, όσο και μεταφορικά. Η γονική άδεια, στην περίπτωση της μητέρας, έχει νόημα και το νόημα αυτό πηγάζει από τη φύση. Να υπάρχει η δυνατότητα να προσφέρεται και στον πατέρα, γιατί όχι, είναι όμως προνόμιο του Κράτους να εισχωρεί σε εσωτερικές υποθέσεις; Τι θέλουμε, επιτέ­λους, έναν υπαλληλοποιημένο κόσμο που θα αποτελείται από πλάσματα που αντικαθιστούμε όπως θέλουμε; Το ζευγάρι, η οικογένεια, θα λειτουργήσουν πολύ καλύ­τερα αν ο ένας είναι του άλλου φύλου.

 

Όμως, αν η σεξουαλική ταυτότητα δεν είναι μόνο κοινωνικό φύλο, αλλά και βιο­λογικό, αν δεν είναι τα πάντα κατασκευ­ασμένα, η πολιτική που ακολουθείται σή­μερα αλλάζει έννοια. Πρόκειται, λοιπόν, για μεταβολή της ανθρώπινης συνθήκης και όχι για διόρθωση αδικιών. Δεν μου αρέσουν καθόλου οι ιστορικές αναλογί­ες, αλλά εδώ δεν μπορούμε να μη νιώσουμε έκπληξη βλέποντας μια κυβέρνη­ση να καταπιάνεται με μια τέτοια επιχεί­ρηση κοινωνικού σχεδιασμού. Αν υπάρ­χει ένα μάθημα που πρέπει να κρατήσου­με από τους ολοκληρωτισμούς, ναζιστικό και σταλινικό, είναι, βεβαίως, πως ο άν­θρωπος δεν είναι ένα απλό υλικό που δι­αμορφώνεται σύμφωνα με τη λογική μιας ιδέας, όσο καλή κι αν είναι αυτή. Η Χάνα Άρεντ είχε προειδοποιήσει για μια πολι­τική όπου «όλα είναι δυνατά», η οποία ποτέ δεν είχε αποδείξει κάτι άλλο εκτός από το ότι μπορούν να καταστραφούν.

Το κυνήγι των σεξιστικών προκαταλήψεων

«Κάτω τα χέρια από τα στερεότυπά μας!» διάβαζε κανείς στα πανό των αντιπάλων της θεωρίας του φύλου της οργάνωσης Διαδήλωση για Όλους, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων εναντίον της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης Ερό, τον Φεβρουάριο 2014. Το είπαμε και στην αρχή, οι αντίπαλοι της θεωρίας του φύλου δεν διευκολύνουν πάντα το έργο μας. Προφανώς, το ζήτημα δεν είναι να υπερασπιστούμε τα στερεότυπα, αλλά να προσέξουμε να μην απομειώσουμε κάθε ιδέα διαφορετικότητας των φύλων σε στερεότυπο, σε σεξιστικές προκαταλή­ψεις. Το ζήτημα αυτό είναι κομβικής ση­μασίας μια που οι κατηγορίες στρέφονται εναντίον των συγχρόνων μας που, πολύ γρήγορα, νιώθουν ένοχοι ότι υποθάλπουν σεξιστικά στερεότυπα, ενώ το μόνο που κάνουν είναι να διατηρούν ζωντανό τον διαχωρισμό των φύλων. Φοβισμένοι από αυτήν τη ρητορική συνενοχής στη διαδικασία αναπαραγωγής μιας κοινωνίας ανι­σοτήτων και διακρίσεων, οι ενήλικες, γο­νείς, καθηγητές, εκπαιδευτικοί, ομολο­γούν την ενοχή τους, δικαιώνουν τη θε­ωρία του φύλου, γενικώς, και την αλφα­βήτα της ισότητας, ειδικότερα, που τους έκαναν να καταλάβουν τη συνενοχή τους στη διαδικασία αναπαραγωγής της δια­φοράς των φύλων. Ομολογούν, για να το πούμε αλλιώς, ότι πράγματι, έως τώρα, συνέχιζαν να βλέπουν τα παιδιά τους, ή τους μαθητές τους, ως αγόρια ή κορίτσια, ως ενσώματα πλάσματα και όχι ως αιθέ­ριους, άφυλους αγγέλους.

Με το πρόσχημα ότι υπηρετούν την ισότητα, έχουν ξεκινήσει το κυνήγι των προκαταλήψεων και των σεξιστικών στε­ρεοτύπων. Τι είναι, όμως, ένα σεξιστι­κό στερεότυπο; Κάθε σκέψη σχετικά με τη διαφορά των φύλων δεν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί σεξιστικό στερεότυπο; Και πρώτο μεταξύ των στερεοτύπων δεν είναι να πιστεύουμε σε κάτι όπως η δια­φορά των φύλων; Σε αυτόν τον τομέα, εί­μαστε μάρτυρες μιας εκτροπής ανάλο­γης με εκείνη που οδήγησε την πάλη ενά­ντια στον ρατσισμό και για την οποία, με αυστηρότητα, μας είχε προειδοποιήσει ο Κλοντ Λεβί-Στρος. Εκτροπή που δεν εί­ναι ίσως συμπτωματική αν θυμηθούμε ότι η έννοια του σεξισμού σφυρηλατήθηκε στο μοντέλο της λέξης ρατσισμός. Πράγ­ματι, με τον ίδιο τρόπο που συγχωνεύε­ται σε μια ρατσιστική στάση κάθε συμπά­θεια προς την ιδιαιτερότητα και την ποικιλομορφία των πολιτισμών, κατατάσσε­ται και υπό αυτήν την νεφελώδη κατηγο­ρία του σεξισμού κάθε στάση που υποδη­λώνει την επιμονή και την πίστη στην έμφυλη ταυτότητα. Χαρίζοντας μια κούκλα σε ένα κοριτσάκι επιδεικνύουμε σεξισμό (με άλλα λόγια διαπράττουμε μια διάκρι­ση, μια αδικία), επιφορτώνοντάς την με το βάρος της εκπαίδευσης ενός παιδιού, ή απλώς αναγνωρίζουμε μια πραγματικότητα, δηλαδή ότι μεταξύ των δύο φύλων αυτή ενσαρκώνει εκείνο που δίνει ζωή;

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τι θα απο­γίνει η λογοτεχνική, καλλιτεχνική, κινη­ματογραφική μας κληρονομιά, που κατά βάθος δεν έχει άλλο αντικείμενο από την εξερεύνηση αυτού του αινίγματος που αποτελεί ο άντρας για τη γυναίκα και η γυναίκα για τον άντρα; Ποιο έργο της λο­γοτεχνικής μας κληρονομιάς δεν θα καταρρεύσει στο χτύπημα μιας τέτοιας κα­τηγορίας;

Τι θα κάνουν οι καθηγητές που έχουν αναλάβει να «ευαισθητοποιήσουν» τα παιδιά μας στην ιστορία της τέχνης όταν, σε κάποια επίσκεψη στο μουσείο του Λού­βρου, θα βρεθούν μπροστά στον Βρούτο του Νταβίντ ή στον Όρκο των Ορατίων, μια που ο ζωγράφος αυτός φτάνει μέχρι του σημείου να καταγράφει στον χώρο του πίνακα την ασυμμετρία του αρσενικού και του θηλυκού; Κι αν τύχει να διαβάσουν Κορνέιγ, θα μπορούσαν να καταλάβουν τις απόψεις της Καμίγ και της Σαμπίν σχε­τικά με τον έμφυλο διαμοιρασμό των ρό­λων, με τις γυναίκες να απαιτούν, σε αντι­στοιχία με τη φύση τους, το δικαίωμα να κλάψουν για τους χαμένους, αναγνωρίζο­ντας ταυτόχρονα πως οι άντρες δεν ασχο­λούνται με τέτοια και τους ενδιαφέρει μόνο η τιμή της πατρίδας; Ο Μπαρτ έλεγε πως το πεπρωμένο του Φλομπέρ ήταν άρ­ρηκτα δεμένο με το πεπρωμένο της γλώσ­σας, πράγμα βέβαιο, εξαρτάται, όμως, εξί­σου και από τις απαγορεύσεις που επιβάλ­λουμε σε ορισμένες πραγματικότητες. Τι θα απογίνουν ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, η Τζέιν Ώστιν, ο Χένρι Τζέιμς, ο Φίλιπ Ροθ, ο Μίλαν Κούντερα; Και ο Μάνκιεβιτς, ο Χίτσκοκ, ο Τρυφώ, ο Μπέργκμαν; Τι θα κάνουμε με αυτούς τους, εκτός κατηγο­ρίας, εξερευνητές της διαφοράς των φύ­λων, κομψά λαγωνικά της επιθυμίας που γεννούν ο ένας στον άλλο ο άντρας και η γυναίκα, του παιχνιδιού που στήνεται με­ταξύ τους, του δράματος που τους χωρί­ζει; Θα τους θεωρούμε θύματα αυτού του φρικτού ανθρωπολογικού αξιώματος, της σεξουαλικής ετερότητας, ή θα τους κατα­δικάσουμε για συνεργασία με τον εχθρό, προπαγανδιστές μιας διαφοροποίησης, παράγοντα όχι μόνο ανισότητας, αλλά και εξουσίας;

Το μέλλον πάντως δεν είναι βέβαιο. Αυτό το κυνήγι σεξιστικών στερεοτύπων επιτίθεται ήδη αδιάκριτα σε οτιδήποτε φέ­ρει τις κατηγορίες αρσενικό και θηλυκό.

Μπορεί να μην καίμε βιβλία -η βαρ­βαρότητα προχωράει με ηπιότητα πλέον, όπως ανέλυσε ο Ζαν-Πιερ Λε Γκοφ1- κά­ποια όμως ξαναγράφονται, άλλα απαγο­ρεύονται, όπως στους σουηδικούς παιδικούς σταθμούς που χαρακτηρίζονται ου­δέτεροι και έχουν ήδη κάνει ένα ξεκαθάρισμα στις βιβλιοθήκες τους, αποκλείο­ντας βιβλία που μπορεί να διατηρούν τη «μυθοπλασία» του αρσενικού και του θη­λυκού. Η Σταχτοπούτα, η Χιονάτη, εξοβε­λίζονται, λοιπόν, και τη θέση τους παίρ­νουν ιστορίες όπως Το Κίβι και το τρομερό σκυλί, όπου ο ήρωας έχει ένα άφυλο όνο­μα και όπου δεν χρησιμοποιούνται αρσε­νικές και θηλυκές αντωνυμίες, αλλά η ου­δέτερη αντωνυμία hen, κατασκευασμένη, όπως είδαμε, ώστε να αναφέρεται σε ένα πρόσωπο χωρίς να αναφέρεται στο φύλο του και να γλιτώνει έτσι από την παγίδα της εναλλακτικής αρσενικού και θηλυκού.

Υπάρχει άλλη μία μέθοδος να τακτο­ποιήσει κανείς την κληρονομιά του, αυτή που μας καλεί να εφαρμόσουμε το αλ­φαβητάρι της ισότητας, δηλαδή η αποδόμηση, όπως την εννοεί ο Ντεριντά. Τι να κάνουμε με «τα παραδοσιακά κείμε­να και ειδικά με τα παραμύθια» που παραμένουν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, παρόλο που μεταδίδουν σεξιστικά στερε­ότυπα; Αυτό είναι το ερώτημα που απα­ντά το κομμάτι που αφιερώνεται στη «μορφή της Ωραίας». Αν κάποτε οι γυ­ναίκες που διάβαζαν μυθιστορήματα θε­ωρούνταν επικίνδυνες και αν η Εκκλησία συμβούλευε να τις κρατάμε σε απόστα­ση και, σίγουρα, να εποπτεύουμε αυστη­ρά τις αναγνώσεις τους, αυτό που φοβό­ταν δεν ήταν η ταύτιση; Δεν κινδύνευαν αυτές οι αγνές κοπέλες να νιώσουν επιθυ­μία διαβάζοντας μυθιστορήματα; Αν σή­μερα δεν απαγορεύουμε, ακόμη, την ανά­γνωση των παραδοσιακών παραμυθιών, δεν σημαίνει πως οι υπεύθυνοι της εκπαί­δευσης δεν τρέμουν όσο και οι ιερείς του χθες βλέποντας τη νεολαία να ποτίζεται σε αυτή τη μολυσμένη πηγή. Συνεχίζο­ντας να περιλαμβάνει στα προγράμματα ανάγνωσης την Σταχτοπούτα ή την Ωραία και το τέρας, το Υπουργείο Παιδείας θα κινδύνευε να ενοχοποιηθεί για τη διατή­ρηση του «μύθου» της διαφοράς των φύ­λων και της ετεροφυλοφιλικής επιθυμίας, αν δεν τα συνόδευε με ένα είδος οδηγι­ών αποδόμησης των σχημάτων που κυριαρχούν στα παραμύθια. Αυτό που προ­σπαθεί να ξεκάνει το σχολείο από τη μια πλευρά, θα έρχεται ο Περώ από την άλλη να το ξανακάνει. Έχει φτάσει λοιπόν η στιγμή, επιτέλους, να αντιδράσουμε.

Ο στόχος είναι να εμποδιστεί κάθε διαδικασία ταύτισης του αναγνώστη, στη συ­γκεκριμένη περίπτωση του πολύ νεαρού αναγνώστη, με τους ήρωες και τις ηρωίδες αυτών των παραμυθιών, ώστε να δι­αλυθεί η γοητεία που μπορεί να ασκή­σουν στα νεαρά πνεύματα η Ωραία κοιμωμένη ή Η Σταχτοπούτα. Οι συγγρα­φείς προτείνουν, για να επιτευχθεί ο στό­χος, να γίνεται μια «έμφυλη» ανάγνωση αυτών των παραμυθιών, να καταδεικνύο­νται δηλαδή ως αποκλειστικά κατασκευα­σμένες οι ιδιότητες που αποδίδονται στο κάθε φύλο. Ο πρίγκιπας δεν είναι γενναί­ος και η ωραία δεν είναι ωραία, ο πρίγκι­πας αναφέρεται ως γενναίος, και η ωραία αναφέρεται ως ωραία, αλλά ισχύει εξίσου και το αντίστροφο. Και, προκειμένου να ολοκληρωθεί αυτό το έργο υπονόμευσης, υπάρχει ένα τελευταίο βήμα στις οδηγίες, η ανάγνωση παρωδιών αυτών των παρα­μυθιών, γραμμένων από σύγχρονους συγ­γραφείς οι οποίοι γνωρίζουν πως η ομορ­φιά δεν είναι προνόμιο της γυναίκας και η γενναιότητα του άντρα, πως η χαρά του να σε θέλει κάποιος, για τη γυναίκα, και της αφύπνισης στη γυναικεία ομορφιά, για τον άντρα, δεν είναι παρά μυθοπλα­σίες που στοχεύουν να κλείσουν αυτά τα αδιαφοροποίητα πλάσματα σε ταυτότητες έμφυλες και ετεροφυλοφιλικές. Το κυνήγι των προκαταλήψεων έχει ανοίξει σε δύο μέτωπα. Τα αγόρια και τα κορίτσια, ή μάλλον τα άτομα που έχουν γεν­νηθεί αρσενικού ή θηλυκού γένους, πρέ­πει να σταματήσουν όχι μόνο να ταυτίζο­νται με την αρρενωπότητα ή τη θηλυκότη­τα, αλλά να αφαιρέσουν τη σεξουαλικότητά τους από το γένος τους κατά τη γέννη­ση. Αυτά τα παραμύθια είναι στην πραγ­ματικότητα διπλά ένοχα, ένοχα για τη διατήρηση του μύθου μιας έμφυλης ταυτό­τητας και ένοχα για την τροφοδότηση της μυθοπλασίας της ετεροφυλοφιλίας. Εξ ου και η αναγκαιότητα εισαγωγής, προκει­μένου να υπάρξει αντίβαρο, παραμυθιών όπου τα δύο φύλα θα παραμένουν αδιά­φορα το ένα για το άλλο, ή όπου, όπως γράφει ο Αλφρέντ ντε Βινί, «Η Γυναίκα θα έχει τα Γόμορρα και ο Άντρας τα Σόδομα και, κοιτώντας εκνευρισμένα από μακριά το ένα το άλλο, τα δύο φύλα θα πεθάνουνε καθένα στην πλευρά του2».

Αυτό που ξεχνούν εκείνοι που περιφρονούν τα παραμύθια, είναι ότι αυτά διέτρεξαν τους αιώνες, όχι μόνο επειδή συνάδουν με έναν ακατάλυτο πυρήνα της έμφυλης ανθρώπινης συνθήκης, αλλά και επειδή είναι γραμμένα με μία γλώσσα και μία τέχνη που τα καθιστά άτρωτα στην κατασκευή στερεοτύπων.

Αν για πολύ καιρό θεωρούσαμε ότι το καλύτερο όπλο ενάντια στις προκα­ταλήψεις, στα στερεότυπα, στους αυτο­ματισμούς της σκέψης ήταν η εκπαίδευ­ση της λογικής, δηλαδή η μετάδοση και της γλώσσας και της τέχνης της αυστηρής επιχειρηματολογίας, φαίνεται ότι πλέον το μπόλιασμα με μια προκατασκευασμένη σκέψη που δεν αμφισβητείται, δεν συ­ζητιέται, επιβάλλεται ως εξίσου αποτελε­σματικό.

 

Τυποποίηση ή εγγραφή σε έναν κόσμο;

 

«Οι πολιτισμοί δεν είναι έργο των

παιδιών»

Μάργκαρετ Μιντ

 

Δεν υπάρχει τίποτα το πιο θεμιτό, προφα­νώς, από το να θέλει κανείς να απελευθερώσει το πνεύμα από τις προκαταλήψεις που το πνίγουν, δεν υπάρχει όμως εδώ ο κίνδυνος να εξομοιωθούν όλα όσα σκέφτηκαν άλλοι, πριν από μας, με τις προ­καταλήψεις; Ερχόμενη από μια άλλη χρο­νική πλευρά, αυτή η συμβολική τάξη, αυτή η κληρονομιά που μας δόθηκε, βρί­σκεται πολύ γρήγορα επανανοηματοδοτημένη ως προκατάληψη και μας κα­λούν να την ξεφορτωθούμε σαν ενοχλη­τικό βάρος. Χωρίς αμφιβολία, αυτό που εννοούμε με το αρσενικό και το θηλυκό περιλαμβάνει πολλά πράγματα από αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης ονόμαζε κοινωνικό φαντασιακό, όμως δεν γίνεται να αποκόβουμε έτσι τα άτομα, και κυρίως τα παιδιά, τους νεοαφιχθέντες, από τη συ­γκεκριμένη συλλογικότητα, στην οποία εισέρχονται και στην οποία καλούνται να συμμετέχουν. Προοδευτισμός και ατομι­κισμός συμπλέουν ολέθρια εδώ. Τι είναι ένα άτομο που θα πρέπει να διαμορφω­θεί χωρίς κανένα δεδομένο, ούτε από τη φύση, ούτε από τον πολιτισμό; Κι έτσι το Υπουργείο Παιδείας ξεκινά μια επιχείρη­ση που μπορούμε δικαίως να χαρακτηρί­σουμε μηδενιστική: πρόκειται για μια κα­ταστροφή των κληρονομημένων εννοιών που αντικαθίστανται με το τίποτα… ως προς τις ελάχιστες προϋποθέσεις εκπαί­δευσης. Το άτομο δεν μπορεί να νοηθεί εκτός της ένταξής του σε μια μοναδική ιστορική συλλογικότητα. Αυτή δεν «τυ­ποποιεί» το άτομο, το εγγράφει σε έναν κόσμο. «Ο Χάιντεγκερ κάνει λάθος», έλεγε η Χάνα Άρεντ «ο άνθρωπος δεν “πετιέται στον κόσμο”. Αν μας πετούν κάπου – σε αυτό δεν διαφέρουμε από τα ζώα – αυτό είναι στη γη. Όμως ο άνθρω­πος συνοδεύεται και δεν βρίσκεται πετα­μένος στον κόσμο, και εκεί ακριβώς βρί­σκεται η συνέχειά του και εκφράζεται η εγγραφή του. Αλίμονό μας αν βρισκόμα­σταν πεταμένοι στον κόσμο!»

Η φρικτή λέξη τυποποίηση, όπως και η λέξη κανονικοποίηση, πολύ της μόδας και οι δύο στις μέρες μας, μεταμορφώ­νουν τον κόσμο των θεσμοθετημένων εν­νοιών στον οποίο εισερχόμαστε σε ένα συνονθύλευμα προκαταλήψεων, κάθε δι­αδικασία μετάδοσης γνώσης σε τεχνι­κή χειραγώγησης και τους φορείς αυτής της γνώσης, τους γονείς, τους καθηγητές, σε πράκτορες αναπαραγωγής ενός πα­λιού κόσμου, αγκυλωμένου, φοβισμένου, οπισθοδρομικού, κλεισμένου στον εαυτό του, με δυο λόγια, συνεργάτες των προτύ­πων που καταπνίγουν τη μοναδικότητα.

Ο κόσμος δεν αρχίζει με μας, προηγεί­ται, μας ξεπερνάει, είμαστε απλώς χρή­στες του, είμαστε πρώτα απ’ όλα υπόχρε­οι σ’ αυτόν: κανένας άνθρωπος δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος. Ο καθένας, μέσω της μεταβίβασης κωδίκων, σχημάτων, ανα­λαμβάνει το φορτίο να ξεκινήσει από την αρχή, αλλά σε καμία περίπτωση να ξε­κινήσει κάτι καινούργιο, το αντίθετο. Σε κάθε νέα γενιά που εμφανίζεται, η ιστορία δεν προσφέρεται σαν παλίμψηστο.

Ο κόσμος μάς δίνεται μέσω συμβό­λων που ανέπτυξαν αυτοί που προηγήθηκαν και οι κατηγορίες του αρσενικού και του θηλυκού αποτελούν μία από τις πιο απαραίτητες πυξίδες. «Επειδή υπήρξα­με παιδιά προτού γίνουμε άντρες, πράγ­μα που δεν παραλείπει να τονίσει ο Ντε- κάρτ, το λογικό είναι ότι δεν ξεκινάμε να αναρωτιόμαστε για κάτι απογυμνωμένο, αλλά αντιθέτως, προσεγγίζουμε αυτό που υπάρχει ήδη επενδεδυμένοι με νοήμα­τα, θα λέγαμε σχεδόν οπλισμένοι με νοήματα» έγραφε ένας δάσκαλος σε θέμα­τα παιδαγωγικής, ο φιλόσοφος Αλαίν. Η εκπαίδευση κινείται σήμερα σύμφωνα με την ακριβώς αντίθετη φορά. Τα κάποια νοήματα που επιτρέπουν στο παιδί να κα­τανοήσει τον κόσμο σκοπεύει να του τα στερήσει.

Η περιφρόνηση που δείχνουμε στις προκαταλήψεις, στα ήθη, έχει κάτι από κακομαθημένα παιδιά, ανεύθυνα. Χρει­άζονται γενιές σαν τη δική μας, που δεν γνώρισαν τον πόλεμο και τις δυσκολί­ες του, που τους φέρθηκε καλά η ιστο­ρία, ο τραγικός 20ός αιώνας, για να παρα­βλάψουν τη σημασία των εθίμων, των τε­λετουργικών, των προκαταλήψεων, των απεικονίσεων που έρχονται από τα βάθη του χρόνου. Σχετικά με αυτό, αρκεί να ξαναδιαβάσει κανείς τη μαρτυρία όσων βίωσαν, στο πετσί τους, την υποχρεωτική εξορία, εκείνων που, όπως η Χάνα Άρεντ ή ο Γκύντερ Άντερς «άλλαζαν χώρα πιο συχνά από παπούτσια», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ, για να καταλάβει τι σημαίνει στέρηση. Ο διάλογος που είχε ο Γκύντερ Άντερς, το 1949, με μία από τις Αμερικανίδες φοιτήτριές του, έτοιμη να ανακαλύψει παντού προκαταλήψεις και υπερήφανη που τις έχει αποβάλει, είναι εξαιρετικά πολύτιμος ως προς αυτό:

 

«Η ιδέα πως οι προκαταλήψεις είναι κα­κές από μόνες τους δεν θα μπορούσε να είναι μια προκατάληψη;»


«Μια προκατάληψη;» Έμεινε με το στό­μα ανοιχτό. Πίστευε ακλόνητα στις προ­καταλήψεις της ενάντια στις προκατα­λήψεις. (…)

«Υπερασπίζεστε τις προ­καταλήψεις;» ψέλλισε, δύσπιστη.


«Τι είναι οι προκαταλήψεις; (…) Τι άλλο είναι εκτός από κρίσεις που έχουν ήδη γίνει από ανθρώπους για άλλους ανθρώπους… έτσι ώστε να μην χρειά­ζεται κάθε φορά να ξεκινάμε από το μη­δέν. Οι προκαταλήψεις μπορούν να εί­ναι καλές ή κακές. Πώς ονομάζουμε τις καλές προκαταλήψεις, αυτές που μας δι­ευκολύνουν τη ζωή;»


Και πάλι, κοίταξε γύρω της. Έχασε τον ειρμό της.


«Ήθη» απάντησα τελικά μόνος μου.

 

Μιλάμε επιπλέον για θεσμική «τυποποί­ηση», ενώ οι θεσμοί, ξεκινώντας από τις εκπαιδευτικές δομές (τους γονείς, το σχο­λείο) εγκατέλειψαν όλες τους σταδια­κά, στη διάρκεια των σαράντα τελευταί­ων χρόνων, το κανονιστικό τους προνό­μιο, εκτός και αν κατέστησαν κανονικό­τητα την παραίνεση να διαλυθούν οι κα­νονικότητες που έχουμε κληρονομήσει από το παρελθόν. Με δυο λόγια, ποτέ δεν ήταν λιγότερο σημαντικές οι παραδοσια­κές νόρμες και, παρόλα αυτά, αν πιστέ­ψουμε τις νέες ηθικές αρχές, ποτέ δεν μας επιβάλλονταν τόσο αυστηρά.

Οι υποστηρικτές αυτής της παιδαγω­γικής πολιτικής που ονομάζεται ουδέτε­ρη αρέσκονται να ενδύονται τον μανδύα του επαναστάτη και αρέσκονται επίσης να μας παρουσιάζουν έναν κόσμο με κυ­ρίαρχες έμφυλες νόρμες, που όμως είναι κενές σημασίας: πρόκειται περί μυθοπλα­σίας. Εδώ και σαράντα περίπου χρόνια, η εκπαίδευση που λαμβάνουν τα αγόρια και τα κορίτσια, στο σχολείο, αλλά και στην οικογένεια, δεν μπορεί πια να αποκαλείται έμφυλη με τον τρόπο που ήταν ακόμη, χωρίς αμφιβολία, κατά τη δεκα­ετία του 1960. Αν θέλουμε να σκεφτούμε πώς μπορεί να ήταν εκείνο το σχολείο, που προέβλεπε τους ρόλους που η κοινω­νία απέδιδε σε κάθε ένα από τα φύλα, αρ­κεί να παρατηρήσουμε τις τοιχογραφίες που έγιναν τη δεκαετία του 1930 στα δη­μόσια σχολεία και στολίζουν ακόμα και τώρα, κάποιες φορές, τις αυλές. Και ακό­μα και εκείνο το σχολείο, που προσέφερε στα κορίτσια τις ίδιες βασικές γνώσεις με τα αγόρια (ανάγνωση, γραφή, αριθ­μητική), τους παρείχε την ίδια στιγμή τα μέσα, πνευματικά τουλάχιστον, να χειραφετηθούν από αυτό το πεπρωμένο που σφράγιζε το φύλο τους.

Ανήκω σ’ αυτή τη γενιά που γεννήθη­κε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η εκπαίδευσή μας ήταν απολύτως ισότιμη. Ένας άνεμος ακτιβισμού φυσούσε στην μετά-1968 κοινωνία. Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών γεννήθη­κε εκείνα τα χρόνια. Μεγαλώσαμε επίσης τριγυρισμένοι από ενήλικες που πίστευαν στην ισότητα και που, σε αυτόν τον το­μέα όπως και σε άλλους, ήταν αποφασι­σμένοι να μην αναπαραγάγουν τον πα­λιό κόσμο. Θα φοβόντουσαν ότι υποσκά­πτουν την ελευθερία μας – αυτό το περί­φημο άλλοθι που εμφανίστηκε στα χρό­νια 1960-1970 για να αποποιηθεί κανείς καλύτερα τις ευθύνες του – μεταβιβάζοντάς μας κάποιες νόρμες και ειδικά έμφυλες. Μεγαλωμένες από πατεράδες που εί­χαν χάσει τον τίτλο του αρχηγού της οι­κογένειας ήδη από το 1970, από μητέρες που συμμετείχαν όλο και περισσότερο στην ενεργή ζωή και στις οποίες, σύμφω­να με τα κηρύγματα των δασκάλων μας, την Ημέρα της Μητέρας δεν προσφέραμε ούτε ηλεκτρική σκούπα, ούτε μίξερ, ούτε σίδερο, γονείς που δεν φοβόντου­σαν βλέποντας το αγοράκι τους να παί­ζει με τα παιχνίδια της αδελφής του, ή το κοριτσάκι τους να παρατάει τις κούκλες για το ηλεκτρικό τρενάκι του αδελφού της, με δυο λόγια, μεγαλώσαμε σε ένα κλίμα ήρεμης ισότητας με φόντο τη δια­φορά των φύλων, βεβαίως, αλλά μακριά, πολύ μακριά από κάθε ταυτοτική εμμο­νή. Η ιδέα ότι κάποια επαγγέλματα πα­ρέμεναν απαγορευμένα για μας λόγω του φύλου μας δεν μας περνούσε καν από το μυαλό. Και αν έπρεπε, στην ηλικία των δέκα χρόνων να γράψουμε έκθεση με θέμα «Θα προτιμούσατε να είστε αγόρι ή κορίτσι;» αμφιβάλλω αν θα απαντούσαμε με την ίδια σιγουριά που είχε απαντήσει η Κλοντ Αμπίμπ «αγόρι», όταν ρωτήθηκε στη δεκαετία του 1950. Και οι γυναίκες που είμαστε σήμερα αγνοούν τα συναι­σθήματα μιας Έμμα Μποβαρί: «Αυτή η ιδέα ενός αρσενικού παιδιού ήταν σαν εκ­δίκηση για όλα όσα δεν μπορούσε να κά­νει στο παρελθόν. Ένας άντρας, τουλάχι­στον, είναι ελεύθερος. Μπορεί να διατρέ­χει τα πάθη και τις χώρες, να προσπερνά­ει τα εμπόδια, να γεύεται τις πιο μακρινές ευτυχίες. Μια γυναίκα όμως εμποδίζεται διαρκώς. Αδρανής και ευλύγιστη, ταυτό­χρονα, έχει εναντίον της τη σάρκα, αλλά και τον νόμο». Τα κοριτσάκια που είχα­με υπάρξει εμείς είχαν παίξει με πυρο­σβεστικά αυτοκινητάκια, αλλά δεν είχαν, ωστόσο, ονειρευτεί να απλώσουν εκείνη τη μεγάλη σκάλα και να σβήσουν πυρκα­γιές. Και καμία οικογενειακή ή κοινωνι­κή πίεση δεν μας είχε ασκηθεί για να μας αποθαρρύνει από κάτι τέτοιο.

Σε όσους αντιτίθενται σε αυτήν την ει­κόνα, θα ζητούσα να μου εξηγήσουν για­τί δεν ξέρουμε ούτε να ράβουμε, ούτε να σιδερώνουμε, ούτε να μαγειρεύουμε. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν εκπαιδευτήκαμε για να γίνουμε τέλειες νοικοκυρές.

Αν υπάρχει κάποια «τυποποίηση», την βλέπω πιο έντονα στους παιδικούς σταθμούς και στα σχολεία που ονομάζο­νται ουδέτερα και σε αυτή την καινούρ­για παιδαγωγική μέθοδο που βάζει σε πρώτο πλάνο τη μάχη ενάντια στα «στε­ρεότυπα του φύλου», παρά στη δημιουρ­γία ενός σχολείου που θα είχε αποστο­λή να δημιουργεί μυαλά ικανά να σκεφτούν μόνα τους, μεταδίδοντάς τους γνώσεις. Αν στους παραδοσιακούς παιδικούς σταθμούς τα παιχνίδια είναι για όλους και κανένας εκπαιδευτικός δεν απαγο­ρεύει σε ένα κοριτσάκι να παίξει με ένα φορτηγό, στους ουδέτερους θα την προέτρεπαν να παίξει με ένα πυροσβεστικό, ώστε να συνηθίσει στην ιδέα ότι μπορεί να γίνει «πυροσβέστρια», σύμφωνα με τη λέξη που μαγεύει την Ναζάτ Βαλό-Μπελκασέμ, κάποτε υπουργό των Δικαιωμά­των της γυναίκας.

Έτσι, όταν ο παιδικός σταθμός Bourdarias, ο πρώτος που ακολούθησε αυτή την παιδαγωγική μέθοδο το 2009, υπερηφανεύεται πως «εφαρμόζει πειραμα­τικά μια μη σεξιστική εκπαιδευτική προ­σέγγιση», δεν λέει την αλήθεια. Πεπει­σμένη πως χωρίς βολονταρισμό οι δια­φορές θα συνεχίζονται και οι ανισότη­τες που προκύπτουν θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, η εκπαιδευτική ομάδα επέλεξε μια πολιτική αντιστροφής – η λέξη δεν είναι δική μου, αλλά της Μαρί-Φρανσουάζ Μπελαμί, της ίδιας της διευθύντρι­ας του παιδικού σταθμού: «Η ιδέα», εξη­γεί, «είναι να καταφέρουμε να αντιστρέ­φουμε τους ρόλους»: τα κοριτσάκια έπαι­ζαν πάντοτε με κούκλες, εδώ θα γράφο­νται σε εργαστήρια χειροτεχνίας, θα μα­θαίνουν να χειρίζονται το κατσαβίδι και το παξιμάδι. Τα αγοράκια λάτρευαν τα παιχνίδια κατασκευών, θα αφοσιώνονται στο να κάνουν μπάνιο τις κούκλες, να τις αλλάζουν, να τις ντύνουν και να τις γδύ­νουν και θα διαβάζουν παραμύθια όπου η «ωραία» δεν θα είναι πλέον κοιμωμένη ή καταστροφικής ομορφιάς, αλλά θα χειρίζεται το σπαθί και θα αρνείται να παντρευτεί τον γενναίο ιππότη που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που του ορίζονται για να την αποκτήσει.

Από την ουδετερότητα, λοιπόν, οι παι­δικοί σταθμοί που επιλέγουν τα αξιώματα του φύλου ως εννοιολογικό υπόστρωμα διαθέτουν μόνο το όνομα. Στην πραγμα­τικότητα, διαστρεβλώνουν τα πράγματα προς την αντίθετη μεριά. Ή μάλλον προς μία μοναδική μεριά. Ο Ρουσσώ έλεγε για τον Πλάτωνα, που οικοδομούσε τη Δη­μοκρατία του, «Δεν ήξερε τι να κάνει με τις γυναίκες και αναγκάστηκε να τις κά­νει άντρες». Βρισκόμαστε στην αντίθετη κατάσταση: δεν ξέρουμε πια τι να κάνου­με με τους άντρες, ή μάλλον με την αρρενωπότητα που ενσάρκωναν (που ακό­μα ενσαρκώνουν επί της ουσίας και θα συνεχίσουν να ενσαρκώνουν όσο δεν δει­λιάζουν μπροστά στις νέες επιταγές), και αναγκαζόμαστε να τους κάνουμε γυναί­κες. Και εδώ υιοθετούμε την ήπια λύση: αντί να τους εξολοθρεύσουμε, τους μετα­σχηματίζουμε στρέφοντάς τους προς τά­σεις, προς ιδιότητες που μόλις χθες χαρακτηρίζαμε γυναικείες και θεωρούσα­με συνδεδεμένες με την ουσία των γυναι­κών. Η αρρενωπότητα δεν έχει άλλο συ­νώνυμο για μας εκτός από τον πόλεμο, τη βαναυσότητα, την ωμότητα – ο τίτλος Η καταγωγή του πολέμου, που έδωσε η εικα­στικός Ορλάν στο έργο της που απεικονίζει ένα ανδρικό μόριο, είναι εύγλωττος από μόνος του.

 

Μια άφυλη εκπαίδευση;

 

Μπορεί και πρέπει να είναι ουδέτερη η εκπαίδευση; Είναι σε κάποιο βαθμό θε­μιτή η έμφυλη εκπαίδευση; Φιλοδοξούμε να ζήσουμε σε έναν κόσμο όπου η πολικό­τητα του αρσενικού και του θηλυκού δεν θα καταργηθεί, αλλά θα εξουδετερωθεί; Όπου οι δύο πόλοι δεν θα μαγνητίζονται πια χάρη στις διαφορές τους, χάρη στη συμπληρωματικότητά τους; Είναι επιθυ­μητό να μεταβιβάσουμε στα αγοράκια και στα κοριτσάκια τους ίδιους τρόπους, τους ίδιους κώδικες, τις ίδιες στάσεις;

Δύσκολα ερωτήματα, που πρέπει όμως να έχουμε το θάρρος να κοιτάξουμε κατά­ματα, μια που η εποχή μας δίνει απαντή­σεις χωρίς να μπει στον κόπο να τα θέσει. Θεωρείται πως μια έμφυλη εκπαίδευση είναι μια ένοχη εκπαίδευση και εφαρμό­ζονται επιτακτικά μέτρα από την πιο τρυ­φερή ηλικία – είναι καλύτερα άλλωστε να πολεμήσεις το κακό στη ρίζα του – ώστε να γίνει πραγματικότητα αυτός ο κόσμος πρωταρχικής αδιαφοροποίησης που πα­ραμένει πάντοτε, επιμένω σ’ αυτό, απλώς ένα αξίωμα, που η πραγματική εμπειρία ποτέ δεν επιβεβαίωσε, όπως είδαμε με τα πειράματα του Τζον Μάνι.

Έχω ήδη απαντήσει μερικώς σε αυτό ερώτημα εκθειάζοντας τη διαφορά των φύλων ως απαραίτητη για τον πολιτι­σμό, την αίγλη του, και ως παράγοντα ερωτικής έντασης στις ανθρώπινες σχέ­σεις. Υπάρχει καλύτερο δώρο για όσους θέλουν να σβήσουν την επιθυμία από αυτή την άχαρη ομοιότητα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα που επικαλούνται οι υποστηρικτές της θεωρίας του φύλου; Καταθέτω εδώ δύο επιπλέον στοιχεία.

«Μια που το σώμα γεννιέται, για να το πούμε έτσι, πριν από την ψυχή», γράφει ο Ρουσσώ, «πρώτο πρέπει να καλλιεργη­θεί το σώμα: αυτό ισχύει και για τα δύο φύλα. Όμως, ο στόχος αυτής της καλλιέρ­γειας είναι διαφορετικός. Στο ένα φύλο, ο στόχος είναι η ανάπτυξη των δυνάμεων, στο άλλο, η ανάπτυξη της συναίνεσης: όχι ότι πρέπει να αποτελούν αυτές οι ιδιό­τητες αποκλειστικότητα του κάθε φύλου, μια που η δύναμη είναι απαραίτητη στις γυναίκες προκειμένου να κάνουν ό,τι κά­νουν με χάρη και η συναίνεση υποχρεω­τική για να καταφέρουν οι άντρες να κά­ουν ό,τι κάνουν με ευκολία», όχι όμως στις ίδιες αναλογίες.

Ο Ρουσσώ δηλώνει εδώ πως η γυναίκα έχει τη φυσική τάση να γοητεύει, να γίνε­ται αρεστή, και πως αυτή η φυσική τάση πρέπει να ενισχυθεί από την εκπαίδευση: «Τα κοριτσάκια, από τη γέννηση σχεδόν, αγαπούν τα στολίδια», κι έτσι προτρέπει όχι να τις αποθαρρύνουμε, αλλά να τους μάθουμε πώς να στολίζονται με γούστο.

Απόδοση ταυτότητας από την οποία θα έπρεπε, στο όνομα της ισότητας, να απαλλάξουμε τα σημερινά παιδιά; Δεν το πιστεύω, για τουλάχιστον δύο λόγους. Έπειτα από σχεδόν σαράντα χρόνια φεμινιστικού αγώνα, τα γεγονότα ακόμα δεν έχουν δείξει ότι ο Ρουσσώ κάνει λάθος. Εξακολουθούμε να θέλουμε να αρέσουμε και αφιερώνουμε χρόνο γι’ αυτό. Η φρο­ντίδα της εμφάνισής μας συνεχίζει να μας ενδιαφέρει. Σχετικά μ’ αυτό, πρέπει να διαβάσει κανείς τις γραμμές που αφιερώ­νει η Σιμόν ντε Μποβουάρ στη συνθήκη των διανοούμενων γυναικών σε αυτή την εποχή χειραφέτησης και ισότητας. Όπως και οι όμοιές της, βρίσκεται διχασμένη μεταξύ δύο αλληλοσυγκρουόμενων ανα­γκών, την επιθυμία να αναγνωριστούν ως ισότιμες των αντρών και την επιθυμία να αρέσουν καλλιεργώντας τη θηλυκότητά τους. Κοιτώντας όμως το πορτρέτο που σχεδιάζει η συγγραφέας του Δεύτερου φύ­λου, η κατάσταση για την διανοούμενη είναι σχεδόν απελπιστική: όχι μόνο δεν μπορεί να αφιερώσει αρκετό χρόνο για τη φροντίδα της ομορφιάς της όσο η κοκέτα που ενδιαφέρεται μόνο να γοητεύσει: η διανοούμενη «θα είναι πάντοτε ερασιτέ­χνης στο πεδίο της κομψότητας». Όμως, ο φόβος της να αποτύχει την οδηγεί να διαπράττει «λάθη ανάλογα με αυτά που φέρνει η εμμηνόπαυση: προσπαθεί να αρνηθεί την εγκεφαλικότητά της, όπως η γυναίκα που γερνάει προσπαθεί να αρνη­θεί την ηλικία της». Υπερβάλλει τη θηλυκότητά της: «φορτώνεται με λουλούδια, φραμπαλάδες, χτυπητά υφάσματα, τρίβε­ται, κουνιέται, μπεμπεκίζει, προσποιείται την αφέλεια, την ανεμελιά, τον παρορμητισμό». Τέλος, αν, παρά τις πολλές αδυναμίες της, καταφέρει να γοητεύσει έναν άντρα, «η γυναίκα του πνεύματος πιέζε­ται για να μιμηθεί την παράδοση». Με δυο λόγια, ολοκληρώνει την μασκαράτα. Από την άλλη, αν δυσκολεύεται τόσο να γοητεύσει, «είναι επειδή δεν μοιάζει με τις αδελφούλες της, σκλάβες μιας αγνής επιθυμίας να ικανοποιούν3».

Ο δεύτερος λόγος που με κάνει να ακο­λουθώ τον Ρουσσώ έγκειται στο ότι, επι­θυμώντας να αρνηθούμε τη φυσική τάση των κοριτσιών για τα στολίδια, αντιμετωπίζοντάς την μόνο ως κοινωνική κατα­σκευή – κάτι που δεν επιβεβαιώνεται που­θενά, ας το επαναλάβουμε άλλη μία φορά – από την οποία θα πρέπει να τις απαλ­λάξουμε, αρνούμαστε να διαμορφώσου­με το γούστο τους. Τα εξωτερικά σημάδια της θηλυκότητας είναι πολλαπλά και τα μοντέλα ταύτισης που προσφέρονται στα κορίτσια αποφασιστικής σημασίας. Έτσι, στις πιο προοδευτικές οικογένειες, που αντιδρούν σε κάθε έμφυλη εκπαίδευση, τα κοριτσάκια, εμπνεόμενα από κινούμε­να σχέδια ηλίθια και, αισθητικά, στα όρια της καρικατούρας, θρέφουν φαντασιακά σκουπίδια πολύ χειρότερα από αυτά που θα μπορούσαν να αντλήσουν από τα παραδοσιακά παραμύθια.

Αποφασισμένοι να μην εγκλωβίζου­με πια τα παιδιά μας σε κάποια ταυτότη­τα, τα εγκαταλείπουμε, διότι αυτό ισχύει εξίσου και για τα αγόρια, που διαμορφώ­νονται, είτε το θέλουν είτε όχι, μέσω της ταύτισης με τις πιο χυδαίες, τις πιο κιτς εικόνες και, ταυτόχρονα, τις πιο ταπεινω­τικές και εξευτελιστικές για το αρσενικό και το θηλυκό.

 

 

________________________________

 

  1. Jean-Pierre Le Goff, La barbarie douce. La mo­dernisation aveugle des entreprises et de I’ecole, Editions La Decouverte, 1999.

 

  1. Alfred de Vigny, “La Colere de Samson” στο Les Destinees.

 

  1. Δεν επιστρατεύω ωστόσο την Σιμόν ντε Μποβουάρ στη μάχη μου, για τη θεωρητικό δεν υπάρχει φυσική τάση των γυναικών να γοητεύ­ουν. Αν η γυναίκα καλλιεργεί με αυτόν τον τρό­πο τη θηλυκότητά της και θέλει να αρέσει, αυτό συμβαίνει επειδή υποτάσσεται στην κοινωνική τυραννία.

 

 

 

[Απόσπασμα από το βιβλίο «Η θεωρία του φύλου ή Ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος», που κυ­κλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποικίλη Στοά» (2019). Η Berenice Levent είναι δόκτωρ Φιλοσοφίας και καθηγήτρια της Φιλοσοφίας στην Ecole Polytechnique και στο Centre Sevres. Έχει συγγρά­ψει το πολυβραβευμένο δοκίμιο «Le muse imaginaire Hannah Arendt». Η «Θεωρία του φύλου» που κυκλοφόρησε το 2014, δημιούργησε έντονες συζητήσεις στους κόλπους της γαλλικής δια­νόησης και θεωρήθηκε ως ένα από τα δέκα σημαντικότερα δοκίμια εκείνης της χρονιάς]

 

 

(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο αξιόλογο περιοδικό «Νέος Ερμής ο Λόγιος», τ. 19, Β’ Εξάμηνο 2019, από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις». Στο περιοδικό αυτό ο αναγνώστης μπορεί να βρει πάντα ενδιαφέροντα άρθρα, γι’ αυτό και το συνιστούμε στους επισκέπτες της ιστοσελίδας μας)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]