Αν οι άντρες και οι γυναίκες δεν είναι ακόμα παντού και πάντα αντικαταστάσιμοι ο ένας από τον άλλο, σύμφωνα με τους προοδευτικούς που εκπαιδεύει η θεωρία του φύλου, δεν φταίει, δεν μπορεί να φταίει, το ότι η φύση αντιστέκεται, ούτε βέβαια ότι το μοντέλο του πολιτισμού μας εξακολουθεί να ασκεί μια ακαταμάχητη γοητεία, αλλά ότι τα μυαλά των ανθρώπων παραμένουν υποτελή στα στερεότυπα που διακινεί μια πατριαρχικού τύπου κοινωνία που ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή της. Μια που όλα είναι ιστορικά, η παραμικρή αντίσταση των αντρών στο να γίνουν γυναίκες όπως όλες οι άλλες αποδίδεται αμέσως σε κοινωνικές αντιστάσεις, ερμηνεύεται ως σημάδι αγκύλωσης, αρχαϊκής σκέψης και συμπεριφοράς. Κι έτσι υπόσχονται να φτάσουν ως το τέλος. «Είναι μόνο θέμα βούλησης», επαναλαμβάνουν.
Οι γυναίκες παραμένουν μειοψηφία στο επάγγελμα του πυροσβέστη ή στον χώρο των οικοδομών; Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ένδειξη μιας κοινωνίας αθεράπευτα σεξιστικής. Οι άντρες και οι γυναίκες δεν είναι λοιπόν ακόμα, παντού, δηλαδή ακόμη και στη σφαίρα της οικειότητας, αντικαταστάσιμοι ο ένας από τον άλλο, υποκαταστήσιμοι; Θα γίνουν με υποχρεωτική πορεία, με περιοριστικά μέτρα. Η κρατική εξουσία διεκδικεί, λοιπόν, πρόσβαση στην ιδιωτική σφαίρα, με τη δικαιολογία πως ό,τι συμβαίνει εκεί έχει αντίκτυπο στην επαγγελματική ζωή των γυναικών. Ο ιδιωτικός χώρος; «Ένας τόπος σχέσεων εξουσίας που πρέπει να δημοκρατικοποιήσουμε αν θέλουμε να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε υπέρ της ισότητας», δήλωνε τον Μάρτιο του 2013 η Ρεζάν Σενάκ, ερευνήτρια στο CNRS και μέλος της επιτροπής διαχείρισης του προγράμματος PRESAGE των Πολιτικών Επιστημών.
Οι πατεράδες είναι απρόθυμοι να πάρουν «άδεια πατρότητας» (97% όσων παίρνουν αυτή τη στιγμή γονική άδεια είναι γυναίκες); Θα τιμωρείται ολόκληρη η οικογένεια: για το πρώτο παιδί η διάρκεια της γονικής άδειας θα αυξηθεί σε έναν χρόνο, με την απαραίτητη προϋπόθεση τον μισό χρόνο να έχει άδεια ο πατέρας, διαφορετικά μειώνεται σε έξι μήνες. Από το δεύτερο παιδί, η διάρκεια της γονικής άδειας παραμένει τρία χρόνια μόνο και μόνο αν ο πατέρας πάρει άδεια για τουλάχιστον έξι μήνες, διαφορετικά μειώνεται σε δύο χρόνια και έξι μήνες.
Αυτή η δυσαναλογία έχει πάντως μια λογική. Ο πατέρας δεν είναι «μια μητέρα όπως όλες οι άλλες». Διότι δεν έφερε μέσα του το παιδί επί εννέα μήνες, διότι δεν είναι αυτός που παράγει την τροφή του, διότι βιολογικά ήταν πάντοτε απομακρυσμένος και, άρα, δεν υπάρχει ομφάλιος λώρος για να κοπεί, τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά. Η γονική άδεια, στην περίπτωση της μητέρας, έχει νόημα και το νόημα αυτό πηγάζει από τη φύση. Να υπάρχει η δυνατότητα να προσφέρεται και στον πατέρα, γιατί όχι, είναι όμως προνόμιο του Κράτους να εισχωρεί σε εσωτερικές υποθέσεις; Τι θέλουμε, επιτέλους, έναν υπαλληλοποιημένο κόσμο που θα αποτελείται από πλάσματα που αντικαθιστούμε όπως θέλουμε; Το ζευγάρι, η οικογένεια, θα λειτουργήσουν πολύ καλύτερα αν ο ένας είναι του άλλου φύλου.
Όμως, αν η σεξουαλική ταυτότητα δεν είναι μόνο κοινωνικό φύλο, αλλά και βιολογικό, αν δεν είναι τα πάντα κατασκευασμένα, η πολιτική που ακολουθείται σήμερα αλλάζει έννοια. Πρόκειται, λοιπόν, για μεταβολή της ανθρώπινης συνθήκης και όχι για διόρθωση αδικιών. Δεν μου αρέσουν καθόλου οι ιστορικές αναλογίες, αλλά εδώ δεν μπορούμε να μη νιώσουμε έκπληξη βλέποντας μια κυβέρνηση να καταπιάνεται με μια τέτοια επιχείρηση κοινωνικού σχεδιασμού. Αν υπάρχει ένα μάθημα που πρέπει να κρατήσουμε από τους ολοκληρωτισμούς, ναζιστικό και σταλινικό, είναι, βεβαίως, πως ο άνθρωπος δεν είναι ένα απλό υλικό που διαμορφώνεται σύμφωνα με τη λογική μιας ιδέας, όσο καλή κι αν είναι αυτή. Η Χάνα Άρεντ είχε προειδοποιήσει για μια πολιτική όπου «όλα είναι δυνατά», η οποία ποτέ δεν είχε αποδείξει κάτι άλλο εκτός από το ότι μπορούν να καταστραφούν.
Το κυνήγι των σεξιστικών προκαταλήψεων
«Κάτω τα χέρια από τα στερεότυπά μας!» διάβαζε κανείς στα πανό των αντιπάλων της θεωρίας του φύλου της οργάνωσης Διαδήλωση για Όλους, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων εναντίον της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης Ερό, τον Φεβρουάριο 2014. Το είπαμε και στην αρχή, οι αντίπαλοι της θεωρίας του φύλου δεν διευκολύνουν πάντα το έργο μας. Προφανώς, το ζήτημα δεν είναι να υπερασπιστούμε τα στερεότυπα, αλλά να προσέξουμε να μην απομειώσουμε κάθε ιδέα διαφορετικότητας των φύλων σε στερεότυπο, σε σεξιστικές προκαταλήψεις. Το ζήτημα αυτό είναι κομβικής σημασίας μια που οι κατηγορίες στρέφονται εναντίον των συγχρόνων μας που, πολύ γρήγορα, νιώθουν ένοχοι ότι υποθάλπουν σεξιστικά στερεότυπα, ενώ το μόνο που κάνουν είναι να διατηρούν ζωντανό τον διαχωρισμό των φύλων. Φοβισμένοι από αυτήν τη ρητορική συνενοχής στη διαδικασία αναπαραγωγής μιας κοινωνίας ανισοτήτων και διακρίσεων, οι ενήλικες, γονείς, καθηγητές, εκπαιδευτικοί, ομολογούν την ενοχή τους, δικαιώνουν τη θεωρία του φύλου, γενικώς, και την αλφαβήτα της ισότητας, ειδικότερα, που τους έκαναν να καταλάβουν τη συνενοχή τους στη διαδικασία αναπαραγωγής της διαφοράς των φύλων. Ομολογούν, για να το πούμε αλλιώς, ότι πράγματι, έως τώρα, συνέχιζαν να βλέπουν τα παιδιά τους, ή τους μαθητές τους, ως αγόρια ή κορίτσια, ως ενσώματα πλάσματα και όχι ως αιθέριους, άφυλους αγγέλους.
Με το πρόσχημα ότι υπηρετούν την ισότητα, έχουν ξεκινήσει το κυνήγι των προκαταλήψεων και των σεξιστικών στερεοτύπων. Τι είναι, όμως, ένα σεξιστικό στερεότυπο; Κάθε σκέψη σχετικά με τη διαφορά των φύλων δεν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί σεξιστικό στερεότυπο; Και πρώτο μεταξύ των στερεοτύπων δεν είναι να πιστεύουμε σε κάτι όπως η διαφορά των φύλων; Σε αυτόν τον τομέα, είμαστε μάρτυρες μιας εκτροπής ανάλογης με εκείνη που οδήγησε την πάλη ενάντια στον ρατσισμό και για την οποία, με αυστηρότητα, μας είχε προειδοποιήσει ο Κλοντ Λεβί-Στρος. Εκτροπή που δεν είναι ίσως συμπτωματική αν θυμηθούμε ότι η έννοια του σεξισμού σφυρηλατήθηκε στο μοντέλο της λέξης ρατσισμός. Πράγματι, με τον ίδιο τρόπο που συγχωνεύεται σε μια ρατσιστική στάση κάθε συμπάθεια προς την ιδιαιτερότητα και την ποικιλομορφία των πολιτισμών, κατατάσσεται και υπό αυτήν την νεφελώδη κατηγορία του σεξισμού κάθε στάση που υποδηλώνει την επιμονή και την πίστη στην έμφυλη ταυτότητα. Χαρίζοντας μια κούκλα σε ένα κοριτσάκι επιδεικνύουμε σεξισμό (με άλλα λόγια διαπράττουμε μια διάκριση, μια αδικία), επιφορτώνοντάς την με το βάρος της εκπαίδευσης ενός παιδιού, ή απλώς αναγνωρίζουμε μια πραγματικότητα, δηλαδή ότι μεταξύ των δύο φύλων αυτή ενσαρκώνει εκείνο που δίνει ζωή;
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τι θα απογίνει η λογοτεχνική, καλλιτεχνική, κινηματογραφική μας κληρονομιά, που κατά βάθος δεν έχει άλλο αντικείμενο από την εξερεύνηση αυτού του αινίγματος που αποτελεί ο άντρας για τη γυναίκα και η γυναίκα για τον άντρα; Ποιο έργο της λογοτεχνικής μας κληρονομιάς δεν θα καταρρεύσει στο χτύπημα μιας τέτοιας κατηγορίας;
Τι θα κάνουν οι καθηγητές που έχουν αναλάβει να «ευαισθητοποιήσουν» τα παιδιά μας στην ιστορία της τέχνης όταν, σε κάποια επίσκεψη στο μουσείο του Λούβρου, θα βρεθούν μπροστά στον Βρούτο του Νταβίντ ή στον Όρκο των Ορατίων, μια που ο ζωγράφος αυτός φτάνει μέχρι του σημείου να καταγράφει στον χώρο του πίνακα την ασυμμετρία του αρσενικού και του θηλυκού; Κι αν τύχει να διαβάσουν Κορνέιγ, θα μπορούσαν να καταλάβουν τις απόψεις της Καμίγ και της Σαμπίν σχετικά με τον έμφυλο διαμοιρασμό των ρόλων, με τις γυναίκες να απαιτούν, σε αντιστοιχία με τη φύση τους, το δικαίωμα να κλάψουν για τους χαμένους, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα πως οι άντρες δεν ασχολούνται με τέτοια και τους ενδιαφέρει μόνο η τιμή της πατρίδας; Ο Μπαρτ έλεγε πως το πεπρωμένο του Φλομπέρ ήταν άρρηκτα δεμένο με το πεπρωμένο της γλώσσας, πράγμα βέβαιο, εξαρτάται, όμως, εξίσου και από τις απαγορεύσεις που επιβάλλουμε σε ορισμένες πραγματικότητες. Τι θα απογίνουν ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, η Τζέιν Ώστιν, ο Χένρι Τζέιμς, ο Φίλιπ Ροθ, ο Μίλαν Κούντερα; Και ο Μάνκιεβιτς, ο Χίτσκοκ, ο Τρυφώ, ο Μπέργκμαν; Τι θα κάνουμε με αυτούς τους, εκτός κατηγορίας, εξερευνητές της διαφοράς των φύλων, κομψά λαγωνικά της επιθυμίας που γεννούν ο ένας στον άλλο ο άντρας και η γυναίκα, του παιχνιδιού που στήνεται μεταξύ τους, του δράματος που τους χωρίζει; Θα τους θεωρούμε θύματα αυτού του φρικτού ανθρωπολογικού αξιώματος, της σεξουαλικής ετερότητας, ή θα τους καταδικάσουμε για συνεργασία με τον εχθρό, προπαγανδιστές μιας διαφοροποίησης, παράγοντα όχι μόνο ανισότητας, αλλά και εξουσίας;
Το μέλλον πάντως δεν είναι βέβαιο. Αυτό το κυνήγι σεξιστικών στερεοτύπων επιτίθεται ήδη αδιάκριτα σε οτιδήποτε φέρει τις κατηγορίες αρσενικό και θηλυκό.
Μπορεί να μην καίμε βιβλία -η βαρβαρότητα προχωράει με ηπιότητα πλέον, όπως ανέλυσε ο Ζαν-Πιερ Λε Γκοφ1- κάποια όμως ξαναγράφονται, άλλα απαγορεύονται, όπως στους σουηδικούς παιδικούς σταθμούς που χαρακτηρίζονται ουδέτεροι και έχουν ήδη κάνει ένα ξεκαθάρισμα στις βιβλιοθήκες τους, αποκλείοντας βιβλία που μπορεί να διατηρούν τη «μυθοπλασία» του αρσενικού και του θηλυκού. Η Σταχτοπούτα, η Χιονάτη, εξοβελίζονται, λοιπόν, και τη θέση τους παίρνουν ιστορίες όπως Το Κίβι και το τρομερό σκυλί, όπου ο ήρωας έχει ένα άφυλο όνομα και όπου δεν χρησιμοποιούνται αρσενικές και θηλυκές αντωνυμίες, αλλά η ουδέτερη αντωνυμία hen, κατασκευασμένη, όπως είδαμε, ώστε να αναφέρεται σε ένα πρόσωπο χωρίς να αναφέρεται στο φύλο του και να γλιτώνει έτσι από την παγίδα της εναλλακτικής αρσενικού και θηλυκού.
Υπάρχει άλλη μία μέθοδος να τακτοποιήσει κανείς την κληρονομιά του, αυτή που μας καλεί να εφαρμόσουμε το αλφαβητάρι της ισότητας, δηλαδή η αποδόμηση, όπως την εννοεί ο Ντεριντά. Τι να κάνουμε με «τα παραδοσιακά κείμενα και ειδικά με τα παραμύθια» που παραμένουν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, παρόλο που μεταδίδουν σεξιστικά στερεότυπα; Αυτό είναι το ερώτημα που απαντά το κομμάτι που αφιερώνεται στη «μορφή της Ωραίας». Αν κάποτε οι γυναίκες που διάβαζαν μυθιστορήματα θεωρούνταν επικίνδυνες και αν η Εκκλησία συμβούλευε να τις κρατάμε σε απόσταση και, σίγουρα, να εποπτεύουμε αυστηρά τις αναγνώσεις τους, αυτό που φοβόταν δεν ήταν η ταύτιση; Δεν κινδύνευαν αυτές οι αγνές κοπέλες να νιώσουν επιθυμία διαβάζοντας μυθιστορήματα; Αν σήμερα δεν απαγορεύουμε, ακόμη, την ανάγνωση των παραδοσιακών παραμυθιών, δεν σημαίνει πως οι υπεύθυνοι της εκπαίδευσης δεν τρέμουν όσο και οι ιερείς του χθες βλέποντας τη νεολαία να ποτίζεται σε αυτή τη μολυσμένη πηγή. Συνεχίζοντας να περιλαμβάνει στα προγράμματα ανάγνωσης την Σταχτοπούτα ή την Ωραία και το τέρας, το Υπουργείο Παιδείας θα κινδύνευε να ενοχοποιηθεί για τη διατήρηση του «μύθου» της διαφοράς των φύλων και της ετεροφυλοφιλικής επιθυμίας, αν δεν τα συνόδευε με ένα είδος οδηγιών αποδόμησης των σχημάτων που κυριαρχούν στα παραμύθια. Αυτό που προσπαθεί να ξεκάνει το σχολείο από τη μια πλευρά, θα έρχεται ο Περώ από την άλλη να το ξανακάνει. Έχει φτάσει λοιπόν η στιγμή, επιτέλους, να αντιδράσουμε.
Ο στόχος είναι να εμποδιστεί κάθε διαδικασία ταύτισης του αναγνώστη, στη συγκεκριμένη περίπτωση του πολύ νεαρού αναγνώστη, με τους ήρωες και τις ηρωίδες αυτών των παραμυθιών, ώστε να διαλυθεί η γοητεία που μπορεί να ασκήσουν στα νεαρά πνεύματα η Ωραία κοιμωμένη ή Η Σταχτοπούτα. Οι συγγραφείς προτείνουν, για να επιτευχθεί ο στόχος, να γίνεται μια «έμφυλη» ανάγνωση αυτών των παραμυθιών, να καταδεικνύονται δηλαδή ως αποκλειστικά κατασκευασμένες οι ιδιότητες που αποδίδονται στο κάθε φύλο. Ο πρίγκιπας δεν είναι γενναίος και η ωραία δεν είναι ωραία, ο πρίγκιπας αναφέρεται ως γενναίος, και η ωραία αναφέρεται ως ωραία, αλλά ισχύει εξίσου και το αντίστροφο. Και, προκειμένου να ολοκληρωθεί αυτό το έργο υπονόμευσης, υπάρχει ένα τελευταίο βήμα στις οδηγίες, η ανάγνωση παρωδιών αυτών των παραμυθιών, γραμμένων από σύγχρονους συγγραφείς οι οποίοι γνωρίζουν πως η ομορφιά δεν είναι προνόμιο της γυναίκας και η γενναιότητα του άντρα, πως η χαρά του να σε θέλει κάποιος, για τη γυναίκα, και της αφύπνισης στη γυναικεία ομορφιά, για τον άντρα, δεν είναι παρά μυθοπλασίες που στοχεύουν να κλείσουν αυτά τα αδιαφοροποίητα πλάσματα σε ταυτότητες έμφυλες και ετεροφυλοφιλικές. Το κυνήγι των προκαταλήψεων έχει ανοίξει σε δύο μέτωπα. Τα αγόρια και τα κορίτσια, ή μάλλον τα άτομα που έχουν γεννηθεί αρσενικού ή θηλυκού γένους, πρέπει να σταματήσουν όχι μόνο να ταυτίζονται με την αρρενωπότητα ή τη θηλυκότητα, αλλά να αφαιρέσουν τη σεξουαλικότητά τους από το γένος τους κατά τη γέννηση. Αυτά τα παραμύθια είναι στην πραγματικότητα διπλά ένοχα, ένοχα για τη διατήρηση του μύθου μιας έμφυλης ταυτότητας και ένοχα για την τροφοδότηση της μυθοπλασίας της ετεροφυλοφιλίας. Εξ ου και η αναγκαιότητα εισαγωγής, προκειμένου να υπάρξει αντίβαρο, παραμυθιών όπου τα δύο φύλα θα παραμένουν αδιάφορα το ένα για το άλλο, ή όπου, όπως γράφει ο Αλφρέντ ντε Βινί, «Η Γυναίκα θα έχει τα Γόμορρα και ο Άντρας τα Σόδομα και, κοιτώντας εκνευρισμένα από μακριά το ένα το άλλο, τα δύο φύλα θα πεθάνουνε καθένα στην πλευρά του2».
Αυτό που ξεχνούν εκείνοι που περιφρονούν τα παραμύθια, είναι ότι αυτά διέτρεξαν τους αιώνες, όχι μόνο επειδή συνάδουν με έναν ακατάλυτο πυρήνα της έμφυλης ανθρώπινης συνθήκης, αλλά και επειδή είναι γραμμένα με μία γλώσσα και μία τέχνη που τα καθιστά άτρωτα στην κατασκευή στερεοτύπων.
Αν για πολύ καιρό θεωρούσαμε ότι το καλύτερο όπλο ενάντια στις προκαταλήψεις, στα στερεότυπα, στους αυτοματισμούς της σκέψης ήταν η εκπαίδευση της λογικής, δηλαδή η μετάδοση και της γλώσσας και της τέχνης της αυστηρής επιχειρηματολογίας, φαίνεται ότι πλέον το μπόλιασμα με μια προκατασκευασμένη σκέψη που δεν αμφισβητείται, δεν συζητιέται, επιβάλλεται ως εξίσου αποτελεσματικό.
Τυποποίηση ή εγγραφή σε έναν κόσμο;
«Οι πολιτισμοί δεν είναι έργο των
παιδιών»
Μάργκαρετ Μιντ
Δεν υπάρχει τίποτα το πιο θεμιτό, προφανώς, από το να θέλει κανείς να απελευθερώσει το πνεύμα από τις προκαταλήψεις που το πνίγουν, δεν υπάρχει όμως εδώ ο κίνδυνος να εξομοιωθούν όλα όσα σκέφτηκαν άλλοι, πριν από μας, με τις προκαταλήψεις; Ερχόμενη από μια άλλη χρονική πλευρά, αυτή η συμβολική τάξη, αυτή η κληρονομιά που μας δόθηκε, βρίσκεται πολύ γρήγορα επανανοηματοδοτημένη ως προκατάληψη και μας καλούν να την ξεφορτωθούμε σαν ενοχλητικό βάρος. Χωρίς αμφιβολία, αυτό που εννοούμε με το αρσενικό και το θηλυκό περιλαμβάνει πολλά πράγματα από αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης ονόμαζε κοινωνικό φαντασιακό, όμως δεν γίνεται να αποκόβουμε έτσι τα άτομα, και κυρίως τα παιδιά, τους νεοαφιχθέντες, από τη συγκεκριμένη συλλογικότητα, στην οποία εισέρχονται και στην οποία καλούνται να συμμετέχουν. Προοδευτισμός και ατομικισμός συμπλέουν ολέθρια εδώ. Τι είναι ένα άτομο που θα πρέπει να διαμορφωθεί χωρίς κανένα δεδομένο, ούτε από τη φύση, ούτε από τον πολιτισμό; Κι έτσι το Υπουργείο Παιδείας ξεκινά μια επιχείρηση που μπορούμε δικαίως να χαρακτηρίσουμε μηδενιστική: πρόκειται για μια καταστροφή των κληρονομημένων εννοιών που αντικαθίστανται με το τίποτα… ως προς τις ελάχιστες προϋποθέσεις εκπαίδευσης. Το άτομο δεν μπορεί να νοηθεί εκτός της ένταξής του σε μια μοναδική ιστορική συλλογικότητα. Αυτή δεν «τυποποιεί» το άτομο, το εγγράφει σε έναν κόσμο. «Ο Χάιντεγκερ κάνει λάθος», έλεγε η Χάνα Άρεντ «ο άνθρωπος δεν “πετιέται στον κόσμο”. Αν μας πετούν κάπου – σε αυτό δεν διαφέρουμε από τα ζώα – αυτό είναι στη γη. Όμως ο άνθρωπος συνοδεύεται και δεν βρίσκεται πεταμένος στον κόσμο, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η συνέχειά του και εκφράζεται η εγγραφή του. Αλίμονό μας αν βρισκόμασταν πεταμένοι στον κόσμο!»
Η φρικτή λέξη τυποποίηση, όπως και η λέξη κανονικοποίηση, πολύ της μόδας και οι δύο στις μέρες μας, μεταμορφώνουν τον κόσμο των θεσμοθετημένων εννοιών στον οποίο εισερχόμαστε σε ένα συνονθύλευμα προκαταλήψεων, κάθε διαδικασία μετάδοσης γνώσης σε τεχνική χειραγώγησης και τους φορείς αυτής της γνώσης, τους γονείς, τους καθηγητές, σε πράκτορες αναπαραγωγής ενός παλιού κόσμου, αγκυλωμένου, φοβισμένου, οπισθοδρομικού, κλεισμένου στον εαυτό του, με δυο λόγια, συνεργάτες των προτύπων που καταπνίγουν τη μοναδικότητα.
Ο κόσμος δεν αρχίζει με μας, προηγείται, μας ξεπερνάει, είμαστε απλώς χρήστες του, είμαστε πρώτα απ’ όλα υπόχρεοι σ’ αυτόν: κανένας άνθρωπος δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος. Ο καθένας, μέσω της μεταβίβασης κωδίκων, σχημάτων, αναλαμβάνει το φορτίο να ξεκινήσει από την αρχή, αλλά σε καμία περίπτωση να ξεκινήσει κάτι καινούργιο, το αντίθετο. Σε κάθε νέα γενιά που εμφανίζεται, η ιστορία δεν προσφέρεται σαν παλίμψηστο.
Ο κόσμος μάς δίνεται μέσω συμβόλων που ανέπτυξαν αυτοί που προηγήθηκαν και οι κατηγορίες του αρσενικού και του θηλυκού αποτελούν μία από τις πιο απαραίτητες πυξίδες. «Επειδή υπήρξαμε παιδιά προτού γίνουμε άντρες, πράγμα που δεν παραλείπει να τονίσει ο Ντε- κάρτ, το λογικό είναι ότι δεν ξεκινάμε να αναρωτιόμαστε για κάτι απογυμνωμένο, αλλά αντιθέτως, προσεγγίζουμε αυτό που υπάρχει ήδη επενδεδυμένοι με νοήματα, θα λέγαμε σχεδόν οπλισμένοι με νοήματα» έγραφε ένας δάσκαλος σε θέματα παιδαγωγικής, ο φιλόσοφος Αλαίν. Η εκπαίδευση κινείται σήμερα σύμφωνα με την ακριβώς αντίθετη φορά. Τα κάποια νοήματα που επιτρέπουν στο παιδί να κατανοήσει τον κόσμο σκοπεύει να του τα στερήσει.
Η περιφρόνηση που δείχνουμε στις προκαταλήψεις, στα ήθη, έχει κάτι από κακομαθημένα παιδιά, ανεύθυνα. Χρειάζονται γενιές σαν τη δική μας, που δεν γνώρισαν τον πόλεμο και τις δυσκολίες του, που τους φέρθηκε καλά η ιστορία, ο τραγικός 20ός αιώνας, για να παραβλάψουν τη σημασία των εθίμων, των τελετουργικών, των προκαταλήψεων, των απεικονίσεων που έρχονται από τα βάθη του χρόνου. Σχετικά με αυτό, αρκεί να ξαναδιαβάσει κανείς τη μαρτυρία όσων βίωσαν, στο πετσί τους, την υποχρεωτική εξορία, εκείνων που, όπως η Χάνα Άρεντ ή ο Γκύντερ Άντερς «άλλαζαν χώρα πιο συχνά από παπούτσια», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ, για να καταλάβει τι σημαίνει στέρηση. Ο διάλογος που είχε ο Γκύντερ Άντερς, το 1949, με μία από τις Αμερικανίδες φοιτήτριές του, έτοιμη να ανακαλύψει παντού προκαταλήψεις και υπερήφανη που τις έχει αποβάλει, είναι εξαιρετικά πολύτιμος ως προς αυτό:
«Η ιδέα πως οι προκαταλήψεις είναι κακές από μόνες τους δεν θα μπορούσε να είναι μια προκατάληψη;»
«Μια προκατάληψη;» Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Πίστευε ακλόνητα στις προκαταλήψεις της ενάντια στις προκαταλήψεις. (…)
«Υπερασπίζεστε τις προκαταλήψεις;» ψέλλισε, δύσπιστη.
«Τι είναι οι προκαταλήψεις; (…) Τι άλλο είναι εκτός από κρίσεις που έχουν ήδη γίνει από ανθρώπους για άλλους ανθρώπους… έτσι ώστε να μην χρειάζεται κάθε φορά να ξεκινάμε από το μηδέν. Οι προκαταλήψεις μπορούν να είναι καλές ή κακές. Πώς ονομάζουμε τις καλές προκαταλήψεις, αυτές που μας διευκολύνουν τη ζωή;»
Και πάλι, κοίταξε γύρω της. Έχασε τον ειρμό της.
«Ήθη» απάντησα τελικά μόνος μου.
Μιλάμε επιπλέον για θεσμική «τυποποίηση», ενώ οι θεσμοί, ξεκινώντας από τις εκπαιδευτικές δομές (τους γονείς, το σχολείο) εγκατέλειψαν όλες τους σταδιακά, στη διάρκεια των σαράντα τελευταίων χρόνων, το κανονιστικό τους προνόμιο, εκτός και αν κατέστησαν κανονικότητα την παραίνεση να διαλυθούν οι κανονικότητες που έχουμε κληρονομήσει από το παρελθόν. Με δυο λόγια, ποτέ δεν ήταν λιγότερο σημαντικές οι παραδοσιακές νόρμες και, παρόλα αυτά, αν πιστέψουμε τις νέες ηθικές αρχές, ποτέ δεν μας επιβάλλονταν τόσο αυστηρά.
Οι υποστηρικτές αυτής της παιδαγωγικής πολιτικής που ονομάζεται ουδέτερη αρέσκονται να ενδύονται τον μανδύα του επαναστάτη και αρέσκονται επίσης να μας παρουσιάζουν έναν κόσμο με κυρίαρχες έμφυλες νόρμες, που όμως είναι κενές σημασίας: πρόκειται περί μυθοπλασίας. Εδώ και σαράντα περίπου χρόνια, η εκπαίδευση που λαμβάνουν τα αγόρια και τα κορίτσια, στο σχολείο, αλλά και στην οικογένεια, δεν μπορεί πια να αποκαλείται έμφυλη με τον τρόπο που ήταν ακόμη, χωρίς αμφιβολία, κατά τη δεκαετία του 1960. Αν θέλουμε να σκεφτούμε πώς μπορεί να ήταν εκείνο το σχολείο, που προέβλεπε τους ρόλους που η κοινωνία απέδιδε σε κάθε ένα από τα φύλα, αρκεί να παρατηρήσουμε τις τοιχογραφίες που έγιναν τη δεκαετία του 1930 στα δημόσια σχολεία και στολίζουν ακόμα και τώρα, κάποιες φορές, τις αυλές. Και ακόμα και εκείνο το σχολείο, που προσέφερε στα κορίτσια τις ίδιες βασικές γνώσεις με τα αγόρια (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική), τους παρείχε την ίδια στιγμή τα μέσα, πνευματικά τουλάχιστον, να χειραφετηθούν από αυτό το πεπρωμένο που σφράγιζε το φύλο τους.
Ανήκω σ’ αυτή τη γενιά που γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η εκπαίδευσή μας ήταν απολύτως ισότιμη. Ένας άνεμος ακτιβισμού φυσούσε στην μετά-1968 κοινωνία. Το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών γεννήθηκε εκείνα τα χρόνια. Μεγαλώσαμε επίσης τριγυρισμένοι από ενήλικες που πίστευαν στην ισότητα και που, σε αυτόν τον τομέα όπως και σε άλλους, ήταν αποφασισμένοι να μην αναπαραγάγουν τον παλιό κόσμο. Θα φοβόντουσαν ότι υποσκάπτουν την ελευθερία μας – αυτό το περίφημο άλλοθι που εμφανίστηκε στα χρόνια 1960-1970 για να αποποιηθεί κανείς καλύτερα τις ευθύνες του – μεταβιβάζοντάς μας κάποιες νόρμες και ειδικά έμφυλες. Μεγαλωμένες από πατεράδες που είχαν χάσει τον τίτλο του αρχηγού της οικογένειας ήδη από το 1970, από μητέρες που συμμετείχαν όλο και περισσότερο στην ενεργή ζωή και στις οποίες, σύμφωνα με τα κηρύγματα των δασκάλων μας, την Ημέρα της Μητέρας δεν προσφέραμε ούτε ηλεκτρική σκούπα, ούτε μίξερ, ούτε σίδερο, γονείς που δεν φοβόντουσαν βλέποντας το αγοράκι τους να παίζει με τα παιχνίδια της αδελφής του, ή το κοριτσάκι τους να παρατάει τις κούκλες για το ηλεκτρικό τρενάκι του αδελφού της, με δυο λόγια, μεγαλώσαμε σε ένα κλίμα ήρεμης ισότητας με φόντο τη διαφορά των φύλων, βεβαίως, αλλά μακριά, πολύ μακριά από κάθε ταυτοτική εμμονή. Η ιδέα ότι κάποια επαγγέλματα παρέμεναν απαγορευμένα για μας λόγω του φύλου μας δεν μας περνούσε καν από το μυαλό. Και αν έπρεπε, στην ηλικία των δέκα χρόνων να γράψουμε έκθεση με θέμα «Θα προτιμούσατε να είστε αγόρι ή κορίτσι;» αμφιβάλλω αν θα απαντούσαμε με την ίδια σιγουριά που είχε απαντήσει η Κλοντ Αμπίμπ «αγόρι», όταν ρωτήθηκε στη δεκαετία του 1950. Και οι γυναίκες που είμαστε σήμερα αγνοούν τα συναισθήματα μιας Έμμα Μποβαρί: «Αυτή η ιδέα ενός αρσενικού παιδιού ήταν σαν εκδίκηση για όλα όσα δεν μπορούσε να κάνει στο παρελθόν. Ένας άντρας, τουλάχιστον, είναι ελεύθερος. Μπορεί να διατρέχει τα πάθη και τις χώρες, να προσπερνάει τα εμπόδια, να γεύεται τις πιο μακρινές ευτυχίες. Μια γυναίκα όμως εμποδίζεται διαρκώς. Αδρανής και ευλύγιστη, ταυτόχρονα, έχει εναντίον της τη σάρκα, αλλά και τον νόμο». Τα κοριτσάκια που είχαμε υπάρξει εμείς είχαν παίξει με πυροσβεστικά αυτοκινητάκια, αλλά δεν είχαν, ωστόσο, ονειρευτεί να απλώσουν εκείνη τη μεγάλη σκάλα και να σβήσουν πυρκαγιές. Και καμία οικογενειακή ή κοινωνική πίεση δεν μας είχε ασκηθεί για να μας αποθαρρύνει από κάτι τέτοιο.
Σε όσους αντιτίθενται σε αυτήν την εικόνα, θα ζητούσα να μου εξηγήσουν γιατί δεν ξέρουμε ούτε να ράβουμε, ούτε να σιδερώνουμε, ούτε να μαγειρεύουμε. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν εκπαιδευτήκαμε για να γίνουμε τέλειες νοικοκυρές.
Αν υπάρχει κάποια «τυποποίηση», την βλέπω πιο έντονα στους παιδικούς σταθμούς και στα σχολεία που ονομάζονται ουδέτερα και σε αυτή την καινούργια παιδαγωγική μέθοδο που βάζει σε πρώτο πλάνο τη μάχη ενάντια στα «στερεότυπα του φύλου», παρά στη δημιουργία ενός σχολείου που θα είχε αποστολή να δημιουργεί μυαλά ικανά να σκεφτούν μόνα τους, μεταδίδοντάς τους γνώσεις. Αν στους παραδοσιακούς παιδικούς σταθμούς τα παιχνίδια είναι για όλους και κανένας εκπαιδευτικός δεν απαγορεύει σε ένα κοριτσάκι να παίξει με ένα φορτηγό, στους ουδέτερους θα την προέτρεπαν να παίξει με ένα πυροσβεστικό, ώστε να συνηθίσει στην ιδέα ότι μπορεί να γίνει «πυροσβέστρια», σύμφωνα με τη λέξη που μαγεύει την Ναζάτ Βαλό-Μπελκασέμ, κάποτε υπουργό των Δικαιωμάτων της γυναίκας.
Έτσι, όταν ο παιδικός σταθμός Bourdarias, ο πρώτος που ακολούθησε αυτή την παιδαγωγική μέθοδο το 2009, υπερηφανεύεται πως «εφαρμόζει πειραματικά μια μη σεξιστική εκπαιδευτική προσέγγιση», δεν λέει την αλήθεια. Πεπεισμένη πως χωρίς βολονταρισμό οι διαφορές θα συνεχίζονται και οι ανισότητες που προκύπτουν θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, η εκπαιδευτική ομάδα επέλεξε μια πολιτική αντιστροφής – η λέξη δεν είναι δική μου, αλλά της Μαρί-Φρανσουάζ Μπελαμί, της ίδιας της διευθύντριας του παιδικού σταθμού: «Η ιδέα», εξηγεί, «είναι να καταφέρουμε να αντιστρέφουμε τους ρόλους»: τα κοριτσάκια έπαιζαν πάντοτε με κούκλες, εδώ θα γράφονται σε εργαστήρια χειροτεχνίας, θα μαθαίνουν να χειρίζονται το κατσαβίδι και το παξιμάδι. Τα αγοράκια λάτρευαν τα παιχνίδια κατασκευών, θα αφοσιώνονται στο να κάνουν μπάνιο τις κούκλες, να τις αλλάζουν, να τις ντύνουν και να τις γδύνουν και θα διαβάζουν παραμύθια όπου η «ωραία» δεν θα είναι πλέον κοιμωμένη ή καταστροφικής ομορφιάς, αλλά θα χειρίζεται το σπαθί και θα αρνείται να παντρευτεί τον γενναίο ιππότη που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που του ορίζονται για να την αποκτήσει.
Από την ουδετερότητα, λοιπόν, οι παιδικοί σταθμοί που επιλέγουν τα αξιώματα του φύλου ως εννοιολογικό υπόστρωμα διαθέτουν μόνο το όνομα. Στην πραγματικότητα, διαστρεβλώνουν τα πράγματα προς την αντίθετη μεριά. Ή μάλλον προς μία μοναδική μεριά. Ο Ρουσσώ έλεγε για τον Πλάτωνα, που οικοδομούσε τη Δημοκρατία του, «Δεν ήξερε τι να κάνει με τις γυναίκες και αναγκάστηκε να τις κάνει άντρες». Βρισκόμαστε στην αντίθετη κατάσταση: δεν ξέρουμε πια τι να κάνουμε με τους άντρες, ή μάλλον με την αρρενωπότητα που ενσάρκωναν (που ακόμα ενσαρκώνουν επί της ουσίας και θα συνεχίσουν να ενσαρκώνουν όσο δεν δειλιάζουν μπροστά στις νέες επιταγές), και αναγκαζόμαστε να τους κάνουμε γυναίκες. Και εδώ υιοθετούμε την ήπια λύση: αντί να τους εξολοθρεύσουμε, τους μετασχηματίζουμε στρέφοντάς τους προς τάσεις, προς ιδιότητες που μόλις χθες χαρακτηρίζαμε γυναικείες και θεωρούσαμε συνδεδεμένες με την ουσία των γυναικών. Η αρρενωπότητα δεν έχει άλλο συνώνυμο για μας εκτός από τον πόλεμο, τη βαναυσότητα, την ωμότητα – ο τίτλος Η καταγωγή του πολέμου, που έδωσε η εικαστικός Ορλάν στο έργο της που απεικονίζει ένα ανδρικό μόριο, είναι εύγλωττος από μόνος του.
Μια άφυλη εκπαίδευση;
Μπορεί και πρέπει να είναι ουδέτερη η εκπαίδευση; Είναι σε κάποιο βαθμό θεμιτή η έμφυλη εκπαίδευση; Φιλοδοξούμε να ζήσουμε σε έναν κόσμο όπου η πολικότητα του αρσενικού και του θηλυκού δεν θα καταργηθεί, αλλά θα εξουδετερωθεί; Όπου οι δύο πόλοι δεν θα μαγνητίζονται πια χάρη στις διαφορές τους, χάρη στη συμπληρωματικότητά τους; Είναι επιθυμητό να μεταβιβάσουμε στα αγοράκια και στα κοριτσάκια τους ίδιους τρόπους, τους ίδιους κώδικες, τις ίδιες στάσεις;
Δύσκολα ερωτήματα, που πρέπει όμως να έχουμε το θάρρος να κοιτάξουμε κατάματα, μια που η εποχή μας δίνει απαντήσεις χωρίς να μπει στον κόπο να τα θέσει. Θεωρείται πως μια έμφυλη εκπαίδευση είναι μια ένοχη εκπαίδευση και εφαρμόζονται επιτακτικά μέτρα από την πιο τρυφερή ηλικία – είναι καλύτερα άλλωστε να πολεμήσεις το κακό στη ρίζα του – ώστε να γίνει πραγματικότητα αυτός ο κόσμος πρωταρχικής αδιαφοροποίησης που παραμένει πάντοτε, επιμένω σ’ αυτό, απλώς ένα αξίωμα, που η πραγματική εμπειρία ποτέ δεν επιβεβαίωσε, όπως είδαμε με τα πειράματα του Τζον Μάνι.
Έχω ήδη απαντήσει μερικώς σε αυτό ερώτημα εκθειάζοντας τη διαφορά των φύλων ως απαραίτητη για τον πολιτισμό, την αίγλη του, και ως παράγοντα ερωτικής έντασης στις ανθρώπινες σχέσεις. Υπάρχει καλύτερο δώρο για όσους θέλουν να σβήσουν την επιθυμία από αυτή την άχαρη ομοιότητα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα που επικαλούνται οι υποστηρικτές της θεωρίας του φύλου; Καταθέτω εδώ δύο επιπλέον στοιχεία.
«Μια που το σώμα γεννιέται, για να το πούμε έτσι, πριν από την ψυχή», γράφει ο Ρουσσώ, «πρώτο πρέπει να καλλιεργηθεί το σώμα: αυτό ισχύει και για τα δύο φύλα. Όμως, ο στόχος αυτής της καλλιέργειας είναι διαφορετικός. Στο ένα φύλο, ο στόχος είναι η ανάπτυξη των δυνάμεων, στο άλλο, η ανάπτυξη της συναίνεσης: όχι ότι πρέπει να αποτελούν αυτές οι ιδιότητες αποκλειστικότητα του κάθε φύλου, μια που η δύναμη είναι απαραίτητη στις γυναίκες προκειμένου να κάνουν ό,τι κάνουν με χάρη και η συναίνεση υποχρεωτική για να καταφέρουν οι άντρες να κάουν ό,τι κάνουν με ευκολία», όχι όμως στις ίδιες αναλογίες.
Ο Ρουσσώ δηλώνει εδώ πως η γυναίκα έχει τη φυσική τάση να γοητεύει, να γίνεται αρεστή, και πως αυτή η φυσική τάση πρέπει να ενισχυθεί από την εκπαίδευση: «Τα κοριτσάκια, από τη γέννηση σχεδόν, αγαπούν τα στολίδια», κι έτσι προτρέπει όχι να τις αποθαρρύνουμε, αλλά να τους μάθουμε πώς να στολίζονται με γούστο.
Απόδοση ταυτότητας από την οποία θα έπρεπε, στο όνομα της ισότητας, να απαλλάξουμε τα σημερινά παιδιά; Δεν το πιστεύω, για τουλάχιστον δύο λόγους. Έπειτα από σχεδόν σαράντα χρόνια φεμινιστικού αγώνα, τα γεγονότα ακόμα δεν έχουν δείξει ότι ο Ρουσσώ κάνει λάθος. Εξακολουθούμε να θέλουμε να αρέσουμε και αφιερώνουμε χρόνο γι’ αυτό. Η φροντίδα της εμφάνισής μας συνεχίζει να μας ενδιαφέρει. Σχετικά μ’ αυτό, πρέπει να διαβάσει κανείς τις γραμμές που αφιερώνει η Σιμόν ντε Μποβουάρ στη συνθήκη των διανοούμενων γυναικών σε αυτή την εποχή χειραφέτησης και ισότητας. Όπως και οι όμοιές της, βρίσκεται διχασμένη μεταξύ δύο αλληλοσυγκρουόμενων αναγκών, την επιθυμία να αναγνωριστούν ως ισότιμες των αντρών και την επιθυμία να αρέσουν καλλιεργώντας τη θηλυκότητά τους. Κοιτώντας όμως το πορτρέτο που σχεδιάζει η συγγραφέας του Δεύτερου φύλου, η κατάσταση για την διανοούμενη είναι σχεδόν απελπιστική: όχι μόνο δεν μπορεί να αφιερώσει αρκετό χρόνο για τη φροντίδα της ομορφιάς της όσο η κοκέτα που ενδιαφέρεται μόνο να γοητεύσει: η διανοούμενη «θα είναι πάντοτε ερασιτέχνης στο πεδίο της κομψότητας». Όμως, ο φόβος της να αποτύχει την οδηγεί να διαπράττει «λάθη ανάλογα με αυτά που φέρνει η εμμηνόπαυση: προσπαθεί να αρνηθεί την εγκεφαλικότητά της, όπως η γυναίκα που γερνάει προσπαθεί να αρνηθεί την ηλικία της». Υπερβάλλει τη θηλυκότητά της: «φορτώνεται με λουλούδια, φραμπαλάδες, χτυπητά υφάσματα, τρίβεται, κουνιέται, μπεμπεκίζει, προσποιείται την αφέλεια, την ανεμελιά, τον παρορμητισμό». Τέλος, αν, παρά τις πολλές αδυναμίες της, καταφέρει να γοητεύσει έναν άντρα, «η γυναίκα του πνεύματος πιέζεται για να μιμηθεί την παράδοση». Με δυο λόγια, ολοκληρώνει την μασκαράτα. Από την άλλη, αν δυσκολεύεται τόσο να γοητεύσει, «είναι επειδή δεν μοιάζει με τις αδελφούλες της, σκλάβες μιας αγνής επιθυμίας να ικανοποιούν3».
Ο δεύτερος λόγος που με κάνει να ακολουθώ τον Ρουσσώ έγκειται στο ότι, επιθυμώντας να αρνηθούμε τη φυσική τάση των κοριτσιών για τα στολίδια, αντιμετωπίζοντάς την μόνο ως κοινωνική κατασκευή – κάτι που δεν επιβεβαιώνεται πουθενά, ας το επαναλάβουμε άλλη μία φορά – από την οποία θα πρέπει να τις απαλλάξουμε, αρνούμαστε να διαμορφώσουμε το γούστο τους. Τα εξωτερικά σημάδια της θηλυκότητας είναι πολλαπλά και τα μοντέλα ταύτισης που προσφέρονται στα κορίτσια αποφασιστικής σημασίας. Έτσι, στις πιο προοδευτικές οικογένειες, που αντιδρούν σε κάθε έμφυλη εκπαίδευση, τα κοριτσάκια, εμπνεόμενα από κινούμενα σχέδια ηλίθια και, αισθητικά, στα όρια της καρικατούρας, θρέφουν φαντασιακά σκουπίδια πολύ χειρότερα από αυτά που θα μπορούσαν να αντλήσουν από τα παραδοσιακά παραμύθια.
Αποφασισμένοι να μην εγκλωβίζουμε πια τα παιδιά μας σε κάποια ταυτότητα, τα εγκαταλείπουμε, διότι αυτό ισχύει εξίσου και για τα αγόρια, που διαμορφώνονται, είτε το θέλουν είτε όχι, μέσω της ταύτισης με τις πιο χυδαίες, τις πιο κιτς εικόνες και, ταυτόχρονα, τις πιο ταπεινωτικές και εξευτελιστικές για το αρσενικό και το θηλυκό.
________________________________
- Jean-Pierre Le Goff, La barbarie douce. La modernisation aveugle des entreprises et de I’ecole, Editions La Decouverte, 1999.
- Alfred de Vigny, “La Colere de Samson” στο Les Destinees.
- Δεν επιστρατεύω ωστόσο την Σιμόν ντε Μποβουάρ στη μάχη μου, για τη θεωρητικό δεν υπάρχει φυσική τάση των γυναικών να γοητεύουν. Αν η γυναίκα καλλιεργεί με αυτόν τον τρόπο τη θηλυκότητά της και θέλει να αρέσει, αυτό συμβαίνει επειδή υποτάσσεται στην κοινωνική τυραννία.
[Απόσπασμα από το βιβλίο «Η θεωρία του φύλου ή Ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποικίλη Στοά» (2019). Η Berenice Levent είναι δόκτωρ Φιλοσοφίας και καθηγήτρια της Φιλοσοφίας στην Ecole Polytechnique και στο Centre Sevres. Έχει συγγράψει το πολυβραβευμένο δοκίμιο «Le muse imaginaire d΄ Hannah Arendt». Η «Θεωρία του φύλου» που κυκλοφόρησε το 2014, δημιούργησε έντονες συζητήσεις στους κόλπους της γαλλικής διανόησης και θεωρήθηκε ως ένα από τα δέκα σημαντικότερα δοκίμια εκείνης της χρονιάς]
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο αξιόλογο περιοδικό «Νέος Ερμής ο Λόγιος», τ. 19, Β’ Εξάμηνο 2019, από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις». Στο περιοδικό αυτό ο αναγνώστης μπορεί να βρει πάντα ενδιαφέροντα άρθρα, γι’ αυτό και το συνιστούμε στους επισκέπτες της ιστοσελίδας μας)