Η πίστη και η γνώση (Φώτης Κόντογλου)

«Η πίστις η εκ της μαθήσεως ουκ ελευθεροί

τον άνθρωπον εκ της υπερηφανείας και του δισταγμού».

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος

ΚΑΠΟΙΟΙ φιλόσοφοι θελήσανε να γίνουνε χριστιανοί, δηλαδή να πιστέψουνε, μα χωρίς να παρατήσουνε τη φιλοσοφία. Αληθινά, έπρεπε να είναι κανέ­νας φιλόσοφος για να μπορέσει να φτάξει σ’ ένα τέτοιο ανάποδο πράγμα, δηλαδή να πιστέψει πως μπορεί να σταθεί μαζί η μέρα κ’ η νύχτα στο ίδιο μέρος, η πίστη κ’ η αμφιβολία, η ανάπαυση και το ψάξιμο, η ειρήνη της διάνοιας κ’ η δίψα του μυαλού, ο Θεός και ο όφις, ο σατανάς.

Απ’ αυτά τα ασυνταίριαστα βγήκανε κάτι ερμαφρόδιτα συστήματα, όπως είνε η λεγόμενη «Χρι­στιανική φιλοσοφία», «ο επιστημονικός Χριστιανισμός» κι’ άλλα παρόμοια.

Μα δεν μπορεί κανένας να γίνει χριστιανός αν δεν πετάξει από πάνω του κάθε γνώση κι’ αν δεν απομείνει άδεια από τους σαρκικούς διαλογισμούς η διάνοια κ’ η καρδιά του. Ο άγιος Παύλος γράφει πως αυτό που λένε οι φιλόσοφοι «πνευματικό», είναι «ο νους της σαρκός αυτών». Ένα πνευματικό υπάρχει μοναχά, κι’ αυτό είναι η θρησκεία του αληθινού Θεού, που το λένε οι άγιοι και «πνευματική γνώση», η μονάχα «γνώση» κι’ ο Σολομώντας το λέγει «σοφία».

Κ’ ένα πνεύμα υπάρχει μονάχα, το Πνεύμα το Άγιο, ο Παράκλητος, που μας τον φανέρωσε ο Ιησούς Χριστός, όπως μας φανέρωσε τον Πατέρα τον εν τοις ουρανοίς: «Πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ειμή ο πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ειμή ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι». (Ματθ. ια’, 27).

Ο Θεός που πλάσανε με το μυαλό τους οι φιλόσοφοι, είναι ένα είδωλο νεκρό και χωρίς υπόσταση, χωρίς ζωή και χωρίς αγάπη, ένα φάντασμα που δεν έχει καμμιά σχέση με τον αληθινό Θεό που μας αποκάλυψε ο Χριστός. Γι’ αυτό κι ο Βλάσης Πασκάλ, που ήτανε φιλόσοφος, σαν τον φώτισε η θεία χάρη κι άνοιξε τα μάτια του να δει τον αληθινό Θεό, κατάλαβε τι άψυχο είδωλο είχε πρωτύτερα για Θεό κ’ έγραψε : «Δεν πιστεύω στον Θεό των φιλοσόφων, αλλά πιστεύω στον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ».

Η φιλοσοφία σκύβει το κεφάλι της μπροστά στο λογικό, μα η αλήθεια δεν βρίσκεται με το λογικό, αλλά με την πίστη και με τη βοήθεια του Χριστού που μας την αποκάλυψε. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει : «Δογμάτων βυθός βαθύς, νους δε ασκητού άλλεται ακινδύνως εν αυτοίς». Ενώ ο φιλόσοφος δεν τολμά να πηδήσει μέσα σ’ αυτόν τον βαθύ βυθό, γιατί φοβάται τη λογική. Ο «δίκαιος ως λέων πέποιθε», ενώ ο φιλόσοφος σαλεύεται σαν το καλάμι. Ο δίκαιος «εκ πίστεως ζήσεται», ενώ ο φιλόσοφος «εκ γνώσεως ζήσεται».

Πίστη είναι το να πιστέψει ο άνθρωπος στα απίστευτα. Μα το λογικό δεν μπορεί να κάνει πιστευτά τα απίστευτα. Πιστευτά τα κάνει μονάχα η πίστη. Το λογικό παραδέχεται μονάχα όσα είναι πιστευτά από πριν τα απίστευτα είναι ψευτιές για δαύτο. Για τούτο όσοι φτιάξανε έναν Θεό με το λογικό τους, τον υποτάξανε σ’ αυτό το λογικό, μ’ όλο που τον λένε, έτσι άσκε­φτα, παντοδύναμο.

Για τους αρχαίους ειδωλολάτρες ο Θεός δεν ήτανε παντοδύναμος, αλλά ήτανε δούλος της Ανάγκης· αυτή ήτανε η παντοδύναμη. Μα και κείνοι που θαρούνε πως πιστεύουνε στον Θεό με το λογικό και τον λένε παντοδύναμο, την παντοδυναμία του την νοιώθουνε ψεύτικα, βάζοντας τη δύναμη του θεού κοντά στην αδυναμία του ανθρώπου. Γι’ αυτούς, πολλά πράγματα που δεν μπορεί να τα κάνει ο άνθρωπος, μπορεί να τα κάνει ο Θεός, αλλά υπάρχουνε και πολλά άλλα που δεν μπορεί να τα κάνει ούτε κι ο Θεός. Κατά την αντίληψή τους, δεν μπορεί να κάνει ο Θεός ό,τι δεν παραδέχεται το λογικό μας πως είναι μπορετό να γίνει.

Οι αρχαίοι Έλληνες λέγανε: «Τα γινόμενα ουκ απογίγνονται», κι ο Αριστοτέλης έλεγε: «Ανάγκη αμετάπειστόν τι έστι», κι αυτό το παραδέχουνται, παράδοξα, όσοι έχουνε φτιάξει τον Θεό με το λογικό τους. Ο Θεός που πιστεύουνε εί­ναι σκλάβος των νόμων που έβαλε αυτός ο ίδιος απάνω στον κόσμο, καθώς και του λογι­κού που έχει μέσα στο κεφάλι του ο άνθρωπος.

Αλλά βέβαια, αυτός ο Θεός που πλάσανε οι φιλόσοφοι, δεν μπορούσε να μην είναι δούλος της λογικής, αφού η μήτρα που τον γέν­νησε είναι το μυαλό του ανθρώπου. Αυτόν τον ψεύτικο Θεό, που δεν έχει καμμιάν υπόσταση, τον έχουνε για Θεό κι όσοι χριστιανοί δεν πήρανε την αλήθεια από τον Χριστό απλή και καθαρή, όπως είναι μέσα στο Ευαγγέλιο, αλλά την παραμορφώσανε με τον παληό τρόπο της φιλοσοφίας.

Ο Θεός των Χριστιανών είναι αληθινά παντοδύναμος, «αδυνατεί δε Αυτώ ουδέν». Είναι ο κύριος των πάντων. «Τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά έστι παρά τω Θεώ», είτε τα παραδέχεται το μυαλό μας πως μπορούνε να γίνουνε, είτε όχι. Αλλά για όποιον δεν έχει πίστη «ο λόγος ο του σταυρού μωρία εστί». Γιατί ο λόγος του σταυρού, ήγουν το Ευαγγέλιο, δεν μιλά στο λογικό, αλλά μιλά στην καρδιά. Κ’ είναι απλό γιατί εί­ναι αληθινό, ενώ απ’ όλες τις φιλοσοφίες λείπει η απλότητα που είναι το γνώρισμα της αλήθειας. Αυτές δουλεύουνε μ’ ένα περίπλοκο σύστημα, γεμάτο συλλογισμούς κι αποδείξεις. Μ’ αυτό το σύστημα οι αρχαίοι πλάσανε τον Θεό. Μα ο Θεός αυτός δεν υπάρχει, είναι νεκρή φαντασία. «Ο ένας Θεός, λέγει ο φιλόσοφος Σέστωφ, που τον αποδείχνουνε με την τάξη του κόσμου, μοιάζει τόσο λίγο με τον Θεό της άγιας Γραφής, όσο μοιάζει ο σκύλος που γαυγίζει, με τον αστερισμό του Κυνός».

Η πίστη δεν θέλει να κατανοήσει με το μυαλό όσα της λέγει ο Θεός, ούτε ζητά αποδείξεις. Ο φιλόσοφος θέλει να ζήσει με το μυαλό, αλλά «ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται». όπως λέγει ο Αββακούμ. Ο Παύλος γράφει στην Επι­στολή του προς Ρωμαίους: «Παν δε ο ουκ εκ πίστεως, αμαρτία έστίν». Και στην Β’ προς Κορινθίους Επιστολή του γράφει: «Δια πίστεως γαρ περιπατούμεν ου δια είδους». «Περ­πατάμε, λέγει, με την πίστη, κι όχι με τα μάτια», δηλ. με το μυαλό.

Η γνώση είναι ένας δρόμος που δεν βγάζει ποτέ στην πίστη, κι όσοι νομίζουνε πως φτάξανε στην πίστη απ’ αυτόν τον δρόμο, είναι γελασμένοι. Ο Χριστός είπε: «Η βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως», ήγουν «ο άνθρωπος δεν ξαναγεννιέται πνευματικά και δεν μπαίνει στα μυστήρια του Θεού με το να εξετάζει με το μυαλό του τα θεϊκά πράγματα».

Η πίστη είναι μια δύναμη μυστηριώδης και ακατανόητη, κάποιας άλλης τάξης, που βρίσκεται πέρα από τα «δυνατά» κι από τα «αδύνατα» του λογικού μας. Ο Σωκράτης, μ’ όλο που έλεγε πως πίστευε στον έναν Θεό, δεν πίστευε στα αδύνατα. Κι ο Αριστοτέλης έλεγε: «Προαίρεσις μεν γαρ ουκ έστιν των αδυνάτων, και ει τις φαίη προαιρείσθαι, δοκοίη αν ηλίθιος είναι», δηλαδή «ο άνθρωπος δεν πιστεύει τα αδύνατα, κι όποιος λέγει πως τα πιστεύει, περνά για ηλίθιος». Γι’ αυτό, σαν ακούσανε οι Αθηναίοι τον Παύλο να μιλά για ανάσταση νεκρών, «οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου». Η φιλοσο­φία τους είχε να κάνει με λογικά πράγματα, κι ούτε ο πιο θαρραλέος φιλόσοφός τους μπορούσε να τα φαντασθεί αυτά που έλεγε ο Παύλος. Ίσια ίσια, η φιλοσοφία φυλάγει τον άνθρωπο από τούτη «την προαίρεσιν των αδυνάτων», για να μη γίνει ανόητος.

Δεν υπάρχει ελευθερία παρά μονάχα στην πίστη, κατά τα λόγια του Χριστού που είπε : «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Η αλήθεια που λέγει ο Χριστός δεν είναι η αλήθεια (ή καλύτερα οι πολλές αλήθειες) που πλάθει η γνώση, αλλά ο ίδιος ο Χριστός που λέγει σ’ άλλο μέρος : «Εγώ είμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει: «αληθείας την της χάριτος αίσθησιν κυρίως νόησον. Τας δε λοιπάς, νοήσεων εμφάσεις και πραγμάτων αποδείξεις αποκαλείν δει». Κι ακόμα ο άγιος Ισαάκ λέγει πως όποιος γεύθηκε την γλυκύτητα της πίστης και γύρισε πίσω στα συστήματα της φτώχειας, είναι σαν νάτανε ελεύθερος και πήγε και γίνηκε πάλι σκλάβος.

Συστήματα της φτώχειας και της σκλαβιάς είναι η φιλοσοφία κ’ η γνώση της. Ο απόστολος Παύλος λέγει : «Ο δε Κύριος το Πνεύμα έστιν όπου δε το πνεύμα Κυ­ρίου, εκεί ελευθερία» (Ρωμ. 8.). Ο φιλόσοφος Σέστωφ, που έρριξε κάτω τα κάστρο της φιλοσοφίας με τα ίδια τα άρματά της, για να δείξει πως η αρχαία φιλοσοφία έκανε δούλο τον άνθρωπο που νόμιζε πως ελευθερώνεται με τη γνώση, παίρνει για παράδειγμα τον φι­λόσοφο Παρμενίδη και τον λέγει «Παρμενίδη δεσμώτη», γιατί είναι αλυσωμένος από την ανάγκη, δηλαδή από τη γνώση. Τον γράφει μάλιστα στο βιβλίο του και με ελληνικά γράμ­ματα: «Παρμενίδης αναγκαζόμενος». Και λέγει πως επειδή η ανάγκη κάνει σκλάβο τον άνθρωπο, οι φιλόσοφοι προσπαθούνε να αποδείξουνε πως η λογική δεν είναι ανάγκη, παρά πως είναι η ελευθερία. «Αλλά, λέγει, στ’ αλήθεια, δεν είναι διόλου το ίδιο η λογική κ’ η ελευθερία, λογική ή όχι, η ανάγκη είναι πάντα ανάγκη. Αλλά συνηθίζουνε να λένε «λο­γική» κάθε ανάγκη που δεν μπορούνε να την πηδήξουνε και να πάνε παραπέρα, κι’ αυτό το πράγμα το κρύβουνε προσεχτικά».

Αυτά τα έγραψα, επειδή πολλοί κάνουνε τον χριστιανό, και μάλιστα έχουνε φτιάξει και σχολειά για να κάνουνε και τους άλλους χριστιανούς, ενώ έχουνε λησμονήσει ολότελα τον Χριστό και το Ευαγγέλιο και μονάχα που λένε τ’ όνομά του σαν φωνόγραφα άψυχα, γιατί η πίστη τους κ’ η ελπίδα τους είναι στην επιστήμη και στη γνώση. Με δαύτη θέ­λουνε να στηρίξουνε τον αδύνατο τον Χριστό που δεν ήτανε επιστήμονας και φιλόσοφος. Καταγίνουνται πως να τον παρουσιάσουνε γραμματισμένον, «ιδρυτήν κοσμοθεωρίας», και να «αποδείξουνε» πως η αφέντρα η επιστήμη του κάνει τη χάρη να του δώση πιστοποιη­τικό πως αυτά που έλεγε και που έκανε, δεν είναι απλοϊκά, όπως φαίνουνται, αλλά «βεβαιώ­νονται επιστημονικώς». Θέλουνε να δώσουνε ένα πτυχίο και στον Χριστό, ώστε να μην είναι κομπογιανίτης, αλλά «καθηγητής της ηθικής, φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, ψυχαναλυτής, βιολόγος, ψυχίατρος» κι’ άλλα τέτοια, ώστε να μπορεί να τον έχει για θρησκευτικό αρχηγό του ο σύγχρονος επιστημονικός άνθρωπος, «ο οποίος θέλει σήμερα πειστικάς επιστημονικάς αποδείξεις δια να πιστεύσει» !! Για να πιστέψει! Αυτό ονομάζεται Πίστη!

Θυμάμαι τον μέγαν Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκη, που λέγει στον Χριστό: «Εμείς δεν έχουμε πια ανάγκη από τον δικό σου Χριστιανισμό, αυτή την αλλόκοτη, την απόλυτη και την απάν­θρωπη θρησκεία που θέλησες να διδάξεις στον κόσμο! Εσύ δεν πας να λες ό,τι θέλεις μέσα στο Ευαγγέλιο! Εμείς φτιάξαμε ένα Χριστιανισμό βολικόν, ένα σύστημα, σαν όλα τα συ­στήματα που κάνουνε οι άνθρωποι. Τι ήρθες πάλι στον κόσμο να μας χαλάσεις ξανά ό,τι κάναμε; Να ξέρεις λοιπόν, πως θα δώσω προσταγή, αύριο να σε κάψουνε και σένα εν ονόματί σου!».

Αυτόν τον βολικό τον Χριστιανισμό, αυτό το σύστημα της πνευματικής φτώ­χειας και της πνευματικής δουλείας, τον παρουσιάζουνε σήμερα για τον αληθινό Χριστια­νισμό, βαλμένον κάτω από την προστασία της αφέντρας Επιστήμης, ήγουν της αρχαίας Ανάγκης, αυτοί οι μοντέρνοι Χριστιανοί, οι επιστημονικοί Χριστιανοί, οι «salvatores Dei».

Αλλοίμονο στην Ορθοδοξία! Πρέπει κ’ αυτή να γίνει επιστημονική, Ορθο­δοξία «αναγκαζομένη». Και να μην έχει Κύριόν της και μέγαν αρχιερέα της τον Χριστό, αλλά νάχει για κυρία της την «αμετάπειστον Ανάγκην», τη φιλοσο­φία και τη γνώση, με άλλα λόγια: «την κενήν απάτην», όπως τη λέγει ο Παύλος.

Φώτης Κόντογλους

 

 

(«ΚΙΒΩΤΟΣ» ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, Β. ΜΟΥΣΤΑΚΗ, ΕΤΟΣ Α’ -ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1952 – ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 8, ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι. Ν. ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ)

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]