Η οντολογική υπομονή (Αρχ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Ιεροκήρυκας Ι. Μ. Πατρών)

Ὁ κάθε ἄνθρωπος, πορευόμενος σ᾽ αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωή, βρίσκεται συνεχῶς ἀντιμέτωπος μὲ ποικίλες δοκιμασίες καὶ προβλήματα, προερχόμενα εἴτε  ἀπὸ τὸν ἑαυτό του εἴτε ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Ὅλες αὐτὲς τὶς καταστάσεις καλεῖται νὰ τὶς ἀντιμετωπίσῃ μὲ ὑπομονή. Τί σημαίνει, ὅμως, ὑπομονή;

Ἐτυμολογικὰ «ὑπομένω» σημαίνει «μένω κάτω ἀπὸ κάτι». Στὴν Πατερικὴ διδασκαλία αὐτὸ τὸ «κάτω»,  ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὀφείλω νὰ μένω, εἶναι τὸ Θεῖο θέλημα. Σὲ κάθε περίσταση ἀναλογίζομαι ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πράττω. Ἔτσι ἡρεμῶ καὶ πορεύομαι στὴν ζωή μου μὲ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα γιὰ τὴν παρέλευση τῆς δυσκολίας, χωρὶς νὰ διαταράσσωνται οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μου. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος μᾶς βεβαιώνει: «Ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα· ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. 5, 4).

Μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, εἰσῆλθε τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ψυχικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀτονίσουν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κρίνεται ἀπαραίτητη ἡ ἐπανένωσή του μὲ τὸν Δημιουργό του Θεό, ὥστε νὰ τονωθοῦν καὶ νὰ χαριτωθοῦν πάλι αὐτὲς οἱ δυνάμεις. Ὁ ἄνθρωπος εἴτε τὸ δέχεται εἴτε ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Δημιουργό του Θεὸ εἶναι ἕνα ταλαίπωρο ὄν. Μόνο σὲ κοινωνία μὲ Αὐτὸν γίνεται ὀντότητα καὶ ἑνοποιημένη – συγκροτημένη προσωπικότητα, ἡ ὁποία γνωρίζει ποῦ καὶ πῶς πορεύεται καὶ πῶς διέρχεται τὶς διάφορες ἀντίξοες καταστάσεις. «Ἡ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι» (Ἰακ. 1, 4).

Ἀποδεχόμαστε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν κάνουμε πράξη, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνώμαστε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ ἐπηρεαζώμαστε ἀπὸ ἐξωτερικὲς αἰτίες ἢ ἐσωτερικὲς ἀδυναμίες καὶ πάθη. Εἶναι, λοιπόν, ἡ ὑπομονὴ μία στάση ζωῆς, ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ψυχικὴ ἀντοχὴ καὶ δύναμη, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν οἱ διάφορες καταστάσεις.  

Ἄρα, ὅ,τι συμβαίνει στὴν καθημερινή μας ζωή, ὅποιες ἐπιδιώξεις ἢ στόχους ἔχουμε, ὅποιες ἀντιμετωπίσεις προγμαμματίζουμε, πρέπει ὅλα νὰ βρίσκωνται μέσα στὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ μας Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ διαταράσσεται ἡ ψυχική μας ἰσορροπία μὲ τὸ δικό μας ἐμπαθὲς θέλημα ἢ μὲ αὐτὸ τῶν συνανθρώπων μας ἢ μὲ τὸ θέλημα ποὺ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸ ὑλικὸ συμφέρον μας καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν πνευματική μας πορεία καὶ ζωή.

Ἄν, ὡστόσο, ἐπιλέξουμε νὰ πορευθοῦμε κατὰ ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τρόπο, χωρὶς νὰ μένουμε σταθερὰ κάτω ἀπὸ τὸ Θεῖο θέλημα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀληθινὰ δίκαιο καὶ ἀναλλοίωτο, δὲν θὰ ἔχουμε ὑπομονὴ νὰ ἀντιμετωπίσουμε καὶ τὴν παραμικρὴ ἀκόμη δυσκολία. «Πλὴν τῷ θεῷ ὑποτάγηθι, ἡ ψυχή μου, ὅτι παρ’ αὐτοῦ ἡ ὑπομονή μου» (Ψαλμ. 61, 6).

Μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὀντολογικὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ κοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεάνθρωπο, τονώνονται οἱ ψυχικές μας δυνάμεις καὶ ἔχουμε δυνατὴ ὑπομονὴ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὅ,τι κι ἂν μᾶς συμβῇ καὶ ἀπὸ ὅπου κι ἂν προέρχεται αὐτό. Ἔχοντας αὐτὴν τὴν ὑπομονή, ἀπομακρύνεται ὁ θάνατος τῆς ἀπελπισίας, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ σὲ τραγικὲς καταστάσεις καὶ ἐνστερνιζόμαστε τὴν ἐλπίδα, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Πατέρας μας ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς βοηθήση. Ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει: «Ὥστε κἄν ποτε καταληφθῶμεν ὑπό τινος τῶν ἐκθλιβόντων ἡμᾶς, μὴ χωρισθῆναι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἀλλ’ ὅλῃ ψυχῇ ὑπομένειν τὰ ἐπίπονα, τὴν παρὰ Θεοῦ βοήθειαν ἀναμένοντας» (PG 29, 348).

Tὸ πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ταυτίζει τὸ θέλημά του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ ὀντολογικὰ ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Αὐτὸς ἠμπορεῖ νὰ ζῇ μὲ καρτερία καὶ νὰ ἀντιμετωπίζῃ ὅλες τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς «ἐν ὑπομονῇ πολλῇ» (Β´ Κορ. 6, 4). Πιστεύοντας ἀπόλυτα στὸν Θεό, ἀκούει νὰ τοῦ λέῃ ὁ Δημιουργός του: «Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω» (Ἰωάν. 14, 27). Καὶ ἀγαπώντας ἀληθινὰ τὸν Θεό, ἀναπαύεται στὴν δική Του δικαιοκρισία, ἐναποθέτει τὴν ἀδυναμία του στὴν δική Του παντοδυναμία καὶ ἀποδέχεται ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς μὲ ταπείνωση καὶ ὑπομονή.

 

 

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]