Πώς μπορούμε να διεισδύσουμε στην ουσία του Χριστιανισμού; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε το βαθύτερο σωτηριολογικό περιεχόμενό του και κυρίως να το οικειοποιηθούμε καθιστώντας το προσωπικό μας κτήμα; Πώς μπορούμε να μετουσιώσουμε σε προσωπική μας βίωση τις αλήθειες που διεκήρυξαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας; Πώς μπορούμε να συμμετάσχουμε στην αιώνια ζωή του προανάρχου Λόγου, ο οποίος ενηθρώπισε και εφανερώθη εν σαρκί για τη δική μας σωτηρία; Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα νομίζω ότι μπορεί να συνοψισθεί στην επάξια και καρποφόρο συμμετοχή μας στη Θ. Λειτουργία. Βεβαίως και η κατ’ ιδίαν προσευχή και η εργασία των εντολών του Χριστού και η άσκηση των αρετών είναι απαραίτητες προϋποθέσεις και όροι sine qua non της εν Θεώ ζωής, όμως επιστέγασμα, επισφράγιση και τελείωση όλων αυτών είναι η επάξια συμμετοχή μας στο Ποτήριον της Ζωής.
Όλες οι αρετές, όλη η άσκηση, όλες οι κακοπάθειες και οι θυσίες της εν Χριστώ ζωής οδηγούν εκεί ακριβώς, στο Πασχάλιο Δείπνο και στη μετάληψη του Κυριακού Σώματος. Πέραν τούτου δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, λέγει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Το Πασχάλιο Δείπνο αποτελεί το τέρμα και τον έσχατο σκοπό όλης της χριστιανικής ζωής μας. Αν μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αριστοτελική φρασεολογία θα λέγαμε ότι είναι το τέλος (= ο σκοπός) «ου μεν ένεκα πάντα, τούτο δε ουδενός ένεκα».
Η συμμετοχή μας στη Θ. Λειτουργία πρέπει να είναι ολοσώματη και ολόψυχη. Κανένα μέρος της υπάρξεώς μας δεν πρέπει να μένει αμέτοχο στη Λειτουργία της Ζωής, επομένως και η διάνοιά μας, ή λογική μας. Αλλωστε η Λατρεία που προσφέρουμε στο Θεό – ή μάλλον που μας προσφέρει ο Θεός, καθότι ο Χριστός, ο μέγας Αρχιερεύς είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος – είναι λογική λατρεία. Έτσι λοιπόν και η διάνοια πρέπει να έχει (και να επανακτήσει) τα απαράβατα δικαιώματά της, όπως ισχυρίζεται, απολύτως δικαιολογημένα και εύστοχα, ένας διακεκριμένος ιερεύς, υποστηρικτής της Λειτουργικής μεταρρυθμίσεως.
Προτού προχωρήσω παρακάτω, οφείλω μία, άκρως απαραίτητη, διευκρίνηση στο φίλο αναγνώστη: δεν πρέπει να υποτιμούμε τη διάνοια, δεν πρέπει όμως και να την απολυτοποιούμε. Η διάνοια δεν είναι γνωστικό όργανο θεογνωσίας. Γνωστική δύναμη θεογνωσίας είναι ο νους. Οι γνωστικές δυνάμεις της ψυχής κατά τους Πατέρες, ιεραρχικά καταγραφομένες, είναι ο νους, η διάνοια (= λογική), η δόξα (= γνώμη), η φαντασία και οι αισθήσεις.
Ο νους – που σημειωτέον ταυτίζεται με την καρδιά – δέχεται, αφού καθαρθεί από τα ψεκτά πάθη, τη θεία έλλαμψη και η διάνοια την μορφοποιεί σε λογικές προτάσεις και την κοινοποιεί είτε γραπτώς είτε προφορικώς. Ουδόλως έργο της διάνοιας είναι η κατάληψη των θείων μυστηρίων και η απόκτηση της υπερφυούς θείας γνώσεως. Μετά την πτώση ο νους σκοτίζεται και η διάνοια, σφετεριζόμενη το έργο του απονεκρωμένου νου, αποβαίνει το μοναδικό όργανο -επικουρουμένη από τη φαντασία – θεογνωσίας, κοσμογνωσίας και ανθρωπογνωσίας. Τούτο είναι το βαθύτερο δράμα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, είτε ουμανιστικού είτε τεχνοκρατικού. Γιατί τα γράφω αυτά και τι σχέση έχουν με το θέμα μας;
Για να τονίσω ότι η διανοητική κατανόηση της Θ. Λειτουργίας, επιθυμητή βέβαια και καθόλου αμελητέα, ουδόλως μπορεί να αντικαταστήσει την «καρδιακή» – «νοερά» κατανόηση της Θ. Λειτουργίας. Το πρώτιστο ζητούμενο είναι η συμμετοχή μας στη θεία ζωή και η μέθεξη της θείας ακτίστου Χάριτος και όχι ο ψιλός διανοητικός στοχασμός περί του θείου. «Ετερον το λέγειν τι περί Θεού, ώ φιλόσοφε, έτερον το συγγίγνεσθαι Θεώ», λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, απευθυνόμενος στον Βαρλαάμ. Και αλλού λέγει πάλι ότι οι ορθόδοξοι μοναχοί πάσχουν τα θεία και δεν διανοούνται απλώς αυτά, τοποθετώντας στη σωστή τους θέση τους σκοπούς της ορθοδόξου αγωγής. Επομένως το πρώτιστο ζητούμενο στη Λειτουργική αγωγή, νοουμένης ορθοδόξως και όχι βαρλααμικώς δεν είναι η γλωσσική – διανοητική κατάληψη της θείας Λατρείας αλλά η βιωματική μέθεξη του πιστού σ’ αυτήν.
Μετά την απαραίτητη αυτή διευκρίνηση επανερχόμενοι στο θέμα μας τονίζουμε ότι για τη διανοητική κατανόηση της θείας Λατρείας αναγκαία προϋπόθεση είναι η γλωσσική προσπέλασή της, αφού γλώσσα και σκέψη συνυφαίνονται αρρήκτως. Η γλώσσα της Θ. Λατρείας πρέπει να είναι προσιτή στο σύγχρονο πιστό και ταυτόχρονα απολύτως συμβατή με τον λογικό και ιερό χαρακτήρα της. Ποια γλώσσα λοιπόν πληροί τις ανωτέρω τρεις προϋποθέσεις (την προσιτότητα, τη λογικότητα και την ιερότητα) καλύτερα, η παραδεδομένη – αρχαιότροπη ή μία μεταγλωττισμένη στη νεοελληνική; Στο ερώτημα αυτό η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαντάζει εκ πρώτης όψεως (η «προφανής» απάντηση θα ήταν ότι η μεταγλωττισμένη νεοελληνική γλώσσα πληροί επαρκέστερα τις ανωτέρω τρεις προϋποθέσεις).
Είναι το λεγόμενο learning by doing του Dewey. Επιπλέον και οι Πατέρες τονίζουν ότι σε όσα χρονίζει ο νους, σ’ αυτά πλατύνεται, ηδύνεται και εξοικειώνεται. Είναι εμπειρικά διαπιστωμένο ότι όσοι πιστοί, ασχέτως ηλικίας και μορφωτικού επίπεδου, εκκλησιάζονται συχνά (και όταν λέμε συχνά εννοούμε τουλάχιστον τον Εσπερινό του Σαββάτου, τον Όρθρο, ή μέρος του Όρθρου, και ολόκληρη την Κυριακάτικη Θ. Λειτουργία, αλλά και συχνότερα – γιατί όχι; -αγρυπνίες τελούνται πολλές…) δεν έχουν σοβαρό πρόβλημα κατανοήσεως της Λειτουργικής ιερολογίας και ιερουργίας. Προβλήματα κατανοήσεως έχουν οι αραιά και σποράδην εκκλησιαζόμενοι.
Το πρόβλημα της κατανοήσεως της Θ. Λειτουργίας είναι πρωτίστως ερμηνευτικό και δευτερευόντως ψιλής γλωσσικής μεταγλωττίσεως. Η μεταγλώττιση δεν λύνει το πρόβλημα της ερμηνευτικής προσπελάσεως της Θ. Λειτουργίας, απλά το μεταθέτει – και όπως ταπεινά φρονώ εγώ, υπό συνθήκας και όρους δυσμενέστερους…
Υποτίθεται ότι η Θ. Λειτουργία είναι το κέντρο της ζωής ημών των Χριστιανών, και όχι ένα πάρεργο ή μία δευτερευούσης σημασίας δραστηριότητα. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να αφιερώνουμε λίγο χρόνο προετοιμασίας γι’ αυτήν.
Παραπομπές:
[1] Robert Browning, Η Ελληνική γλώσσα. Μεσαιωνική και νέα, μετάφραση Μαρία Ν. Κονομή, τέταρτη έκδοση, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2004, σελ. 9-10.
[2] Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής γλώσσης, Ε’ έκδοση, Αθήνα 2002, σελ. 11.
[3] Πλάτωνος, Επιστολή Ζ΄, 341d.
[4] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 1103a, 29.
[5] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, εισαγωγή – μετάφρασις – εισαγωγικαί σημειώσεις Σπ. Χ. Μαγγίνα, εκδ. Ωφέλιμο βιβλίο, Αθήναι 1979, σελ. 73.
(Πηγή: Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», τ. 177, σ. 26-29, Δεκ. 2006)
Για περισσότερα άρθρα για την Λειτουργική Γλώσσα πατήστε εδώ