Η λαγνεία τού «κακού» στα ΜΜΕ (Νίκος Βαραλής)

 

Sbatti il mostro in prima pagina(1)

ΚΑΘΕ ὥρα τηλεθέασης φέρνει στὰ μάτια μας εἰκόνες βίας, φόνων, καταστροφῶν καί διαστροφῶν σὲ ἀπεριόριστες ποσότητες. ῾Ο δημοσιογραφικὸς λόγος βαθμιαῖα ἐκλείπει καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ «κουτσομπολιοῦ», ὅπου ἐκφέρονται ὅλες οἱ δυνατὲς κοινοτοπίες ποὺ ἀφοροῦν (ἢ καὶ στιγματίζουν) ἰδιωτικὲς στιγμὲς κάποιων προσώπων τὰ ὁποῖα ἀνακυκλώνονται ἀπὸ ἐκπομπὴ σὲ ἐκπομπὴ καὶ ἀπὸ τηλεοπτικὸ κανάλι σὲ κανάλι.

Αὐτὴ τὴν εἰκόνα σίγουρα, οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς τὴν θεωροῦμε «κακή». Γιὰ τὴν ἐπικοινωνία ὅμως, τὸ «κακὸ» ἔχει διαφορετικὸ ὁρισμό. Τὸ «κακὸ» στὴν ἐπικοινωνιακὴ λογικὴ εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ πομποῦ νὰ μεταδώσει τὸ μήνυμά του ἢ ὁ δέκτης νὰ μὴν προσλάβει τὸ μήνυμα ποὺ ἔστειλε ὁ πομπός, μὲ λίγα λόγια, νὰ μὴν ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπικοινωνιακὴ πράξη(2). Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀκούγεται ἀρκετὰ ἁπλό, στὴν πράξη ὅμως γίνεται ἀρκετὰ πολύπλοκο, καθὼς ἀνάμεσα στὸν πομπὸ καὶ τὸν δέκτη ὑπάρχουν δεκάδες «ἐμπόδια» ποὺ πρέπει νὰ ξεπερασθοῦν, ὥστε νὰ γίνει ἀποδεκτὸ καὶ κατανοητὸ ἕνα μήνυμα.
Σὲ κάθε ἐποχὴ ἕνα μοντέλο μαζικῆς ἐπικοινωνίας κυριαρχεῖ, ἐπηρεάζοντας ὅλα τὰ ἄλλα. Τὸ κυρίαρχο μοντέλο ἐπικοινωνίας, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση τῆς γραφῆς, ἦταν ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ἡ ἐπικοινωνία προϋπέθετε τὴν φυσικὴ παρουσία τοῦ ἄλλου, εἴτε ὁ πομπὸς ἐπικοινωνοῦσε μὲ ἕναν δέκτη εἴτε ὁ πομπὸς ἐπικοινωνοῦσε μὲ πολλούς.

῾Η λέξη ἀγορά, ἀπὸ τὸ ἀγείρω, ποὺ σημαίνει συνάζω, εἶναι κυρίαρχη καὶ ἐπηρεάζει ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ δημόσιου καὶ τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου. ῾Η ἐπικράτηση τῶν κινητῶν τυπογραφικῶν στοιχείων τοῦ Γουτεμβέργιου(3) ἐπιφέρει ριζικὲς ἀλλαγὲς στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. ῾Η διαφορὰ μὲ τὸ προηγούμενο μοντέλο εἶναι ὅτι ἡ ἐπικοινωνία γίνεται πλέον χωρὶς τὴν φυσικὴ παρουσία τοῦ πομποῦ μὲ τὴν χρήση σημείων-λέξεων. Οἱ πωλήσεις τῶν ἐντύπων βρίσκονται σὲ ἀναλογία μὲ τὸ βαθμὸ διάδοσης τῆς ἀνάγνωσης. Τὸ ραδιόφωνο στὴν ἀρχή, καὶ ἡ τηλεόραση ἀργότερα, ἔρχονται νὰ καλύψουν τὸ κενὸ ποὺ δημιουργεῖται ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ διαβάσουν καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦνε. ῾Η τηλεόραση θὰ ὑπερισχύσει, καθὼς ἡ χρήση τῆς εἰκόνας τὴν κάνει ἕνα μέσο ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, προσφέροντας μιὰν ὁλοκληρωμένη ψευδαίσθηση τῆς πραγματικότητας.
Στὴν πατρίδα μας τώρα, ὁ κυρίαρχος τρόπος ἐπικοινωνίας μέχρι τὸν προηγούμενο αἰώνα ἦταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος προϋπόθετε τὴν φυσικὴ παρουσία τῶν ἐπικοινωνούντων προσώπων(4). ῾Ο τρόπος αὐτὸς δὲν ἀντικαταστάθηκε, ὅπως ἔγινε στὶς δυτικὲς κοινωνίες, ἀπὸ τὸν γραπτὸ τρόπο μετάδοσης τῶν πληροφοριῶν, ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας εἶναι ἀρκετὰ διαδεδομένος(5), καθὼς τὸ ποσοστὸ τοῦ λειτουργικοῦ ἀναλφαβητισμοῦ παραμένει ὑψηλό, ἀκόμη καὶ στὰ ἀστικὰ κέντρα.

 

«ΚΑΚΟ» ΚΑΙ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

ΦΑΙΝΕΤΑΙ πὼς ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ», μὲ τὴν προβολὴ βίας, τραυματισμοῦ, θανάτου ἢ φυσικῆς καταστροφῆς πάντοτε ἕλκυε ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ κοινοῦ. Τὸ ἐρώτημα ποὺ προκύπτει εἶναι: γιατί ἄραγε ἡ προβολὴ τοῦ «κακοῦ» προσελκύει περισσότερους τηλεθεατὲς καὶ συνεπῶς προσφέρεται ἄφθονα ἀπὸ τὰ Μέσα Μαζικῆς ᾿Επικοινωνίας; Οἱ θεωρίες ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ εἶναι ἀρκετές(6). Μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες ἀναφέρει ὅτι τὸ κοινὸ ἑλκύεται μὲ τὴ θέαση τοῦ «κακοῦ», τῆς βίας, τοῦ ἐγκλήματος γιατὶ ἔτσι ἐκτονώνει(7) τὶς λανθάνουσες τάσεις ἐγκληματικότητας, ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸ ὑποσυνείδητο τοῦ καθενός(8). ῎Αλλες πάλι ἔρευνες ἀναφέρουν ὅτι ἡ βία καὶ τὸ «κακό», ὡς θέαμα, κινητοποιοῦν μιμητικοὺς μηχανισμούς(9). Οἱ μηχανισμοὶ αὐτοί, ἂν δὲν ἐκτραποῦν μὲ ἀθλητικὰ κυρίως ὑποκατάστατα, ἀναπαράγουν μιμητικὲς φοβίες, ἀναφέρουν αὐτὲς οἱ θεωρίες(10). Συγχρόνως λειτουργοῦν ἀντιστικτικὰ στὴν ὡραία εἰκόνα τοῦ κόσμου ποὺ παρουσιάζεται στὰ διαφημιστικὰ διαλείμματα, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ κακοῦ κι ἕνας ἰδεατὸς καταναλωτικὸς παράδεισος.

῾Η ἀντίθεση αὐτὴ βοηθᾶ στὴν δημιουργία ἑνὸς κοινοῦ ποὺ εἶναι πρόθυμο στὴν συντήρηση τῶν ὑπαρχουσῶν δομῶν ἐξουσίας, καθὼς αὐτὲς διασκεδάζουν τὶς φοβίες, οἱ ὁποῖες προκύπτουν ἀπὸ μὴ συμβατὲς συμπεριφορὲς ἢ καταστάσεις. ᾿Αποτελεῖ δὲ τὸ ἀπαραίτητο φόντο, ὥστε τὸ κοινό – στόχος τῶν διαφημίσεων ὄχι μόνο νὰ ἀποδέχεται τὸ μήνυμα ἀλλὰ καὶ νὰ δρᾶ ἀγοράζοντας προϊόντα. Τὰ προϊόντα αὐτά, λόγῳ τῆς ὑπερπαραγωγῆς τους, ἔχουν χάσει τὴν ἀξία χρήσης τους καὶ ἡ τιμή τους δικαιολογεῖται μόνο ἀπὸ τὴν ἀναγωγή τους σὲ «σημεῖα», τὰ ὁποῖα παραπέμπουν σὲ ἕναν ἰδιαίτερο καταναλωτικὸ παράδεισο. ῞Ενα
παράδεισο καθόλου ὑπερβατικό, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπαιτεῖ καμία ἄλλη προσπάθεια ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τῆς χρήσης πιστωτικῆς κάρτας ἢ ρευστοῦ χρήματος. ῞Ενας παράδεισος, δηλαδή, ποὺ προσφέρεται ἄκοπα καὶ εἶναι δυνατὸ νὰ ἀγορασθεῖ ἀκόμα καὶ σὲ ἄτοκες δόσεις. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ τηλεόραση εἶναι, πρωτίστως, βιομηχανία τηλεθεατῶν πρὸς πώληση στὶς διαφημιστικὲς ἑταιρεῖες(11).

῾Ο τηλεοπτικὸς τρόπος παραγωγῆς «σημείων» ἀποτελεῖ ἕναν ξεχωριστὸ πλανήτη. ῾Ο μηχανισμὸς τοῦ τηλεοπτικοῦ μέσου θὰ πρέπει νὰ καλύψει ἕνα τηλεοπτικὸ πρόγραμμα διάρκειας 24 ὡρῶν μὲ βέλτιστη ἀπόδοση τηλεθέασης, σὲ ὅλες τὶς ζῶνες, ἔτσι ὥστε οἱ διαφημιστικὲς ἑταιρεῖες νὰ ἀγοράσουν, σὲ ὑψηλὲς τιμές, διαφημιστικὸ χρόνο.

Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ κινηθοῦν σὲ τομεῖς ποὺ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κοινοῦ κάνει ἀποδεκτούς. Καὶ τὸ ἀποδεκτό, ὅπως συνάγεται ἐκ τῶν ἐρευνῶν, εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν διευρύνει τὴν σκέψη, ποὺ δὲν ἐκθέτει τὸν ἐγκέφαλο σὲ «περιττὲς» λειτουργίες ἢ σὲ «καινούργιους» συσχετισμούς, καθὼς εἶναι ἔτσι φτιαγμένος, ὥστε νὰ ἐργάζεται χρησιμοποιώντας τὸ λιγότερο δυνατὸ κόπο(12). Σὲ κάθε περίπτωση βέβαια ἀναφορᾶς καὶ προβολῆς τοῦ «κακοῦ» ὑπάρχει ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἄρνηση ἐμβάθυνσης στὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς ὅπως, ἐπίσης, ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὰ κοινωνικὰ δεδομένα ποὺ παράγουν τὰ φαινόμενα.

῞Ενα ἄλλο βασικὸ σημεῖο τοῦ προγράμματος εἶναι οἱ κινηματογραφικὲς ταινίες ἢ οἱ «σειρὲς» ποὺ κι αὐτὲς συμβάλλουν τὰ μέγιστα στὴν διαμόρφωση τῆς ὑψηλῆς τηλεθέασης. Τὰ σήριαλ, ὅπως καὶ οἱ ταινίες, γίνονται πλέον ἀπὸ ἐπαγγελματίες καὶ ἐπειδὴ ἐπενδύονται ἀρκετὰ χρήματα θὰ πρέπει καὶ ἡ ἀπόδοση νὰ εἶναι διασφαλισμένη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ κινηθοῦν σὲ πρότυπα ἀποδεκτά(13), τόσο στὸ σημαῖνον ὅσο καὶ στὸ σημαινόμενο.

Τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ξεχωριστῶν ἐκπομπῶν εἶναι ἡ δημιουργία μιᾶς ταινίας 24 ὡρῶν, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ «κακὸ» τόσο στὶς ταινίες ὅσο καὶ στὰ δελτία εἰδήσεων, ὅπου γνωστὰ πρόσωπα συζητοῦν ἀνέξοδα γι᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο καταγγέλλουν προβάλλοντάς το. Τὸ πρόγραμμα διακόπτεται ἀπὸ τὶς διαφημίσεις, ὅπου προβάλλεται ἕνας κόσμος καλοῦ καὶ μάλιστα ἑνὸς καλοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει κτῆμα καθενός, καθὼς δὲν εἶναι ὑπερβατικῆς τάξεως, ἀλλὰ μόνον καταναλωτικῆς.

᾿Απὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὑπάρχει ὁ κόσμος τοῦ τηλεθεατῆ-δέκτη ὁ ὁποῖος, μὲ τὴ σειρά του εἶναι «προϊὸν» μιᾶς ἱστορικο-κοινωνικῆς πραγματικότητας καὶ ἑνὸς ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος. ῍Αν οἱ προβαλλόμενες ἀξίες ἀπὸ τὰ μέσα δὲν ἀντιστοιχοῦν μὲ αὐτὲς ποὺ ἤδη αὐτὸς φέρει, τότε ἡ ἐπικοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται. Γιὰ νὰ ἀξιολογηθεῖ κάτι ὡς «κακό», θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἀξίες. ᾿Αλλὰ ἀξίες ἀναπτύσσονται μόνο σὲ μιὰ κοινωνία προσώπων. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἠθικὴ σὲ ἕνα σύστημα σημείων. ῾Η «νέα τηλεοπτικὴ πραγματικότητα», ὁ «νέος τηλεοπτικὸς κόσμος», δὲν περιέχει ἀξίες ἀλλὰ σήματα καὶ σύμβολα ποὺ ἐξοικειώνουν τὸν καθένα μας μὲ τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα. ῾Η ἔννοια τοῦ «κακοῦ» ἔχει παραγραφεῖ καὶ τὴν θέση της ἔχει πάρει τὸ «ἐνοχλητικό», ποὺ καὶ αὐτὸ ἀποτρέπεται μὲ τὸ κατάλληλο ζάπινγκ.

῾Η ζωὴ τοῦ ἠλεκτρικοῦ κουμπιοῦ, τοῦ τηλεκοντρόλ, τοῦ κόσμου μέσα ἀπὸ τὸ παρμπρὶζ τοῦ αὐτοκινήτου (προέκταση τῆς τηλεόρασης), ἔχει δημιουργήσει μιὰ διαφορετικὴ συνείδηση, ἕνα διαφορετικὸ κόσμο ὅπου ὁ «ἄλλος», στὴν πραγματικότητα, δὲν ὑπάρχει. Μὴ ὑπάρχοντος ὅμως τοῦ «ἄλλου», ἡ ὕπαρξη ἡ ἴδια τοῦ ἀνθρώπου γίνεται πρόβλημα. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία ὁ κόσμος κινεῖται μὲ ἀπόντα τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα, καθὼς κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς ἀνάγεται σὲ «σημεῖο» ἀναγνωρίσιμο μόνο ὅταν προβάλλεται ὁ «εἰκονικός» του ρόλος. Καὶ βέβαια αὐτὸ συμπαρασύρει ὅλον τὸν γύρω κόσμο καθὼς καὶ αὐτὸς «σηματοποιεῖται» χάνοντας τὴν οὐσιαστική του ὑπόσταση. Τὸ «σημεῖο», ὅμως, ποὺ δὲν παραπέμπει σὲ ὀντολογικὴ ἀξία ἀλλὰ αὐτοαναφέρεται, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, καθὼς δὲν ἔχει ὀντολογικὴ ὑπόσταση.

 

ΕΠΙ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ…

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τῶν σημείων φαίνεται ὅτι ἔχει ἐπηρεάσει καὶ τὴν ᾿Εκκλησία. ῍Αν παραδεχτοῦμε ὅτι εἶναι «κακὸ» ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, ὡς κατ᾿ ἐξοχήν εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴ Δʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος ἡ ᾿Εκκλησία προσλαμβάνει «ἀσυγχύτως», «ἀτρέπτως», «ἀχωρίστως», «ἀδιαιρέτως», τὸν ὅλο ἄνθρωπο, ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ῾Ιστορία. Δὲν τὸν προσλαμβάνει ὡς «σημεῖο» καὶ ὡς σύμβολο». ῾Ο πλησίον δὲν εἶναι σημεῖο, ἀλλὰ ὑπαρκτὸ καὶ ἀκέραιο ὄν.

῾Η Σωτηρία, διὰ τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀφορᾶ τὸ σύνολον τοῦ ἀνθρώπου, ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ἕνα μέρος, πόσο μᾶλλον τὴν ἀνυπαρξία του, δηλαδὴ αὐτὸν ὡς «σημεῖο». ῾Η Εκκλησία καὶ ὁ Χριστὸς στοχεύουν στὴν κοινωνία τῶν προσώπων καὶ ὄχι στὴν ἀκοινωνησία τῶν «σημείων». ῾Η τηλεοπτικὴ μετάδοση τῆς Θείας Λειτουργίας, γιὰ παράδειγμα, θεωρεῖται πὼς γίνεται πρὸς διευκόλυνση τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπουσιάζουν «δι᾿ εὐλόγους αἰτίας». Στὴν πραγματικότητα ἐκεῖνο ποὺ ἐπιτυγχάνεται εἶναι ἡ ἐξ ὁλοκλήρου ἀλλοίωση τοῦ γεγονότος τῆς Θείας Λειτουργίας, καθὼς ἀπὸ «μυστήριο»(14) γίνεται θέαμα καὶ μάλιστα ἕνα ἀκόμη θέαμα ἀνάμεσα στὰ σαμπουάν, στὰ αὐτοκίνητα καὶ στὶς σερβιέτες, ἀνάμεσα δηλαδὴ στὰ «σημεῖα» τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητας. Τὸ γεγονὸς τῆς μεταδόσεως τοῦ κατ᾿ ἐξοχὴν μυστηρίου τῶν πιστῶν νομιμοποιεῖ τὴν «σημειοποίηση» τοῦ κόσμου, ξεχνώντας ὅτι στὴν σημειωτικὴ πράξη περιέχεται καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα καὶ μόνο ἐνδεικτικὸ παράδειγμα μιᾶς χωρὶς κριτήρια ἐκκοσμίκευσης(15). Μιᾶς ἐκκοσμίκευσης, ποὺ τὸ χαρακτηριστικό της εἶναι νὰ μετατρέπεται σὲ ἕνα «σημεῖο» ἀνάμεσα στὰ τόσα ἄλλα καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ προσπαθοῦμε νὰ ὑπάρξουμε, ἀνεπιτυχῶς, στὸ σῶμα της νὰ ἔχουμε ἀκυρωθεῖ ὡς πρόσωπα καὶ νὰ ὑπάρχουμε ὡς ἀνταλλάξιμα, βραχύβια καὶ ἐν τέλει ἀνύπαρκτα σημεῖα, μιᾶς ἀνοίκειας εἰκονικῆς πραγματικότητας.

Εἶναι ἄρα ἡ ἀποστολὴ τῆς ᾿Εκκλησίας ἡ ἀναγωγὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σὲ ὁτιδήποτε ἀνήκει σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο ἢ ἡ μεταφορὰ στὸν κόσμο τῆς ἐμπειρίας τῆς Βασιλείας(16);

_________________________________

Σημειώσεις:

1. «Πέτα τὸ τέρας στὴν πρώτη σελίδα»· τίτλος ἔργου τοῦ G. Bellocchio στὸ ὁποῖο πραγματεύεται τὴν ἀντικειμενικότητα μιᾶς εἴδησης. Βλ. U. Eco, ῾Η σημειολογία στὴν καθημερινὴ ζωή, ἐκδ. Μαλλιάρη Παιδεία, ᾿Αθήνα 1989.
2. Κάθε πομπός, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε, χρησιμοποιεῖ ἕνα συγκεκριμένο κώδικα ὥστε νὰ προδιαγράφει τοὺς δέκτες τοῦ μηνύματός του. ῾Η ἐπιλογὴ τοῦ κώδικα σημαίνει ὅτι περιορίζει τοὺς δέκτες – ἂν αὐτὸ ἀφορᾶ δημόσιο λόγο. Βεβαίως στὰ πλαίσια τοῦ παρόντος εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναφερθοῦν ὅλοι οἱ σημειωτικοὶ τύποι τῆς ἐπικοινωνίας. Γιὰ συνοπτικὰ σχόλια ὅσον ἀφορᾶ τὸν «κώδικα» βλ. Σ. Δημητρίου, Λεξικὸ ὅρων 1, Σημειωτικῆς καὶ δομικῆς ἀνάλυσης τῆς τέχνης, Καστανιώτης, ᾿Αθήνα 1978, σσ. 116-117.
3. Βλ. McLuhan, Galassia Gutemberg, ἐκδ. Laterza, Milano 1981.
4. Χαρακτηριστικὸ τῆς προφορικῆς ἐπικοινωνίας εἶναι ἡ φυσικὴ ὕπαρξη στὸν ἴδιο τόπο καὶ χρόνο τῶν δύο ἐπικοινωνητῶν. Στὴν Δύση ἡ σταδιακὴ διείσδυση τοῦ γραπτοῦ λόγου ἀφαίρεσε τὴν φυσικὴ ἐπικοινωνία, τὰ ἄλλα μέσα ἁπλῶς ἀκολούθησαν τὴν ἤδη ὑπάρχουσα πορεία. Βλ. S. Lepri, Le machine dell’ informazione, ἐκδ. Etas/Libri, Milano 1982, σσ. 19-27.
5. Βλ. Ρ. Μανθούλης, Τὸ κράτος τῆς τηλεόρασης, ἐκδ. Θεμέλιο, ᾿Αθήνα 1981.
Εἶναι ἐνδιαφέροντα τὰ στοιχεῖα καὶ ὁ προβληματισμὸς ποὺ παρατίθεται. ᾿Ιδιαίτερα οἱ ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν ἀπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ κράτους. Κάτι ποὺ βεβαίως θὰ γίνει πράξη μὲ τὴν νομιμοποίηση τῆς ἰδιωτικῆς ραδιοτηλεόρασης. Τὸ ἐπιχείρημα τοῦ κ. Μανθούλη εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ κηδεμόνευση παρήγαγε ἕναν καὶ μόνο λόγο. Μετὰ ἀπὸ χρόνια «ἐλεύθερης» τηλεόρασης ὁ λόγος παραμένει καὶ πάλι ἕνας, αὐτὸς ποὺ τὸ marketing ἐπιτάσσει.
6. Μέχρι τὸ 1995 εἶχαν γραφεῖ πάνω ἀπὸ πέντε χιλιάδες ἐργασίες γιὰ τὴν βία καὶ τὶς ἐπιπτώσεις τῆς προβολῆς της ἀπὸ τὰ Μέσα Μαζικῆς ᾿Επικοινωνίας καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὴν τηλεόραση. Μελέτες, ποὺ παρὰ τὰ διαφορετικὰ συμπεράσματα, δείχνουν τὴν μεγάλη ἐπίδραση ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ μέσα στὴν κοινωνία καὶ στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις. Βλ. Ε. Λαμπροπούλου, ῾Η κατασκευὴ τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας καὶ τὰ Μέσα Μαζικῆς ᾿Επικοινωνίας. ῾Η περίπτωση τῆς Βίας καὶ τῆς ᾿Εγκληματικότητας, ἐκδ. ῾Ελληνικὰ Γράμματα, ᾿Αθήνα 1997, σ. 60.
7. ᾿Αμερικανικὲς ἔρευνες ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ τηλεόραση ἀπευθύνεται σὲ κατώτερα μορφωτικὰ στρώματα διατηρώντας ἕναν ρόλο κυρίως ψυχαγωγικό. Βλ. ὅ.π., σ. 67. ῾Ο Bourdieu ὑποστηρίζει ὅτι αὐτὰ τὰ κατώτατα μορφωτικὰ στρώματα δὲν ἔχουν καὶ τὴν ἴδια οἰκονομικὴ θέση στὸν κοινωνικὸ ἱστὸ ἀλλὰ βρίσκονται διασπαρμένα μέσα σὲ αὐτόν. Βλ. P. Bourdieu, La Distinctione, ἐκδ. Minuit, Paris 1979.
8. ῎Εχει παρατηρηθεῖ ὅτι ἡ θεαματικότητα αὐξάνει ὅταν ἡ βία ἀναφέρεται σὲ πράγματα ὑπαρκτά. ῎Ετσι, ἐνῶ στὶς ταινίες ὑπάρχει ἡ πληροφόρηση ὅτι πρόκειται γιὰ σκηνὲς κατασκευασμένες (fiction), στὰ δελτία εἰδήσεων παρουσιάζεται ὅτι αὐτὴ ἡ βιαιότητα, τὸ «κακὸ» συμβαίνει κάπου, τώρα, καὶ εἶναι πραγματικὸ (reality). «῞Οσο πιὸ ἀρνητικὲς εἶναι οἱ συνέπειες ἑνὸς γεγονότος τόσο πιθανὸν εἶναι νὰ γίνει εἴδηση: bad news are good news». Βλ. ὅ.π., σ. 116.
9. ῾Η θεωρία τῆς μιμητικῆς βίας ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ὕλη στὸ ἔργο τοῦ Ρενὲ Ζιράρ, ὅπου στὰ περισσότερα βιβλία του κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ πολιτισμοῦ μέσῳ τῆς «μιμητικῆς βίας» βλ. R. Girard, ᾿Εθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν, μετ. Ε. Γραμματικοπούλου, ἐκδ. ῾Εξάντας – Νήματα, ᾿Αθήνα 1999 καὶ R. Girard, Τὸ ᾿Εξιλαστήριο θύμα, ῾Η βία καὶ τὸ ἱερό, μετ. Κ. Παπαγιώργης, ἐκδ. ῾Εξάντας, ᾿Αθήνα 1991.
10. ᾿Επὶ παραδείγματι, σὲ μιὰ ἔρευνα ἀποδείχθηκε πὼς ὅσοι παρακολουθοῦσαν 4 καὶ πάνω ὧρες ἡμερησίως «ἔδειχναν μεγαλύτερο φόβο γιὰ τὸν κόσμο, ἦταν περισσότερο δύσπιστοι πρὸς τοὺς συνανθρώπους τους, εἶχαν μεγαλύτερες ἀναστολὲς νὰ κυκλοφορήσουν ἐλεύθερα στὸ δρόμο κι ἔνοιωθαν τὴν ἀνάγκη νὰ ὁπλοφοροῦν». Βλ. Λαμπροπούλου, ὅ.π., σ. 106.
11. Θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας καὶ τὴν κριτικὴ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν σχολὴ τῆς Φρανκφούρτης γιὰ τὰ Μέσα Μαζικῆς ᾿Επικοινωνίας. Εἶναι ἡ κριτικὴ ποὺ ἐπανεκτιμᾶται στὶς μέρες μας καθὼς πάρα πολλὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχαν περιγράψει στὶς μελέτες τους, ἐντοπίζονται καὶ ἀπὸ σύγχρονους μελετητές. Γράφουν ὁ Χορκχάιμερ καὶ ὁ ᾿Αντόρνο: «Κάθε ἐκδήλωση τῆς βιομηχανίας τῆς κουλτούρας ἀναπαράγει τοὺς ἀνθρώπους σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο ποὺ ἔχει κατασκευαστεῖ γιὰ αὐτοὺς ἀπὸ τὴ βιομηχανία τῆς κουλτούρας ὡς σύνολο»· καὶ εἶναι ἰδιαίτερη ἡ ἐπισήμανσή τους αὐτὴ καθὼς ἀπ᾿ ὅ,τι παρατηροῦμε στὶς μέρες μας ἡ τέχνη ἀκολουθεῖ τὰ τηλεοπτικὰ δρώμενα καὶ εἶναι ὡς νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν προβαλλόμενη ἀσημαντότητα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἢ δὲν γίνονται κινήσεις σήμερα ποὺ νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ αὐτὴ τὴν προοπτική, ἀλλὰ σίγουρα δὲν εἶναι ἐκεῖνες ποὺ θὰ προβληθοῦν καὶ θὰ χαρακτηρίσουν τὴν μαζικὴ κουλτούρα. Βλ. ᾿Αντόρνο, Λόβενταλ, Μαρκοῦζε, Χορκχάιμερ, Τέχνη καὶ Μαζικὴ Κουλτούρα, μετ. Ζ. Σαρίκας, ἐκδ. ῞Υψιλον/βιβλία, ᾿Αθήνα 1984, σσ. 69-121.
12. Τὰ τηλεοπτικὰ προγράμματα δημιουργοῦνται σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπανάληψης. Πολλὲς ἔρευνες ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ὁ ἐγκέφαλος ἀρέσκεται στὸ νὰ παρατηρεῖ γνωστὲς καταστάσεις καὶ ὄχι ἄγνωστες. ῾Ο κανόνας τῆς ἐπανάληψης, ὅμως, ἀπαιτεῖ καὶ γνωστὰ πρόσωπα. Αὐτὰ ὅμως δὲν πρέπει νὰ διαθέτουν κάτι τὸ ἰδιαίτερο ἀλλὰ νὰ εἶναι τόσο κοινότοπα ὅσο καὶ ὁ τηλεθεατὴς-στόχος. Μέσῳ αὐτῆς τῆς κοινοτοπίας θὰ ἔρθει ἡ ταύτιση μὲ τὸν τηλεθεατή-καταναλωτή (γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τῆς reality TV). Μαζὶ μὲ αὐτοὺς χρησιμοποιεῖ ἀρκετοὺς «κομπάρσους». Οἱ «κομπάρσοι» αὐτοὶ θὰ πρέπει, καὶ αὐτοί, νὰ εἶναι ἀρεστοὶ στὸν κόσμο, νὰ ἐκφράζουν ἕναν κοινὸ τύπο, ὅσον ἀφορᾶ τὸ βαθμὸ σκέψης καὶ ἀνάλυσης. Οἱ «κομπάρσοι», ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς «πρωταγωνιστὲς» δημιουργοῦν ἕναν μεγάλο θίασο, θὰ πρέπει νὰ διαθέτουν «γρήγορη σκέψη» καὶ νὰ μὴν διστάζουν νὰ ποῦν τὴν γνώμη τους ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ, ἀρκεῖ αὐτὸ νὰ ἀνεβάζει τὴν τηλεθέαση τοῦ καναλιοῦ. Αὐτὸς ὁ μικρόκοσμος κινεῖται ἀπὸ κανάλι σὲ κανάλι χωρὶς νὰ ἀλλάζει ρόλους καὶ χωρὶς νὰ προσθέτει καινούργιους, καθὼς αὐτὸ θὰ διατάρασσε τοὺς συγκεκριμένους «ρόλους» ποὺ ἔχει συνηθίσει ὁ τηλεθεατής. Οἱ ἀκριβοπληρωμένες μετακινήσεις καὶ μεταγραφὲς δείχνουν ἀκριβῶς ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἡ εἴδηση αὐτὴ καθ᾿ αὑτὴ ἀλλὰ τὸ πρόσωπο-ἠθοποιὸς ποὺ τὴν παρουσιάζει.
13. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς τῆς χρήσης ἀπὸ πολλοὺς ἀμερικανοὺς κυρίως ἐπαγγελματίες σεναριογράφους ἑνὸς προγράμματος τὸ ὁποῖο λέγεται Dramatica καὶ εἶναι ἕνα ἐπαγγελματικὸ πρόγραμμα συγγραφῆς ἱστοριῶν.
14. «῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου, μᾶς λέγει λοιπὸν ὁ [Μάξιμος] ῾Ομολογητής, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι ἔτσι, θὰ λέγαμε, ὁ ἐσχατολογικὸς τρόπος τῆς ἑνότητας τῆς ᾿Εκκλησίας». Βλ. π. Ν. Λουδοβίκος, ῾Η ἀποφατικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ ὁμοουσίου, ἐκδ. ῾Αρμός, ᾿Αθήνα 2002, σ. 74.
15. Θὰ χρειαζόταν ἴσως μιὰ μελέτη γιὰ αὐτὴ τὴν ἐπαμφοτερίζουσα σχέση τῆς ᾿Εκκλησίας μὲ τὰ Μέσα Μαζικῆς ᾿Ενημέρωσης. Μὲ τὴν λατρεία τῶν ἀριθμῶν καὶ τῶν ποσοστῶν, μὲ τὴν προσφορὰ «θεάματος» καὶ ὄχι «κοινωνίας», μὲ τὴ λογικὴ τῆς ἀριθμοποίησης τῆς πίστης, καὶ τόσα ἄλλα, ἴδια τῆς κοινωνίας τοῦ θεάματος καὶ τῆς ἀνόδου τῆς ἀσημαντότητας, ὡς κριτήριο ἀληθείας.
16. Βλ. π. ᾿Α. Σμέμαν, ῾Ημερολόγιο, μετ. ᾿Ι. Ροηλίδη, ἐκδ. ᾿Ακρίτας, ᾿Αθήνα 2002,

 

(Περιοδικό «Σύναξη», ἀριθ. 94/᾿Απρίλιος-᾿Ιούνιος 2005, σελ. 53-58)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: antifono.gr)

 

 

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 4]