Η κεντρική οδός της Βασιλείας (Αρχιμ. Συμεών Bruschweiler)

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, περὶ τὸ 1905, στὸ ρωσσικὸ μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος στὸν Ἄθωνα, ὁ ἅγιος Σιλουανὸς προσευχόταν μέσα στὸ κελλί του, ἀλλ’ οἱ δαίμονες τὸν ἐμπόδιζαν νὰ φθάσῃ στὴν καθαρὰ προσευχή. Καθισμένος, λοιπόν, στὸ σκαμνί του, εἶπε μὲ θλιμμένη καρδία: «Κύριε, βλέπεις ὅτι θέλω νὰ προσευχηθῶ μὲ καθαρὸ νοῦ, ἀλλ’ οἱ δαίμονες δὲν μὲ ἀφήνουν. Δίδαξέ με τὶ πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλοῦν». Καὶ τότε ἄκουσε στὴν ψυχή του τὴν ἀπάντησι: «Οἱ ὑπερήφανοι πάντα ἔτσι ὑποφέρουν ἀπὸ τοὺς δαίμονες». «Κύριε», εἶπε ὁ ἅγιος Σιλουανός, «δίδαξέ με τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ταπεινωθῆ ἡ ψυχή μου». Καὶ νέα ἀπάντησι ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν καρδιά του: «Κράτα τὸν νοῦ σου στὸν ἅδη, καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι»… Γιὰ νὰ κατανοήσωμε αὐτὸν τὸν μυστηριώδη λόγον, ὀφείλομε νὰ σκεφθοῦμε ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψι τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου ἢ τοῦ οὑμανιστικοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν «ψυχολογία τῆς δευτέρας ἐν Χριστῷ γεννήσεως μας». Διότι, ὡς ἄνθρωποι ἔχομε γεννηθῆ «ἐκ τῆς σαρκός», ἀλλ’ ὡς χριστιανοὶ ἔχομε γεννηθῆ «ἐκ τοῦ Πνεύματος» (Ἰωάν. γ΄, 6). Ζῶντας, ὅμως, μέσα σ’ ἕνα ἐκκοσμικευμένο περιβάλλον ἔχομε μάθει νὰ σκεπτώμεθα καὶ νὰ ἐνεργοῦμε σύμφωνα μὲ τὸν «παλαιὸν ἄνθρωπον», σύμφωνα μὲ τὴν «σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. α΄, 20). Ἀναγεννώμενοι, ὅμως, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μποροῦμε σιγά-σιγὰ νὰ ἀποκτήσωμε μία καρδία πνευματική, μία νόησι πνευματική, μίαν ὅρασι πνευματική, μία γλῶσσα πνευματική, ὥστε νὰ κατανοοῦμε κάθε τί ποὺ μᾶς ἦταν πρὶν μυστηριῶδες καὶ ἀκατάληπτο.

Ἡ λέξις «ἅδης», στὴν καθομιλουμένη, ἔχει διάφορες σημασίες, ὅπως: ὁ κάτω κόσμος, ἡ κόλασις, ὁ τάφος, ἤ, κυρίως, τὸ βασίλειο τοῦ θανάτου, τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ ἅδης εἶναι ὁ «τάφος», ὁ «βόθρος (βόθυνος)», τὸ «φρέαρ», ὁ «λάκκος», ὅπου βασιλεύει τὸ ἀπόλυτο κι αἰώνιο σκοτάδι, ἡ «σκιὰ τοῦ θανάτου». Ἐκεῖ κατέρχονται ὅλοι οἱ ζῶντες, γιὰ νὰ μὴν ἀνέβουν ποτὲ πιὰ ἐπάνω – (πρβλ. Ψαλμ. πζ΄), οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦν πλέον νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεό, νὰ ἐλπίζουν στὴν δικαιοσύνη Του ἢ στὸ Ἔλεός Του. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ ἐγκατάλειψι «ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ»…

Ὁ ἅδης, λοιπόν, μέχρι τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, ἦταν ἡ «οἰκία παντὶ θνητῷ» (Ἰὼβ λ΄, 23), ὁ «τόπος» ὅπου κατέληγε μοιραία μία ἀνθρωπότητα ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸν Θεό, κι ἀπὸ ὅπου δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ βγῆ κανεὶς πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν «ἀπαρχὴν τῶν κεκοιμημένων» (Α΄ Κορ. ιε΄, 21), τὸν «πρωτότοκον τῶν νεκρῶν» (Ἀποκ. α΄, 5). Ἡ λύτρωσις για τὴν ἀνθρωπότητα, ποὺ κατεδικάσθη διὰ τοῦ Ἀδὰμ στὸν θάνατο καὶ στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἦταν τὸ ἄνοιγμα τῶν καταχθονίων πυλῶν τοῦ ἅδου (Ἡσ. λη΄, 10).

Ὁ Χριστός μὲ τὴν σταυρικὴ Του θυσία, τὴν ταφὴ Του καὶ τὴν κάθοδό Του στὸν ἅδῃ «ἔλυσε τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου» (Πραξ. β΄, 24), καὶ «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ἂν μάλιστα μὲ τὴν Ἀνάληψί Του «ἀνέβη ὑπεράνῳ πάντων τῶν οὐρανῶν», εἶναι γιατὶ «κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς» (Ἐφ. δ΄, 9). Ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔδειξε ὅτι ὁ δρόμος γιὰ τὴν Ἀνάστασι, γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, περνᾶ ἀπὸ τὸν ἅδη. Μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν ἅδη, ποὺ δείχνει τὴν συγκατάβασί Του, τὴν ἄκρα ταπείνωσί Του, τὴν κένωσί Του, τὴν ἀγάπη Του, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει καὶ ἀναγεννᾶ ὅλους μας, ἐθριάμβευσε στὰ σκοτάδια τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τοῦ μίσους, τοῦ διαχωρισμοῦ, κι ἔτσι κατήργησε ἐκεῖνον ποὺ κατεῖχε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου, δηλαδὴ τὸν διάβολο (Ἑβρ. β΄, 14). Καρπὸς καὶ ὄργανο αὐτῆς τῆς νίκης εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσι» (Ματθ. ιϛ΄, 18).

Ὑπάρχει, λοιπόν, μέσα στὴν Ἐκκλησία μία ἀληθινὰ πνευματικὴ θεραπεία, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἰατρεύσωμεν τὶς πνευματικές μας ἀσθένειες, δηλαδὴ τὰ πάθη μας. Δὲν μποροῦμε νὰ εἰποῦμε ὅτι θὰ σωθοῦμε, ἐὰν βασιλεύη στὴν ψυχή μας ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου μέσῳ τῶν παθῶν μας. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος Ἀδάμ, ἔπεσε στὴν ἁμαρτία, ἄρα στὸν πνευματικὸ θάνατο, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας του –(πρβλ. «καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί», Γεν. γ΄, 5), τότε τὸ κυριώτερο μέσον γιὰ νὰ θεραπευθῆ ἡ ἀσθένεια τοῦ ἐγωϊσμοῦ, εἶναι ἡ ταπείνωσις. Δὲν ὑπάρχει σωτηρία δίχως ταπείνωσι· διότι ἡ ἀρετὴ αὐτὴ ἀνοίγει τὶς θύρες τῆς καρδιᾶς μας στὴν χάριν τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ὑπερηφάνεια ἀντιστέκεται μέσα μας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο πάθος. Βέβαια, μόνον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τελικὰ θὰ μᾶς σώση καὶ ὄχι οἱ δικὲς μας προσπάθειες, ὅσο μεγάλες καὶ ἂν εἶναι, ὅσο τελείως ἀναγκαῖες καὶ ἂν εἶναι. Γιὰ νὰ μπορέση, ὅμως, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήση μέσα μας, πρέπει νὰ τῆς διαφυλάξωμε ἕνα «χῶρο», ἕνα «τόπο». Ἐὰν ὁ Θεὸς εὑρίσκη μέσα μας ὀργή, μῖσος, φιληδονία, ματαιοδοξία, ὑπεροψία, ἐγωϊσμό, τότε δὲν παραμένει ἡ χάρις Του μαζί μας· γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἐπιβάλλεται. Σὲ μᾶς ἐναπόκειται νὰ προετοιμάσωμε τὴν «γῆν τὴν καλή», ὥστε Αὐτὸς νὰ τὴν καλλιεργήση, ὅπως καὶ στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ σπορέως. Ἐκεῖ, παρ’ ὅτι ὁ σπόρος διεσκορπίσθη ἀφθόνως, «ἃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, ἄλλα δὲ ἐπὶ τὰ πετρώδη, ἄλλα δὲ ἐπὶ τὰς ἀκάνθας, καὶ ἄκαρπος γίνεται…» (Ματθ. ιγ΄). Χρειάζεται, λοιπόν, μία γῆ ἐπιμελῶς ὀργωμένη, τὴν ὁποίαν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ πρέπη νὰ ἑτοιμάσωμε. Γι’ αὐτό, ὅσο ζῆ μέσα μας τὸ πάθος τῆς ὑπερηφανείας, ὀφείλομε νὰ κάνωμε τὸ πᾶν γιᾶ νὰ τὸ ξερριζώσωμε.

Ὁ λόγος λοιπόν, ποὺ ἀπευθύνθη τότε στὸν ἅγιο Σιλουανό, ἦταν ἀκριβῶς ἕνας λόγος, ἕνας τρόπος πνευματικῆς θεραπείας, για νὰ καταφλεγῆ μέσα του κάθε ἴχνος ἐγωϊσμοῦ, ὥστε ἡ ψυχὴ του νὰ εὕρη τὴν ταπείνωσι. Διότι στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, περίπου ἕξι μῆνες μετὰ τὴν ἄφιξί του στο Μοναστῆρι, ὁ ἅγιος Σιλουανὸς εὐεργετήθη μὲ μία ἀπό τὶς μεγαλύτερες δωρεές, ποὺ μπορεῖ νὰ δεχθῆ ἄνθρωπος. «Ὁ Κύριος ἐνεφανίσθη μὲ ἀκατάληπτο τρόπο στὸν νεαρὸ δόκιμο, καὶ ὅλη του ἡ ὕπαρξις, ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα του, ἐγέμισε ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἀλλ’ ὅμως δὲν διέθετε ἀκόμη τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα, ποὺ θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ διαφυλάξη αὐτὴν τὴν χάρι. Παρεκινήθη πρὸς τὴν κενοδοξία, λόγῳ τῆς ἐξαιρετικῆς αὐτῆς δωρεᾶς, νιώθοντας μία κάποιαν ἀνωτερότητα ἔναντι τῶν ἄλλων μοναχῶν.

Ὁ λογισμὸς αὐτὸς ἦταν ἀρκετὸς γιὰ νὰ ἀνοίξη τὴν θύρα στὶς δαιμονικὲς ἐπιθέσεις. Ἔτσι, ἐπὶ δεκαπέντε ἔτη ὁ Ἅγιος ἔπρεπε ν’ ἀγωνισθῆ ἐναντίον τοῦ πάθους τῆς ὑπερηφανείας, τὸ ὁποῖο φανερωνόταν μὲ διαφόρους τρόπους. Δὲν τὸν πρoσέβαλλαν μόνον οἱ λογισμοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες τοῦ ἐμφανίζοντο. Τί ἔπρεπε νὰ κάνη, γιὰ νὰ ξεφεύγη ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τους;

Τότε, λοιπόν, τοῦ ἀπεκαλύφθη ἀπὸ τὸν Κύριον ὅτι οἱ ὑπερήφανοι ἔτσι πάντα ὑποφέρουν ἀπὸ τοὺς δαίμονες, καὶ ὅτι, γιὰ νὰ νικήση τὸν ἐγωϊσμό, ἔπρεπε νὰ βυθίση τὸν νοῦ του στὸν ἅδη. «Ὁ Κύριος μὲ ἐδίδαξε νὰ κρατῶ τὸν νοῦ μου στὸν ἅδην καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζωμαι», ἔλεγε μετὰ ὁ Ἅγιος, «κι ἔτσι ἡ ψυχή μου ἔμαθε τὴν ταπείνωσι… Ἔτσι ὑπερνίκησα τοὺς ἐχθρούς…».

Αὐτὴ ἡ ἐντολὴ εἶναι βέβαια παραδόξη, ἀλλὰ ἐκφράζει ἕναν γενικὸ πνευματικὸ νόμο: «Ὁ Θεὸς ὑπερήφανοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Α΄ Πέτρ. ε΄, 5). Στὴν περίπτωσι, ὅμως, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ διετυπώθη μὲ τὸν πλέον ριζοσπαστικὸ τρόπο. Ἀλλ’ ὡς πνευματικὴ θεραπευτικὴ «ἀγωγὴ» δὲν εἶναι καθόλου καινούργια· ἀπαντᾶται καθ’ ὅλην τὴν διαρκεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐκπεφρασμένη ὅμως μὲ διαφόρους τρόπους καί μὲ ποικίλους βαθμοὺς ἐντάσεως.

Ἔτσι, ἡ κατάστασις αὐτή, ποὺ ἐβίωσε ὁ Ἅγιος, εἶναι ἀνάλογη μὲ ἐκείνη τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν, λ.χ., εἶπαν στὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι θὰ εἰσέλθη στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Πιστέψτε με, ἀδελφοί, ὅτι εἰς τὸν τόπον ὅπου βάλλεται ὁ σατανᾶς, ἐκεῖ βάλλομαι». Ἐπίσης, ὁ μέγας Ἀντώνιος σκεπτόμενος ὅπως ὁ τσαγκάρης τῆς Ἀλεξανδρείας: «Ὅλοι θὰ σωθοῦν, μόνος ἐγὼ θὰ κολασθῶ».

Ὁ ἅγιος Σιλουανός, λοιπόν, ἦταν ἕνας πνευματικὸς γίγας καὶ μπόρεσε νὰ βαστάξη μία τέτοια μορφὴ ἀσκήσεως μέχρι τοῦ ἀκροτάτου ὁρίου της, δίχως νὰ ὑποκύψη στὴν ἀπελπισία. Διότι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ εἶναι πύρινη (πρβλ. Ψαλμ. ριη΄, 140), καὶ ἀπετέλεσε τὴν βάσι τῆς ὑψηλῆς πνευματικῆς ἀσκήσεώς του, «τῆς αὐτομεμψίας ὡς καταστάσεώς» του… Ἀλλὰ μόνο ὁ Ἅγιος ἐγνώρισε τὸ βάθος τοῦ λόγου περὶ τῆς «καταστάσεως» αὐτῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ ὅτι κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἐφικτὸ γιὰ ὅλους μας.

Κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς πρέπει νὰ ἔχη, μέσῳ τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, τὴν ἀναγκαία καθοδήγησι γιὰ νὰ διακρίνη μέχρι ποίου σημείου θὰ μποροῦσε νὰ πλησιάση στὴν φωτιὰν αὐτὴν δίχως νὰ καῆ, δίχως νὰ πέση στὴν ἀπόγνωσιν ἢ τὴν παραφροσύνη, καὶ πῶς θὰ μπορέση νὰ προσαρμόση στὴν δική του ζωή, στὶς δικές του δυνάμεις τὸ παράγγελμα αὐτό: «Κράτα τὸν νοῦ σου στὸν ἅδη, καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι».

Σὲ μᾶς, μᾶλλον ἡ αὐτομεμψία ταιριάζει, ἡ ὁποία συνίσταται πρῶτα-πρῶτα στὸ νὰ ζοῦμε ἐν μετανοίᾳ, νὰ μεμφώμεθα τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καί, παραλλήλως, νὰ προσευχώμεθα εἰλικρινῶς: «Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου» (Εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου). Διότι ἡ ὁδὸς τῆς μετανοίας εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ ὅλους μας, ἀφοῦ κανείς μας δὲν εἶναι ἀναμάρτητος. Καὶ ἡ μετάνοια μᾶς ἀνοίγει τὴν θύρα τῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία συντρίβει «τὶς πύλες τοῦ ἅδου» καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ. Καὶ ὅλοι πρέπει νὰ περάσωμε ἀπὸ τὸ χωνευτήρι τῆς μετανοίας, γιὰ νὰ πορευθοῦμε μὲ ταπείνωσι στὴν κεντρικὴ ὁδὸ τῆς Βασιλείας…

 

[Ἀπάνθισμα ἄρθρου τοῦ Ἀρχιμ. Συμεὼν Bruschweiler, (τῆς Ἱ. Μονῆς Τ. Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας), μεταφρασθὲν ἐκ τοῦ γαλλικοῦ περιοδικοῦ S.O.P. (τ. 207), Περιοδ. «ΕΡΕΙΣΜΑ» (Ἱ. Μ. Χρυσοποδαριτίσσης Πατρῶν) ἀρ. τ. ΙΑ´, Ἄνοιξις 2003]

 

(Πηγή καί Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογρ».)

[Ψήφοι: 3 Βαθμολογία: 4.3]