Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση στὴν Ἀχαΐα καὶ τὸ Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών (1820-1828) (Νίκα Πολυχρονοπούλου-Κλαδά, Δρ Ιστορίας)

ΑΘΗΝΑΙ 2020

ΑΘΗΝΑΙ 2020

 

“Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμίαν ἀπ’ ὅσαις γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης οἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος”

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ὅλοι γνωρίζουν ὅτι εἰς τὰ ἀρχεῖα τῶν μοναστηριῶν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εὕρῃ ὑλικὸν ποικίλου περιεχομένου. Πολλὲς φορὲς τὸ ὑλικὸν αὐτὸ δὲν ἔχει ἰδιαιτέραν σχέσιν πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ μονήρους βίου. Ἐπειδή, ὅμως, τὸ Εὐαγγέλιον ἐκηρύχθη εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον καὶ ἡ Ἐκκλησία ἱδρύθη εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον, ἑπόμενον ἦτο εἰς τὴν πορείαν τῆς ζωῆς Της νὰ προσλάβῃ στοιχεῖα τῆς ἐπιγείου αὐτῆς βιοτῆς καὶ πολιτείας. Ἔτσι, ὄχι μόνον εἰς τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τὰ ἱστορικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ἐμπεριέχεται ἄφθονον ὑλικὸν ἱκανὸν νὰ πληροφορήσῃ περὶ τῶν πολιτειακῶν, στρατιωτικῶν, ἐμπορικῶν, βιοτεχνικῶν, βουκολικῶν, ταξιδιωτικῶν καὶ λοιπῶν ἐγκοσμίων δραστηριοτήτων τῆς ἐποχῆς των. Ἀσφαλῶς, οἱ πληροφορίες αὐτὲς δὲν συνιστοῦν πορείαν πρὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συμπτωματικῶς ἐμπλέκονται εἰς τὴν ζωὴν τῶν πορευομένων πρὸς αὐτήν. Ὅμως ἡ γνῶσις αὐτῶν ἐν πολλοῖς καθιστᾷ εἰς ἡμᾶς οἰκειοτέραν τὴν πολιτείαν ἐκείνων, ἐφ’ ὅσον ἔτσι γνωρίζομεν τὶς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἐκεῖνοι ἐπορεύθησαν.

Ὅ,τι συμβαίνει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, κατ’ ἀναλογίαν ἀπαντᾶται καὶ εἰς τὸν μοναχισμόν, ἐφ’ ὅσον μέλος Ἐκείνης εἶναι καὶ αὐτός. Οἱ μοναχοί, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἐπορεύθησαν μεταξὺ τῶν συμπληγάδων τοῦ κόσμου τούτου, καίτοι κατὰ συνείδησιν διὰ τῆς ἀποταγῆς των τὸν ἠρνήθησαν. Εἰς τὴν πορείαν των αὐτὴν οἱ μοναχοὶ ὑπεχρεώθησαν, ἔστω καὶ διὰ τῆς ᾤας, νὰ σχετισθοῦν μὲ τὸν καμβὰν τῶν πικρῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς των. Μάλιστα, ὡς ἔχει διαπιστωθῆ, «σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις τὰ μοναστηριακὰ ἀρχεῖα εἶναι παλαιότερα ἀπὸ τὰ μητροπολιτικὰ / ἐπισκοπικὰ καὶ τὰ ἐνοριακὰ ἀρχεῖα. Τὰ ἀρχεῖα αὐτὰ λόγῳ παλαιότητας ὡς πρὸς τὸ ἀρχειακό τους ὑλικὸ προσφέρουν πολύτιμα στοιχεῖα σὲ ὅσους ἐνδιαφέρονται νὰ μελετήσουν τὴν ἱστορία μιᾶς περιοχῆς. Ὄχι σπάνια ἄλλωστε τὰ ἀρχεῖα μιᾶς μονῆς μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν τὴν μοναδικὴ πηγὴ πληροφόρησης γιὰ τὴν οἰκονομική, κοινωνική, δημογραφικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου κατὰ τοὺς αἰῶνες τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ὅτι, ἂν καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἑνὸς μοναστηριακοῦ ἀρχειακοῦ συνόλου σχετίζεται κυρίως μὲ τὴ μονὴ ποὺ τὸ παρήγαγε ἢ ποὺ τὸ διαφύλαξε, ἐντοπίζονται σὲ αὐτὸ καὶ στοιχεῖα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς στὴν ὁποία οἰκοδομήθηκε τὸ μοναστηριακὸ συγκρότημα, ἢ καὶ πιὸ ἀπομακρυσμένων περιοχῶν ἐξ αἰτίας τῶν μετοχίων ἢ τῶν ζητειῶν ποὺ πραγματοποιοῦσαν κατὰ καιροὺς οἱ μοναχοί» [Ν. Τομπρου, «Μοναστηριακὰ ἀρχειακὰ σύνολα: Πηγὲς τεκμηριωτικῶν ἀναζητήσεων μοναστηριακῆς περιουσίας», Θεολογία 90/4 (2019), σ. 79].

Ἡ γνωριμία λοιπὸν τῶν συνθηκῶν εἰς τὶς ὁποῖες ἔζησαν οἱ μοναχοί, ἰδίως κατὰ τὶς δύσκολες περιόδους τῆς ἱστορίας, ἔχει νὰ διδάξῃ ποικιλοτρόπως τοὺς συγχρόνους εἴτε πρὸς υἱοθέτησιν εἴτε πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ἐνήργησαν ἐκεῖνοι. Ἐντὸς αὐτῆς τῆς προοπτικῆς ἡ κ. Νίκα Πολυχρονοπούλου-Κλαδᾶ, διδάκτωρ Μεταβυζαντινῆς Ἱστορίας, παρουσιάζει εἰς τὸν παρόντα τόμον ἔγγραφα ἐκ τοῦ ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν, τῶν ἐτῶν 1820-1828. Δι’ ὃ καὶ ἐκ τῆς θέσεως αὐτῆς τὴν εὐχαριστοῦμεν.

Ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος

Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης-Νεζερῶν

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ἐπὶ τῇ ἐπετείῳ τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος τοῦ 1821, ὅσοι Ἕλληνες αἰσθάνονται τὴ βαρύτητα τῆς ἐννοίας τοῦ Ἔθνους, ὀφείλουν νὰ συμβάλουν στὴ μνήμη τῆς παλιγγενεσίας. Τότε ἦταν ἡ ὥρα τοῦ αἱμοσταγοῦς ξίφους. Σήμερα ποδοπατεῖται ἐσκεμμένα ὁ νέος Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος ἐδημιουργήθη χάρις εἰς τὸ ξῖφος. Στόχος τῆς ἐσφαλμένης ὁδοῦ εἶναι ἡ ἀπαιδευσία τῶν νέων γενεῶν. Κατὰ συνέπειαν, οἱ γενεὲς οἱ ἐπιγιγνόμενες δὲν θὰ δύνανται νὰ ὑπερασπισθοῦν τὰ πάτρια, καθόσον εἶναι πνευματικὰ ὑποβιβασμένες.

Ὅμως οἱ ἐθνομάρτυρες μᾶς ὁμιλοῦν καὶ σήμερα μὲ τὴν ἐκκωφαντικὴ σιωπή τους.

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης Ἀχαΐας κεῖται στὴν περιοχὴ τῶν Νεζερῶν τοῦ Δήμου Ἐρυμάνθου. Ἔχει κτισθεῖ στὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Πείρου ἐπὶ ἑνὸς σπηλαίου τοῦ Ἐρυμάνθου, ἀπέναντι ἀπὸ τὰ χωριὰ Κάλανος καὶ Καλάνιστρα. Περικλείει ἕνα μεγάλο φυσικὸ σπήλαιο μὲ σταλακτίτες, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀσκητήριο μοναχῶν, καθόσον ἐντὸς τοῦ σπηλαίου σώζονται ἴχνη ἁγιογραφιῶν. Ἡ Μονὴ ἑορτάζει τὴν 23η Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Δὲν εἶναι γνωστὴ ἡ χρονολογία ἱδρύσεως τῆς Μονῆς, ἀλλὰ προφανῶς τὸ ἀρχικὸ ἀσκητήριο τῶν βυζαντινῶν χρόνων ἐξελίχθη σὲ μοναστήριο μᾶλλον κατὰ τὸν ΙΓ´ αἰώνα. Τρία ὀνόματα ἀπαντῶνται ὡς πρὸς τὴν ἀπόδοση: Χρυσοποδαρίτισσα, Χρυσοποδαριώτισσα καὶ Χρυσοποδαρίτσα. Πρόκειται γιὰ τὴν Παναγία μὲ χρυσοὺς πόδες, ἡ ὁποία σπεύδει πρὸς βοήθειαν τῶν πιστῶν. Κατὰ παράδοσιν κάποιος ἀφιέρωσε εἰς τὴν παναγία χρυσοὺς πόδες, καθόσον ἐθεραπεύθη. Σώζεται στὴ Μονὴ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπάργυρη, ἡ ὁποία φέρει ἐπιγραφή: «Μοναστήρι τῆς Χρυσοποδαρίτισσας Νεζερῶν 1800»

Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1635 ἡ Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης ἀνακηρύσσεται σταυροπηγιακὴ διὰ πατριαρχικοῦ σιγιλλίου τοῦ Κυρίλλου Β´ Κονταρῆ τοῦ ἐκ Βερροίας ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. τὸ ἐν λόγῳ σιγίλλιον ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων: «… Οἱ γοῦν ἐνασκούμενοι τῇ ἐν τῇ χώρᾳ Ἐζεροῦ τῆς ἐπαρχίας Παλαιῶν Πατρῶν σεβασμίᾳ μονῇ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας τῆς καλουμένης Χρυσοποδαριτίσσης, ἱερομόναχοι καὶ μοναχοί, ἄνθρωποι κατὰ Θεὸν ζῶντες καὶ τὴν ἀκρίβειαν τοῦ κοινοβιακοῦ τύπου τηροῦντες ἀκατάλυτον, βουλόμενοί τε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἀνενόχλητοι μένειν… ἀπείραστοι… πρεσβείαν κοινὴν ἐποιήσαντο πρὸς τὴν ἡμῶν μετριότητα… ἐδεήθησαν αὐτῆς τὴν αἴτησιν αὐτῶν προσδέξασθαι καὶ σιγιλλιώδους γράμματος τὴν εἰρημένην σεβασμίαν μονὴν αὐτῶν ὀχυρῶσαι καὶ πατριαρχικὴν ἀποκαταστῆσαι καὶ πάσην ἐλευθερίαν αὐτῇ χαρίσασθαι… Τούτου χάριν καὶ ἡ μετριότης ἡμῶν τὴν αἴτησιν αὐτῶν ἀποδεξαμένη… ἀποφαίνεται, εἶναι μὲν καὶ λέγεσθαι ἀπὸ τανῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τὴν αὐτὴν μονὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου Χρυσοποδαριτίσσης τὴν ἐν τῇ χώρᾳ Ἐζερῷ πατριαρχικὴν καὶ τῆς πατριαρχικῆς ἀπολαυεῖν βοηθείας… καὶ τῷ μετοχίῳ αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τῷ ἐν τῇ χώρᾳ Χαλανδρίτζᾳ…».

Σταυροπηγιακὴ ἀναφέρεται ἡ Μονὴ καὶ σὲ πατριαρχικὸ σιγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου τοῦ Ε´ στὰ 1750, τοῦ Πατριάρχου Προκοπίου στὰ 1786 καὶ τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´, τοῦ ἐθνομάρτυρος, στὰ 1798.

Ἡ μελέτη αὐτὴ περιλαμβάνει τὰ πολεμικὰ καὶ πολιτικὰ γεγονότα στὴν Ἀχαΐα καὶ στὴν περιοχὴ τῶν Νεζερῶν, τὰ ὁποῖα ἔλαβαν χώρα κατὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἀνεξαρτησίας ἀπὸ τὰ 1821 ἕως τὰ 1827. Ἡ ἐκτενὴς εἰσαγωγὴ περιορίζεται στὴν προετοιμασία τοῦ δούλου Γένους γιὰ τὴν Ἐπανάσταση, τὶς καταστροφικὲς ἐνέργειες τῶν Ὀθωμανῶν, τὶς προσωπικότητες τῆς Ἐπαναστάσεως ποὺ ἔδρασαν στὴν Ἀχαΐα, κυρίως τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ καὶ τῶν Ἀχαιῶν προκρίτων, στρατιωτικῶν καὶ κληρικῶν, τὴν πολιορκία τῶν Πατρῶν, τὰ κόμματα, τὶς φατρίες, τὶς ἔριδες, τὸν ἐμφύλιο καὶ τὶς συνέπειες τὶς ὁποῖες ὑπέστη ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἡ Ἐπανάσταση, τοὺς Φαναριῶτες πρίγκιπες καὶ τὴ διάσταση ἡ ὁποία ἐδημιουργήθη μεταξύ των ἀμέσως μόλις ἀφίχθησαν στὴν Ἑλλάδα.

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν διαθέτει πλούσιο ἱστορικὸ ἀρχεῖο, τὸ παλαιότερο ἔγγραφο τοῦ ὁποίου ἀνάγεται εἰς τὸ ἔτος 1734. Τὸ ἀρχεῖο φυλάσσεται ἐπιμελῶς ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς. Στὸ Β´ κεφάλαιο τῆς ἐν λόγῳ μελέτης δημοσιεύονται τὰ σωζόμενα λυτὰ ἔγγραφα ἐτῶν 1820-1828. Τὰ ἔγγραφα αὐτὰ φέρουν εἰς φῶς τὴν συμμετοχὴ τῆς Μονῆς στὸν Ἀγῶνα, τὴν αὐταπάρνηση, τὸν ἡρωϊσμὸ καὶ τὶς θυσίες τῶν μοναχῶν· ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ στόχος τῆς μελέτης μας.

Ἡ Μονὴ εἶχε προσφάτως τὴν τύχη νὰ ἀνακτήσει τρία κειμήλια μεγάλης ἱστορικῆς ἀξίας. Τὸ ἔτος 1980 εἶχαν κλαπεῖ μὲ βάναυσο τρόπο δύο πατριαρχικὰ σιγιλλιώδη γράμματα, μολυβδόβουλλα ἐπὶ μεμβράνης. Τὸ πρῶτο εἶχε σταλεῖ στὴν Μονὴ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Προκόπιο Α´ στὰ 1786 καὶ τὸ δεύτερο ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἅγιο Γρηγόριο Ε´, τὸν ἐθνομάρτυρα, στὰ 1798. Τὸ τρίτο ἱστορικὸ κειμήλιο εἶναι ἕνα σουλτανικὸ φιρμάνι ἐπὶ χάρτου, μᾶλλον τοῦ Ὀθωμανοῦ Σουλτάνου Σελὶμ Γ´.

Τὰ κειμήλια αὐτὰ ἀνευρέθησαν μετὰ ἀπὸ πολυετῆ ἔρευνα στὸ Βρεταννικὸ Μουσεῖο τοῦ Λονδίνου. Εἶχαν πωληθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα Γερμανὸ συλλέκτη. Μετὰ ἀπὸ 41 χρόνια ἐπανῆλθαν στὸν εὐλογημένο τόπο ὅπου ἀνῆκαν.

Ἀκμάζει σήμερα ἡ Μονή, λόγῳ τῆς ἀκαμάτου ἐργασίας τοῦ καθηγουμένου καὶ τῶν ἐν Χρυσοποδαριτίσσῃ μοναζόντων. Ἡ πνευματικὴ ἀνθοφορία τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία φαίνεται ἀπὸ τὸ συγγραφικὸ ἔργο τῶν πατέρων, ὀφείλεται στὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Νικόδημο Μπαρούση, Καθηγούμενο τῆς Μονῆς.

Ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς εὐχαριστῶ τὸν Καθηγούμενο καὶ τοὺς ὁσιωτάτους πατέρες, οἱ ὁποῖοι μοῦ ἐμπιστεύθηκαν τὴν ταξινόμηση καὶ δημοσίευση τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς τους. Ἰδιαιτέρως εὐχαριστῶ τὸν Ὁσιώτατο μοναχὸ π. Συμεὼν Γαλάνη, καθόσον πρῶτος μοῦ ἐπρότεινε νὰ ἀναλάβω τὸ ἔργο αὐτό. Τὸν εὐχαριστῶ ἐπίσης γιὰ τὸ πνεῦμα συνεργασίας του, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μελέτης καὶ συγγραφῆς.

Καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς εὐχαριστῶ τὴν κ. Δέσποινα Μιχάλαγα, Ἐπίκουρη Καθηγήτρια τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καθὼς καὶ τὸν παλαιό μου φοιτητή, Καθηγητὴ τῆς Στρατιωτικῆς Σχολῆς Εὐελπίδων, κ. Νικόλαο Φ. Τόμπρο, γιὰ τὶς πληροφορίες ποὺ μοῦ παρεῖχαν περὶ τῶν ζητημάτων τῆς Ἐπαναστάσεως.

Ἐν Πάτραις, Ἀπρίλιος 2020

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟΥ:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

KΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Ἱστορικὴ Εἰσαγωγὴ

Ἡ πορεία πρὸς τὴν Ἐπανάσταση

Ὁ Ἀγών. Ἔτος 1821

Ὁ Ἀγών. Ἔτος 1822

Ὁ Ἀγών. Ἔτος 1823

Ὁ Ἀγών. Ἔτος 1824

Ὁ Ἀγών. Ἔτος 1825. Ἡ δίωξη τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ

Ὁ Ἀγών. Ἔτος 1826

Ὁ Ἀγών. Ἔτος 1827

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´

Μονόφυλλα τοῦ Ἀγῶνος (1821-1827)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´

Πρακτικά, Ἀποφάσεις, Ἀναφοραὶ τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων Α´, Β´ καὶ Γ´

RESUME

ΧΑΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΑ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

INDEX DES NOMS PROPRES

 

 

 

Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ: «Θερμὲς εὐχαριστίες στὴν συγγραφέα τοῦ βιβλίου, γιὰ τὴν ἄδεια παρουσίασης τοῦ πονήματός της»

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]