Ερμηνεία Αποστολικής περικοπής της εορτής των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού – Περί αγάπης (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)

(3 άτομα το έχουν διαβάσει)

[Α΄ Κορ. 12, 27- 31 και 13, 1-8]

«μες δέ στε σμα Χριστο κα μέλη κ μέρους (: εσείς λοιπόν οι χριστιανοί είστε σώμα Χριστού και μέλη, που ο καθένας σας ανάλογα με το χάρισμά του έχει κάποια θέση και κάποιο μέλος στη ζωή του συνόλου)» [Α΄ Κορ. 12, 27].

Για να μη λέγει λοιπόν κανείς: «και τι μας ενδιαφέρει το παράδειγμα του σώματος; Διότι εκείνο μεν εκ φύσεως υπηρετεί, ενώ τα δικά μας είναι κατορθώματα ελεύθερης προαιρέσεως». Αφού πλησιάζει αυτό στα δικά μας πράγματα ο απόστολος Παύλος και δείχνει ότι τόση ομόνοια οφείλουμε να έχουμε από δική μας προαίρεση, όση εκείνα εκ φύσεως, λέγει: «μες δέ στε σμα Χριστο (: εσείς είστε σώμα του Χριστού)». Εφόσον λοιπόν το δικό μας σώμα δεν πρέπει να στασιάζει, πολύ περισσότερο το σώμα του Χριστού, και τόσο περισσότερο, όσο δυνατότερη από τη φύση είναι η χάρη. «Και ο καθένας σας είναι επί μέρους μέλος, που κατέχει την ταιριαστή θέση γι’ αυτόν και για όλο το σώμα». Δηλαδή λέγει «όχι μόνο σώμα, αλλά και μέλη είμαστε»· διότι και για τα δύο αυτά μίλησε προηγουμένως, όταν συνένωσε τους πολλούς σε ένα και δείχνει ότι όλοι γίνονται ένα σύμφωνα προς την εικόνα του σώματος, και αυτό το ένα συνίσταται από τα πολλά, και ενώ είναι στα πολλά και τα πολλά από αυτό συνέχονται και μπορούν να είναι πολλά.

Τι σημαίνει όμως το «κ μέρους»; Αυτό που ανήκει σε εσάς και όσο είναι δυνατόν να οικοδομηθεί από εσάς. Επειδή δηλαδή είπε, «σώμα», αλλά «σώμα» είναι ολόκληρη, όχι μόνο η εκκλησία των Κορινθίων, αλλά αυτή που είναι εξαπλωμένη σε όλη την οικουμένη,  γι’ αυτό είπε «κ μέρους»· δηλαδή, ότι η δική σας εκκλησία είναι μέρος της εκκλησίας που βρίσκεται παντού και του σώματος που συνίσταται από όλες τις εκκλησίες, ώστε όχι μόνο μεταξύ σας, αλλά και προς όλη την εκκλησία της οικουμένης θα ειρηνεύετε εάν είστε ενάρετοι, αφού βεβαίως είστε μέλη όλου του σώματος.

«Κα ος μν θετο Θες ν τ κκλησί πρτον ποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, πειτα δυνάμεις, ετα χαρίσματα αμάτων, ντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσν (: και άλλους μεν έθεσε ο Θεός στην Εκκλησία Του πρώτα μεν αποστόλους, δεύτερον προφήτες, τρίτον διδασκάλους· έπειτα άλλους τους έθεσε σε ανάλογες θέσεις και τους έδωσε τη δύναμη να κάνουν θαύματα, άλλους όρισε να έχουν χαρίσματα σε θεραπεία ασθενειών, σε άλλους έδωσε χαρίσματα φροντίδας και επιμέλειας για τους φτωχούς και πάσχοντες, χαρίσματα διοικητικά στην Εκκλησία, χαρίσματα διαφόρων γλωσσών [Ο καθένας κατά την ικανότητά του έχει λάβει από τον Θεό το χάρισμά του και τη θέση του]». Αυτό δηλαδή, που ήδη είπα, αυτό κάνει και τώρα· επειδή θεωρούσαν μεγάλο χάρισμα το να ομιλούν ξένες γλώσσες, αυτό θέτει παντού τελευταίο· διότι εδώ το πρώτο και δεύτερο δεν τα ανέφερε τυχαία, αλλά ιεραρχώντας αυτά, για να δείξει το ανώτερο και το κατώτερο. Γι’ αυτό και έθεσε πρώτους τους αποστόλους, οι οποίοι είχαν στους εαυτούς τους όλα τα χαρίσματα. Και δεν είπε ότι ο Θεός τοποθέτησε στην εκκλησία αποστόλους, έτσι απλώς, ή προφήτες, αλλά θέτει πρώτο και δεύτερο και τρίτο, για να δείξει αυτό ακριβώς που είπα.

«Δεύτερον προφήτας (: δεύτερον, προφήτες)»· διότι προφήτευαν όπως οι θυγατέρες του Φιλίππου, όπως ο Άγαβος, όπως αυτοί οι Κορίνθιοι, όσοι προφήτευαν, για τους οποίους λέγει: «προφται δ δύο τρες λαλείτωσαν (: και προφήτες ας μιλούν σε κάθε σύναξη δύο ή τρεις, και οι άλλοι ας ακούνε και ας διακρίνουν αν ο προφήτης είναι αληθινός, και όχι πλανεμένος και αγύρτης)» [Α΄ Κορ. 14, 29]. Και στον Τιμόθεο επίσης όταν γράφει, λέγει: «Μ μλει το ν σο χαρσματος, δθη σοι δι προφητεας (: μην αμελείς το χάρισμα που είναι μέσα σου, το οποίο σου δόθηκε μέσω προφητείας)» [Α΄ Τιμ. 4, 14]. Και πολύ περισσότεροι ήσαν τότε παρά στην Παλαιά Διαθήκη. Διότι το χάρισμα δε δινόταν σε δέκα και είκοσι και πενήντα και εκατό, αλλά εξαπλωνόταν πλούσια αυτή η χάρη και κάθε εκκλησία είχε πολλούς οι οποίοι προφήτευαν. Εάν επίσης λέγει ο Χριστός ότι «πάντες γρ ο προφται κα νόμος ως ωάννου προεφήτευσαν (: Ναι˙ άρχισε άλλη εποχή από τις ημέρες του Ιωάννη. Διότι όλοι οι προφήτες και ο νόμος προφήτευσαν μέχρι τον Ιωάννη, τώρα όμως οι προφητείες αυτές αρχίζουν να πραγματοποιούνται)» [Ματθ. 11, 13], ομιλεί για εκείνους τους προφήτες που προείπαν τη δική Του παρουσία.

«τρίτον διδασκάλους»: Διότι αυτός μεν που προφητεύει, όλα τα λέγει επειδή φωτίζεται από το άγιο Πνεύμα, ενώ αυτός που διδάσκει, κάπου- κάπου ομιλεί και από δική του σκέψη. Γι’ αυτό και έλεγε:  «Ο καλς προεσττες πρεσβτεροι διπλς τιμς ξιοσθωσαν, μλιστα ο κοπιντες ν λγ κα διδασκαλίᾳ (: οι πρεσβύτεροι που υπήρξαν καλοί προϊστάμενοι ας αξιώνονται διπλή τιμή, μάλιστα εκείνοι που κοπιάζουν στο λόγο και στη διδασκαλία)» [Α΄ Τιμ. 5, 17]. Αλλά αυτός που λέγει τα πάντα από το άγιο Πνεύμα, δεν κοπιάζει. Γι’ αυτό λοιπόν και έθεσε τον διδάσκαλο μετά από τον προφήτη, καθόσον εκείνο μεν είναι εξ ολοκλήρου χάρισμα, ενώ αυτό έχει και ανθρώπινο κόπο. Διότι και εφ’ εαυτού λέγει πολλά, που όμως συμφωνούν με τις άγιες Γραφές.

«πειτα δυνάμεις, ετα χαρίσματα αμάτων (: έπειτα άλλους τους έθεσε σε ανάλογες θέσεις και τους έδωσε τη δύναμη να κάνουν θαύματα, άλλους όρισε να έχουν χαρίσματα σε θεραπεία ασθενειών)»: Βλέπεις πως διακρίνει πάλι τα θεραπευτικά χαρίσματα από τις θαυματουργικές δυνάμεις, πράγμα που έκανε και προηγουμένως; Καθόσον η θαυματουργική δύναμη είναι ανώτερη από το θεραπευτικό χάρισμα. Διότι αυτός που έχοντας τη δύναμη να θαυματουργεί, και τιμωρεί και θεραπεύει, ενώ αυτός που έχει θεραπευτικό χάρισμα, μόνο θεραπεύει. Και πρόσεχε πώς χρησιμοποιεί άριστη τάξη, θέτοντας την προφητεία πριν από τις θαυματουργικές δυνάμεις και το θεραπευτικό χάρισμα. Διότι προηγουμένως μεν, εκεί όπου έλεγε ότι « μν γρ δι το Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, λλ δ λόγος γνώσεως κατ τ ατ Πνεμα (: σε άλλο δηλαδή δίνετε από το Άγιο Πνεύμα το χάρισμα του λόγου που εξηγεί βαθιά και με αλήθεια τις μυστηριώδεις βουλές και σωτηριώδης αλήθειες του Θεού. Σε άλλους δίνετε το χάρισμα του λόγου που εξηγεί στους πιστούς όσα ο λόγος της σοφίας αποκαλύπτει, και μεταδίδει σε αυτούς την σωτηριώδη γνώση. Και δίνεται σύμφωνα με την χορηγία του ίδιου του Άγιου Πνεύματος [Α΄ Κορ. 12, 8], δεν έλεγε αυτά με τάξη, αλλά όπως τύχει· εδώ όμως προτάσσει και επιτάσσει.

Γιατί λοιπόν προτάσσει την προφητεία; Διότι και στην Παλαιά Διαθήκη αυτήν την τάξη έχουν τα χαρίσματα. Όταν λοιπόν ο Ησαΐας ομιλούσε προς τους Ιουδαίους και έδιδε απόδειξη της δυνάμεως του Θεού και παρουσίαζε σαφές σημείο της μηδαμινότητας των δαιμόνων είπε ότι και αυτό είναι μέγιστο δείγμα του μεγαλείου της θεότητος, το να προλέγει κανείς τα μέλλοντα. Και ο Χριστός επίσης που έκανε τόσα θαύματα, λέγει ότι αυτό δεν είναι μικρό σημείο της θεότητος· και λέγει συνεχώς ως επίλογο: «π᾿ ρτι λέγω μν πρ το γενέσθαι, να ταν γένηται πιστεύσητε τι γώ εμι (: Σας το λέω από τώρα ότι κάποιος θα με κλωτσήσει και θα με παραδώσει, πριν ακόμη πραγματοποιηθεί η ύπουλη αυτή προδοσία του, ώστε όταν γίνει, να πιστέψετε ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας που προανήγγειλαν οι προφήτες [Ιω. 13, 19].

Αλλά από την μεν προφητεία ορθώς είναι κατώτερα τα θεραπευτικά χαρίσματα· γιατί όμως και από τη διδασκαλία; Διότι δεν είναι ίσο το να κηρύττεις τον λόγο του Θεού και να σπείρεις την ευσέβεια στις ψυχές αυτών που ακούν, με το να κάνεις θαύματα, καθόσον και αυτά για εκείνο τον σκοπό γίνονται. Όταν λοιπόν κάποιος διδάσκει και με τον λόγο και με τον τρόπο ζωής, είναι ανώτερος από όλους. Διότι διδασκάλους αυτούς λέγει, οι οποίοι και με τα έργα διδάσκουν και με τον λόγο παιδεύουν. Αυτό λοιπόν έκανε και τους αποστόλους να είναι απόστολοι. Και εκείνα μεν τα χαρίσματα έλαβαν στην αρχή και μερικοί που δεν άξιζαν, όπως εκείνοι που είπαν: «Πολλο ροσί μοι ν κείν τ μέρ· Κύριε Κύριε, ο τ σ νόματι προεφητεύσαμεν, κα τ σ νόματι δαιμόνια ξεβάλομεν, κα τ σ νόματι δυνάμεις πολλς ποιήσαμεν; (: κατά τη μεγάλη και επίσημη εκείνη ημέρα της κρίσεως πολλοί θα μου πουν: Κύριε, Κύριε, με την πίστη στο όνομά σου δεν προφητεύσαμε και με τη δύναμη του ονόματός σου δεν διώξαμε δαιμόνια και χάρη στο όνομά σου, που επικαλεστήκαμε, δεν κάναμε θαύματα πολλά και μεγάλα;)», και που μετά από αυτά άκουσαν: «κα τότε μολογήσω ατος τι οδέποτε γνων μς· ποχωρετε π᾿ μο ο ργαζόμενοι τν νομίαν (: Πολλοί θα μου πουν εκείνη την ημέρα της κρίσεως: Κύριε, Κύριε, στο όνομά σου δεν προφητεύσαμε, πιστεύοντας ότι είσαι ο Μεσσίας και Υιός του Θεού; και πιστεύοντας σε σένα δεν βγάλαμε δαιμόνια; Και πιστεύοντας σε σένα δεν κάναμε πολλά θαύματα; Και τώρα λοιπόν δεν θα μπούμε στη βασιλεία σου; Και τότε θα διακηρύξω ξεκάθαρα σ’ αυτούς ότι ποτέ δεν σας αναγνώρισα ως δικούς μου. Φύγετε μακριά μου εσείς που εργαζόσασταν την ανομία, διότι τα χαρίσματά μου τα χρησιμοποιήσατε όχι για τη δική μου δόξα, αλλά σύμφωνα με τα δικά σας θελήματα και τους εγωιστικούς σας σκοπούς [Ματθ. 7, 22-23]. Ενώ τον λόγο της διδασκαλίας που γίνεται με τον διπλό αυτόν τρόπο, και με τα έργα και με τα λόγια, δεν είναι δυνατόν ποτέ να λάβει ανάξιος άνθρωπος. Για το ότι προτάσσει τους προφήτες, μην απορήσεις· διότι δεν εννοεί απλώς προφήτες, αλλά εκείνους οι οποίοι δια της προφητείας συγχρόνως διδάσκουν και λέγουν όλα για το συμφέρον όλων· πράγμα που λέγει σαφέστερα στη συνέχεια.

«ντιλήψεις, κυβερνήσεις (: σε άλλους έδωσε χαρίσματα φροντίδας και επιμέλειας για τους φτωχούς και πάσχοντες, χαρίσματα διοικητικά στην Εκκλησία)»: Τι είναι «ντιλήψεις»; Το να βοηθάει κανείς τους ασθενείς. Αυτό λοιπόν είναι χάρισμα; Βεβαίως, και μάλιστα και αυτό είναι δωρεά του Θεού, το να προΐσταται κανείς, το να διοικεί πνευματικά πράγματα· αλλά και πολλά από τα δικά μας κατορθώματα ονομάζει χαρίσματα, όχι διότι θέλει να επαναπαυτούμε και να αμελούμε, αλλά για να δείξει ότι παντού έχουμε ανάγκη της βοήθειας του Θεού και να μας κάνει να είμαστε ευγνώμονες και προθυμότεροι και ταυτόχρονα να ενθαρρύνει και εγκαρδιώσει αυτούς.

«γένη γλωσσν (: χαρίσματα διαφόρων γλωσσών)»: Είδες πού έθεσε αυτό το χάρισμα και πως παντού δίνει σε αυτό την τελευταία θέση;

Στη συνέχεια επειδή έδειξε με αυτόν τον κατάλογο ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στα χαρίσματα και ερέθισε την νόσο εκείνων που είχαν τα κατώτερα χαρίσματα, με πολλή πλέον ορμή τούς προσβάλλει, διότι έδωσε σε αυτούς πολλές αποδείξεις για το ότι αυτοί δεν υστερούν πολύ. Επειδή δηλαδή ήταν πιθανό, αφού ακούσουν αυτά, να λένε: «Και γιατί δε γίναμε όλοι απόστολοι;». Προηγουμένως μεν ομίλησε με τρόπο παρηγορητικότερο και απέδειξε με πολλά επιχειρήματα ότι κατ’ ανάγκην έγινε αυτό, και χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το σώμα· διότι το σώμα, λέγει, δεν είναι ένα μέλος· και πάλι «ε δ ν τ πάντα ν μέλος, πο τ σμα; (: εάν όμως όλα ήταν ένα μέλος, τότε που θα ήταν το σώμα; Θα διαλυόταν)» [Α΄ Κορ. 12, 19]· και από το ότι δόθηκαν προς συμφέρον τα χαρίσματα [Α΄ Κορ. 12, 7: «κάστ δ δίδοται φανέρωσις το Πνεύματος πρς τ συμφέρον (: «στον καθένα», λέγει, «δίνεται το χάρισμα με το οποίο φανερώνεται η ενέργεια και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος για το πνευματικό συμφέρον και την εξυπηρέτηση των πιστών»]· και από το ότι όλοι από το ίδιο Πνεύμα αντλούν, και από το ότι αυτό που δίνεται είναι χάρισμα και όχι οφειλή· διότι «υπάρχουν βεβαίως ποικιλίες χαρισμάτων», λέγει, «αλλά το Πνεύμα είναι το ίδιο»· και από το ότι η φανέρωση γίνεται ομοίως σε όλους δια του αγίου Πνεύματος· διότι λέγει «στον καθένα δίνεται η φανέρωση του Πνεύματος»· και από το ότι αυτά έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα προς το θέλημα του Θεού Πατρός και του αγίου Πνεύματος· «διότι όλα αυτά», λέγει, «ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, το οποίο τα διανέμει στον καθένα ιδιαιτέρως όπως αυτό θέλει»· και «ο Θεός τοποθέτησε το καθένα από τα μέλη στο σώμα, καθώς θέλησε»· και από το ότι και τα κατώτερα είναι αναγκαία· διότι «τ δοκοντα μέλη το σώματος σθενέστερα πάρχειν (: τα μέλη του σώματος που νομίζονται και φαίνονται ότι είναι ασθενέστερα)» λέγει, «ναγκαά στι (: αλλά τα μέλη που από την φύση τους φαίνονται ασθενέστερα, αυτά είναι πολλοί περισσότερο αναγκαία για την ύπαρξη του σώματος)» [Α΄ Κορ. 12, 22]· από το ότι είναι εξίσου αναγκαία, διότι απαρτίζουν το σώμα εξίσου με τα ανώτερα μέλη· διότι «το σώμα», λέγει, «δεν είναι ένα μέλος, αλλά πολλά»· από το ότι και τα ανώτερα έχουν ανάγκη από τα κατώτερα· διότι «δεν μπορεί», λέγει, «η κεφαλή να πει στα πόδια, δε σας έχω ανάγκη» [Α΄ Κορ. 12, 21]· από το ότι αυτά τα μέλη απολαμβάνουν και περισσότερης τιμής· διότι «έδωσε», λέγει, «μεγαλύτερη τιμή στο μέλος που την στερείται»· και από το ότι μία είναι η τιμή και ο πόνος όλων αυτών· διότι «ετε πάσχει ν μέλος (: και πράγματι είτε πάσχει και πονά ένα μέλος)», λέγει, «συμπάσχει πάντα τ μέλη, ετε δοξάζεται ν μέλος, συγχαίρει πάντα τ μέλη (: πάσχουν μαζί του όλα τα μέλη· είτε δοξάζετε ένα μέλος, χαίρονται μαζί του όλα τα μέλη)» [Α΄ Κορ. 12, 26].

Παραπάνω λοιπόν στην επιστολή του με αυτά έδωσε παρηγορία· εδώ όμως ομιλεί με τρόπο σφοδρό και επιτιμητικό. Διότι όπως είπα, ούτε να παρηγορεί πάντοτε πρέπει, ούτε να αποστομώνει πάντοτε κανείς. Για τον λόγο αυτό και ο Παύλος, αφού τους παρηγόρησε με πολλά, τώρα πλέον επιτίθεται ορμητικά με τους λόγους· «μ πάντες πόστολοι; μ πάντες προφται; μ πάντες διδάσκαλοι; μ πάντες δυνάμεις; (: στον καθένα ο Κύριος έδωσε το δικό του χάρισμα. Μήπως όλοι είναι απόστολοι; Μήπως όλοι είναι προφήτες; Μήπως όλο είναι διδάσκαλοι; Μήπως όλοι έχουν θαυματουργικά χαρίσματα)» [Α΄ Κορ. 12, 29]. Και δεν σταματά μέχρι το πρώτο και το δεύτερο χάρισμα, αλλά προχωρεί μέχρι το τέλος· ή επειδή θέλει να πει ότι δεν είναι δυνατόν όλοι να είναι όλα, όπως είχε πει προηγουμένως «ε δ ν τ πάντα ν μέλος, πο τ σμα; (: εάν όμως όλα ήταν ένα μέλος, τότε που θα ήταν το σώμα; Θα διαλυόταν)»[Α΄ Κορ. 12, 19]· ή επειδή μαζί με αυτά ετοιμάζει πάλι και κάτι άλλο για να τους παρηγορήσει και πάλι. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Το να δείχνει ότι και τα κατώτερα είναι πολύ επιθυμητά, διότι αυτά δε δόθηκαν τυχαίως σε όλους. «Γιατί λοιπόν στενοχωριέσαι», λέγει, «που δεν έχεις το χάρισμα να θεραπεύεις ασθένειες; Σκέψου ότι αυτό που έχεις εσύ, έστω και αν είναι κατώτερο, πολλές φορές αυτός που έχει το μεγαλύτερο, δεν το έχει». Γι’ αυτό λέγει: «μ πάντες γλώσσαις λαλοσι; μ πάντες διερμηνεύουσι; (: μήπως όλοι έχουν χαρίσματα θεραπειών; Μήπως όλοι μιλούν γλώσσες; Μήπως όλοι έχουν το χάρισμα να διερμηνεύουν γλώσσες;)» [Α΄ Κορ. 12, 30]. Διότι, όπως τα μεγάλα δεν τα χάρισε ο Θεός όλα σε όλους, αλλά στους μεν χάρισε το ένα, στους δε το άλλο, έτσι έκανε και στα κατώτερα, που ούτε αυτά έδωσε σε όλους. Έκανε λοιπόν αυτό από πρόνοια για να υπάρχει πολλή συμφωνία και αγάπη, ώστε ο καθένας επειδή θα έχει ανάγκη τον πλησίον να συσφίγγεται μαζί του σε κοινό δεσμό. Αυτό έθεσε ως νόμο και στα επαγγέλματα, και στα διάφορα φυσικά στοιχεία και στα φυτά και στα δικά μας μέλη και σε όλα γενικώς.

Ακολούθως προσθέτει πλέον την κυριότερη παρηγορία, που ήταν αρκετή για να τους ενισχύσει και να αναπαύσει την ψυχή τους, η οποία αισθανόταν πόνο. Ποια δε είναι αυτή; «Ζηλοτε δ (: Όλα βέβαια τα θεόσδοτα χαρίσματα έχουν την αξία τους. Να επιθυμείτε όμως εσείς με ζήλο και να προσπαθείτε να αποκτήσετε)», λέγει, «τ χαρίσματα τ κρείττονα. κα τι καθ᾿ περβολν δν μν δείκνυμι (: επιδιώκετε λοιπόν με ζήλο τα χαρίσματα που φέρνουν μεγαλύτερη ωφέλεια, και γι’ αυτό είναι και ανώτερα. Και τώρα σας δείχνω ένα πολύ ανώτερο ακόμα δρόμο, και μέσο έξοχο και υπέροχο, με το οποίο αποκτώνται τα καλύτερα χαρίσματα. Και το μέσο αυτό είναι η αγάπη)» [Α΄ Κορ. 12, 31]. Λέγοντας λοιπόν αυτό, υπαινίχτηκε έμμεσα και σε ήρεμο τόνο ότι αυτοί είναι αίτιοι που λαμβάνουν κατώτερα χαρίσματα, και έχουν τη δυνατότητα, εάν θέλουν να λάβουν τα ανώτερα. Διότι όταν λέγει, «να έχετε ζήλο», ζητεί τη δική τους προσπάθεια και την επιθυμία για τα πνευματικά. Και δεν είπε, «τα μεγαλύτερα», αλλά «τα ωφελιμότερα», δηλαδή τα πλέον χρήσιμα, τα συμφέροντα. Αυτό που θέλει λοιπόν να πει είναι το εξής:  «Επιθυμείτε εσείς τα χαρίσματα και εγώ σας δείχνω πηγή χαρισμάτων». Γιατί δεν είπε «χάρισμα», αλλά «οδό», για να υψώσει περισσότερο αυτό που πρόκειται να πει. Διότι δεν δείχνω ένα και δύο ή και τρία χαρίσματα, αλλά μία οδό, αυτήν που οδηγεί σε όλα αυτά· και όχι απλώς οδό, αλλά και με υπερβολή, δηλαδή οδό που είναι μπροστά από όλα. Δηλαδή όχι όπως τα χαρίσματα που σε άλλους μεν αυτά, σε άλλους δε εκείνα, και που δεν έχουν δοθεί όλα σε όλους, αλλά είναι δώρο που ανήκει γενικώς σε όλους. Για τον λόγο αυτό και όλους καλεί σε αυτό. Διότι λέγει: «Να έχετε ζήλο προς τα ωφελιμότερα χαρίσματα, και σας δείχνω μία οδό υπέροχη με την οποία αποκτώνται αυτά».

Ύστερα, επειδή πρόκειται να εισέλθει στον λόγο για την οδό αυτή και να εγκωμιάσει αυτό το κατόρθωμα, αφαιρεί κάθε αξία από αυτά τα χαρίσματα με το να τα συγκρίνει με εκείνη την οδό, και δείχνει ότι χωρίς αυτή δεν είναι τίποτε αυτά, και πολύ συνετά πράττει, μάλιστα. Διότι εάν αμέσως μιλούσε για την αγάπη και αφού έλεγε, «σας δείχνω κάποια οδό», πρόσθετε σε εκείνο το σημείο, «και αυτή μάλιστα η οδός είναι η αγάπη», και δεν ανέπτυσσε τον λόγο με σύγκριση, μερικοί τουλάχιστον θα περιγελούσαν το λεχθέν, επειδή δε γνώριζαν σαφώς τη δύναμη του πράγματος, αλλά ακόμη στέκονταν με το στόμα ανοικτό προς τα χαρίσματα. Για τον λόγο αυτό δεν αποκαλύπτει αυτήν αμέσως, αλλά αφού πρώτα ανύψωσε τον ακροατή με την υπόσχεση και είπε «σας δείχνω μία οδό υπέροχη με την οποία αποκτώνται αυτά», και αφού οδήγησε αυτόν σε επιθυμία αυτής της οδού, ούτε έτσι εισέρχεται σε αυτήν αμέσως, αλλά αφού αυξάνει και εντείνει την επιθυμία τους, ομιλεί πρώτα για αυτά τα χαρίσματα και δείχνει ότι χωρίς αυτήν δεν είναι τίποτε αυτά, για να τους κάνει έτσι που να αναγκασθούν να πειστούν ότι πρέπει απαραιτήτως να αγαπιούνται μεταξύ τους επειδή το ότι είχαν παραμελήσει την αγάπη, αυτό ήταν η αιτία όλων των κακών. Ώστε και κατά τούτο φυσικό ήταν να φανεί μεγάλη, αφού βέβαια τα μεν χαρίσματα όχι μόνο δεν συνένωσαν αυτούς, αλλά και ενώ ήσαν ενωμένοι τους διαίρεσαν· ενώ η αγάπη αυτούς που χώρισαν εξαιτίας των χαρισμάτων θα τους συνενώσει και θα τους κάνει ένα σώμα. Δε λέγει όμως αμέσως αυτό, αλλά αυτό που ποθούσαν πάρα πολύ, αυτό θέτει· όπως ότι το πράγμα είναι χάρισμα, και οδός που οδηγεί σε όλα τα χαρίσματα με αφθονία. Ώστε και αν δε θέλεις να αγαπάς τον αδελφό για την αγάπη, δέξου τουλάχιστον να τον αγαπάς για το ότι θα λάβεις σημείο θείας δυνάμεως ένα ανώτερο και πλούσιο χάρισμα.

Και πρόσεξε από πού αρχίζει· πρώτα από αυτό που θεωρούνταν από αυτούς θαυμαστό και μέγα, το χάρισμα των γλωσσών. Και αφού παρουσίασε το χάρισμα, δε δείχνει τόσο όσο είχαν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο. Διότι δεν είπε, «εάν ομιλώ γλώσσα», αλλά « Ἐὰν τας γλώσσαις τν νθρώπων λαλ (: εάν υποθέσουμε ότι μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, δεν έχω όμως αγάπη μοιάζω με τον άψυχο χαλκό που βουίζει όταν τον χτυπούν, ή με το κύμβαλο που βγάζει μεγάλο θόρυβο χωρίς κάποια σημασία)» [Α΄ Κορ. 13, 1]. Τι σημαίνει «των ανθρώπων»; Όλων των εθνών της οικουμένης. Και ούτε σε αυτήν την υπερβολή αρκέστηκε, αλλά θέτει και άλλη πολύ μεγαλύτερη, καθώς συνεχίζει και λέγει «κα τν γγέλων, γάπην δ μ χω, γέγονα χαλκς χν κύμβαλον λαλάζον (: και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έχω γίνει χαλκός που ηχολογάει ή κύμβαλο που αλαλάζει χωρίς να αναδίδει κανένα μουσικό φθόγγο)». Είδες πού ανύψωσε το χάρισμα και πού το γκρέμισε και το καταβίβασε; Διότι δεν είπε απλώς, ότι δεν είμαι τίποτε, αλλά ότι «έγινα χαλκός που ηχεί», κάτι αναίσθητο και άψυχο.

Πώς εννοεί δε το «χαλκς χν»; Εννοεί χαλκό ο οποίος φωνάζει μεν, αλλά άσκοπα και μάταια και χωρίς να χρησιμεύει σε τίποτε. Διότι θα φανώ ότι σπεύδω για το τίποτε, αλλά και ενοχλώ και γίνομαι φορτικός και βαρετός στους πολλούς. Βλέπεις πως αυτός που δεν έχει αγάπη μοιάζει με άψυχο και αναίσθητο πράγμα; «Γλσσα γγέλων» επίσης εδώ λέγει, όχι διότι θεωρεί ότι οι άγγελοι έχουν σώμα, αλλά αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Και αν ομιλώ έτσι, όπως επικρατεί νόμος να ομιλούν μεταξύ τους οι άγγελοι, χωρίς την αγάπη δεν είμαι τίποτε, αλλά επιπλέον είμαι και φορτικός και βαρετός».

Έτσι χρησιμοποιεί λοιπόν και αλλού τις λέξεις, όπως όταν λέγει ότι «να ν τ νόματι ησο πν γόνυ κάμψ πουρανίων κα πιγείων κα καταχθονίων (: Τον υπερύψωσε, ώστε στο όνομα του Ιησού να γονατίσουν ταπεινά και να τον προσκυνήσουν λατρευτικά και οι άγγελοι στον ουρανό και οι άνθρωποι στη γη και οι ψυχές των νεκρών στα καταχθόνια˙ αλλά κι αυτά τα δαιμονικά όντα που είναι στα καταχθόνια με τρόμο να υποκλιθούν μπροστά στο μεγαλείο του)» [Φιλιπ. 2, 10], όχι διότι αποδίδει γόνατα και οστά στους αγγέλους, μη γένοιτο, αλλά με την ανθρώπινη αυτήν εικόνα θέλει να δείξει και να τονίσει την προσκύνηση. Έτσι και εδώ είπε «γλσσα», όχι για να δηλώσει το σαρκικό όργανο της γλώσσας, αλλά διότι θέλει να δείξει με τον γνωστό σε εμάς τρόπο την μεταξύ των αγγέλων συνομιλία.

Ακολούθως για να γίνει ο λόγος ευχαρίστως δεκτός, δε σταματά στο χάρισμα των γλωσσών, αλλά προχωρεί και στα υπόλοιπα χαρίσματα, και κρίνοντας αυτά ως στερημένα κάθε αξίας χωρίς αυτήν, τότε παρουσιάζει την εικόνα της. Και επειδή θέλησε να αυξήσει προοδευτικά τον λόγο, αφού αρχίζει από τα κατώτερα ανεβαίνει προς τα ανώτερα. Αυτό δηλαδή το οποίο έθεσε τελευταίο, όταν παρουσίασε την τάξη των χαρισμάτων, δηλαδή το χάρισμα των γλωσσών, αυτό τώρα αριθμεί πρώτο, καθότι όπως είπα ανεβαίνει λίγο-λίγο. Διότι, αφού είπε για το χάρισμα των γλωσσών, αμέσως μεταβαίνει στο χάρισμα της προφητείας και λέγει: «κα ἐὰν χω προφητείαν (: και εάν έχω το χάρισμα προφητείας)»· και αυτό πάλι με υπερβολή.

Όπως ακριβώς δηλαδή προηγουμένως δεν είπε απλώς γλώσσες, αλλά τις γλώσσες όλων των ανθρώπων, και καθώς προχωρούσε, τις γλώσσες των αγγέλων, και τότε έδειξε ότι το χάρισμα δεν είναι τίποτε χωρίς την αγάπη, έτσι και εδώ δεν λέγει μόνο για την προφητεία, αλλά για την προφητεία στον μέγιστο βαθμό. Διότι αφού είπε «κα ἐὰν χω προφητείαν (: εάν έχω το χάρισμα προφητείας)», πρόσθεσε: «κα εδ τ μυστήρια πάντα κα πσαν τν γνσιν (: και αν έχω το χάρισμα της προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστικά και τα σχέδια των βουλών του Θεού και έχω όλη την γνώση που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος, και αν έχω όλη την πίστη ώστε και να μετακινώ ακόμη βουνά, δεν έχω όμως αγάπη δεν είμαι τίποτε)» [Α΄ Κορ. 13, 2], αφού παρουσίασε με έμφαση και αυτό το χάρισμα.

Στη συνέχεια προχωρεί και στα άλλα χαρίσματα. Και για να μη φανεί ότι ενοχλεί με το να λέγει πάλι το καθένα από αυτά, παρουσιάζει τη μητέρα και πηγή των χαρισμάτων, και αυτήν πάλι με υπερβολή και λέγει: «κα ἐὰν χω π

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes