Ἀπὸ μέσα ἀπὸ ἕνα κοπάδι παλληκαρόπουλα καὶ κοπέλλες, ὅλης τῆς τελευταίας τάξεως τοῦ Γυμνασίου τῆς μικρᾶς κωμοπόλεως, νησιωτόπουλα καθαροπρόσωπα, καὶ μὲ καρδιὲς ἀκόμη ἀμόλυντες ἀπὸ τὰ ἠθικὰ καυσαέρια τῶν μεγαλουπόλεων, τῶν συγχρόνων αὐτῶν κολάσεων ἀπὸ τὶς ὁποῖες θὰ προέλθη μιὰ μέρα μεγάλη καταστροφή, ξέκοψαν καμμιὰ δεκαριὰ γιὰ νὰ ποῦν τὰ κάλανδα.
Παραμονὴ Χριστουγέννων ἦτο, τὰ παιδιὰ ἦσαν ὅλα καλλίφωνα, καὶ εἶχαν ἐπισημάνει ὡρισμένους φίλους των ποὺ ἐσκέπαζαν διακριτικὰ τὶς οἰκονομικές τους στενοχώριες. Αὐτὲς ποὺ θὰ τοὺς ἄφηναν νὰ χαροῦν πέρα γιὰ πέρα τὴν μεγάλην ἑορτήν. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι…