Δύο κόσμοι αντίθετοι για τα γηρατειά και τον θάνατο (Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)

Τό γῆρας εἶναι μία ἀπό τίς περιόδους τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Μεταξύ τῶν γονιδίων πού ὑπάρχουν στά κύτταρα εἶναι καί τά γονίδια τῆς γηράνσεως, ὁπότε ἔρχεται κάποτε ὁ χρόνος πού ὁ ἄν­θρωπος, ἄν ἐπιζήση ἀπό ἄλλα φυσικά γεγονότα, θά εἰσέλθη στά γηρα­τειά καί θά ἀκολουθήση ὁ βιο­λογικός θάνατος.

Τά γηρατειά ἀκολουθοῦνται ἀπό διάφορα προβλήματα ἀσθε­νειῶν, συντα­ξιοδότησης, μόνωσης, λόγῳ θανάτου τῶν ἀγαπημένων ἀνθρώπων, στερήσεως τῶν παιδιῶν καί κυρίως ἀπό τήν ἀναμονή τοῦ θανάτου! Σέ αὐτήν τήν περίοδο ἐκδη­λώνονται ὅλες οἱ ἰδεολογίες τῶν ἀνθρώπων, τά ἐσωτερικά «πιστεύω» τους, δηλαδή ἡ πίστη καί ἡ ἀπιστία τους.

Ἔτσι, ἐμφανίζονται κατά τά γηρατειά δύο κόσμοι, τῆς ἀπιστίας καί τῆς πίστεως.

Πρίν λίγο καιρό διάβαζα κάτι πού ἔγραφε ὁ Νίκος Δήμου, γνω­στός συγγραφέας καί κειμενογράφος. Ἔγραφε:

«Ναί τά κενά διαστή­ματα τῆς ζωῆς εἶναι χρυσάφι πού οὐδέποτε ἐξαργυρώνεται. Ἄν στόν τελικό ἀπολογισμό μιᾶς ζωῆς τά κενά ἀναμονῆς καταλαμβάνουν τό ἕνα τέταρτο, αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔζησε 25% λιγότερο!

»Καί ὅταν φθάσεις κάποτε νά περιμένεις τό τέλος … τότε ἔχεις τήν τραγωδία τοῦ κενοῦ. Δέν εἶσαι πιά δραστήριος, δέν εἶσαι πιά ζων­τανός καί περιμένεις τί; Τήν ὁριστική λήξη.

»Στήν τρίτη ἡλικία σέρνεσαι πιά περιμένοντας … ὄχι νά γίνει κάτι. Ἀλλά νά γίνεις τίποτα» (Τό Βῆμα, Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021).

Διαβάζοντας αὐτήν τήν ἀπαισιόδοξη ἀντιμετώπιση τῶν γηρα­τειῶν καί τῆς ἀναμονῆς τοῦ θανάτου, πού ἐκφράζει μιά ἰδιαίτερη στά­ση ζωῆς, θυμήθηκα τί ἔγραφε γιά τά γηρατειά ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁ Ἁγιο­ρείτης, τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας. Ἔγραφε:

«Κάθε χρόνο τό σῶμα “γερνᾶ” καί οἱ δυνάμεις μειώνονται περισ­σό­τερο. Τή θέση τοῦ νεανικοῦ ἐνθουσιασμοῦ παίρνει ἡ πείρα, πού ἀνα­πόφευκτα ἐπάνω στή γῆ παραμένει πάντοτε περιορισμένη. Οὐσια­στικά δέν γνωρίζω ἄλλη δυστυχία ἐκτός ἀπό τήν συμφορά τοῦ ἀλύτου προ­βλήματος τοῦ ὑψίστου νοήματος ἤ τοῦ ἐσχάτου σκοποῦ. Ὅταν αὐτό λυθεῖ, τότε κάθε τραγωδία ὑποχωρεῖ, καί ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στόν χῶρο τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης».

Σέ ἄλλο γράμμα ἔγραφε:

«Τά γηρατειά δέν εἶναι χαρά, ἔλεγαν κάποτε. Ἀλλά καί αὐτά μποροῦν νά εἶναι περίοδος ἐξαιρετικά σπουδαία. Ἀπό τή μιά πλευρά ὡς δυνατότητα γιά πολλές βαθειές ἐμπειρίες ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ὡς προετοιμασία γεμάτη ἀπό φόβο καί ἐνθουσιασμό γιά τήν ἔξοδο ἀπό τά γήινα, ἀπό τά πρόσκαιρα πρός τά ἀμετάθετα καί αἰώνια».

Ἐπίσης, εὔχεται σέ παραλήπτη του νά περάση «ἐπάξια τή γεροντική ἡλικία πού ἀρχίζει, καί πού εἶναι ἡ πιό εὐλογημένη περίοδος τῆς ζωῆς μας ἐπάνω στήν γῆ». Σέ ἄλλο γράμμα του γράφει: «Πλησιάζουμε στό πιό σημαντικό γεγονός τῆς ζωῆς κάθε ἀνθρώπου, τήν ἀναχώρηση ἀπό ἐδῶ».

Ἀλλοῦ ἔγραφε ὅτι ἡ ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα εἶναι «θριαμ­βευτική», γιατί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὁρμᾶ στήν αἰωνιότητα, καί «ὁ ἄνθρωπος δέν πεθαίνει μέ τήν ἔννοια τῆς πλήρους ἐκμη­δενίσεως. Τό πνεῦμα του μεταβαίνει σέ ἄλλη σφαίρα τοῦ Εἶναι. Μετά­βαση ἀπό τή μία μορφή ὑπάρξεως σέ ἄλλη, ἀτελεύτητα μεγαλειωδέ­στερη. Νά τί εἶναι ὁ θάνατος».

Βλέπουμε δύο κόσμους ἀντίθετους, πού ἐκφράζουν τήν σημε­ρινή κοινωνία, ὁ κόσμος τῆς ἀπιστίας καί ὁ κόσμος τῆς πίστεως, ὁ κό­σμος πρό Χριστοῦ καί ὁ κόσμος μετά Χριστόν.

 

 

(Πηγή: “Εκκλησιαστική Παρέμβαση“)

[Ψήφοι: 3 Βαθμολογία: 5]