Για τη Νεκρώσιμη Ακολουθία και τα Μνημόσυνα († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)

Θὰ στραφοῦμε τώρα στὶς διάφορες ἀκολουθίες ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ θάνατο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὑπάρχουν δύο ἀκολουθίες ποὺ εἰναι πολὺ γνωστὲς σ’ ὅλους τους Ὀρθόδόξούς. Εἶναι τὸ «Τρισάγιον» ἤ «Παραστάσιμος Ἀκολουθία» ἤ παννυχίδα, [Στ.Μ. ὅπως ὀνομάζεται στὰ Ρωσικὰ]-καὶ ἡ «Νεκρώσιμος Ἀκολουθία» γιὰ τοὺς λαϊκούς. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ ἄλλες ἀκολουθίες, λιγότερο γνωστὲς: ἡ «Ἀκολουθία εἰς Ψυχορραγοῦντα», ποὺ διαβάζεται πάνω ἀπὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἡ ἀναχώρησή του ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωὴ παρουσιάζει δυσκολίες, ἡ «Νεκρώσιμη Ἀκολουθία» γιὰ νήπια καὶ γιὰ ἱερεῖς. Θὰ ἤθελα νὰ ἀπομονώσω ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ποὺ βασικὰ εἶναι κοινὰ σ’ ὅλες αὐτές.

Ὑπάρχουν δύο πλευρὲς σ’ αὐτὲς τίς ἀκολουθίες: ἡ μία ἀφορᾷ τὴ μέριμνα γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ ἡ ἄλλη τὴ φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα. Τὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ τὴν προσευχὴ ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου εἶναι κοινὸ μὲ αὐτὸ ὅλων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Πιστεύω ὅμως ὅτι στὴν Ὀρθοδοξία δίνουμε μιὰ πολὺ πιὸ εἰδικὴ καὶ σημαντικὴ προσοχὴ στὸ σῶμα. Στὸ Μνημόσυνο, ὅλη ἡ προσοχή μας συγκεντρώνεται στὴν ψυχὴ ποὺ βρίσκεται τώρα στὴν αἰωνιότητα, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο μὲ τὸν ζῶντα Θεό, καὶ ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται σὲ μιὰ ὅλο καὶ βαθύτερη κοινωνία μαζὶ Του. Στὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία, παράλληλα μὲ τὴ μέριμνά μας γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ ἔχει μὲν ἀναχωρήσει, ἀλλὰ κατὰ κάποιο τρόπο βρίσκεται ἀκόμη κοντὰ στὴ γῆ, ὑπάρχει μιὰ βαθιὰ φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα.

Ὅταν διαβάζουμε τὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία, τὸ σῶμα ἀντιμετωπίζεται ὑπὸ δύο γωνίες. Ἀφ’ ἑνός, γνωρίζουμε καλὰ ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι καταδικασμένο νὰ φθαρεῖ: «Χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει». Ὑπάρχει ἕνας ὀξὺς πόνος σ’ αὐτὴν τὴ σκέψῃ καὶ σ’ αὐτὴν τὴ θέα. Στὴ στάση μας πρὸς τὸν κεκοιμημένο, πρέπει νὰ βροῦμε μιὰ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν ἀποδοχὴ τῆς πραγματικότητας καὶ στὴ βεβαιότητα τῆς πίστης μας, ἀνάμεσα στὴ θέα τῆς φθορᾶς καὶ στὴ βεβαιότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἀνάμεσα στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν τόπο ὅπου ἀναπαύεται ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο σῶμα του, καὶ στὴ βεβαιότητα ὅτι ἡ σχέση κοινωνίας συνεχίζεται ἐν Θεῶ στὴν αἰωνιότητα.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἄποψη τῆς συμμετοχῆς τοῦ σώματος. Στὶς διάφορες εὐχές, στὸ τροπάριο καὶ στὸν κανόνα, στοὺς ὕμνους τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, βρίσκουμε τὴν ἀντανάκλαση αὐτοῦ τοῦ πόνου καὶ τὴν αἴσθηση μιᾶς τραγωδίας: ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ ἐκλήθη στὴν αἰώνια ζωή, καὶ ποὺ τὸ σκότωσε ἡ θνητότητα ποὺ γέννησε ἡ ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἁγία Γραφῇ, ἀφ’ ἑτέρου, χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους «σῶμα», «πρόσωπο» καὶ «ψυχή» κατὰ περίσταση, γιὰ νὰ ὑποδηλώνει τὸ ὅλο πρόσωπο.

Ὄντως, ἡ σύνδεση ποὺ ὑφίσταται ἀνάμεσα στὸ σῶμα καὶ στὴ ψυχή, ἀνάμεσα στὸ σῶμα καὶ στὴν ἴδια τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία εἶναι τόσο τέλεια. Ἡ μαρτυρία τοῦ ἀπόστολου Παύλου εἶναι πῶς «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ». Η λέξῃ προφέρεται, ἡ λέξῃ ἀκούγεται μὲ τὴ βοήθεια σωματικῶν μέσων: τὰ χείλη τοῦ ὁμιλητῆ, τὰ αὐτιὰ τοῦ ἀκροατῆ. Καὶ ὅμως φτάνουν στὴν καρδιά, φτάνουν στὸ νοῦ, φτάνουν στὸν πυρῆνα τοῦ προσώπου μ’ ἕναν τέτοιο τρόπο, ὥστε ἕνας λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ μπορεῖ νὰ μεταμορφώσει τὴ ζωὴ ἑνὸς προσώπου.

Γνωρίζουμε ἐπίσης πόσο ὅλες μας οἱ αἰσθήσεις συμμετέχουν σὲ κάθε γεγονὸς τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Πόση ἀγάπη δὲν ἐκφράζει μιὰ μητέρα στὸ μικρό της παιδὶ μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ του, πόση κάθε μορφῆς ἀγάπη δὲν βρίσκει ἔκφραση μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα. Έτσι, ἂν κοιτάξουμε τὸ σῶμα ἑνὸς κεκοιμημένου, δὲν ἀντικρίζουμε ἕνα ἔνδυμα ποὺ πρέπει νὰ ἀπορριφθεῖ -ὅπως πολλοὶ λένε γιὰ νὰ παρηγοριοῦνται καὶ γιὰ νὰ σβήσουν τὸν πόνο τους. Δὲν εἶναι ἔνδυμα, οὔτε ἔχει ἀπορριφθεϊ. Εἶναι ἕνα σῶμα ποὺ εἶναι τόσο πραγματικό, ὅσο τὸ πρόσωπο καὶ ἡ ψυχή. Μόνο τὸ συναμφότερον, σῶμα καὶ ψυχή, ἀποτελεῖ ὁλόκληρο τὸ πρόσωπο.

Αὐτὸ τὸ παρουσιάζει μ’ ἕναν ἀπροσδόκητο καὶ ἴσως παράξενο τρόπο ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, ὁ ὁποῖος, μιλῶντας γιὰ τὸ σῶμα, λέγει ὅτι ὁ αἰώνιος προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ σταθεροποιηθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, ἐπειδὴ τὸ σῶμα διαθέτει, στὸν ἴδιο βαθμὸ μὲ τὴν ψυχή, τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ καθορίσει τὸν αἰώνιο προορισμὸ τοῦ προσώπου. Τὰ λόγια αὐτά μᾶς φαίνονται μυστηριώδη, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό. Καὶ ὅμως, αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι τόσο ἐγώ, ὅσο ἐγὼ εἶναι καὶ ἡ ψυχή. Καὶ μόνο κατὰ τὸ συναμφότερον μπορῶ νὰ θεωροῦμαι ὁλόκληρος.

Ἔτσι, ὅταν παρατηροῦμε αὐτὸ τὸ σῶμα, τὸ βλέπουμε μὲ σεβασμό. Βλέπουμε σ’ αὐτὸ ὅλο τὸν πόνο καὶ τὴ χαρά, ὅλο τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς αὐτοῦ τοῦ προσώπου. Τὸ σῶμα μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ὁρατὸ στοιχεῖο τοῦ ἀοράτου. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, δὲν εἶναι ἴσως τυχαῖο το ὅτι στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες στὰ σλαβονικά, χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὸ σῶμα τὴ λέξῃ «moshchi», ποὺ σημαίνει λείψανο.

Ἔτσι, βλέπουμε ἀφ’ ἑνὸς τὸ τόσο ἀγαπητὸ καὶ πολύτιμο σῶμα, πληγωμένο καὶ κατακτημένο ἀπὸ τὴ θνητότητα, παραδομένο στὸ θάνατο.

Ἀφ’ ἑτέρου, τὸ βλέπουμε ὡς σπόρο ποὺ σπείρεται γιὰ νὰ σηκωθεῖ ξανὰ στὴ δόξα τῆς ἀθανασίας μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάσταση. Καί, κοιτάζοντάς το, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ βλέπουμε τὴ σύνδεσή του μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποίησε τὴ φράσῃ «ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Ἡ σωματική μας ὕπαρξη κρύβεται στὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ αὐτὴ ἡ σωματικὴ ὕπαρξή μας ἀποτελεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύσῃ μας. Στὸν Χριστὸ καὶ στὴ Θεοτόκο μποροῦμε νὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ καλεῖται νὰ γίνει τὸ σῶμα μας: ἕνα σῶμα δόξῃς. Ἔτσι δὲν εἴμαστε διχασμένοι, ἀλλὰ βρισκόμαστε σὲ μιὰ περίπλοκη κατάσταση στὴν ὁποία, συντετριμμένοι ἀπὸ τὴ λύπη γιὰ τὸ χωρισμό, κοιτάζουμε ἔκπληκτοι τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα μπορεῖ νὰ πεθάνει, καὶ μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα κοιτάζουμε ἕνα σῶμα ποὺ μιὰ μέρα θὰ ἐγερθεῖ σὰν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Κατόπιν ἔρχεται ἡ ψυχή. Υπάρχουν ἀρκετὲς εὐχὲς ποὺ προηγοῦνται τοῦ θανάτου κάποιου προσώπου. Αὐτὲς περιλαμβάνουν ἀκολουθίες ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν προετοιμασία γιὰ τὸ θάνατο. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὑπάρχει αὐτὴ ἡ προετοιμασία ποὺ συνίσταται στὸ νὰ στραφοῦμε ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα πράγματα στὰ αἰώνια. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ μποροῦσε νὰ λέγει πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του: «Σωματικὰ πλησιάζω στὸ θάνατο, καὶ πνευματικὰ εἶναι μόλις σὰν νὰ ἔχω γεννηθεῖ, μὲ ὅλη τὴ φρεσκάδα καὶ τὴ δροσιὰ μιᾶς ἀρχῆς δίχως τέλος».

Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὴν ἀνάγκη προετοιμασίας γιὰ τὸ θάνατο μέσα ἀπὸ μιὰ ἀπαιτητικὴ καὶ συνάμα ἀπελευθερωτικὴ πορεία συμφιλίωσης καὶ εἰρήνευσης μὲ ὅλους, μὲ τὴ συνείδησή μας, μὲ τίς περιστάσεις, μὲ τὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν, μὲ τὰ γεγονότα καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ τὸ μέλλον, μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου. Ὅπως νομίζω πὼς τὸ ἔχει θέσει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, ὁ Σῦρος, πρέπει νὰ ὑπάρχει μιὰ διαδικασία μὲ τὴν ὁποία φθάνουμε νὰ εἰρηνεύσουμε μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴ συνείδησή μας, μὲ τὸν πλησίον μας, ἀκόμη καὶ μὲ τὰ πράγματα ποὺ ἔχουμε ἀγγίξει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁλόκληρη ἡ γῆ μπορεῖ τότε νὰ μᾶς πεῖ: «Πορεύου ἐν εἰρήνῃ». Καὶ ἐμεῖς μποροῦμε ἐπίσης νὰ ποῦμε σὲ ὅλα ὅσα ἡ γῆ ἦταν γιὰ μᾶς: «Μεῖνε ἐν εἰρήνῃ, καὶ εἶθε ἡ εἰρήνη καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι μαζί σου».

Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ εἰσέλθει στὴν αἰωνιότητα δεμένος, περιορισμένος ἀπὸ τὸ μῖσος, δίχως εἰρήνη. Ἂν θέλουμε καὶ ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ τὸ κάνουμε, στὸν σύντομο χρόνο ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ ἐρχομὸς τοῦ θανάτου, χρειάζεται νὰ σκεφτοῦμε ὅλη μας τὴ ζωὴ ὡς μιὰ ἄνοδο, μιὰ ἄνοδο στὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι ὡς μιὰ σταδιακὴ πορεία πρὸς τὸ θάνατο. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἄνοδος στὴ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ θὰ εἰσέλθουμε στὴν αἰωνιότητα μέσα ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη τοῦ θανάτου -καὶ δίχως νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἐνδυόμαστε τὴν αἰωνιότητα, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τοὺς λόγους τοῦ ἀπόστολου Παύλου.

Ἂν στὸ Μνημόσυνο ὑπάρχει μιὰ συγκέντρωση τῆς προσοχῆς στὴν κεκοιμημένη ψυχή, στὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία ἡ προσοχὴ στρέφεται στὴν ἀναχωροῦσα ψυχή. Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, τίς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή του παραμένει κοντὰ στὴ γῆ, ἐπισκεπτόμενη πιθανῶς γνωστὰ μέρη καὶ ἐνθυμούμενη ὅλα ὅσα ὑπῆρξαν πάνω στὴ γῆ. Ἔτσι, ἡ ψυχὴ θὰ ἀφήσει τὴ γῆ καὶ θὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν Θεὸ ἔχοντας ὅλες τίς ἐνθυμήσεις της.

Γι’ αὐτὸ περιβάλλουμε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ τίς τρεῖς αὐτὲς μέρες. Προσφέρονται εὐχές, γίνονται «Τρισάγια», ἡ σκέψῃ μας συγκεντρώνεται σὲ ὅλες τίς περίπλοκες σχέσεις ποὺ εἴχαμε μὲ τὸ κεκοιμημένο πρόσωπο. Ἔχουμε δὲ νὰ παίξουμε καὶ τὸν δικό μας ρόλο. Πρέπει νὰ λύσουμε ἀρκετοὺς κόμβους στὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ποῦμε στὸν κεκοιμημένο ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ ὅλης τῆς ὕπαρξής μας: «Συγχώρησέ με», καὶ νὰ ποῦμε ἐπίσης: «Σὲ συγχωρῶ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ».

Ἐδῶ ἴσως νὰ βρίσκεται τὸ νόημα τοῦ παλιοῦ γνωμικοῦ, ὅτι δὲν πρέπει νὰ κακολογοῦμε τὸν κεκοιμημένο. Ἂν εἴχαμε ὄντως καὶ μὲ κάθε εἰλικρίνεια πεῖ στὸ πρόσωπο ποὺ ἀναχώρησε ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωὴ: «Σὲ ἐλευθερώνω. Θὰ σταθῶ μπροστὰ στὸν Θεὸ διακηρύσσοντας τὴ συγγνώμη. Τίποτε ἀπ’ ὅσα ἔχουν συμβεῖ ἀνάμεσά μας ἂς μὴ σταθεῖ στὸ δρόμο σου γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση καὶ τὴν αἰώνια χαρὰ», τότε πῶς μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψουμε καὶ νὰ θυμηθοῦμε τὸ κακὸ καὶ τὴν πίκρα;

Αὐτὸς δὲν εἶναι ἕνας τρόπος γιὰ νὰ κλείνουμε τὰ μάτια στὴν πραγματικότητα, ἐπειδή, ἂν ὄντως ἔχει ὑπάρξει τὸ κακὸ στὴ ζωὴ ἑνὸς προσώπου, ἂν ὄντως ἔχει ὑπάρξει τὸ κακὸ ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὸν κεκοιμημένο, τότε πολὺ περισσότερο θὰ πρέπει νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ ἀπελευθερώσει καὶ τοὺς δύο -ἐμᾶς κι ἐκεῖνον. Πολὺ περισσότερο θὰ πρέπει νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια τῆς συγγνώμης «πορεύου ἐν εἰρήνῃ», καὶ νὰ ποῦμε τὰ ἴδια λόγια ἅπαξ διὰ παντός, μὲ ἕνα ὅλο καὶ μεγαλύτερο βάθος κατανόησης, μὲ μιὰ ὅλο καὶ μεγαλύτερη συνειδητοποίηση μιᾶς αὐξανόμενης ἐλευθερίας.

Ὑπάρχουν δυσκολίες στὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία. Ἡ Ἀκολουθία ἀρχίζει μὲ τίς λέξεις «Εὐλογητὸς ὁ Θεός…» καὶ ζητᾷ ἀπό μᾶς ὅλη τὴν πίστη καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά μας. Μερικὲς στιγμὲς τεντώνει τὴν πίστη μας στὰ ὅριά της. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο… εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τους αἰῶνας», εἶπε ὁ Ἰώβ. Δὲν εἶναι ὅμως εὔκολο πρᾶγμα ὅταν οἱ καρδιές μας σπαράσσονται καὶ ὅταν βλέπουμε τὸ πρόσωπο, ποὺ ἀγαπᾶμε πάνω ἀπ’ ὅλα, πεθαμένο μπροστὰ στὰ μάτια μας.

Κατόπιν ἔχουμε εὐχὲς τῆς πίστης, εὐχὲς τῆς πραγματικότητας καὶ εὐχὲς τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας -εὐχὲς τῆς πίστης ποὺ συνοδεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ κεκοιμημένου καὶ ποὺ προσφέρονται μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ὡς μαρτυρία ἀγάπης. Oι εὐχὲς γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἀποτελοῦν ὄντως μιὰ μαρτυρία μπροστὰ στὸν Θεό, ὅτι αὐτὸ τὸ πρόσωπο δὲν ἔζησε ἐπὶ ματαίῳ. Ὅσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύναμος ἄνθρωπος κι ἂν ὑπῆρξε ὁ ἀποθανών, ἄφησε πίσω του μιὰ ὄμορφη μνήμη. Ὅλα τὰ ἄλλα θὰ γίνουν χῶμα. Ἡ ἀγάπη θὰ ἐπιβιώσει ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα. Ἡ πίστη θὰ παρέλθει καὶ ἡ ἐλπίδα θὰ παρέλθει ὅταν ἡ πίστη ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ ὅραμα καὶ ἡ ἐλπίδα ἀπὸ τὴ βεβαιότητα, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποτὲ δὲν θὰ παρέλθει.

Ὅπως στεκόμαστε καὶ προσευχόμαστε γιὰ τὸν κεκοιμημένο, ὅλα ὅσα λέμε εἶναι: «Κύριε, αὐτὸ τὸ πρόσωπο δὲν ἔζησε ἐπὶ ματαίῳ. Αὐτὸ ποὺ ἄφησε στὴ γῆ εἶναι ἕνα παράδειγμα καὶ μιὰ ἀγάπη. Τὸ παράδειγμα θὰ τὸ ἀκολουθήσουμε. Ἡ ἀγάπη ποτὲ δὲν θὰ πεθάνει».

Παρέθεσα προηγουμένως τα λόγια του Λέων Μπλόυ:«Το νὰ ποῦμε σὲ ἕνα πρόσωπο “σὲ ἀγαπῶ” ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ τοῦ λέμε “ποτὲ δὲν θὰ πεθάνεις”». Διακηρύσσοντας μπροστὰ στὸν Θεὸ τὴν ἀθάνατη ἀγάπη μας γιὰ τὸν πεθαμένο εἶναι σὰν νὰ ἐπιβεβαιώνουμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο, ὄχι μόνο στὸ χρόνο ἀλλὰ καὶ στὴν αἰωνιότητα. Ὅταν μάλιστα στεκόμαστε μὲ ἀναμμένα κεριὰ στὴν Ἀκολουθία, διακηρύσσουμε πραγματικὰ τὴν πίστη μας στὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ δηλώνουμε μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ὅτι αὐτὸ τὸ πρόσωπο ἔφερε ἕνα φῶς στὸν κόσμο.

«Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτὸ τὸ πρόσωπο δὲν ἔχει ρίξει ἁπλῶς ἕνα δημιουργικὸ φῶς, οὔτε μᾶς ἔχει ἐντυπωσιάσει μόνο μὲ τὴν ἰδιοφυΐα του, τὴν ὀμορφιὰ ἢ τὰ ταλέντα του, ἀλλὰ ἄφησε νὰ λάμψει τὸ φῶς του Θεοῦ, ἢ ἄκτιστη Θεία δόξα. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ πεθάνει πάνω στὴ γῆ.

Ὅσο συντετριμμένοι κι ἂν εἴμαστε, ἐξακολουθοῦμε νὰ διακηρύσσουμε αὐτὰ τὰ λόγια τῆς πίστης «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν». Μερικὲς φορὲς τὸ τροπάριο τῆς Ἀναστάσεως, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωὴν χαρισάμενος», ἀκούγεται ἀκόμη πιὸ τραγικά, τὴ στιγμὴ ποὺ μπροστὰ στὰ μάτια μας βρίσκεται τὸ νεκρὸ σῶμα ἑνὸς προσώπου ποὺ ἀγαποῦμε. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ φωνῇ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μᾶς ἀπευθύνει λόγους παρακλήσεως καὶ παρηγοριᾶς: «Μακαρία ἡ ὁδός, ἡ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοὶ τόπος ἀναπαύσεως».

Ὅλος ὁ πόνος τοῦ θνήσκοντος προσώπου ἐκφράζεται σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς Ἀκολουθίας εἰς Ψυχορραγοῦντα, ποὺ διαβάζεται γιὰ νὰ βοηθηθεῖ ἡ ψυχὴ ποὺ δυσκολεύεται νὰ ἀφήσει αὐτὴν τὴ ζωή. «Ἰδοὺ νῦν χωρίζεται, μετ’ ὀδύνης ἡ ψυχή, ἐκ τοῦ δεινοῦ μου σώματος» λέγει ἡ ψυχή. Ὅμως ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ βεβαιότητά μας ὅτι ὁ θάνατος, ποὺ εἶναι χαμὸς καὶ ἀπώλεια, εἶναι καὶ μιὰ γέννηση στὴν αἰωνιότητα: ὅτι εἶναι ἕνα ξεκίνημα καὶ ὄχι ἕνα τέλος, ὅτι εἶναι μιὰ μεγάλη καὶ ἱερὴ συνάντηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν «ψυχὴ ζῶσα», ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ μόνο ἐν Θεῶ.

 

 

(“Ζωντανὴ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο”, Συλλογικό, Ἐκδόσεις “Ἐστία”)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]