Νόμιζα ότι ζούσα έναν εφιάλτη. Το προηγούμενο Σάββατο εννοώ, όταν αποφάσισα κι εγώ να βγω για ψώνια. Γύρισα όλη την Αθήνα, από Πατησίων (ανεβοκατέβασμα), την Ερμού και τα πέριξ ως και Κηφισιά κατόρθωσα να φτάσω για να λύσω αυτό το μυστήριο που έκανε το μυαλό μου να λειτουργήσει με αντίστροφες στροφές και το νευρικό μου σύστημα να κλονιστεί ισχυρά.
Τις βιτρίνες τις κοιτούσα αρχικά με απορία, έμπαινα στα μαγαζιά και έβγαινα κοιτώντας γύρω μου με τρόμο. Δεν μπορεί, έλεγα, κάποιος μου κάνει πλάκα, κάποιος έμαθε ότι ύστερα από χρόνια βγήκα για ψώνια και μου έστησε χοντρή φάρσα! Όλα τα ρούχα πίσω από τα καλογυαλισμένα τζάμια ίσα ίσα που χωρούσαν στις σκελετωμένες κούκλες και αυτά που έβλεπα κρεμασμένα στις κρεμάστρες όταν έμπαινα μέσα, ήταν όλα απίστευτα μικρά! Μήπως κατά λάθος κοιτάω σε κατάστημα παιδικών, αναρωτήθηκα πολλές φορές – αλλά σουτιέν και μαύρα σατέν φορέματα εν πάση περιπτώσει δεν πουλάνε στα παιδικά. Όχι, δεν ήταν αστείο τελικά. Κανείς και τίποτα δεν επιβεβαίωσε στη συνέχεια τη μανία καταδίωξης που με βασανίζει κατά καιρούς. Όλοι εξακολουθούσαν να με αγαπούν, να με προσέχουν και να θέλουν το καλό μου. Κι εκείνο το Σάββατο με λέγαν Μαρία και ήμουν καλά. Τίποτα δεν ήταν στο μυαλό μου. Όλα, δυστυχώς, ήταν μέρος μιας (φρικτής και ρατσιστικής) πραγματικότητας»!
Το νούμερα στα καταστήματα με ρούχα είναι πάρα πολύ μικρά. Λες και η χώρα μετατράπηκε σε μια απέραντη πασαρέλα, σε οίκο μόδας που φτιάχνει ρούχα μόνο για μοντέλα. Τα περισσότερα δε λίκρα έντονου χρώματος, τέλος πάντων εντυπωσιακά, περισσότερο κατάλληλα για νυχτερινή έξοδο παρά για οτιδήποτε άλλο. Το κυριότερο όμως, μικρά! Νούμερα που θα χωρούσαν μόνο σε πολύ αδύνατους ανθρώπους, σ’ εκείνες τις μοντέλες ενδεχομένως που βλέπουμε στις διαφημίσεις και στα περιοδικά. Ρούχα σε στυλ και μεγέθη που φορούν μόνο οι κοκαλιάρηδες και οι «στυλάτοι», που χωρούν αποκλειστικά σε πλαστικά ανθρώπινα ομοιώματα ή σε εκείνους που υποφέρουν καιρό από ερωτική απογοήτευση. Τόλμησα να δοκιμάσω ένα μπλουζάκι. Το τράβαγα από ‘δώ, το τράβαγα από ‘κεί, δεν έμπαινε με τίποτα! «Σιγά, κυρία μου, θα το ξεχειλώσετε» μου φώναξε η πωλήτρια εκνευρισμένη. Και τι να κάνω εγώ δηλαδή; Φταίω εγώ που δεν ζυγίζω δέκα κιλά; Φταίω εγώ που δεν πάσχω από νευρική ανορεξία; «Πώς να μπω εδώ μέσα, κυρία μου, όταν στον κορμό χωράει μόνο το χέρι μου; Ας είχατε κάτι σε πιο… ανθρώπινο νούμερο!».
Προς στιγμήν σκέφθηκα μήπως πρέπει να επισκεφθώ ένα κέντρο αδυνατίσματος, λίγο αργότερα μου πέρασε από το μυαλό να κλειδωθώ στο σπίτι αφού πρώτα έχω βάλει κάποιον να με δέσει ώστε να μην έχω πρόσβαση στο ψυγείο. Κάτι πρέπει να κάνω σίγουρα, έλεγα στον εαυτό μου, δεν γίνεται για να βρω ρούχα να πάω σε «μαγαζί για παχουλές». Όχι, παχουλή δεν είμαι και ούτε θα με πείσετε ότι είμαι. Ούτε Κλόντια Σίφερ όμως. ζυγίζω κανονικότατα, δέκα κιλά λιγότερο από το ύψος μου, όπως ακριβώς προστάζουν οι ειδικοί. Και ποιοι νομίσετε ότι είστε σεις που αποφασίσατε να τα βάλετε με ολόκληρη επιστήμη, που μας κάνετε να νιώθουμε ότι με μας κάτι δεν πάει καλά, ότι δεν ανήκουμε σε αυτόν τον κόσμο; Ποιοι είναι; Οι άνθρωποι της μόδας, οι άνθρωποι της διαφήμισης (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άβυζες και άκωλες είναι θελκτικές!), οι άνθρωποι του Τύπου; Μια ολόκληρη βιομηχανία τρέλας και προώθησης της αρρώστιας (γιατί θα αρρωστήσουμε αν δεν τρώμε) έχει στηθεί γύρω μας και κανείς δεν φαίνεται να αντιστέκεται. Τουναντίον. Τα ινστιτούτα καλλονής αυξάνουν την πελατεία τους καθημερινά, στα πηγαδάκια γυναικών αλλά και ανδρών (αυτοί δεν εξαιρούνται) ακούς πια μόνο για γρήγορες δίαιτες και γυμναστήρια. Όσο πιο καχεκτικός είσαι, τόσο πιο αποδεκτός γίνεσαι. Ο ανταγωνισμός πια δεν εκδηλώνεται στις δουλειές, στις θέσεις, στα προσόντα. Τώρα πια ανταγωνίζεσαι για τους κοιλιακούς και τα κιλά σου. Όσο πιο εύκολα βρίσκεις ρούχα στην αγορά τόσο πιο in είσαι.
(Πηγή: ΒΗΜΑGAZINO)