Ασκητές μέσα στον κόσμο Γ’: Αλεξάνδρα Σκόντζου

Ο Θεός εὐδοκεῖ, ὥστε σέ κάθε περιοχή στήν πατρίδα μας νά ὑπάρχη καί ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος γιά νά δείχνη μέ τό παράδειγμά του στούς ἄλλους γύρω του, τήν ἀληθινή πίστη. Γιά παράδειγμα, τά Ἑπτάνησα ἔχουν καί ἀπό ἕναν Ἅγιο ὡς προστάτη τοῦ νησιοῦ τους, ἀλλά καί ἄλλες μεγάλες πόλεις ἀκόμη καί χωριά. Τήν περίοδο ὅπου μάλιστα ἦταν ἀπομονωμένα τά χωριά τῆς πατρίδας μας, ὑπῆρχε τοὐλάχιστον ἕνας εὐλαβής συγχωριανός τους, ὥστε οἱ ὑπόλοιποι νά εἶναι ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Μία τέτοια εὐλαβής γυναῖκα, τήν ὁποία ἐπικαλοῦνταν ὡς γερόντισσα, ἦταν ἡ Ἀλεξάνδρα Σκόντζου, ἡ ὁποία ἔζησε στήν Μαλεσιάδα Βάλτου Αἰτωλοακαρνανίας. Γεννήθηκε στήν Ἀμφιλοχία, τό ὄμορφο ἐπίνειο καί ἐμπορικό κέντρο τῆς ἐπαρχίας Βάλτου, τό ἔτος 1890, ἀπό τόν Δημήτρη Χατζάρα καί τήν Λενιώ. Οἱ πρόγονοί της καταγόταν ἀπό τήν Πρέβεζα, οἱ ὁποῖοι, μαζί μέ ἄλλες οἰκογένειες Πρεβεζιάνων στά χρόνια μετά τήν ἀπευθέρωση, εἶχαν ἐγκαταλείψει τήν ἀκόμα τουρκοκρατούμενη Ἤπειρο καί ἐγκαταστάθηκαν στήν ἐλεύθερη Ἀμφιλοχία. Στά χρόνια ἐκεῖνα εἶχε ἀκόμη τήν τούρκικη ὀνομασία Καρβασαρᾶς, ἀπό τό τούρκικο καραβᾶ-σαράϊ, πού σημαίνει σταθμός καραβανιῶν. Ἄλλωστε ἡ μικρή αὐτή παραλιακή πόλη ἦταν καί παραμένει ὥς τά σήμερα κομβικό πέρασμα πρός τήν Ἤπειρο καί τά Ἑπτάνησα, ἀλλά καί σημαντικό ἐμπορικό κέντρο γιά ὁλόκληρη τήν περιοχή. Μία μεγάλη μερίδα κατοίκων τῆς σημερινῆς πόλης ἕλκει τήν καταγωγή της  ἀπό μετανάστες Ἠπειρῶτες. 

Ἡ Ἀλεξάνδρα μεγάλωσε σέ περιβάλλον εὐσεβῶν χριστιανῶν. Ἡ οἰκογένειά της εἶχε τήν φήμη εὐλαβῶν, φιλήσυχων καί προοδευτικῶν ἀνθρώπων. Ἀπό αὐτούς κληρονόμησε τήν βαθειά πίστη στόν Θεό καί τόν ἐνάρετο βίο.    

Ἐπειδή ἐκεῖνο τόν καιρό δέν πήγαιναν τά κορίτσια σχολεῖο, ὁ πατέρας τῆς ἔφερε δάσκαλο στό σπίτι νά τήν μάθη νά διαβάζη καί νά γράφη ἐπάνω σέ πλάκα. Γι᾿ αὐτό ἦταν ἡ μοναδική ἀπό τίς συνομήλικές της, ἡ ὁποία ἤξερε ἀνάγνωση καί γραφή. Ἐπίσης ἔμαθε τήν τέχνη τῆς ραπτικῆς καί ἦταν περιζήτητη μοδίστρα ὄχι μόνο στήν Μαλεσιάδα, ἀλλά καί στά γύρω χωριά. Ὅταν ἔγινε εἴκοσι ἐτῶν καί ἦρθε σέ ἡλικία γάμου, οἱ δικοί της τήν πάντρεψαν τό ἔτος 1910 μέ τόν εὐλαβῆ νέο Παναγιώτη Σκόντζο, γαιοκτήμονα τῆς Μαλεσιάδας καί ἐγγονό τοῦ φημισμένου ἀγωνιστῆ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως Χρήστου Σκόντζου, ὁ ὁποῖος, μετά τήν ἀπελευθέρωση, εἶχε ἐγκατασταθῆ ὡς σώγαμπρος στήν Μαλεσιάδα καί ἡ ὁποία εἶχε πάρει τήν ὀνομασία της ἀπό τόν ὀνομαστό ὁπλαρχηγό καί ἀγωνιστή Μαλεσιάδα. Ἀπέκτησε μαζί του ἐννέα παιδιά, τήν Χρυσούλα, τήν Εὐανθία, τόν Βελισσάριο, τόν Θεόδωρο, τήν Ἀντιγόνη καί τήν Ἑλένη, τά ὑπόλοιπα πέθαναν σέ νηπιακή ἡλικία. Ἀλλά δέν ἄργησαν νά ἔρθουν τά χτυπήματα καί οἱ μεγάλες δοκιμασίες στήν ζωή της. Ὁ ἀγαπημένος της σύζυγος Παναγιώτης ἀσθένησε βαριά καί σύντομα κοιμήθηκε, περί τό 1929, ἀφήνοντας τήν νεαρή σύζυγό του χήρα μέ ἕξι παιδιά, σέ ἐποχή φτώχειας καί ἀνέχειας. Ἡ Ἀλεξάνδρα, ἀφοῦ θρήνησε μέ ἀξιοπρέπεια τόν ἀγαπημένο της σύζυγο, ἔκρυψε βαθειά στά στήθη της τόν ἀβάσταχτο πόνο της καί ἐργάστηκε σκληρά γιά νά μεγαλώση τά ὀρφανά της.    

Δέν ἔδωσε ποτέ τήν παραμικρή ἀφορμή γιά σχόλια, παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας της. Οὔτε ὡς σκέψη πέρασε ποτέ ἀπό τόν νοῦ της ὁ δεύτερος γάμος. Ἀφοσιώθηκε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς της στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν της. Ἡ φτώχεια χτύπησε τό σπιτικό της. Τά ὅποια κτήματα πού κληρονόμησε ἀπό τόν σύζυγό της, ἐλάχιστα εἰσέφεραν στό οἰκογενειακό εἰσόδημα, διότι ἀπαιτοῦνταν σκληρή χειρωνακτική ἐργασία. Μέ ὅ,τι ἀποκόμιζε ἀπό τούς ἐνοικιαστές τῶν κτημάτων, μόλις πού ἐξασφάλιζε τό ψωμί τῶν παιδιῶν της.  

Ἡ κατοχή τήν βρῆκε μέ ἕξι ἀνήλικα παιδιά της, νά στερῆται ἀκόμα καί τό ψωμί. Καί δέν ἦταν ἡ μόνη στό χωριό πού ὑπέφερε, οἱ περισσότερες οἰκογένειες πεινοῦσαν καί στεροῦνταν ἀκόμα καί μία φέτα μπομπότα (καλαμποκίσιο ψωμί). Ἡ εὐσεβής Ἀλεξάνδρα δέν ἀπογοητεύτηκε, ἀλλά στήριξε τίς ἐλπίδες της στόν Θεό. Προσευχόταν μέ θέρμη ψυχῆς, ὄχι μόνο γιά τήν ἐπιβίωση τῆς δικῆς της φαμελιᾶς, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρο τό χωριό, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά προσπαθοῦσε νά στηρίζη μέ τόν γλυκό καί παρηγορητικό της λόγο συγγενεῖς καί χωριανούς, πού βρίσκονταν σέ ἀπόγνωση. Τούς διαβεβαίωνε πώς, ὅπως ὁ Θεός συντηρεῖ τά ἄγρια πουλιά καί τά ζῶα, πολύ περισσότερο μεριμνᾶ γιά τούς ἀνθρώπους. Ἔλεγε συχνά: «Ἔχει ὁ Θεός, δέν ἀφήνει κανέναν ποτέ νά χαθῆ!». Ἡ φράση της δέν ἦταν μία τυπική φρασεολογία, ἀλλά ἕνα ξεχείλισμα ἀκράδαντης πίστης στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί πράγματι, στό φτωχό ὀρεινό χωριό της, μπορεῖ νά πείνασαν πολλοί, ἀλλά κανένας δέν πέθανε ἀπό τήν πεῖνα! Ἡ μπομπότα δέν ἔλειψε ἀπό τό σπίτι της, ὁ Θεός ὄντως φρόντιζε τά ὀρφανά της. Καί ὅταν περίσσευε καμμιά φέτα μπομπότας, τήν ἔκρυβε κάτω ἀπό τήν ποδιά της καί τήν πήγαινε κρυφά σέ οἰκογένειες πού λιμοκτονοῦσαν, σέ παιδάκια πού τά θέριζε ἡ φονική πεῖνα τῆς κατοχῆς. 

Ἀλλά ὑπάρχει καί μία ἄλλη σημαντική καί παράδοξη δράση τῆς Ἀλεξάνδρας στήν κατοχή. Τό  σταρένιο ψωμί, τό «καθάριο», ὅπως τό ἔλεγαν στήν ντόπια διάλεκτο, ἦταν ὄχι ἁπλά σπάνιο, ἀλλά δυσεύρετο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε πρόβλημα γιά τήν τέλεση τῆς θείας Κοινωνίας στήν Ἐκκλησία. Δέν ὑπῆρχε σταρένιο ἀλεύρι γιά νά ζυμωθοῦν πρόσφορα καί ὁ τότε ἐνάρετος παπᾶς τοῦ χωριοῦ παπα–Γιώργης Μαλεσιάδας ἔκανε δραματική ἔκκληση στίς νοικοκυρές γιά νά ζυμώνουν πρόσφορα. Κάθε Κυριακή ἀνελλιπῶς προσκομίζονταν ἕνα πολύ μικρό πρόσφορο, ὅσο χωροῦσε ἡ σφραγίδα. Ἦταν τῆς Ἀλεξάνδρας! Κανένας δέν μπόρεσε ποτέ νά μάθη πῶς ἐξοικονομοῦσε τό «καθάριο» ἀλεύρι γιά νά φτειάχνη τό πρόσφορο καί νά ἀνοίγη ἡ Ἐκκλησία!  

Ἀλλά γιά τήν Ἀλεξάνδρα ἡ ὑλική τροφή εἶχε  μικρότερη σημασία σέ σχέση μέ τήν πνευματική τροφή. Προσπαθοῦσε μέ πνεῦμα ἀγάπης καί κατανοήσεως νά τούς μεταδώση τήν δική της εὐσέβεια καί ἐνάρετη ζωή. Νά ἐνσταλάξη στίς ἁγνές παιδικές ψυχές τους ἀκράδαντη πίστη στόν Θεό, εὐλάβεια πρός τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀκριβή τήρηση τῶν ὑποχρεώσεών μας στήν Ἐκκλησία, ἠθική ζωή, ἀγάπη, ἁπλότητα καί κοινωνική προσφορά. Δέν δίδασκε τόσο μέ τό φτωχό λεξιλόγιό της, ὅσο μέ τό παράδειγμά της. Τά ἕξι ὀρφανά της εἶχαν τήν ἴδια μεγάλο δάσκαλο καθημερινά στό σπίτι τους, ἡ ὁποία τούς δίδασκε μέ τήν εὐλάβειά της καί τήν ἐνάρετη ζωή της.  

Παρ᾿ ὅλες τίς ἀνυπέρβλητες δυσκολίες, κατόρθωσε νά στείλη τά παιδιά της στό σχολεῖο, νά λάβουν τήν στοιχειώδη ἐκπαίδευση, διότι ἤξερε πολύ καλά τί σημαίνει νά γνωρίζη ὁ ἄνθρωπος νά διαβάζη καί νά γράφη. Γι᾿ αὐτήν τοὐλάχιστον ἡ γνώση ἀνάγνωσης καί γραφῆς εἶχε τεράστια σημασία γιά νά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί ἄλλα ψυχωφελῆ ἀναγνώσματα, πού φρόντιζε μέ μεγάλες δυσκολίες στίς δύσκολες ἐκεῖνες ἐποχές, νά προμηθεύεται. Ἦταν ἴσως ἡ μόνη γυναῖκα στό χωριό πού κατεῖχε ἀντίτυπο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν διάβαζε καθημερινά καί μιλοῦσε συνεχῶς στά παιδιά της καί τούς χωριανούς γιά τούς θησαυρούς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐκκλησιασμός, κάθε Κυριακή καί ἑορτή πού λειτουργοῦσε ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν γι᾿ αὐτήν ἁπλᾶ μία ὑποχρέωση, μία τυπική ἐκπλήρωση θρησκευτικῶν ἀναγκῶν, ἀλλά ζωτική ἀνάγκη, τρόπος ζωῆς. Μέσα στήν ἁπλότητά της ζοῦσε μυστικά τό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή της ἦταν πλημμυρισμένη ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεία χάρη!    

Ἔζησε ἡ Ἀλεξάνδρα 94 ἔτη, ἐκ τῶν ὁποίων τά 57 σέ χηρεία. Ἐκεῖνο τόν καιρό ὅταν κάποιος πενθοῦσε γιά συγγενικό του πρόσωπο, δέν πήγαινε οὔτε στήν Ἐκκλησία. Ἡ Παναγιώταινα, ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν στό χωριό, ἀντιθέτως βρῆκε καταφύγιο στήν Ἐκκλησία, ὅταν ἔμεινε χήρα στά 37 της χρόνια. 

Ἐκκλησιαζόταν ἀνελλιπῶς. Μόνο βαριά ἀσθένεια ἤ σοβαρός λόγος τήν κρατοῦσε μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Μάλιστα κοινωνοῦσε συχνά, πολύ συχνά, κάτι πού σκανδάλιζε κάποιους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λαθεμένη ἀντίληψη γιά τήν θεία Κοινωνία, ὅτι δηλαδή πρέπει νά κοινωνοῦμε μόνο κατά τίς μεγάλες ἑορτές «γιά τό ἔθιμο!». Ἡ Ἀλεξάνδρα ζοῦσε τήν ἕνωσή της μέ τόν Χριστό, μέσῳ τῆς θείας Κοινωνίας. Ἤξερε ὅλες τίς γιορτές καί περίμενε μέ ἀνυπομονησία τόν ἐρχομό τους, γιά νά τίς γιορτάση καί νά χαρῆ. Νά δοξάση τόν Θεό καί νά τιμήση τούς ἁγίους, τά ὀνόματα τῶν ὁποίων εἶχε πάντα στό στόμα της. 

Στήν Ἐκκλησία πήγαινε πρόσφορο κάθε ἑβδομάδα, τό ὁποῖο εἶχε ἑτοιμάσει μέ πολύ εὐλάβεια καί ἐπιμέλεια. Εὐλαβεῖτο πολύ τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν πολιοῦχο τοῦ χωριοῦ Μαλεσιάδας. Πολλές φορές διηγεῖτο ὅτι ὁ ἅγιος Νικόλαος τήν ἔσωσε, ὅπως ἔσωσε τό παιδί της, ὅταν ἐκρατῆτο αἰχμάλωτο ἀπό τούς ἀντάρτες. Πήγαινε μέ πολλή χαρά στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἱερέας τήν εἶχε δεξί χέρι. Πολλές δέ δωρεές ἔκανε στήν Ἐκκλησία, ὅπως ἄμφια, καλύμματα γιά τήν Ἁγία Τράπεζα, ἀλλά καί ἕνα ἐπιχρυσωμένο Εὐαγγέλιο. 

Τό δωμάτιό της ἦταν γεμᾶτο ἀπό εἰκόνες καί τό καντηλάκι της ἦταν πάντα ἀναμμένο. Ἔκανε τήν προσευχή της καί τίς μετάνοιες μπροστά στό εἰκονοστάσι της μέ τά πάμπολλα εἰκονίσματά της. Ὅταν ἔκανε τήν προσευχή της γονατιστή καί τήν ἀναζητοῦσαν, δέν μποροῦσε κανείς νά τήν διακόψη μέχρι νά τελειώση. Νήστευε αὐστηρά καί κρατοῦσε ὅλες τίς νηστεῖες. Τίς Σαρακοστές τίς ἔβγαζε ἄλαδες, τρώγοντας σκόρδο καί φρέσκο ψωμί. 

Ἀπό τά λιγοστά βιβλία πού ὑπῆρχαν στό δωμάτιό της ἦταν ἡ Ἁγία Γραφή, τό Προσευχητάρι  καί ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τά ὁποῖα ἦταν τριμμένα ἀπό τήν πολλή μελέτη.  

Ἦταν δέ πολύ κοινωνική. Ἐπισκεπτόταν ἀνήμπορους, φτωχούς καί λυπημένους συγχωριανούς της μέ τά χέρια πάντα γεμᾶτα, εἴτε μέ καραμέλλες, εἴτε ἄλλα γλυκά, τά ὁποῖα ἦταν λιγοστά ἐκείνη τήν ἐποχή. Ἔγραφε πάντα εὐχετήρια σέ γάμους, σέ νεογέννητα, ἀλλά καί συλλυπητήριες κάρτες. 

Σέ ὅλη τήν ζωή της ὑπῆρξε φιλάνθρωπη. Ὅταν κάποιοι τήν φίλευαν ἕνα γλυκό, ἕνα μῆλο, ἕνα πορτοκάλι, λίγη ζάχαρη, λίγο καφέ, δέν τά χρησιμοποιοῦσε ποτέ γιά τόν ἑαυτό της, οὔτε γιά τά παιδιά της, παρά τά φύλαγε σέ κάποιο ντουλάπι, γιά νά τά προσφέρη σέ ἕναν ἄρρωστο, σέ μία λεχώνα, ὡς παρηγοριά σέ κάποιον πικραμένο! Ὅταν μάθαινε γιά κάποιον ἄρρωστο, ἤ γιά κάποια λεχώνα, ἄνοιγε τό ντουλάπι, ἔπαιρνε ὅ,τι εἶχε ἀποθηκεύσει, τό ἔβαζε κάτω ἀπό τήν ποδιά της καί τό πήγαινε στό σπίτι τους. Δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά ἔχη κάποιος χωριανός πρόβλημα καί νά μήν τόν ἐπισκέπτονταν ἡ Ἀλεξάνδρα. Μαζί μέ τό φίλεμα, καθόταν κοντά του καί τοῦ ἔλεγε λόγια παρηγοριᾶς. Εἶχε ἕναν ἁπλοϊκό, ἀλλά πειστικό τρόπο νά ἀγγίζη τίς καρδιές τῶν βασανισμένων καί ἀπελπισμένων ἀνθρώπων, νά τούς πείθη ὅτι ὁ Θεός εἶναι κοντά μας καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπει, ὅτι οἱ θλίψεις στήν ζωή μας εἶναι παιδαγωγικές. Ὅτι χωρίς τίς θλίψεις καί τά προβλήματα δέν μποροῦμε νά τελειωθοῦμε στήν πίστη καί τήν ἀρετή. 

Τά χτυπήματα τῆς ζωῆς δέν ἐξαίρεσαν τήν Ἀλεξάνδρα. Δέν τῆς ἔφτασε ὁ πρόωρος χαμός τοῦ ἀγαπημένου της συζύγου. Δεύτερο μεγάλο χτύπημα ὁ θάνατος τῆς κόρης της Χρυσούλας, ἡ ὁποία πέθανε ἀμέσως μετά τήν γέννα τοῦ πρώτου παιδιοῦ της, ἀφήνοντάς το ὀρφανό. Τρίτο μεγάλο χτύπημα. Στίς  26 Ἰουλίου τοῦ 1965, ἀναποδογυρίστηκε βάρκα μέ προσκυνητές στήν λίμνη Ἀμβρακία, στό χωριό Στάνος, κοντά στήν Ἀμφιλοχία, οἱ ὁποῖοι περνοῦσαν στήν ἀντίκρυ πλευρά, σέ πανηγυρίζοντα Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Δεκαεπτά ἄνθρωποι βρῆκαν τραγικό θάνατο καί ἀνάμεσά τους τό ὀρφανό ἐγγόνι της. Ἡ Ἀλεξάνδρα ἔνοιωσε μεγάλη θλίψη γιά αὐτά τά χτυπήματα τῆς ζωῆς, τά ὁποῖα ξεπέρασε μέ τήν ἀκλόνητη πίστη της στόν Θεό καί τήν ψυχική της δύναμη. Ἔλεγε σέ ὅσους τήν παρηγοροῦσαν  πώς «αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δεχόμαστε τά καλά ἀπό Αὐτόν, θά πρέπη νά δεχώμαστε καί τά κακά, ἄς εἶναι δοξασμένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ!».  

Παροῦσα πάντα σέ περιπτώσεις πονεμένων λόγῳ θανάτου. Δέν ὑπῆρχε κηδεία χωριανοῦ, πού νά μήν εἶχε παραστῆ ἡ Ἀλεξάνδρα. Δέν ὑπῆρχε οἰκογένεια, πού νά εἶχε χτυπηθῆ ἀπό τόν θάνατο καί νά μήν τήν εἶχε ἐπισκεφθῆ ἡ καλωσυνάτη Ἀλεξάνδρα. Ὅταν ἔβλεπε σκηνές ἀπελπισίας καί ὑπερβολικούς θρήνους, τούς συμβούλευε μέ γλυκύτητα καί πραότητα ὅτι ἡ ζωή μας δέν μᾶς ἀνήκει, ἀνήκει στόν Θεό, πού μᾶς τήν χαρίζει καί ὡς ἐκ τούτου Ἐκεῖνος ἔχει τό δικαίωμα νά τήν ἀφαιρῆ. Παρηγοροῦσε τίς χαροκαμένες μάννες ὅτι θά ξαναδοῦν τά παιδιά τους, τίς χῆρες ὅτι θά δοῦν ξανά τούς συζύγους τους.  

Πάντα εἶχε ἕνα γλυκό λόγο γιά τόν καθένα πού τήν ἐπισκεπτόταν καί σέ ὅλους ηὔχετο: «Ὁ Θεός νά σᾶς τά φέρη καλά, νά ἔχετε τήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ». Ποτέ της δέν κακολόγησε ἄνθρωπο, παρ᾿ ὅλο πού πολλές συγχωριανές της τήν προκαλοῦσαν νά κουτσομπολέψη, αὐτή ὅμως μέ γλυκύτητα ἀπέφευγε τήν συζήτηση καί πάντα ἦταν χαμογελαστή. 

Ὅταν τήν ἐπισκέφθηκε ὁ μακαριστός π. Παγκράτιος ἀπό τήν Μονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θιάμου Ξηρομέρου, μετά τήν ἐξομολόγηση, ὁμολόγησε ὅτι τέτοιες ἅγιες γερόντισσες εἶναι λίγες, καί συμπλήρωσε: «Δέν εἶδες τό κελλάκι της γεμᾶτο εἰκόνες;». Μία καθομολογούμενη μαρτυρία, ἀπό ὅσους εἴχαμε τήν εὐλογία νά τήν γνωρίσωμε, ἦταν ἡ ἀνεξήγητη φωτεινότητα τοῦ προσώπου της, ἡ ὁποία προφανῶς δείκνυε τήν ἁγιότητά της. Ἄλλωστε ἡ φωτεινότητα καί ἡ γλυκύτητα τοῦ προσώπου εἶναι βασικό γνώρισμα τῶν ἁγίων. Ὄντας σέ προχωρημένη ἡλικία, δέν ὑπέστη τήν φυσική γεροντική δυσμορφία τοῦ προσώπου της. Ἡ ματιά της εἶχε μία ἰδιαίτερη διεισδυτικότητα καί ἠρεμία, ἡ ὁποία χάριζε σέ ὅσους τήν ἀντίκρυζαν γαλήνη καί ἀγάπη. Ἡ γλῶσσα της δέν πρόφερε ποτέ κακό καί αἰσχρό λόγο, οὔτε γιά ἀστεϊσμό. Δέν βρέθηκε ποτέ συγγενής της ἤ χωριανός πού νά εἶπε κακό λόγο γι᾿ αὐτήν, διότι ἦταν πρότυπο ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καί ἐνάρετος ἄνθρωπος. 

Ὁ Θεός τῆς χάρισε πλούσια τά ἐλέη Του, τόσο γιά τήν ἴδια, ὅσο καί γιά τήν οἰκογένειά της. Τῆς ἔδωσε τήν χαρά νά δῆ τά παιδιά της ἀποκαταστημένα καί νά ἔχη πολυπληθῆ ἐγγόνια καί δισέγγονα, τά ὁποῖα ὑπεραγαποῦσε. Οἱ νουθεσίες της δέν πῆγαν χαμένες. Κατόρθωσε νά τούς κληρονομήση τήν δική της ἀκράδαντη πίστη καί ἐνάρετη ζωή. Ὅλοι τους ἀναδείχτηκαν πιστοί, καλοί καί ἐνάρετοι ἄνθρωποι. Ὁ Θεός τῆς χάρισε μακροημέρευση, ἀλλά καί γεράματα ἀξιοπρεπῆ. Δέν ἔπεσε ἀπό τά πόδια της, δέν ἔχασε τήν λογική της, ἀλλά διατήρησε ὥς τά βαθιά της γεράματα μία καταπληκτική διαύγεια νοῦ.  

Λίγο πρίν τό τέλος τῆς ζωῆς της, τό 1985, ζήτησε ἀπό τά παιδιά της τά ὁποῖα διέμεναν στήν Ἀθήνα, νά ἐπισκεφθῆ τόν π. Πορφύριο στόν Ὠρωπό  Ἀττικῆς, τόν ὁποῖο εἶχε ἐπισκεφθῆ στό τροχόσπιτο πρίν λίγο χρονικό διάστημα καί ἐπέμενε νά ξαναπάη ἔστω ἄλλη μία φορά, πρίν τόν θάνατό της νά πάρη τήν εὐχή του. 

Τό ὁσιακό της τέλος ἐπισφραγίστηκε ἀπό ἕνα θαυμαστό γεγονός. Χρόνια πρίν εἶχε ἐκδηλώσει τήν σφοδρή ἐπιθυμία της νά πεθάνη καί νά ταφῆ μαζί μέ τόν Χριστό! Παρακαλοῦσε θερμά τόν Θεό νά πεθάνη τήν ἡμέρα τῆς Μ. Πέμπτης καί νά ταφῆ τήν Μ. Παρασκευή. Καί ὄντως ὁ Θεός ἄκουσε τίς ἱκεσίες της. Ὕστερα ἀπό μία σύντομη ἀσθένεια, ἀφοῦ κοινώνησε τήν Μ. Πέμπτη κοιμήθηκε εἰρηνικά στό σπίτι τοῦ γυιοῦ της στήν Ἀθήνα, στίς 18 Ἀπριλίου 1987, Μ. Πέμπτη σέ ἡλικία 97 ἐτῶν! Ἡ κηδεία της ἔγινε μετά τήν ἀκολουθία τῆς Ἀποκαθηλώσεως, τήν Μ. Παρασκευή! Πλήθη κόσμου συνέρρευσαν στήν ἐξόδιο ἀκολουθία της. Τό σεπτό της λείψανο πραγματικά ἔλαμπε! Στόν ἁπλό μαρμάρινο σταυρό τοῦ ἀπέριττου τάφου της, ἀναγράφεται τό ρητό ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ». Αὐτή ἦταν μία ἀπό τίς παραγγελίες πού εἶχε δώσει πρίν κοιμηθῆ. Ἔτσι καί κεκοιμημένη ἡ μακάρια Ἀλεξάνδρα διδάσκει τήν μεγάλη χριστιανική καί ἐλπιδοφόρα ἀλήθεια: τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν!   

Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν. 

 

  1. Γράφτηκε ἀπό τήν ἐγγονή της Βασιλική Τσίρου–Μαρκαντωνάτου καί τόν συγγενή της Λάμπρο Σκόντζο, Θεολόγο καθηγητή.

 

[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τό βιβλίο: «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο», Γ’ τόμος, Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος) Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής]

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: enromiosini.gr)

[Ψήφοι: 6 Βαθμολογία: 5]