Αγιορείτης Άγιος
Κατά την περίοδο 1915- 1919 απεστάλη στην Αμερική και την Αγγλία για να συντρέξει και να ενισχύσει τον πολύπαθο Σερβικό λαό.
Έκανε πολλά ταξίδια. Τα σημαντικότερα θεωρούσε στο Άγιον Όρος. Ερχόταν για πολλά χρόνια, κάθε χρόνο και επί πολύ. Ξεκίνησε να έρχεται το 1920. Κυρίως παρέμενε στη μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου γνωρίσθηκε και συνδέθηκε με τον όσιο Σιλουανό (+1938), του οποίου νωρίς αντελήφθη κι έκανε γνωστή την αγιότητα. Η επίδραση του Αγίου Όρους και των απλών μοναχών του και κυρίως του οσίου Σιλουανού ήταν αρκετά δυνατή επάνω του, μεγαλύτερη των λαμπρών σπουδών του, όπως έλεγε. Εδώ γνωρίσθηκε και με τον Γέροντα Σωφρόνιο (+1993), εξαιρετικό βιογράφο του οσίου Σιλουανού, τον οποίο και χειροτόνησε διάκονο.
Το 1919 εξελέξη επίσκοπος Ζίτσης στην κεντρική Σερβία και το 1920 μεταφέρθηκε στην Αχρίδα, όπου ανέπτυξε ένα τεράστιο ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό έργο.
Ο Επίσκοπος Νικόλαος, παρά την τεράστια μόρφωσή του και τα πολλά του χαρίσματα, διακρινόταν για την απλότητα του ήθους του, την καλοσύνη και την αγάπη του. Η αρετή, η οποία κατ’ εξοχήν τον στόλιζε, ήταν η ταπείνωση. Η μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας και η συναναστροφή του με Αγιορείτες Πατέρες πλούτιζαν την πνευματικότητά του. Με τα συγγράμματά του και την πνευματική του καθοδήγηση ο λαός αναγεννάται πνευματικά και ο μοναχισμός ανθίζει.
Το 1941, οι αρχές κατοχής της χώρας του, οι Γερμανοί, τον συλλαμβάνουν, τον περιορίζουν και το 1944 τον στέλνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου της Γερμανίας, όπου υπέστη πάνδεινα βασανιστήρια. Ο δούλος του Κυρίου εβάσταζε τα στίγματα του μαρτυρίου στο σώμα, που όλο είχε γίνει μια πληγή. Μάλιστα δέρμα στην πλάτη και στα πέλματα δεν υπήρχε.
Η προσευχή του ήταν αδιάλειπτη και έρεε ως ποταμός του παραδείσου. Πενθούσε αβίαστα και έχυνε δάκρυα μετάνοιας, παρακλήσεως, μεσιτείας και δοξολογίας.