Από το Συναξάρι – Ο άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος ο Χιοπολίτης

31 Οκτωβρίου

Ο άγιος Νικόλαος ήταν γόνος ευλαβούς οικογενείας της νήσου Χίου και από μικρό παιδί είχε επιδείξει διαγωγή υποδειγματική και πλήρη όλων των ευαγγελικών αρετών. Έμεινε ορφανός και σε ηλικία είκοσι ετών έφυγε μαζί μ’ έναν σύντροφό του για να κερδίσει το ψωμί του ως κτίστης στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Εκεί όμως, μετά από ένα δυστύχημα έχασε τελείως τα λογικά του· η απλότητα και η εκ φύσεως πραότητά του μετετράπησαν σε ευήθεια, καθιστώντας τον ανίκανο να καταλάβει τι έκανε.

Οι Τούρκοι του τόπου εκείνου θέλησαν να εκμεταλλευθούν την άθλια κατάσταση του νέου και τον πήγαν στις αρχές ελπίζοντας να τον κάνουν να αλλαξοπιστήσει. Καθώς ο Νικόλαος ήταν ανίκανος να αρθρώσει λέξη τον έστειλαν πίσω στην πατρίδα του χωρίς να του κάνουν περιτομή.

Στη Χίο τον περιέθαλψε η αδελφή του. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν δημόσια στο χωριό μετέφεραν διαστρεβλωμένα τα γεγονότα της Μαγνησίας· ο κόσμος πίστευε ότι ο Νικόλαος είχε αρνηθεί την πίστη του και τον υποχρέωσαν να αλλάξει το όνομά του και να ζει ως μουσουλμάνος.

Μία ημέρα εκεί που έβγαλε τα κοπάδια του να βοσκήσουν, συνάντησε τον Κύριλλο, έναν ιερομόναχο ο οποίος σπλαχνίσθηκε τον νέο και αποφάσισε να κάνει ό, τι μπορούσε για να τον ξαναφέρει στα λογικά του. Μετά από αρκετό καιρό, την ώρα που κοιμόταν σ’ ένα ερημοκλήσι, ο Νικόλαος είδε σε ενύπνιο μια πανέμορφη κόρη η οποία του ανήγγειλε την ίασή του.

Έχοντας ξαναβρεί τα λογικά του, ο Νικόλαος κατηχήθηκε από τον ιερομόναχο Κύριλλο και παρ’ ότι αθώος, η καρδιά του φλεγόταν από τον πόθο να μετανοήσει. Δίχως διόλου να φροντίζει για το σώμα του, ο μακάριος αγωνιστής επιδόθηκε με ζήλο στη νηστεία, στην προσευχή, στις αγρυπνίες, στις αναρίθμητες μετάνοιες, σε βαθμό που οι τριγύρω του τρόμαζαν με την αυστηρότητά του.

Μία ημέρα καθώς προσκυνούσε την εικόνα της αποτομής της τίμιας κάρας του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, πυρώθηκε από τον πόθο να ολοκληρώσει τη μετάνοιά του διά του μαρτυρίου. Προσκύνησε την εικόνα χύνοντας άφθονα δάκρυα και παρακαλώντας τον άγιο να τον αξιώσει ν’ ακολουθήσει τον δρόμο αυτό για την αγάπη του Χριστού.

Μία ημέρα, την ώρα που έμπαινε στην εκκλησία οι χριστιανοί τον έδιωξαν ανελέητα νομίζοντας ότι επρόκειτο για τον ηλίθιο που τούρκευσε. Ο Νικόλαος επέστρεψε στο σπίτι του κλαίγοντας πικρά και μετά από λίγο τον συνέλαβαν ως ληστή οι κάτοικοι του χωριού και τον οδήγησαν ενώπιον του Τούρκου δικαστή για να τον δικάσει.

Ο δικαστής τον ανέκρινε και ο Νικόλαος μετά παρρησίας διακήρυξε: «Χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός μεγάλωσα, ποτέ δεν αρνήθηκα τον Χριστό για την πίστη των μουσουλμάνων, ποτέ δεν θα τον αρνηθώ και χριστιανός θε’ να πεθάνω». Καθώς η σοφία και η ευφυΐα των απαντήσεών του έφερε τους Τούρκους σε αμηχανία, τον υπέβαλαν στα πιο ωμά και θηριώδη βασανιστήρια.

Μαζί του φυλάκισαν και κάποιους συγχωριανούς του. Δεν τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια αλλά οι χωριανοί φοβόντουσαν για τη ζωή τους. Μεταξύ τους ήταν ο εφημέριος της ενορίας, άνθρωπος δειλός και ανάξιος της ιερωσύνης, ο οποίος φώναξε προς τον καταματωμένο μάρτυρα: «Ως πότε, τέλος πάντων θα μας τυραννάς; Γίνε Τούρκος και θα σε αποφυλακίσουν και σένα κι εμάς! Ν’ αλλάξει ένας άνθρωπος την πίστη του δεν πρόκειται δα να βλάψει ή να εξασθενήσει τη χριστιανική πίστη!»

Ο Νικόλαος τον καταφρόνησε και τον χτύπησε στο πρόσωπο λέγοντας: «Εσύ, λειτουργός του Υψίστου, με σπρώχνεις ν’ αρνηθώ την πίστη μου αντί να με προτρέπεις να την διαφυλάξω μέχρι θανάτου!»

Τις επόμενες ημέρες οι διώκτες του εμόχθησαν να βρουν τα πιο οδυνηρά βασανιστήρια για να κάμψουν το φρόνημα του νέου, η χάρη όμως του Θεού τον γέμιζε και τον έκανε να υποφέρει τα πάντα με χαρά. Ημιθανή τον έριξαν στους στάβλους για να τον ποδοπατήσουν τα άλογα. Όπως όμως συνέβη με τον προφήτη Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων (Δαν. 6), τα άλογα ζώα έδειξαν περισσότερη ευσπλαχνία απ’ ό,τι οι άνθρωποι και δεν άγγιξαν τον άγιο.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων ο άγιος δεν έπαυσε στιγμή τη νηστεία εξασφαλίζοντας έτσι όλα τα τρόπαια του καλλίνικου αγώνα, τόσο του μαρτυρίου όσο και της ασκήσεως.

Μετά από τριάντα ημέρες μαρτυρίων, νηστείας και αδιάλειπτου αγώνα του αγίου, οι αρχές αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν. Όταν όμως έφθασε στον τόπο της εκτελέσεως, είτε από θηριωδία είπε ελπίζοντας ότι την τελευταία στιγμή θ’ άλλαζε γνώμη ο Νικόλαος, ο δήμιος δεν τον θανάτωσε αμέσως. Τον έβαλε να λυγίσει τα γόνατα και να σκύψει και τον μαχαίρωσε στη ράχη, ρωτώντας τον ταυτόχρονα αν ο επικείμενος θάνατος τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Η πρόγευση αυτή όμως έδωσε στον αθλητή τού Χριστού περισσότερη επιθυμία για ένα ένδοξο τέλος του αγώνα.

Δεύτερη φορά ο δήμιος τον έβαλε να γονατίσει και του χάραξε ελαφρά τον αυχένα δίχως πάλι να τον πείσει. Του κατάφερε τέλος το τελικό πλήγμα χωρίς ωστόσο να μπορεί να του κόψει την κεφαλή. Δύο φορές ξαναπροσπάθησε και μετά τραβώντας τον από τα μαλλιά τον έσφαξε ωσάν αρνί.

Σκότος μέγα σκέπασε τότε το νησί της Χίου, σπέρνοντας τρόμο στους κατοίκους. Μόνον το πρόσωπο του νεκρού μάρτυρος έλαμπε απαστράπτον και ακτινοβολούσε. Οι Τούρκοι έκαψαν τότε το τίμιο λείψανο για να κρύψουν το θαύμα, προς μεγάλη σύγχυσή τους όμως, το σώμα ανέδιδε μια υπέροχη ευωδία αποκαλύπτοντας σε όλους την αιώνια δόξα την οποία επιφυλάσσει ο Θεός σε όσους μέχρι τέλους αγωνίζονται τον καλλίνικο αγώνα της πίστεως.

(Ο άγιος ετελειώθη το έτος 1754.)

 

(Από το βιβλίο: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Εκδόσεις “Ίνδικτος”, 2004, σελ. 362)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]