Απάντηση εις την ένσταση: «Καλά, τι θα γίνουν τόσοι καλοί; Θα κολασθούν, διότι δεν εδέχθησαν τον Χριστόν;» (Δημήτριος Παναγόπουλος)

Αυτή η απορία έχει μεγάλην κυκλοφορίαν. Ασφαλώς θα την έχετε ακούσει και σεις ή ίσως έχει απασχολήσει και σας κάποτε ή ίσως σας απασχολεί ακόμη. Πάντως εις ημάς πολλές φορές ετέθη εκ μέρους ακροατών μας, λόγω της φύσεως της μικράς μας διακονίας. Και είναι αλήθεια, ότι η ερώτησις αύτη, άμα και απορία, εις πολλούς παρουσιάζει εκ πρώτης όψεως τινα αληθοφάνειαν, εν σχέσει με άλλας, αλλά εις την βάσιν της δεν ευσταθεί. «Γνωρίζω έναν άνθρωπο (μας έλεγε ένας φίλος προ και­ρού) που είναι μάλαμα, καλός, ευγενικός, φιλάνθρωπος, που βγάζει το ψωμί από το στόμα του και το δίδει όπου αντιληφθή δυστυχία, αλλά τον Χριστόν δεν τον δέχεται· τι θα μου πης τώ­ρα, ότι ο άνθρωπος αυτός θα κολασθή; Ενώ ένας άλλος, ο ο­ποίος δέχθηκε τον Χριστόν ως Σωτήρα του και η ζωή του δεν εί­ναι σαν του πρώτου, θα έχη ζωήν αιώνιον; Αυτό δεν μπορώ να το εννοήσω. Τί ρόλο παίζει ο Χριστός; Αυτό νομίζω ότι είναι αδικία…».

Η σοβαρά αύτη δυσκολία, πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι επί πολλά έτη απησχόλησε και ημάς, έως ότου μας εδόθη α­φορμή να προσέξωμεν τον νόμον της Βιογενέσεως, όστις λέγει: «Δεν ημπορεί ποτέ να υπάρξη ζωή χωρίς να προϋπάρχη μία άλ­λη». Αυτό βεβαίως σημαίνει, ότι δεν υπάρχει αυτόματος ζωή.

Η νεκρά ύλη, παραδείγματος χάριν, δεν ημπορεί μόνη της να πάρη ζωήν. Εάν πρόκειται να πάρη ζωήν, θα το κατορθώση αυτό, μόνον τότε, όταν έλθη εις επαφήν με κάτι που ήδη έχει ζωήν. Ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν είπεν, άνευ πε­ριστροφών, εις τον εκλεκτόν εκείνον Νικόδημον· «Το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστί» και το· «Μη θαυμάσης ότι είπον σοι, δει υμάς γεννηθήναι άνωθεν». (Ιωάν. γ’ 6-7), ουδέν άλ­λο έπραξεν ειμή απέδειξεν, ότι ούτος εστερείτο ζωής.

Ακριβώς δε το ίδιον, εδίδαξε και ο Ευαγγελιστής Ιωάν­νης, ο Θεολόγος, όταν έγραψε «Ο έχων τον Υιόν (τον Χρι­στόν) έχει την ζωήν· ο μη έχων τον Υιόν του Θεού την ζωήν ουκ έχει». (Α’ Ιωάν. ε’ 12) που έχομεν προαναφέρει.

Η διαφορά ενός καλού και ηθικού κατά κόσμον ανθρώ­που και ενός Χριστιανού, δεν είναι διαφορά «βαθμού», ως νομί­ζουν οι θέτοντες τας ερωτήσεις αυτάς, αλλ’ είναι διαφορά «εί­δους». Διότι ο εις έχει ένα υψηλόν βαθμόν εν τω κόσμω φυσι­κής ζωής, ενώ ο άλλος, ο Χριστιανός, έχει την πνευματικήν ζω­ήν. Και η διαφορά αυτή είναι τόσον μεγάλη και ριζική, ώστε ο πρώτος, οσονδήποτε και εάν αναπτυχθή, ουδέποτε θα φθάση τον δεύτερον. Δι’ αυτό ο Κύριος είπε εις τον δίκαιον και ηθικόν κατά πάντα Νικόδημον· «Δει υμάς γεννηθήναι άνωθεν». Δηλα­δή ωσάν να του έλεγε· Καλός είσαι Νικόδημε, ηθικός, δίκαιος, αλλά δια την Βασιλείαν του Πατρός μου δεν είσαι. Διότι, ο­ποιαδήποτε ανάπτυξις της φυσικής ζωής σου δεν αρκεί. Εκεί­νο που χρειάζεσαι, τόσον εσύ, όσον και όλοι οι άλλοι, είναι μια νέα Θεία ζωή που σου λείπει, λόγω του ότι είσαι απόγονος του νεκρού Αδάμ, την οποίαν μόνον εγώ έχω, καθ’ ό Θεός, και την οποίαν μόνον εγώ ημπορώ να σου δώσω. Είναι αλήθεια, ότι τα ανωτέρω δια πολλούς εξ ημών αποτελούν μυστήρια ακατανόη­τα. Αλλά μήπως και δια τον Νικόδημον δεν ήσαν εξ ίσου ακα­τανόητα; Μήπως και αυτός όταν ήκουσεν το· «Εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν την βασιλείαν του Θεού», δεν εξέφρασεν την απορίαν του λέγων· «Πώς δύναται άνθρωπος γεν­νηθήναι γέρων ων; μη δύναται εις την κοιλίαν της μητρός αυτού δεύτερον εισελθείν και γεννηθήναι;». Και επειδή το θέμα είναι τόσον ζωτικόν, σοβαρόν και ουσιώδες δια τον κάθε άνθρωπον, προκειμένου να εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών, ο Κύ­ριος του επαναλαμβάνει. «Αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βα­σιλείαν του Θεού». Δηλαδή, είτε σκανδαλίζεσαι, Νικόδημε, εί­τε όχι, είτε το καταλαβαίνεις, είτε όχι, είτε ίσταται εις την λογικήν σου, είτε όχι, σου χρειάζεται αναγέννησις, διότι, όσον κα­λός και εάν είσαι, είσαι νεκρός, και έχεις ανάγκην ζωής. Θα εισέλθης εκ νέου λοιπόν, (θα τραφής δηλαδή) όχι εις την κοιλίαν της μητρός σου (ως φοβείσαι) αλλ’ εις άλλην κοιλίαν, (εις άλ­λον τάφον) την Κολυμβήθραν, και από εκεί θα ξαναγεννηθής ε­σύ και κάθε άλλος, που θέλει να γίνη πολίτης της Βασιλείας του Πατρός μου, διότι διαφορετικά ούτε καν πρόκειται να πλησιάσητε αυτήν.

Επιτρέψατέ μας δε, εις το σημείον τούτο, να καταχωρήσωμεν γνώμας τινας Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλη­σίας, σχέσιν έχουσας με το ζωτικόν αυτό θέμα της αναγεννήσε­ώς μας, εν τω Βαπτίσματι.

«Αρχή φησι, και οδοποίησις της προς Θεόν οικειώσεως και της επουρανίου κληρονομιάς, το θείον υπάρχει βάπτισμα· και γαρ, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και πνεύματος, ου μη ίδη την βασιλείαν του Θεού, όθεν μορφούται ο έσω άνθρωπος προς κρείττονα έξιν και σωτήριον, και των κατά Θεόν λόγων τε και πραγμάτων την επιτήδευσιν» (Διονυσίου Αρεοπαγίτου περί Εκκλησιαστικής ιεραρχίας).

«Ουδέ, καν ενάρετός τις γένηται τοις έργοις, μη λάβη δε την δι’ ύδατος σφραγίδα, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών». (Κυρίλλου Ιεροσολύμων Γ’ Μυσταγωγική Κατήχησις).

«Ταύτην την ευεργεσίαν ου το ύδωρ χαρίζεται· ην γαρ αν πάσης της κτίσεως υψηλότερον· αλλά Θεού πρόσταγμα και η του Πνεύματος μυστικής ερχομένη προς την ημετέραν ελευθερίαν· ύδωρ δε υπηρετεί προς ένδειξιν της καθάρσεως» (Γρηγόρ. Νύσσης εις τα Φώτα λόγ. η’).

«Βάπτισμά εστι αμαρτιών κάθαρσις, άφεσις πλημμελημά­των, ανακαινισμού και αναγεννήσεως αιτία. Αναγέννησιν δε νόησον εννοία θεωρουμένην, οφθαλμοίς ου βλεπομένων» (Γρηγόριος Νύσσης, λόγος εις τα Φώτα).

«Ώσπερ το Σώμα το Δεσποτικόν ταφέν εν τη γη έφυσε σωτηρίαν τω κόσμω, ούτω και το ημών σώμα ταφέν εν τω βαπτί­σματι έφυσε δικαιοσύνην ημίν αυτοίς. Το δε ομοίωμα ούτως έχει· ώσπερ ο Χριστός απέθανε και τη τρίτη ημέρα ανέστη, ούτω και ημείς εν τω βαπτίσματι θνήσκοντες ανιστάμεθα» (Μέγας Α­θανάσιος).

«Βαπτιζόμενοι φωτιζόμεθα· φωτιζόμενοι υιοθετούμεθα· υιοθετούμενοι τελειούμεθα· τελειούμενοι απαθανατιζόμεθα· όθεν βαπτιζόμενοι απαθανατιζόμεθα. Εγώ φησίν, Θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες» (Νείλου μέρος ζ’).

Εκ των ολίγων δε τούτων εδαφίων καταφαίνεται, πόσον σοβαρόν και πόσον απαραίτητον είναι το Μυστήριον του Βα­πτίσματος, δια του οποίου αναγεννάται ο άνθρωπος, και από την φυσικήν ζωήν εισέρχεται εις την Πνευματικήν. Διότι, ας γνωρίζωμεν, ότι δεν έχει καμμίαν σημασίαν πόσον πιο όμορφον και ακριβόν είναι το διαμάντι δια τον άνθρωπον, από ένα μικρόν φυτόν, βασιλικόν, εις την γλάστραν. Διότι δια τον Θεόν δεν έχει ούτω· καθ’ ότι το μεν ένα ο βασιλικός έχει την ζωήν, που το άλλο δεν έχει. Και οιανδήποτε επεξεργασίαν και εάν υποστή ο αδάμας είναι και θα παραμένη πάντα νεκρός, ενώ ο μι­κρός βασιλικός θα αυξάνη, διότι έχει την ζωήν. Και διότι έχει την ζωήν, έχει και την αξίαν εις τους οφθαλμούς του Κυρίου.

Μεταξύ δε των δύο αυτών δεν υπάρχει καν βάσις συγκρί­σεως, καθ’ ότι ο βασιλικός έχει κάτι (την ζωήν) που εις το άλλο λείπει εντελώς. Αυτή λοιπόν ακριβώς είναι η κολοσσιαία δια­φορά, ήτις υπάρχει μεταξύ του αναγεννηθέντος ανθρώπου και του μη αναγεννηθέντος.

Διότι η ηθική λάμψις ενός ανθρώπου, αν και πρέπη να υπάρχη, εν τούτοις δεν είναι εκείνη που θα του δώση και ζωήν εις την νεκράν ψυχήν του. Μόνον δε δια της επαφής του με την Πηγήν της Ζωής, που είναι ο Χριστός, θα δυνηθή να υπερπηδή­ση τον ανυπέρβλητον κατ’ άλλον τρόπον φραγμόν, μεταξύ φυ­σικού και πνευματικού, διότι «Ο νόμος του πνεύματος της ζω­ής (ευρίσκεται) εν Χριστώ Ιησού» (Ρωμ. η’ 2).

Η θύρα, παραδείγματος χάριν, μεταξύ του βασιλείου των φυτών και του βασιλείου των ορυκτών είναι κλειστή, και ουδέν ορυκτόν δύναται να την ανοίξη.

Ένας βώλος, φερ’ ειπείν, χώματος, δεν δύναται να εξελί­χθη εις φυτόν. Και εάν αι ρίζαι του φυτού δεν εισχωρήσωσιν εν­τός του πηλού, ίνα απορροφήσωσιν τα μεταλλικά του στοιχεία, θα παραμένουσιν για πάντα εκεί, άνευ της ζωής. Κατά τον ί­διον ακριβώς τρόπον παραμένει κλειστή και η θύρα μεταξύ φυ­σικού και πνευματικού κόσμου, και ουδείς εκ των ανθρώπων δύναται να την ανοίξη. Ο κόσμος των φυσικών ανθρώπων εί­ναι αποκλεισμένος από τον πνευματικόν, με φραγμούς, τους ο­ποίους ουδείς ηδυνήθη ποτέ να υπερπηδήση. Ουδεμία ανθρωπίνη διανοητική ενέργεια κατόρθωσέ ποτε να δώση έστω και εις μίαν ψυχήν, πνευματικήν ζωήν. Η πνευματική ζωή λοιπόν ε­ξαρτάται από την επαφήν της με υπάρχουσαν ζωήν, δι’ ό και επ’ ουδενί λόγω δύναται να εξελίχθη από κάτι που δεν είναι Πνευματική ζωή.

Δεν νομίζομεν να είμεθα εκτός θέματος εάν σημειώσωμεν ότι τριών ειδών άνθρωποι ευρίσκονται εν τω κόσμω· οι σαρκι­κοί, οι ψυχικοί, και οι πνευματικοί. Και Σαρκικοί μεν είναι, ό­σοι ευρίσκονται εις το παρά φύσιν. Ψυχικοί δε, όσοι ευρίσκον­ται εις το κατά φύσιν και Πνευματικοί, όσοι ευρίσκονται εις το υπέρ φύσιν.

Παραδείγματος χάριν· Σαρκικός άνθρωπος είναι, όστις α­δικεί τον άλλον. Ψυχικός, όστις ούτε αδικεί αλλ’ ούτε θέλει να αδικήται, και Πνευματικός, όστις, όχι μόνον δεν αδικεί αλλά και αδικούμενος υπομένει ευχαρίστως μη ζητών εκδίκησιν.

Περί των τριών τούτων κατηγοριών ο Παύλος γράφει ως εξής: «Όπου γαρ εν υμίν ζήλος και έρις και διχοστασίαι, ουχί ΣΑΡΚΙΚΟΙ εστε και κατά άνθρωπον περιπατείτε;» (Α’ Κορ. γ’ 3). «ΨΥΧΙΚΟΣ δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· μωρία γαρ αυτώ έστι και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται» (αυτ. β’ 14), «Ο δε ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ανακρί­νει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (β’ 15).

Ώστε γενικόν συμπέρασμα εξ όλων αυτών είναι, ότι δεν παίζει κανένα ρόλον δια την κρίσιν η ηθική ζωή ημών, εάν δεν συνυπάρχη και η εν Χριστώ σχετική αναγέννησις.

(Απόσπασμα εκ του βιβλίου «Άλλο καλός άνθρωπος και άλλο Χριστιανός», Δ. Παναγόπουλος (1916-1982), Εκδόσεις Νεκτ. Παναγόπουλος)

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 3.5]