Αθλητισμός: Ένας μύθος υπό αμφισβήτηση (STEPHANE MANDARD, Κοινωνιολόγου)

Στον ανταγωνισμό ο γενετιστής αντιπαραθέτει την άμιλλα και υπο­στηρίζει ότι πρέπει να δοθεί στον αθλητισμό και σε κάθε συλλογική ανθρώπινη δραστηριότητα ένας νέ­ος στόχος: «Εγκαταλείψτε τον αγώ­να εναντίον του άλλου και αντικαταστήστε τον με τον αγώνα ενα­ντίον του εαυτού σας χάρη στους άλλους».

Σταματήστε τους Αγώ­νες: «Καλημέρα. Μην κλείσετε. Αφήστε το μήνυμα σας, τη διεύθυνση σας και το τηλέφωνό σας. Είτε είστε αθλη­τές είτε όχι, ξέρετε ότι ο αθλητι­σμός είναι ένα μαζικό κοινωνικό φαινόμενο. Εδώ το θέμα δεν είναι αν αγαπάμε ή δεν αγαπάμε τον αθλητισμό αλλά η ανάλυσή του, η ανταλλαγή απόψεων. Λοιπόν θα τα πούμε σε λίγο για να συζητή­σουμε γι’ αυτόν». Το μήνυμα ακούγεται στον αυ­τόματο τηλεφωνητή του σπιτιού του Μισέλ Καγιά, κοινωνιολόγου του αθλητισμού της ριζοσπαστικής τά­σης, και μπορεί να θεωρηθεί πα­ράδοξο. Δεν αποτελεί παρά μια πε­ρίληψη του έργου ζωής του ομιλη­τή, της κριτικής συζήτησης γύρω από τον θεσμό του αθλητισμού. Ασχολείται με αυτήν εδώ και 30 χρόνια μέσα από βιβλία (Le Sport en miettes, 1981, L’ Ideologie du Sport en France, 1989, Pensees critiques sur le sport, 2000) αλλά και ως επικεφαλής ενός συλλόγου με τίτλο Κριτικό Κίνημα του Αθλη­τισμού ο οποίος ιδρύθηκε το 1996 αλλά δυσκολεύεται να βρει οπα­δούς.

• Ολυμπιακή απάτη «Ο αθλητισμός είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν θέματα ταμπού. Ενώ όλοι οι άλλοι θεσμοί (η οικογέ­νεια, το σχολείο, η Εκκλησία…) υπόκεινται σε κριτική ανάλυση, η αμφισβήτηση του αθλητισμού συ­ναντά αντίσταση» λέει ο Μισέλ Καγιά, ο οποίος διδάσκει Οικονομία σε ένα λύκειο της Ορλεάνης. «Τον σκεπτόμαστε αδιάκοπα χωρίς να τον σκεπτόμαστε πραγματικά. Έχει κατακλύσει τον χώρο και τον χρό­νο μας, ποτέ όμως δεν τίθεται υπό συζήτηση». Σύμφωνα με τους κοι­νωνιολόγους, υπάρχουν δύο λόγοι γι’ αυτό. Κατ’ αρχάς ο αθλητισμός είναι λαϊκός. Πραγματική συναίνεση λει­τουργεί ανάμεσα στο αθλητικό κίνημα, στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική τάξη, η οποία δεξιά και αριστερά προτιμά να επαινεί τα αθλητικά επιτεύγματα παρά να ανα­ρωτιέται γύρω από αυτό που κρύ­βουν πίσω τους. Από την άλλη πλευ­ρά, ο αθλητισμός αγνοείται από το μεγαλύτερο μέρος των στοχαστών ως κοινωνική δραστηριότητα, είτε από περιφρόνηση είτε από άρνη­ση να εξετάσουν την κοινωνία στο σύνολο των εκδηλώσεών της. Οπαδός της μαχητικής κοινω­νιολογίας που τόσο αγαπούσε ο Πιερ Μπουρντιέ, ο Μισέλ Καγιά θα ήθελε οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας να μπορούσαν να αποτε­λέσουν την ευκαιρία για μια εις βά­θος αντιπαράθεση γύρω από τον «ολυμπιακό μύθο», τον οποίο ο ίδιος αποκαλεί «ολυμπιακή απά­τη». «Ο ολυμπισμός» λέει «είναι εξ ολοκλήρου ένας μύθος: ο Χρυσός Αιώνας, το ιδεώδες που έχει δια­φθαρεί, η οικουμενική αδελφο­σύνη, η ολυμπιακή εκεχειρία, τό­σες δοξασίες, ψευδαισθήσεις που συγκρούονται με την πραγματι­κότητα. Οι Αγώνες δεν υπήρξαν ποτέ καθαροί, τίμιοι. Υπήρχε πά­ντοτε το χρήμα και η εκεχειρία δεν υλοποιήθηκε ποτέ!». «Μας λένε ότι οι Αγώνες απει­λούνται από κινδύνους – ντόπινγκ, πολιτικοποίηση, διαφθορά, υπερπροβολή από τα μέσα ενημέρω­σης – αλλά τίποτε από αυτά δεν είναι καινούργιο» επισημαίνει ο κοινωνιολόγος. «Η διαφορά είναι ποσοτική, όχι ποιοτική». Υπενθυ­μίζει ότι το 1894 ο Πιερ ντε Κουμπερτέν μιλούσε για «επικίνδυνες εκπτώσεις» και αποκαλούσε το χρή­μα «μεγάλο διαφθορέα» ή «αιώνιο εχθρό» και επισημαίνει ότι όσοι σή­μερα στην Αθήνα διαμαρτύρονται για την τόσο έντονη παρουσία των χορηγών στους Αγώνες ξεχνούν ότι οι Αγώνες του 1900 στο Παρίσι ή του 1904 στο Σεντ Λούις διεξή­χθησαν στο πλαίσιο μεγάλων εμπορικών εκθέσεων.

• Υποταγή στην πολιτική Ο άλλος μεγάλος μύθος ο οποίος, σύμφωνα με τον Μισέλ Καγιά, πρέ­πει να καταρριφθεί είναι το επιχεί­ρημα πως ο αθλητισμός είναι απολιτικός. Ο κοινωνιολόγος υπενθυ­μίζει πως, παρ’ ότι ο Ολυμπιακός Χάρτης απαγορεύει την προπαγάν­δα, οι Αγώνες πάντα υπόκειντο στις γεωπολιτικές συγκυρίες τους. Το 1968 άνοιξαν με τη σφαγή 300 φοι­τητών στην Πλατεία των Τριών Πο­λιτισμών στην Πόλη του Μεξικού, ενώ μαύροι αμερικανοί αθλητές ύψωσαν επάνω στο βάθρο τη γρο­θιά τους φορώντας μαύρα γάντια σε ένδειξη αλληλεγγύης για την κα­ταπίεση των έγχρωμων αδελφών τους… και αποκλείστηκαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα η σύ­γκρουση της Μέσης Ανατολής αυτοπροσκλήθηκε στο Μόναχο με την επίθεση μιας ομάδας παλαιστίνιων κομάντος εναντίον της ισραηλινής αποστολής. Το 1980 στη Μόσχα και το 1984 στο Λος Άντζελες ο Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στο σοβιετικό και στο δυτικό μπλοκ προκάλεσε το μποϊκοτάζ των Αγώνων από τα δύο στρατόπεδα. Το 2004, τέλος, η Αθήνα μετατρέπεται σε πολιορκημένο οχυρό για να προφυλαχθεί από εν­δεχόμενα αντίποινα της Αλ Κάιντα για την κατοχή του Ιράκ από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Κατά τον Μισέλ Καγιά ο ολυ­μπισμός δεν είναι απλώς πολιτικός, είναι μια πολιτική. Με το σύστημα ιδεών της και τις ομολογημένες ή κρυφές αξίες της: τον ανταγωνισμό, την εξύμνηση του να ξεπερνά κα­νείς τον εαυτό του και της πειθαρ­χίας, τη λατρεία του ήρωα, το απολιτικό πνεύμα, τον εθνικισμό… Ένα σχέδιο το οποίο ο κοινωνιολόγος κρίνει «αντιδραστικό» εξαιτίας της αξίωσης ότι «συγκεντρώνει την αν­θρωπότητα σε έναν κόσμο ιδανι­κό, χωρίς συγκρούσεις, χωρίς κοι­νωνικές και φυλετικές διακρίσεις». Σε ένα άρθρο με τίτλο «Ο ολυ­μπιακός φετιχισμός» που δημοσι­εύτηκε το 1972 ο καθηγητής Δικαί­ου Μορίς Ντυβερζέ κατήγγελλε επί­σης αυτή την οικουμενιστική αξίω­ση: «Η φύση της είναι βαθιά συ­ντηρητική. Το να κρύβει κανείς τις αναθέσεις και τις συγκρούσεις της κοινωνίας υπήρξε πάντοτε ένα από τα βασικά μέσα για να συγκρατή­σει την τάξη στην κοινωνία». Για τον Ζαν-Μαρί Μπρομ, έναν από τους πρώτους κοινωνιολόγους που αμ­φισβήτησαν τον θεσμό του αθλητισμού – σε μια διατριβή με τίτλο «Πο­λιτική κοινωνιολογία του αθλητι­σμού», που δημοσιεύτηκε το 1972 – ο αθλητισμός έχει δομηθεί ως «κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός» και επιτελεί τη λειτουργία του «οπίου του λαού» που ο Καρλ Μαρξ απέδιδε στη θρησκεία.

•Από τον άθλο στη δόξα

Ο Μισέλ Καγιά συμμερίζεται με τον Ζαν-Μαρί Μπρομ την ιδέα ότι ο σύγχρονος αθλητισμός δημιουργήθηκε με την έλευση του καπιταλιστικού συστήματος και συνέβαλε στη στή­ριξη του. Συμμερίζεται επίσης την απομόνωσή του στη σκηνή της δια­νόησης. Τα έργα του Ζαν-Μαρί Μπρομ, πρώην καθηγητή, είχαν κά­ποια επιρροή τη δεκαετία του 1980 μέσω των Ανώτατων Σχολών Επι­στημών του Αθλητισμού και Αθλη­τικής και Σωματικής Αγωγής της Γαλλίας, Ο Μισέλ Καγιά όμως σήμερα δεν βρίσκει κοινό. «Δεν με κάλεσαν ποτέ σε αυτές τις σχολές» λέει ο καθηγητής. «Δεν θέλουν να θέσουν τον αθλητισμό υπό αμφισβήτηση». Θα βρει ίσως έναν σημαντικό σύμμαχο στο πρόσωπο του Αλμπέρ Ζακάρ, ο οποίος μόλις δημοσίευ­σε ένα βιβλίο με εύγλωττο τίτλο: «Halte aux Jeux! » («Σταματήστε τους Αγώνες»). Σημείο σύγκλισης μεταξύ του κοινωνιολόγου και του βιολόγου, η καταγγελία του πνεύ­ματος ανταγωνισμού: «Ανίκανος απέναντι στη γάγγραινα του ντό­πινγκ, παγιδευμένος στον εκού­σιο συμβιβασμό του με τη λογική του χρήματος, απομονωμένος από μια δομή που στερείται δημο­κρατίας, ο ολυμπισμός συμμετέ­χει σήμερα στον εγκλεισμό της κοινωνίας μας μέσα σε μια κουλ­τούρα του αγώνα, του αγώνα του καθενός εναντίον όλων» καταγ­γέλλει ο Αλμπέρ Ζακάρ. «Με την αυτονόητη απάντηση που δίνουν στο ερώτημα γύρω από το νόημα της κοινής ζωής οι Αγώνες, τονί­ζοντας τον ανταγωνισμό, έχουν γί­νει επικίνδυνοι». Για τον βιολόγο η «δικτατορία του ανταγωνισμού» οδηγεί αναπό­φευκτα στο ντόπινγκ, παράγει κάποιους νικητές προσωρινά ικανο­ποιημένους αλλά αγχωμένους μπροστά στη σύντομη διάρκεια της επιτυχίας τους και πολλούς ηττη­μένους, απελπισμένους απέναντι στην οριστική κατάρρευση των ονεί­ρων τους. «Ένα από τα πλέον θλι­βερά θεάματα αλλά και αποκαλυ­πτικά της νοοτροπίας στην οποία στηρίζονται οι Ολυμπιακοί Αγώ­νες είναι το θέαμα των αθλητών που έρχονται τέταρτοι. Με το πρό­σωπο αλλοιωμένο κλαίνε με όσα δάκρυα έχουν μέσα τους…» και ασυνείδητα δείχνουν ότι ο πραγ­ματικός στόχος τους είναι η δόξα και όχι ο «άθλος» γράφει ο Αλμπέρ Ζακάρ. Ειδικός στη γενετική των πληθυσμών, απορρίπτει το δαρβι­νικό πρότυπο το οποίο ανάγει τον ανταγωνισμό σε κινητήρα της προ­όδου μέσα από μια επιλογή που αποκαλείται φυσική. Στον ανταγωνισμό ο γενετιστής αντιπαραθέτει την άμιλλα και υπο­στηρίζει ότι πρέπει να δοθεί στον αθλητισμό και σε κάθε συλλογική ανθρώπινη δραστηριότητα ένας νέ­ος στόχος: «Εγκαταλείψτε τον αγώ­να εναντίον του άλλου και αντικαταστήστε τον με τον αγώνα ενα­ντίον του εαυτού σας χάρη στους άλλους». Ο Αλμπέρ Ζακάρ θα ήθε­λε να αντικαταστήσει το «Citius, Altius, Fortius» με ένα άλλο σύν­θημα: «Να ζούμε και να χαμογε­λάμε μαζί». Μια ουτοπία σε αντικατάσταση αυτής του Πιερ ντε Κουμπερτέν; «Αν γνώριζα τον δήμαρχο του Παρισι­ού, υποψήφιας πόλης για το 2012» απαντά ο ανθρωπιστής επι­στήμονας «θα του πρότεινα να διορ­γανώσει Αγώνες χωρίς βάθρο».

(LE MONDE) (Πηγή: “ΤΟ ΒΗΜΑ”)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]