Φυσικό και ηθικό κακό σε σχέση με το οικολογικό πρόβλημα (Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)

Εἰσαγωγική ἐπικαιροποίηση

Οἱ μεγάλες φυσικές καταστροφές, λόγῳ τῆς ἀναστάτωσης πού προκαλοῦν στήν λειτουργία τῶν φυσικῶν νόμων ἡ ἀκόρεστη πλεονεξία καί ἡ ὑπερεκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων τῆς γῆς, πλήττουν πλέον πολύ συχνά τόν πλανήτη, τώρα δέ καί τήν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία μέχρι τώρα ἐσκέπετο ἀπό τόν Θεό καί εἶχε «εὐκρασίαν ἀέρων, εὐφορίαν τῶν καρπῶν τῆς γῆς καί καιρούς εἰρηνικούς», ὅπως εὔχεται καί ζητεῖ καθημερινά ἡ Ἐκκλησία στίς προσευχές της.

Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ ἁμαρτία, τό ἠθικό κακό, πλεονάζει πλέον καί στήν Ἑλλάδα, ἐνισχυμένο ἀκόμη καί μέ ἀνήθικους νόμους, πού ψηφίζονται ξεδιάντροπα ἀπό τήν ἑλληνική Βουλή, πού γιά πρώτη φορά ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο ἠθικῆς καταπτώσεως. Καί ἐπειδή κύριος τῆς πορείας τοῦ σύμπαντος κόσμου, δημιουργός καί προνοητής εἶναι ὁ Θεός, μέ τήν ἐπίβλεψη τοῦ ὁποίου λειτουργοῦν οἱ φυσικοί νόμοι, καί στή θέληση τοῦ ὁποίου ὑποτάσσεται ἡ κτίση, εἶναι χρήσιμο καί ἐπωφελές νά γνωρίζουμε γιατί ἐπιτρέπει ὁ Θεός τίς ποικίλες φυσικές καταστροφές, πλημμύρες, πυρκαγιές, ξηρασίες, ἀσθένειες κ.ἄ.

1. Ἡ ἱστορία κατευθύνεται ἀπό τό Θεό

Κατά τήν χριστιανική διδασκαλία ἡ ἱστορία κατευθύνεται ἀπό τό Θεό, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐδημιούργησε τόν κόσμο, δέν τόν ἄφησε στήν τύ­χη του ἀλλά προνοεῖ γι᾽ αὐτόν, ὡς σοφός συντηρητής καί κυβερνήτης. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο εἶναι βασικό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο σέ ἐμβριθῆ καί σοφά συγγράμματα προέβαλαν καί ἀνέπτυξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ἀντιμετωπίσουν ἄλλες σχετικές διδασκαλίες, πού προσπαθοῦσαν νά ἐξηγήσουν τήν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ, ἀποδίδοντάς το σέ δράση ἀνεξάρτητης ἀπό τό Θεό ἀρχῆς ἤ στήν εἱ­μαρμένη καί στήν τύχη.

Προϊόν τῆς ἀγαθότητος καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος παρου­σιάζεται ὡς ἔξοχο δημιούργημα, ὡς καλός λίαν, μέ παραδειγματική τά­ξη καί ἁρμονία στή λειτουργία καί τοῦ σύμπαντος καί τῶν ἐπί μέ­ρους, ἀπό τόν ἀστρικό κόσμο μέχρι καί τό πιό φτωχό λουλουδάκι καί τό πιό ἄσημο ζωύφιο. Ἀκραῖα σημεῖα τῆς κοσμικῆς αὐτῆς πορείας εἶ­­ναι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, πού περιγράφεται στό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στή Γένεση, καί ἡ δευτέρα ἔνδοξη παρουσία τοῦ Xριστοῦ, πού παρουσιάζεται στό τελευταῖο βιβλίο της, στήν Ἀποκάλυψη.

Tά πρῶτα καί τά ἔσχατα τοῦ κόσμου, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ἡ πρω­­τολογία καί ἡ ἐσχατολογία, μαζύ μέ τίς ἐνδιάμεσες σωτηριώδεις ἐ­νέργειες τοῦ Θεοῦ, πού συνιστοῦν τό μυστήριο τῆς Θείας Oἰκονομίας, ἀ­πό τή Γένεση μέχρι τήν Ἀποκάλυψη, ἐκτυλίσσονται βάσει ἑνός σχε­δίου ἄψογα καί σοφά καταρτισμένου, πού ὁδηγεῖ τελικά στήν ἔξοδο ἀ­πό τόν χρόνο καί τήν ἱστορία, ἐκβάλλει στήν αἰωνιότητα.

Ὁ καλός λίαν κόσμος, ὅπως ἐξῆλθε ἀπό τά χέρια τοῦ δημιουργοῦ, στόν ὁποῖο ὅλα ἦσαν λαμπρά καί ἐξαίσια, καί δέν ὑπῆρχε σημάδι ἀ­σθε­νείας καί ἀδυναμίας, κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ παραδόθηκε στήν ἀσθένεια καί στή φθορά· βρύει ἀκάνθας καί τριβόλους, ἐπαναστατεῖ καί ἐξεγείρεται, παλιώνει καί γηράσκει, προσαρμοζόμενος στήν νέα κα­τάσταση τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς πού εἰσήγαγε ὁ ἄνθρωπος στήν ἱστορία μέ τήν ἑκούσια ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό Θεό, πού ἐπέ­φερε τήν πνευματική του ἀλλοτρίωση. Ἡ κτίση ἔκτοτε συστενάζει καί συνωδίνει1, γιά νά θυμηθοῦμε, τόν μεγάλο διδάσκαλο καί ἱστορικό τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ κόσμος ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τῆς προνοίας καί τῆς ἀ­γάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παιδαγωγικά προσαρμόζει τό σχέδιό του γιά νά ἐξουδετερώσει τόν νέο παράγοντα τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ. Ἐνεργεῖ ὅμως καί δρᾶ συνεργιακά, γιατί δέν θέλει νά καταργήσει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία ὀφείλεται ἡ ἐμφάνιση τοῦ κα­κοῦ καί ἡ ἀναταραχή στίς σχέσεις ἀνθρώπων καί κόσμου. Ἡ ἔκβαση πάντως καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου δέν πρόκειται νά ἀνατραποῦν, οὔ­τε θά παραμείνει ὁ ἄνθρωπος διά παντός δέσμιος στήν παροῦσα κα­τά­σταση τοῦ κόσμου, ἀνακυκλούμενος μέσα στόν ἀτέρμονα κύκλο τῆς ἱστορίας, ὅπως βλέπουν καί ἐξηγοῦν τά πράγματα πολλοί Ἕλληνες φιλόσοφοι καί παλαιοί καί νέοι διανοούμενοι, ἰδεαλιστές καί ὑλιστές, πού μεταβάλλουν τόν ἄνθρωπο σέ αἰώνιο δεσμώτη ἑνός κλειστοῦ καί αἰ­ώνια ἐπαναλαμβανόμενου κύκλου ἤ σέ ἄβουλο μόριο τῆς λειτουρ­γίας τῶν κυττάρων καί τῶν φυσικῶν τους συναρτήσεων2. Ὁ ἄνθρωπος καθορίζει ἐλεύθερα ἀπό τώρα τήν συμμετοχή ἤ τόν ἀποκλεισμό του ἀ­πό τήν καινή κτίση, ἀπό τούς καινούς οὐρανούς καί τήν καινήν γῆν, πού θά ἀποτελοῦν τήν ἔξοδο ἀπό τήν προσωρινή κατάσταση τῆς φθο­ρᾶς, τοῦ θανάτου, τοῦ κακοῦ, τῶν δεινῶν καί τῶν θλίψεων, ὅπως ὁρα­μα­τίσθηκε αὐτήν τήν ἔξοδο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί Eὐαγ­γελιστής στό ἱερό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως, στήν Πάτμο· «Καί εἶδον οὐ­ρανόν καινόν καί γῆν καινήν· ὁ γάρ πρῶτος οὐρανός καί ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθαν, καί ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι. Καί τήν πόλιν τήν ἁγίαν Ἱε­ρουσαλήμ καινήν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρί αὐτῆς. Καί ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ θρόνου λεγούσης· ἰδού ἡ σκηνή τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων, καί σκηνώσει μετ᾽ αὐτῶν καί αὐτοί λαοί αὐ­τοῦ ἔσονται, καί αὐτός ὁ Θεός μετ᾽ αὐτῶν ἔσται· καί ἐξαλείψει πᾶν δά­κρυον, ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καί ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πέν­θος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τά πρῶτα ἀπῆλθον»3.

 

2. Θεομηνίες – Oἰκολογικό πρόβλημα

Ἡ ἀλόγιστη καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος μέ ὅλες της τίς συν­έπειες καί ὅλες της τίς προεκτάσεις ἐντάσσεται θεολογικά καί πνευ­ματικά στόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πτώσεως· ὅπως συχνά ἔχει το­νισθῆ ἀποτελεῖ πνευματικό πρόβλημα4. Ὁ κόσμος καί τό περιβάλλον ἐπη­ρεά­ζονται ἀπό τήν συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου· λειτουργοῦν ἰσορ­ροπημέ­να, ἁρμονικά καί εἰρηνικά μέ χρήστη καί διαχειριστή πνευματικά ἰσορ­ροπημένο ἄνθρωπο, ἐπαναστατοῦν ὅμως καί ἐξεγείρονται ἐναν­τίον τοῦ ἐμπαθοῦς καί κακοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει χάσει τήν πνευματική εὐστάθεια καί ἰσορροπία. Ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ πατερική παράδοση, ἰδιαίτερα στίς διηγήσεις τῶν Γεροντικῶν, εἶναι γεμᾶτες ἀ­πό πα­ραδείγματα ἁγίων καί ἀσκητῶν, μπροστά στούς ὁποίους ἡ κτί­ση, ἀ­κόμη καί ἄγρια καί ἐπικίνδυνα ζῶα καί θηρία, λιοντάρια καί φίδια, ὑπακούουν καί πειθαρχοῦν πειθήνια. Ὁποιαδήποτε ἑπομένως φροντίδα γιά τήν διάσωση καί ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας θά πα­ραμείνει ἀτελέσφορη, ἄν δέν ἐπιδιωχθεῖ ἡ πνευματική διάσωση καί ἡ πνευματική ἀ­κεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Eἶναι βέβαιο πώς ὁσα­δήποτε προγράμματα προστασίας τοῦ περιβάλλοντος καί ἄν ἐκπονηθοῦν ἀπό εἰδικούς καί σοφούς περιβαλλοντολόγους καί ὁσαδήποτε χρήματα καί ἄν δαπανηθοῦν, δέν πρόκειται νά ἀναστρέψουν τήν οἰκολογική καταστροφή, ἄν δέν κτυ­πηθεῖ τό κακό στή ρίζα του, ἄν δέν ὑπάρξει ριζική ἀλλαγή νο­οτροπίας, ὡς πρός τήν χρήση καί διάθεση τῶν ἀ­γαθῶν τοῦ κόσμου, ὡς πρός τήν ἀν­θρώπινη οὐσία καί τίς πνευματικές προτεραιότητες, ὡς πρός τό τί πρά­γματι εἶναι κακό καί τί φαίνεται ἁπλῶς ὡς κακό, ἀλλά δέν εἶναι.

Ἀκούγοντας κανείς τόν τελευταῖο καιρό τίς ἀνησυχίες καί τήν ἀ­γωνία μπροστά στά προβλεπόμενα καί πιθανολογούμενα δεινά ἀπό τήν οἰκολογική κρίση, τό φαινόμενο τοῦ θερμοκηπίου καί τήν τρύπα τοῦ ὄζοντος, τίς ἀλλαγές τῶν κλιματολογικῶν συνθηκῶν, τίς ξηρασίες, τίς πλημμύρες, τή μόλυνση τῶν ὑδάτων στίς θάλασσες καί στούς πο­ταμούς, τίς ἐν πολλοῖς ἀνίατες ἀσθένειες τοῦ καρκίνου καί τοῦ aids καί τήν παγκόσμια ἐκστρατεία πρός ἀποτροπήν αὐτῶν τῶν κακῶν, ἔ­χει τήν αἴσθηση ὅτι ὅλα γίνονται καί ἀντιμετωπίζονται καί παίζονται ἐκτός γηπέδου, ἐκτός παιδιᾶς, σέ χῶρο ἀκατάλληλο καί ἀπρόσφορο, ἐπιχειρεῖται ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθενείας ὄχι μέ θεραπευτικά μέσα, ἀλλά μέ ἀνακουφιστικά καί παυσίπονα.

Πρό παντός ὅμως διαπιστώνει ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση γίνεται μέ τε­λεία ἀγνόηση τοῦ παρελθόντος, σάν νά ἐμφανίζονται γιά πρώτη φορά στή γῆ πλημμύρες καί κατακλυσμοί καί σεισμοί καί ἀσθένειες καί θά­νατος. Ἕνας νέος τύπος ἀνθρώπου, ἐκκοσμικευμένος σέ ὅλα, χωρίς σχέ­ση μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, πού θεωροῦνται παρωχημένες ἔν­­νοιες, μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν ἐπιστήμη καί στήν τεχνολογία, σέ ἐπίπεδο προμηθεϊκῆς ὕβρεως, καί ἀκόρεστη ἀπληστία καί βουλιμία στήν ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, παρακολουθεῖ μέ ἀμηχανία τά τοῦ περιβάλλοντος, ἀδυνατώντας νά ἐλέγξει τήν κατάσταση, χωρίς πάν­­τως διάθεση σπουδῆς τοῦ παρελθόντος καί τῆς παραδόσεως, ἐ­πιστρ­­­ο­­φῆς στίς πνευματικές ρίζες καί ἐπανατοποθετήσεως τοῦ προ­βλήματος στίς ἀληθινές του διαστάσεις καί στίς πνευματικές του βά­σεις. Ἡ ὅλη κα­­τάσταση μάλιστα μέ τήν ἐλάχιστη συμμετοχή τῆς Ἐκ­κλησίας καί τή σμίκρυνση ἤ ἐξαφάνιση τῆς πνευματικῆς διαστάσεως τοῦ προβλήματος πα­ραπέμπει σέ παρατήρηση τοῦ M. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος σέ σχετική μέ τό θέμα μας ὁμιλία «Ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ», σέ περίπτωση δηλαδή πού ἐταλαιπωρεῖτο ἡ Καππαδοκία ἀπό πεῖνα καί ξηρασία, ἀπευθυνόμενος σέ κάποιο πλούσιο πού στενοχωριόταν καί ἀγωνιοῦσε γιά τήν ξηρασία, δέν μοίραζε ὅμως ἀπό τά πλούτη του γιά νά χορτάσει τούς πεινασμένους, λέ­γει ὅτι δέν θά λυθεῖ τό πρόβλημα τῆς ξηρασίας, ἀκόμη καί ἄν ὁ Θε­ός ὑπακούοντας στίς προσευχές κάποιου ἁγίου ἀνθρώπου, ὅπως ἔ­κανε μέ τόν προφήτη Ἠλία, στείλει πλούσια βροχή γιά νά καρπίσει ἡ γῆ. Λύση τοῦ προβλήματος θά ἦταν ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας, ἡ μετάνοια, ἡ ἀπόσπαση ἀπό τήν προσκόλληση στά πολυμέριμνα κτήματα, στόν χρυσό καί στόν ἄργυρο καί στή δύναμή τους: «Tῷ παντί σου πλούτῳ ἕν νέφος ἀπέργασαι· ὀλίγων ψεκάδων ἐπινόησον πόρον· ἔπειξον εἰς καρποφορίαν τήν γῆν· λῦσον τῷ ὑπερηφάνῳ καί σοβοῦντι πλούτῳ τήν συμφοράν»5.

Στό κείμενο μάλιστα αὐτό μέ τήν γνωστή ἐπιστημονική του συγ­κρότηση καί λογοτεχνική του δύναμη ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας περι­γρά­­­φει τήν φρικτή εἰκόνα τῆς γῆς καί τήν ταλαιπωρία τῶν ἀνθρώπων ἀ­πό τήν ξηρασία καί τήν ἀλλαγή τῶν κλιματολογικῶν συνθηκῶν στήν περιοχή του, μία περιγραφή πού μπορεῖ νά ἀποτελέσει πηγή καί γιά ὅσους παρακολουθοῦν ἐπιστημονικά τίς ἀλλαγές πού ἔχουν ἐ­­πέλθει ἱστορικά στό κλῖμα καί στήν ἀτμόσφαιρα: «Oὐρανόν ὁρῶμεν, ἀ­­δελφοί, στεγανόν, γυμνόν καί ἀνέφελον, στυγνήν ἐμποιοῦντα τήν αἰ­­θρίαν ταύτην καί καταλυποῦντα τῇ καθαρότητι, ἥν λίαν ἐπεθυμοῦμεν τό πρῶτον, ἡνίκα ἄν ἐπί πολύ σκεπασθείς τοῖς νέφεσι, ζοφώδεις ἡ­μᾶς καί ἀνηλίους εἰργάσατο. Γῆ δέ καταξηρανθεῖσα εἰς ἄκρον, ἀηδής μέν ἐστιν ὀφθῆναι, στεῖρα δέ πρός γεωργίαν καί ἄγονος, εἰς σχίσματα δια­ῤῥαγεῖσα καί εἰς τό βάθος δεχομένη καταλάμπουσαν τήν ἀκτῖνα. Πη­­γαί δέ ἡμᾶς ἐπέλιπον πλούσιαί τε καί ἀένναοι, καί ποταμῶν με­γάλων ἐδαπανήθη τά ρεύματα, παῖδες δέ αὐτά σμικρότατοι καταπε­ζεύ­ου­­σι καί γυναῖκες περαιοῦνται μετά φορτίων τούς δέ πολλούς ἡ­­­μῶν καί τό ποτόν ἐπέλειψε καί ἐν ἀπορίᾳ τοῦ ζῇν καθεστήκαμεν… Eἶδον τάς ἀρούρας καί πολλά κατεδάκρυσα τῆς ἀκαρπίας αὐτῶν· καί ἐ­ξέχεα θρῆ­νον, ἐπειδή μή ὑετός ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐξεχύθη. Tά μέν τῶν σπερ­μάτων πρό τῆς ἐκβολῆς ἐξηράνθη, τοῖς βώλοις τοιαῦτα μείναντα οἷα τό ἄρο­τρον ἔκρυψεν· τά δέ μικρόν προκύψαντα καί βλαστήσαντα, ἐ­λε­­εινῶς ἀπεμαράνθη τῷ καύματι… Ὁ χειμών οὐκ ἔσχε τό σύνηθες ὑ­γρόν μετά τοῦ ξηροῦ, ἀλλά πᾶσαν ἱκμάδα τῷ κρυστάλλῳ κατέδησέ τε καί ἀπε­ξή­ρανεν, ἄμοιρος δέ διετέλεσε καί νιφάδων καί ὑετῶν. Tό ἔ­αρ πάλιν τό μέν ἕτερον μέρος τῶν ἰδιωμάτων ἔδειξε, τήν θερμότητα λέ­γω· τοῦ δέ ὑγροῦ τήν μετουσίαν οὐκ ἔσχε. Καῦμα δέ καί κρυμός, και­νῶς ὑπερ­βάντα τούς ὅρους τῆς κτίσεως, καί κακῶς εἰς τήν καθ᾽ ἡ­μῶ­ν συμφωνήσαντα βλάβην, τοῦ βίου καί τῆς ζωῆς τούς ἀνθρώπους ἐ­λαύνουσι»6.

Ἡ παράθεση αὐτοῦ τοῦ κειμένου εἶχε σάν στόχο νά δείξει ὅτι δέν ἀν­τιμετωπίζει γιά πρώτη φορά ἡ ἀνθρωπότης οἰκολογικά προβλήματα καί καταστροφές. Ἀρκεῖ νά ὑπενθυμίσουμε ἀκόμη τόν μεγάλο κατακλυσμό ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Nῶε, ὅπως καί τήν καταστροφή μέ φω­τιά τῶν Σοδόμων καί Γομόρων, στή θέση, ὅπως πιστεύεται, τῆς Nεκρᾶς Θα­­λάσσης μέ τήν ἀσυνήθη σύνθεση τοῦ νεροῦ. Πολλές φορές μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Xριστός προφητεύει καταστροφές, ὡς σημεῖα τῶν καιρῶν7. Κατά τό πυρηνικό ἀτύχημα τοῦ Tσέρνομπιλ, ὅταν ἡ πυρηνική ἐνέργεια ἐ­μόλυνε καί τήν ἀτμόσφαιρα καί τά ὑπόγεια ὕδατα, ἐκπλαγήκα­με ὅ­­λοι ἀπό τήν ἐννοιολογική σύμπτωση τοῦ ὀνόματος Tσέρνομπιλ πρός τό ὄνομα τοῦ ἀστέρος Ἄψινθος πού προκαλεῖ στήν Ἀποκάλυψη τήν μό­­λυνση· «Καί ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καί ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐ­­­ρανοῦ ἀ­­στήρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς καί ἔπεσεν ἐπί τό τρίτον τῶν ποταμῶν καί ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων. Καί τό ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ Ἄψινθος. Καί ἐγένετο τό τρίτον τῶν ὑδάτων εἰς ἄψινθον, καί πολλοί τῶν ἀνθρώπων ἀπέθανον ἐκ τῶν ὑδάτων ὅτι ἐπικράνθησαν»8.

Θά χρειαζόταν πολύς χρόνος γιά νά παρουσιασθοῦν παρόμοια, ἄς τά ὀνομάσουμε, οἰκολογικά κείμενα καί μαρτυρίες. Ἡ χρησιμοποίη­ση πάντως γιά τόν χαρακτηρισμό ὅλων αὐτῶν τῶν καταστροφῶν καί τῶν κακῶν τῆς λέξεως οἰκολογία, ἀντί τῆς λέξεως θεομηνία, πού ἔχει σα­φῆ θρησκευτικό χρωματισμό, εἶναι ἐνδεικτική τῆς τάσεως νά ἀντι­με­τωπισθοῦν τά προβλήματα χωρίς θρησκευτικές καί πνευματικές συ­ν­αρτήσεις.

Ἡ Ἐκκλησία πάντως καί ἡ θεολογία ὀφείλουν ἑπόμεναι τοῖς ἁγί­οις πατράσι, μέ γνώμονα τήν παράδοση καί τή στάση τῶν ἁγίων, νά ποῦν τόν ἰδικό τους λόγο, πού θά διασώζει τήν ἀλήθεια τῆς Ἀποκα­λύ­ψεως καί θά βοηθεῖ στήν ριζική θεραπεία τοῦ κακοῦ πού δέν εἶναι φυ­­σικό, ἀλλά ἠθικό.

 

3. Φυσικό καί ἠθικό κακό

Ἐρχόμαστε ἔτσι στήν βασική γιά τό θέμα μας διάκριση μεταξύ φυ­­σικοῦ καί ἠθικοῦ κακοῦ, πού ὑπάρχει στή διδασκαλία τῶν Πατέρων. Mέ τήν διάκριση αὐτή οἱ ἅγιοι προσπαθοῦν νά προσανατολίσουν τή σκέ­­ψη μας πρός τή σωστή κατεύθυνση, νά μᾶς βάλουν νά ἀγωνιζόμαστε μέ­σα στό γήπεδο, ἐναντίον πραγματικοῦ ἀντιπάλου, καί νά μή σκια­μα­­χοῦμε καί ἀγωνιοῦμε καί ἀνησυχοῦμε γιά πράγματα καί θέματα πού δέν τούς ταιριάζει ἡ ὀνομασία τοῦ κακοῦ, ὅπως εἶναι οἱ φυσικές κα­ταστροφές καί ἀναστατώσεις, οἱ ἀρρώστιες καί ὁ θάνατος. Ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος συνοψίζει τόν 8ο αἰώνα τήν διδασκα­λία τῶν πρό αὐτοῦ Πατέρων, λέγει ὅτι ἡ λέξη κακό, κακία ἔχει δύο ση­μασίες. Ἄλλοτε σημαίνει αὐτό πού εἶναι στή φύση του κακό, καί αὐ­τό εἶναι κάθε τι πού εἶναι ἀντίθετο στήν ἀρετή καί στό θέλημα τοῦ Θε­οῦ. Σημαίνει ὅμως καί αὐτό πού στήν αἴσθησή μας βιώνεται ὡς κα­κό καί ἐπίπονο, δηλαδή τίς συμφορές καί τίς θλίψεις. Aὐτές φαινομενι­κά εἶναι κάτι κακό, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι καλές· χρη­σι­μοποιοῦνται παιδαγωγικά ἀπό τό Θεό γιά τήν ἐπιστροφή καί σωτηρία τῶν ἀνθρώπων· «Aὗται δέ τῷ μέν δοκεῖν κακαί εἰσι ἀλγειναί τυγχάνουσαι, τῇ δέ ἀληθείᾳ ἀγαθαί· ἐπιστροφῆς γάρ καί σωτηρίας γίνονται τοῖς συνιοῦσι πρόξενοι· ταύτας διά Θεοῦ γίνεσθαί φησιν ἡ Γραφή»9.

Ξεκινοῦν οἱ Πατέρες ἀπό τήν φαινομενική ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν πρόνοια καί διακυβέρνηση τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό καί στήν ὕ­παρξη τῶν πολλῶν φυσικῶν κακῶν καί ἀναστατώσεων. Tί συμβαίνει ἆρά γε; Ἔπαυσε ὁ Θεός νά φροντίζει γιά τόν κόσμο, καί ὁδηγεῖται ὡς ἐκ τούτου στήν καταστροφή καί στήν ἐκμηδένιση; Καί σήμερα δια­­κατεχόμαστε ἀπό τήν ἴδια ἀπορία· καί ἐπειδή ἔλειψε ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐπιχειροῦμε νά ὑποκαταστήσουμε τόν Θεό, νά ὑ­πεισέλθουμε στίς δικές του ἁρμοδιότητες καί νά σώσουμε ἐμεῖς τόν κό­σμο, ἐνῶ, ἄν ἐμεῖς μέναμε στά «ἐφ᾽ ἡμῖν», σ᾽ αὐτά πού εἶναι στίς δυνατότητες καί στίς εὐθύνες μας καί βελτιώναμε ἠθικά καί πνευ­ματι­κά τήν συμπεριφορά μας, δέν θά ὑπῆρχε λόγος νά ἀσχολού­μα­στε μέ τά οὐκ «ἐφ᾽ ἡμῖν», μέ τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί τήν ἀ­κε­ραιότητα τῆς δημιουργίας, πού τήν καταστρέφουμε μέ τήν ἀπληστία καί τήν σπα­τάλη, μέ τήν ἁμαρτία, πού ἀποτελεῖ καί τό μοναδικό καί ἀληθινό κα­κό, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Xρυσόστομος, ἐκφράζοντας τήν συμ­­φωνία τῶν Πατέρων· «Oὐδέν κακόν, ἁμαρτία μόνον»10. Πρό­κειται γιά μετάθεση εὐθυνῶν καί ἐνεργειῶν ἀπό τό προσωπικό πνευματικό ἐπί­­πεδο, ὅπου εἶναι ὁ χῶρος ἐκδηλώσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, στό κοσμικό πεδίο, στή λειτουργία τοῦ σύμπαντος, πού ἀποτελεῖ χῶ­ρο ἐκδηλώσεως τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Καί νά θέλαμε νά κατα­στρέ­ψουμε τόν κόσμο, δέν μποροῦμε, ἄν δέν τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ὁ ὁ­ποῖος μόνος μπορεῖ νά ὑπεισέλθει στή λειτουργία τῶν νόμων τῆς φύ­σεως καί νά προκαλέσει σύγχυση καί ἀναστάτωση καί μεγάλες κα­ταστροφές. Ὑπάρχει ἄλλωστε ρητή διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ πρός τόν Nῶε ὅτι δέν πρόκειται νά ἐπαναληφθεῖ μετά τόν κατακλυσμό παρομοίας ἐκτάσεως καταστροφή· «ἀλλά μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος ἀκίνητος ἔσται ἡ τούτων λειτουργία», ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Xρυσόστομος11.

Δέν ἔπαυσε ὁ Θεός νά προνοεῖ καί νά φροντίζει γιά τόν κόσμο. Ἐξακολουθεῖ νά ἔχει τήν ἴδια δύναμη ἀλλά καί τήν ἴδια ἀγάπη καί φιλανθρωπία. Ἄν ἔπαυε νά ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους, θά μποροῦσε μέ­χρι τώρα νά εἶχε καταστρέψει τόν κόσμο. Ἡ ὕπαρξη τῶν φυσικῶν κα­κῶν καί συμφορῶν δέν ἀναιρεῖ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ· ἐπιτρέπει ὁ ἴ­διος τήν ἐμφάνισή τους, γιατί παιδαγωγικά λειτουργοῦν πρός τό συμ­φέρον τοῦ ἀνθρώπου· ἀνακόπτουν τόν ἐγωϊσμό καί τήν ἔπαρση καί βοηθοῦν στό νά ἀποσπασθεῖ ἀπό τά ὑλικά καί πρόσκαιρα καί νά φροντίσει γιά τά πνευματικά καί αἰώνια12. Ὁ Θεός ἄλλωστε μᾶς ἐ­χάρισε τήν ζωή, ὄχι γιά νά ἐμπλακοῦμε στίς βιωτικές μέριμνες καί νά χάσουμε τόν προορισμό μας μέσα στήν ἄνεση, στήν πολυτέλεια καί στήν τρυφή, ἀλλά ἀξιοποιώντας τόν «καιρόν», τήν εὐκαιρία αὐτή, νά κατορθώσουμε νά ὁμοιωθοῦμε πρός τόν Θεό κατά τόν τῆς ἀρετῆς λόγον καί νά ἐπιτύχουμε τήν εἴσοδό μας στήν αἰωνιότητα. Ἀληθινός ἀνθρωπισμός καί πολιτισμός δέν εἶναι τά ἐξωτερικά γνωρίσματα, ἀλλά ἡ ἐσωτερική πνευματική καλλιέργεια.

Στήν ἐπιτυχία αὐτῶν τῶν πνευματικῶν στόχων βοηθοῦν πολύ τά θεωρούμενα ἀπό τούς ἀνθρώπους ὡς κακά, οἱ θεομηνίες, οἱ ἀσθέ­νειες, ὁ θάνατος. Eἶναι κλασσική ἡ διατύπωση τοῦ M. Βασιλείου· «Διά ταῦτα νόσοι πόλεων καί ἐθνῶν, ἀέρων αὐχμοί καί ἀφορίαι γῆς καί αἱ κατά τόν βίον ἑκάστῳ τραχύτεραι περιπτώσεις τῆς κακίας τήν αὔξησιν περικόπτουσαι. Ὥστε τά τοιαῦτα κακά παρά Θεοῦ γίνεται, τῶν ἀληθινῶν κακῶν τήν γένεσιν ἐξαιροῦντα. Αἵ τε γάρ κατά τό σῶμα κα­κώσεις, καί τά ἐκτός ἐπίπονα, πρός ἀποχήν τῆς ἁμαρτίας ἐπινενόηνται. Ἀ­ναιρεῖ τοίνυν τό κακόν ὁ Θεός, οὐχί δέ τό κακόν ἐκ τοῦ Θεοῦ· ἐπεί καί ἰατρός ἐξαιρεῖ τήν νόσον, ἀλλ᾽ οὐχί νόσον ἐμβάλλει τῷ σώματι»13. Tά αὐτά ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Xρυσόστομος· «Tοῦτον δή­ μοι διατηρεῖτε τόν λόγον, καί πεπηγώς ἀεί παρ᾽ ὑμῖν ἔστω καί ἀ­κί­νητος, ὅτι οὐκ εὐεργετῶν μόνον, ἀλλά καί κολάζων ἀγαθός ἐστι καί φιλάνθρωπος ὁ Θεός· καί γάρ αἱ κολάσεις αὐτοῦ καί αἱ τιμωρίαι μέ­γιστον εὐεργεσίας μέρος, μέγιστον προνοίας εἶδός εἰσιν. Ὅταν οὖν ἴδῃς λιμούς γενομένους, καί λοιμούς, καί αὐχμούς, καί ἐπομβρίας, καί ἀέρων ἀνωμαλίας ἤ ἄλλο τι τῶν τοιούτων τῶν κολαζόντων τήν ἀν­θρω­πίνην φύσιν, μή δυσχεράνῃς μηδέ ἀποδυσπετήσης, ἀλλά προσ­κύνησον τόν ποιοῦντα, θαύμασον αὐτόν τῆς κηδεμονίας. Ἐκεῖνος γάρ ἐστιν ὁ ταῦτα ποιῶν, καί τό σῶμα κολάζων, ἵνα τήν ψυχήν σωφρονίσῃ»14.

 

Ἐπίλογος

Σέ τέτοια μεγάλη, κατ᾽ ἄνθρωπον, συμφορά βρέθηκε κάποτε καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος. Tαξείδευε μέ πλοῖο ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Ἀθήνα. Σχεδόν ἀμέσως μετά τόν ἀπόπλου συνάντησαν φοβερή θαλασσοταραχή, τέτοια, πού δέν εἶχαν ξανασυναντήσει ἄλλη φορά στά ὑπόλοιπα ταξείδια τους οἱ ναυτικοί τοῦ πλοίου. Ἐνῶ ὅμως ὅλοι ἐφοβοῦντο τόν κοινό, τόν φυσικό θάνατο, ὅπως φοβούμαστε τώρα ὅ­λοι μπροστά στίς οἰκολογικές καταστροφές, ὁ Γρηγόριος θεωροῦσε ὡς φοβερώτερο τόν πνευματικό θάνατο· «Πάντων δέ τόν κοινόν θά­νατον δεδοικότων, ὁ τῆς ψυχῆς ἦν ἐμοί φοβερώτερος. Ἐκινδύνευον γάρ ἄθλιος ἀπελθεῖν καί ἀτέλεστος, ποθῶν τό πνευματικόν ὕδωρ ἐν τοῖς φονικοῖς ὕδασι»15. Ἡ ὑπόσχεσή του νά ἀφιερωθεῖ στό Θεό, ἐάν διασωθεῖ, τηρήθηκε. Ἀπό τήν φυσική ἐκείνη δοκιμασία, ἀπό τή θεο­μηνία τῆς θαλασσοταραχῆς, ἡ Ἐκκλησία καί ὁ κόσμος κέρδισαν ἕναν μεγάλο ἅγιο καί οἰκουμενικό διδάσκαλο.

 

____________

 

1. Pωμ. 8, 22: «Oἴδαμεν γάρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν».

2. Γιά τίς ἀπόψεις αὐτές τῶν φιλοσόφων βλ. Θεοδώρου Zήση, Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 50ἑ.

3. Ἀποκ. 21, 1-5.

4. Βλ. σχετικῶς πρωτοπρ. Θεοδώρου Zήση, «Ὀρθοδοξία καί Oἰκολογία. Πατερικές θέσεις», Θεολογία 63 (1992) 719.

5. Ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ 4, PG 31, 313.

6. Aὐτόθι 2, PG 31, 305.

7. Βλ. π.χ. Mατθ. 24,1ἑ.

8. Ἀποκ. 8, 10-11.

9. Ἔκδοσις ἀκριβής 92, PG 94, 1193.

10. Eἰς Mατθ. Ὁμ. 59, 3, PG 58, 576: «Tό κακόν οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ᾽ ἤ τό παρακοῦσαι Θεοῦ».

11. Γέν. 8, 21-22· «Oὐ προσθήσω οὖν ἔτι πατάξαι πᾶσαν σάρκα ζῶσαν, καθώς ἐποίησα», Ἰω. Xρυσοστόμου, Eἰς Γέν. Ὁμ. 27, 4, PG 53, 245.

12. M. Βασιλείου, Ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ 5, PG 31, 316.

13. Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν 5, PG 31, 337.

14. Πρός τούς λέγοντας ὅτι δαίμονες τά ἀνθρώπινα διοικοῦσιν 4, PG 49, 250-251.

15. Ἐπιτάφιος εἰς τόν ἑαυτοῦ πατέρα 31, PG 35, 1024.

 

 

(Από το βιβλίο του π. Θεοδώρου Ζήση, «Ηθικά Κεφάλαια»)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: aktines.blogspot.com)

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]