Σφάλλεις, αδελφέ· η διδασκαλία τού Παύλου έχει λόγον μέγα και ισχυρόν. Όχι μόνον η ευεργεσία, αλλά και αυτή η ίδια η τιμωρία τού Θεού ευεργεσία είναι· αυτή μας φέρει την ενθύμησι του Θεού· «Κύριε, εν θλίψει εμνήσθημέν σου»· όταν πάσχωμε, τότε ενθυμούμεθα τον Θεόν. Έτσι η τιμωρία ανοίγει τα ώτα τού ανθρώπου, ώστε ούτε απειθεί ούτε αντιλέγει· «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα, εγώ δε ουκ απειθώ ουδέ αντιλέγω».
Αυτή παρακαλεί τον αμαρτωλόν και τον προτρέπει προς μετάνοιαν «η ράβδος σου και η βακτηρία σου, αυταί με παρεκάλεσαν (με παρηγόρησαν)». Αυτή δεικνύει ότι ο Θεός τον μεν δίκαιον αγαπά, του δε αμαρτωλού δέχεται την μετάνοιαν «ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν, ον παραδέχεται».
Οι τιμωρίες τού Θεού είναι τα όργανα και τα μέσα και οι τρόποι, με τους οποίους ο Θεός τους μεν δικαίους στηρίζει στην αρετήν, τους δε αμαρτωλούς καλεί σε μετάνοια. Εάν λοιπόν ο πατέρας σου άλλοτε μεν σε επαίδευε, για να μείνης στερεός στην εργασία των καλών έργων, άλλοτε δε σε ερράβδιζε, για να αποκόψης τις πονηρές σου πράξεις, άραγε συ δεν είχες χρέος να ευχαριστής νύκτα και ημέρα τον επίγειον πατέρα σου για την προς σε αγάπην του και την φροντίδα και την επιμέλειαν; Αυτό κάνει ο Πατήρ σου ο επουράνιος·
σε παιδεύει, για να στηριχθής στην αρετήν όπως τον Ιώβ, σε μαστίζει για να επιστρέψης από την αμαρτίαν όπως τον Μανασσή· και σύ λέγεις ότι, όταν σε παιδεύη, δεν έχεις χρέος να προσφέρης σ’ αύτόν την ευχαριστίαν;
Ο ιατρός, όταν σε ποτίζη το καθάρσιον, πικραίνει το στόμα σου, καταταράσσει την κοιλία σου, σου προξενεί ναυτίαν και αηδίαν ο χειρουργός, όταν ιδή ότι είναι ανάγκη, καίει το εφθαρμένο κρέας τής πληγής και κόπτει τα μέλη σου που έχουν υποστή σήψι· και όμως εσύ και στον ιατρό σου και στον χειρουργό σου προσφέρεις μύριες ευχαριστίες και του γεμίζεις τα χέρια με χρυσό και αργύριον και έπειτα λέγεις, ποιός λόγος με πείθει να φανώ ευχάριστος στον Θεόν, όταν με παιδεύη; Αυτός με την θλίψι καθαρίζει την ψυχή σου και με την μάστιγα θεραπεύει τις πληγές της, για δε την πρόσκαιρο τιμωρία σού χαρίζει Βασιλείαν αιώνιον· έπειτα λέγεις ότι η αποστολική διδασκαλία δεν έχει λόγο; τα φρονήματά σου δεν έχουν λόγο· θα το αναγνωρίσης όταν τα εξετάσης αυτά καθώς πρέπει. Ο Θεός εξ ίσου σε ευεργετεί και όταν σε πλουτίζη και όταν σε πτωχίζη· και όταν σε οδηγή υψηλά και όταν σε οδηγή χαμηλά· και όταν σε περιποιήται με την υγιεία και όταν σε μαστίζη με την ασθένεια· πάντοτε και σε κάθε περίστασιν εκχέει επάνω σου τις θείες του ευεργεσίες· όθεν είναι πρέπον πάντοτε και για κάθε τι να του προσφέρης την ευχαριστία. Και ότι η διδασκαλία αυτή δεν είναι δυσκατόρθωτος, το απέδειξαν πολλοί άνδρες δίκαιοι και άγιοι, περισσότερον δε από όλους τους ανθρώπους ο πολύαθλος Ιώβ. Αυτός εδείκνυε την ευγνωμοσύνη του προς τον Θεόν, όχι μόνον όταν απελάμβανε κάθε ευτυχία, προσφέροντας σ’ αυτόν θυσίες όλες τις ημέρες, αλλά και μέσα στις φοβερές δυστυχίες, δηλαδή στην ατεκνία, στην εσχάτη πτωχεία, στις πληγές και στην οδυνηροτάτην ασθένειαν εφώναζε μεγαλοφώνως· «Ως τω Κυρίω έδοξεν (εφάνη σκόπιμον), ούτω και εγένετο»· μέσα, λέγω, σε τέτοιες αιφνίδιες, αλλεπάλληλες και ανεπανάληπτες συμφορές και θλίψεις, ευχαριστούσε και δοξολογούσε και ευλογούσε τον Θεόν, κραυγάζοντας· «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον». Εφάνη εξ ίσου ευχάριστος στον Θεόν και πολύτεκνος και άτεκνος, και υπέρπλουτος και πάμπτωχος, και υγιής και ασθενέστατος και χαιρόμενος και θλιβόμενος, και πανευτυχής και δυστυχέστατος.