Πολλές φορές γινόμαστε δέκτες παραλόγων ακουσμάτων, προερχομένων από τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα ενημερώσεως. Αυτό συνέβη και προ ολίγων ημερών, όταν ο καταξιωμένος μουσικοσυνθέτης κ. Μαρκόπουλος απεφάνθη, ως «ειδήμων θεολόγος», ότι – άκουσον, άκουσον!!! – η Παλαιά Διαθήκη πρέπει να εξοβελισθή από τα ράφια των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Άνθρωποι ανίδεοι, μη έχοντας καμία σχέση με την θεολογία ή και απλώς με την μελέτη της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αποφαίνονται εναντίον και των δύο βιβλίων ή του ενός εξ αυτών – όπως απεφάνθη ο πιο πάνω αναφερθείς εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης – απορρίπτοντες αυτήν, ως ιουδαϊκό Βιβλίο, αναφερόμενο στην ιστορία των Εβραίων και περιέχον «σεξουαλικά όργια» και απάνθρωπες διατάξεις, μη συμφωνούσες με την ευρύτερη χριστιανική διδασκαλία της αγάπης.
Η Παλαιά Διαθήκη ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δέχθηκε τα πυρά των διαφόρων αιρετικών. Κατά τον ΙΘ’ και τον Κ’ αιώνα, με αφετηρία την Γερμανική ομάδα «Doitse Christen», η οποία απεσπάσθη από τη προτεσταντική Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία, ασκείται εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης σφοδρή πολεμική ιδιαιτέρως από τον ευρύτερα γνωστό πολέμιο της, τον προτεστάντη θεολόγο Ηarnack.
Όλη αυτή η πολεμική γίνεται για τον λόγο ότι το βιβλίο αυτό έχει παρανοηθεί ως προς το περιεχόμενο του, προσεγγίζεται μονομερώς, υπάρχει εναντίον του μεγάλη προκατάληψη και ερμηνεύεται, τις περισσότερες φορές, μέσα από ιδεολογικές και νοσηρές φυλετικές τοποθετήσεις. Αυτή, όμως, η υποτίμηση και απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης συμπαρασύρει σε απόρριψη και την Καινή Διαθήκη. Η Παλαιά Διαθήκη αποτελείται από 49 κανονικά βιβλία. Για την κανονικότητα και των 49 βιβλίων της ομιλούν οι Απόστολοι, οι Αποστολικοί Πατέρες, οι μετέπειτα Άγιοι Πατέρες, από τον Μέγα Αθανάσιο μέχρι και τον Άγιο Νεκτάριο, ο Νομοκάνων του Μ. Φωτίου, οι Σύνοδοι Ιππώνος (393), Καρθαγένης (397) και Πενθέκτης (692).
Τοιουτοτρόπως τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, στην Ελληνική από τους Εβδομήκοντα και στην Λατινική (Voulgata) από τον Άγιο Ιερώνυμο, καθιερώθηκαν πλέον ως αυθεντικά κείμενα, χωρίς να υποστούν την παραμικρή μεταβολή. Το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και της Καινής Διαθήκης, είναι θεόπνευστο. Οι αλήθειες, οι οποίες εμπεριέχονται στην παλαιά Διαθήκη, είναι θείες και ρυθμίζουν την ζωή των ανθρώπων «εν των Θεώ».
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας την Β’ Επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο, του λέγει: «Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν» (Γ’, 16). Αυτά τα λόγια αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και ο ίδιος ο θεάνθρωπος Κύριος αποδέχεται και στηρίζει την Παλαιά Διαθήκη εμφανιζόμενος στις Συναγωγές, μελετών και ερμηνεύων αυτήν. «Και ανέστη αναγνώναι», οι «φωτισμένοι» έξυπνοι εχθροί της δεν την καταδέχονται.
Επομένως μπορούμε αβίαστα να συμπεράνουμε ότι η αυθεντία της Παλαιάς Διαθήκης στηρίζεται στον ίδιο τον θεάνθρωπο Κύριο και τους Αγίους Του Αποστόλους. Η Αγία μας Εκκλησία παρέλαβε από την Παλαιά Διαθήκη την μονοθεΐα, την κοσμολογία, την ανθρωπολογία, την διδασκαλία περί του αόρατου κόσμου και τέλος την εσχατολογία.
Έτσι αντιλαμβανόμεθα όλοι, ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν περιγράφεται μόνον η ιστορία του Ιουδαϊκού λαού, αλλά καταγράφονται επιλεκτικά τα κύρια γεγονότα, τα οποία συνδέονται με την παρέμβαση του τριαδικού Θεού στην ιστορία του λαού αυτού, ο οποίος τον απεδέχθη, για να προετοιμασθή ο κόσμος και να υποδεχθή τον Σαρκωθέντα Λόγο του Θεού Πατρός. Άνευ της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι δυνατόν να στηριχθή η καινή Διαθήκη ούτε να γίνει καταληπτό το μυστήριο της θείας Οικονομίας. Όποιος, λοιπόν, δεν αποδέχεται την Παλαιά Διαθήκη κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι αιρετικός και επομένως αποκόπτεται από το Σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η αυθεντία της Παλαιάς Διαθήκης (Αρχ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Ιεροκήρυκας Ι.Μ. Πατρών)
