Μοναχισμός και κοσμικό φρόνημα (Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης)

Θα πρέπη λοιπόν όλοι οι Μοναχοί να αποφεύγουμε, όσο μπορούμε, τα σύγχρονα μέσα για την λειτουργία της Μονής και να σεβαστούμε την έρημο με το να προσαρμό­ζουμε τον εαυτό μας με αυτή, για να μας χαρίση τότε και η έρημος την αγία της ηρε­μία, και να βοηθηθούμε στην ερήμωση της ψυχής μας από τα πάθη μας. Δεν είναι, σω­στό να θέλουμε να προσαρμόσουμε την έρη­μο με τον κοσμικό μας εαυτό, διότι είναι αμαρτία να ατιμάζουμε την έρημο. Όποιος θέλει από τους μοντέρνους Μο­ναχούς, μπορεί να κτίση μια Μονή πάνω σε μια πολυκατοικία, για να έχη όλες τις ευκο­λίες του κόσμου που θέλει, και να απολαμβάνη τα φώτα ή να ανεβαίνη στον τρίτο ουρανό με το ασανσέρ, και ας αφήση την έρημο ήσυχη. Δυστυχώς, μερικοί τέτοιοι Μοναχοί με όλο αυτό το κοσμικό τους φρόνημα μετα­φέρουν και όλο το κοσμικό τους πνεύμα στην έρημο, με όλα τα κοσμικά μέσα, και συνέχεια ασχολούνται με αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με εξωραϊσμούς εξωτερικούς, με τούβλα και γλάστρες ένα σωρό, και κομποσχοίνι τι θα πη δεν ξέρουν, παρά μέρι­μνα, φαΐ καλό και τούβλα. Όλο αυτό φα­νερώνει τους ανθρώπους: τους σαρκικούς, που είναι τούβλα-πηλός και όχι πνεύμα Θεού. (Δεν εννοώ τα νεόκτιστα Μοναστήρια που αγωνίζονται για να στεγασθούν).

Όταν λοιπόν ο Μοναχός δεν βρη την πνευματική εργασία, δεν βοηθηθή και από τον Γέροντα και ασχολήται όλο με εξωτε­ρικά, ασφαλώς αγριεύει πνευματικά και στο κελί του ούτε δεμένος δεν μπορεί να καθί­ση. Πάντοτε θα του αρέσουν οι επαφές με τους ανθρώπους, να κάνη ξεναγήσεις, να λέη για τους θόλους και τις αρχαιολογίες, να τους δείχνη τις γλάστρες με τα διάφορα λουλούδια, να τους κάνη ένα πλούσιο κο­σμικό γεύμα και να αναπαύη εξωτερικούς μόνον ανθρώπους. Εάν εξετάση κανείς και τι είδους ανάπαυση είναι, θα ιδή ότι δεν είναι αυτό ανάπαυση, αλλά απλώς με την απασχόληση αυτή ξεχνούν τις στενοχώριες τους λίγο οι άνθρωποι και πάλι επανέρχο­νται στο άγχος, διότι το κοσμικό φρόνημα είναι σαν το σαράκι που δουλεύει.

Ο σκοπός επομένως των Μονών είναι πνευματικός, και δεν θα πρέπη να υπάρχη το κοσμικό στοιχείο αλλά το ουράνιο, για να πλημμυρίζουν στις ψυχές οι παραδεισέ­νιες γλυκύτητες. Στα κοσμικά δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε τους κοσμικούς, διότι, όσο νάναι, οι κοσμικοί έχουν περισσότερα μέσα. Επομένως; Οι καημένοι οι κοσμικοί θέλουν από εμάς τους Μοναχούς κάτι το ανώτερο, και, για να πετύχουμε το ανώτερο, θα πρέπη να αποφύγουμε κάθε ανθρώ­πινη παρηγοριά. Διότι αδύνατο είναι, να νιώσουμε την θεία παρηγοριά (την παρα­δεισένια γλυκύτητα), εάν δεν αποφύγουμε την κοσμική και εάν δεν πεθάνη τελείως το κοσμικό μας φρόνημα. Θα πρέπη το κοσμικό φρόνημα, αφού πεθάνη, να γίνη φυτόχω­μα, για να αναπτυχθή μέσα μας το θείο φρόνημα, διότι οι θείες ηδονές δεν γεννιούνται από τις σωματικές ηδονές αλλά από τις σωματικές ωδίνες, που γίνονται στους αγώνες με επίγνωση και διάκριση για την αγάπη τού Χριστού από τα φιλότιμα παιδιά Του, για να απεκδυθούν τον παλαιό τους άνθρωπο (τον κοσμικό). Ο Καλός Πατέρας τρέ­φει μετά τα παιδιά Του, από την γη ακόμη που βρίσκονται, με παραδεισένιες τροφές, και σκιρτάνε αγαλλόμενα –Αναστάσεως ημέρα…-, αφού φυσικά περάσανε την Με­γάλη Τεσσαρακοστή με αγώνες, την Με­γάλη Παρασκευή στον Σταυρό και, αναστηθήκανε Πνευματικά και ζουν πια την Διακαινήσιμο συνέχεια. Δηλαδή δεν εορ­τάζουν μια φορά τον χρόνο Ανάσταση, αλλά συνέχεια Πάσχα, Κυρίου Πάσχα.

Ο Καλός μας ο Θεός την ζωή του ανθρώπου την έκανε πολύ γλυκιά, με την καλή της έννοια, την πνευματική, αλλά μερικοί από μας την κάνουμε κόλαση με τις κακομοιριές μας, που δεν πετάμε από πάνω μας το κο­σμικό φρόνημα, για να τα αντιμετωπίσου­με τα πράγματα πνευματικά. Και τότε την κάνουμε την ζωή μας γλυκιά, με την κακή της έννοια, και δεν θέλουμε να πεθάνουμε ποτέ΄ και όσο περνάνε τα χρόνια μας αυξά­νει και το «αχ» της αγωνίας, και γεμίζει η ψυχή μας από άγχος. Φθάνουμε δηλαδή πολλές φορές, μερικοί ταλαίπωροι άνθρω­ποι, σε τέτοιο σημείο που θέλουμε να κρα­τήσουμε την ψυχή μας μέσα στην εκατό­χρονη εξαντλημένη μας σάρκα με ορό και να λέμε «είναι γλυκιά η ζωή» και να τρέ­μουμε μην πεθάνουμε΄ ενώ για έναν πεθα­μένο κοσμικά και αναστημένο πνευματικά δεν υπάρχει, καθόλου αγωνία, φόβος και άγχος ποτέ, διότι και τον θάνατο τον περι­μένει με χαρά, επειδή θα πάη κοντά στον Χριστό και θα αγάλλεται, και για το ότι ζη πάλι χαίρεται, διότι ζη πάλι κοντά στον Χρι­στό και νιώθει ένα μέρος της χαράς του Πα­ραδείσου επί της γης και διερωτάται εάν υπάρχη ανώτερη στον Παράδεισο από αυτήν που νιώθει στην γη.

Αυτή λοιπόν είναι η γλυκιά ζωή, με την πραγματική της και καλή της έννοια. Πα­ρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί Μο­ναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ’ αυτήν την ζωή είναι μέρος της χαράς τού Παρα­δείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι πε­ρισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούν τους ανθρώ­πους με την προσευχή, να επεμβαίνη ο Θε­ός, και να βοηθιέται ο κόσμος. Μακάριοι αυτοί οι Μοναχοί, και δι’ ευχών τους ας ελεήση κι έμενα ο Θεός, τον ταλαίπωρο δυ­στυχώς ακόμη. Πολύ ήθελα να αξίωνε ο Κα­λός Θεός όλους τους Μοναχούς που ακολουθήσαμε την Αγγελική ζωή, να φθάσουμε στα μέτρα αυτών των Μοναχών και να λέ­με συνέχεια μέρα-νύχτα: «Δόξα τω Θεώ, γιατί ζω, δόξα τω Θεώ, γιατί θα πεθάνω!».

Αυτή είναι η Αγγελική ζωή, την οποία αρχίζουν από την γη ακόμη να την ζουν οι Μοναχοί, ενδυόμενοι το ένα Αγγελικό Σχήμα (είτε νέος είναι είτε νέα), το οποίο Αγγε­λικό Σχήμα μετατρέπει τα δύο φύλα σε δύο Αγγελικά φτερά και ανεβάζει τις ψυχές πο­λύ ψηλά με την αγνή αγάπη, και δεν υπάρ­χει πια σαρκική διάκριση΄ ουκ ένι άρσεν ή θήλυ (Γαλ. 3, 28). Αυτή λοιπόν την ζωή που ζούνε από εδώ οι Μοναχοί, θα ζήσουν και όλοι όσοι θα αξιωθούν τον Παράδεισο, διότι στον Πα­ράδεισο δεν θα παντρεύωνται, αλλά θα είναι όπως οι Άγγελοι΄ έτσι είπε ο Χριστός μας στους Σαδουκαίους (Βλ. Ματθ. 22, 30). Γι’ αυτό εμείς οι Μο­ναχοί θα πρέπη μέρα-νύχτα να ευχαριστούμε και να δοξολογούμε τον Θεό για την μεγά­λη αυτή τιμή που μας έκανε, να μας καλέση στο Αγγελικό Του Τάγμα, και μας δί­δονται όλες οι πνευματικές δυνατότητες, για να αγγελοποιηθούμε από την γη.

Έχε τα όλα αυτά υπόψη σου, αδελφέ μου αρχάριε, και προσπάθησε να πετύχης το πο­θούμενο΄ μια που ξεκίνησες καλά, πρόσεξέ τα όλα όσα ανέφερα, για να καταλήξης και καλά. Εκτός λοιπόν από τον νέο που θα πρέ­πη να χρωστάη αυτήν την μεγάλη ευγνω­μοσύνη στον Θεό, που του έκανε την μεγά­λη αυτή τιμή, που ανέφερα, για το Αγγε­λικό Τάγμα, καλά ήταν να μπορούσαν και όλοι οι γονείς των νέων αυτών να καταλα­βαίνανε την μεγάλη τιμή που τους έκανε ο Θεός, που καταδέχτηκε να κάνη μαζί τους συμπεθεριά.

(Από το βιβλίο του «Επιστολές», εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεο­λόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, Α’ έκδ. 1994, σσ. 44-46.)

(Πηγή: «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ» τ. 63)
[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]