Από το Συναξάρι – Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης

4 Φεβρουαρίου

Ο όσιος Ισίδωρος γεννήθηκε περί το 360. Ήταν γόνος ευγενούς και επιφανούς οικογενείας της Αλεξανδρείας η οποία είχε συγγενικούς δεσμούς με τον πατριάρχη Θεόφιλο και τον ανηψιό του Κύριλλο (9 Ιουν.). Έλαβε λαμπρή μόρφωση, τόσο θύραθεν όσο και θεολογική, στις σχολές του περιφανούς αυτού κέντρου της αρχαίας σοφίας, και με ζήλο αφοσιώθηκε στην διδασκαλία των προγενεστέρων Πατέρων της Εκκλησίας, ιδιαίτερα δε του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του οποίου και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μαθητές. Δίδαξε κατ’ αρχήν, για κάποιο διάστημα, την ρητορική, ανατολικά του Δέλτα του Νείλου• όμως η αγάπη του για τον Θεό τον έκανε σύντομα να απαρνηθεί τα μάταια θέλγητρα του πρόσκαιρου αυτού βίου και ο Ισίδωρος αποσύρθηκε στην έρημο της Νιτρίας. Μετά ένα χρόνο ασκητικής βιοτής, η έγνοια του για την πνευματική οικοδομή της Εκκλησίας τον έπεισε να επιστρέψει στο Πηλούσιο (σημ. Πόρτ-Σάιντ στην Αίγυπτο), όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Αμμώνιο, ο οποίος του εμπιστεύθηκε καθήκοντα διδαχής πιστών και κατηχουμένων. Το ρητορικό του χάρισμα και η βαθειά γνώση της Αγίας Γραφής την οποία απέκτησε στην ησυχία, τον κατέστησαν περίφημο διδάσκαλο σε ολόκληρη την Αίγυπτο και πολλοί Εβραίοι και εθνικοί ακούγοντας το κήρυγμά του ασπάσθηκαν την πίστη του Χριστού. Το 413, όμως, κάποιος Ευσέβιος εξελέγη νέος επίσκοπος Πηλουσίου (413) και άσκησε τέτοια πίεση στην Εκκλησία, ώστε ο Ισίδωρος αποφάσισε να «φύγει» πάλι προς την έρημο. Αποσύρθηκε, λοιπόν, σε μονή κοντά στο Αφναίο, όπου έζησε ως έγκλειστος μέχρι την κοίμησή του. Φορούσε μόνο ένα σκληρό τρίχινο ένδυμα και ζούσε, κατά το παράδειγμα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, με άγρια χόρτα και φύλλα.

Υπόδειγμα και φωστήρας τηλαυγής της αρετής και της σοφίας, ο άγιος Ισίδωρος επί πολλά χρόνια δίδαξε με αυθεντία, δίχως να πτοηθεί από τις διώξεις και να φοβηθεί το μίσος των ανθρώπων με σαρκικό φρόνημα, διά μέσου αναρίθμητων σύντομων και βαθυστόχαστων επιστολών, από τις οποίες σώζονται περισσότερες από δύο χιλιάδες.

Απαντώντας στους διαφόρους επιστολογράφους, με πνευματική διεισδυτικότητα έδινε απαντήσεις για δυσνόητα χωρία της Αγίας Γραφής, αντέκρουε τις εσφαλμένες ερμηνείες των Εβραίων, ανέπτυσσε με σαφήνεια το μυστήριο της Αγίας Τριάδος και της Ενσαρκώσεως του Κυρίου, αποστομώνοντας έτσι τους αιρετικούς: αρειανούς, νεστοριανούς, σαβελιανούς και άλλους σπορείς διχογνωμιών. Σε τόνους λυρικούς έπλεκε εγκώμια της ιερωσύνης και έψεγε επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους και μοναχούς που έδειχναν διαγωγή ανάξια της κλήσεώς τους. Δίχως να υπολογίζει την πολιτική εξουσία, επιτιμούσε εξίσου δημοτικούς άρχοντες, διοικητές, ακόμη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408-450), υπενθυμίζοντας το χρέος τους έναντι του λαού του Θεού και της Εκκλησίας. Παντού και πάντοτε κατεδίωκε την αμαρτία, ενέπνεε την αγάπη για την δικαιοσύνη και την αρετή, έκρινε και έδινε λύσεις στα πράγματα του κόσμου, παραμένοντας, ωστόσο, εκτός κόσμου.

Όταν ο άγιος Κύριλλος, που είχε γίνει αρχιεπίσκοπος, παρασύρθηκε από τον θείο του, τον υπερβολικά παράφορο Θεόφιλο, και αρνήθηκε να μνημονεύσει το όνομα του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στα δίπτυχα κατά την θεία Λειτουργία, ο άγιος Ισίδωρος του έγραψε υπενθυμίζοντάς του σε έντονο ύφος ότι ο ίδιος ο Κύριος μας εδίδαξε να μη δίνουμε βάση στις προκαταλήψεις μας και στις φήμες προκειμένου να εκφέρουμε δίκαιη κρίση. Μετά την επιστολή αυτή και μια θεία αποκάλυψη, ο άγιος Κύριλλος ταπεινά άλλαξε στάση, και όχι μόνο αποκατέστησε το όνομα του αγίου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως στα δίπτυχα, αλλά κατέστη ένας από τους πιο ένθερμους υπέρμαχους της τιμής του. Λίγα χρόνια αργότερα (433), διαπιστώνοντας ότι ο άγιος Κύριλλος ήταν υπερβολικά οξύς στην διαμάχη του με τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Ιωάννη, μετά την καταδίκη του Νεστορίου από την Σύνοδο της Εφέσου, ο άγιος Ισίδωρος του έγραψε πάλι με την παραίνεση να κάνει λογικές παραχωρήσεις προς όφελος της ειρήνης, λέγοντας: «Σαν πατέρας σου, μιας και έχεις την καλοσύνη να με αποκαλείς έτσι, ή μάλλον σαν υιός σου, σε εξορκίζω να βάλλεις τέλος στην διχοστασία αυτή. Μη μεταθέτεις λοιπόν την υπεράσπισή σου έναντι της προσβολής που δέχθηκες από τους θνητούς, στην ζώσα Εκκλησία, κληροδοτώντας της με τον τρόπο αυτό αιώνια διχόνοια με το πρόσχημα της ευσεβείας».

Η αυθεντία αυτή, ανάλογη με τον ζήλο των παλαιών Προφητών, την οποία δέχονταν άνθρωποι του Θεού, όπως ο άγιος Κύριλλος, επέσυρε, ωστόσο, εναντίον του πολλές διώξεις. Ο άγιος Ισίδωρος, όμως, παρέμεινε ατάραχος εν μέσω των δυσκολιών, όπως και απέναντι στα μεγάλα προβλήματα  που κλυδώνιζαν την εποχή εκείνη την Εκκλησία, διότι είχε την πεποίθηση ότι με την θλίψη και τον σταυρό κερδίζουμε την αιώνια ζωή και η Εκκλησία προετοιμάζει την μελλοντική της δόξα. Με αυτό το φρόνημα υποδέχθηκε τον θάνατο, ως ελευθερωτή και επιβράβευση των μακροχρόνιων αγώνων του (μεταξύ 435 και 440).

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)

(Πηγή ηλ. κειμένου: mkka.blogspot.com)
[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]