Όπως και αν την ορίσουμε, η έννοια τής ελευθερίας έχει πάντοτε στο κέντρο της τη δυνατότητα της επιλογής. Όταν είναι εφικτό να επιλέγει κάποιος εκείνο που επιθυμεί, ανεξάρτητα από το τι είναι, μπορούμε να πούμε ότι ενεργεί ελεύθερα, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζει ορισμένους κανόνες σχετικούς με την ωφέλεια τής κοινότητας στην οποία ανήκει. Ωστόσο, το ότι τον ελκύει ένα πράγμα, ένα πρόσωπο ή μία κατάσταση δεν σημαίνει και ότι η κίνησή του προς αυτά είναι οπωσδήποτε απόρροια μιας συνειδητής εκτίμησης. Είναι πιθανόν η προτίμησή του να εκδηλώνεται παρορμητικά ή με ανακλαστικό τρόπο ή να έχει τον χαρακτήρα μιας βεβιασμένης αντίδρασης απέναντι σε εσωτερικές αμφιβολίες: «Για να πάψω να μετεωρίζομαι ας διαλέξω κάτι, ό,τι και αν είναι. Καλύτερα να σταματώ απότομα μία αμφιταλάντευση από το να προσπαθώ να την επεξεργασθώ λογικά». Έτσι, ίσως φανεί πως με μία πράξη του κάποιος ρίχνει άγκυρα σε ένα λιμάνι, ενώ στην πραγματικότητα δεν ρίχνεται παρά σε μία ακόμη θαλασσοταραχή. Με δύο λόγια, οι πραγματικές επιλογές προϋποθέτουν τον πλοηγό που τον λέμε σκέψη. Και όταν λείπει η σκέψη, αρχίζει μία περιπλάνηση νοητική και πρακτική που, όσο κι αν μοιάζει κάποιες στιγμές με ελεύθερη κίνηση, δεν αξίζει ένα τέτοιο όνομα.
Στον καιρό μας η αποδυνάμωση γενικώτερα της σκέψης ως οδηγού τής πράξης συνιστά ένα από τα βαθύτερα προβλήματα και ένα από αυτά που πιο δύσκολα ομολογείται. Διαβάστε περισσότερα »