Ὁ Κωστάκης περιεργάζεται, κάπως σκεπτικός, τὴν ὁλοκαίνουρια σάκα του. Τοῦ τὴν εἶχε φέρει τὸ πρωὶ ὁ πατέρας του, ὅταν πέρασε βιαστικὸς ἀπὸ τὸ σπίτι καί, ὄρθιος στὸ κατώφλι τῆς πόρτας, τὸν φίλησε καὶ τοῦ εὐχήθηκε:
– «Καλὴ ἀρχὴ παιδί μου στὸ Μεγάλο Σχολεῖο».
Ὁ Κωστάκης, ποὺ μὲ λαχτάρα περιμένει νὰ ὀνομαστεῖ ἀπὸ μεθαύριο «Μαθητὴς τῆς Πρώτης Δημοτικοῦ», ἀνοιγοκλείνει τὶς διάφορες θῆκες. Εἶναι ἐξοπλισμένες μὲ πολλὰ σύνεργα γιὰ γράψιμο καὶ ζωγραφική, ἀλλὰ καί, κάπου ἐκεῖ, ἀνακαλύπτει κι ἕνα ἀστραφτερὸ κινητὸ τηλέφωνο. Ὁ Κωστάκης χαμογελάει μὲ χαρά, ἀφοῦ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε ζητήσει ἐπίμονα ἀπὸ τὸν πατέρα του κι ἐκεῖνος κράτησε τὴν ὑπόσχεσή του.
Χωρὶς νὰ καθυστερήσει οὔτε λεπτό, προσπαθεῖ νὰ τὸ βάλει σὲ λειτουργία – ὅπως εἶχε ἤδη μάθει ἀπὸ τὴ μητέρα του ποὺ εἶχε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο – καὶ μὲ φανερὴ ἱκανοποίηση διαπιστώνει ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ἀμέσως. Σχηματίζει τὸν ἀριθμὸ τοῦ πατέρα του καί, μόλις ἀκούει τὴ φωνή του, ἀρχίζει νὰ τοῦ μιλάει σχεδὸν λαχανιαστά. Ἀκολουθεῖ ὁ πιὸ κάτω διάλογος : Διαβάστε περισσότερα »