γηροκόμηση

Ο μισθός από την γηροκόμηση (Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης)

Πῶς κατήντησε ὁ κόσμος! Καὶ στὰ Φάρασα καὶ στὴν Ἤπειρο γηροκομοῦσαν ἀκόμη καὶ τὰ ζῶα. Καλὰ τὰ μουλάρια, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ζῶα ποὺ τὸ κρέας τους τρωγόταν δὲν τὰ ἔσφαζαν. Τὰ γέρικα βόδια λ.χ. μὲ τὰ ὁποῖα ὄργωναν, τὰ σέβονταν, τὰ περιποιοῦνταν, τὰ γηροκομοῦσαν, γιατὶ ἔλεγαν: «Φάγαμε ψωμὶ ἀπὸ αὐτά». Δηλαδὴ τὰ ζῶα ποὺ ἦταν ἐργατικὰ καὶ δούλευαν στὸ χωράφι εἶχαν καὶ καλὰ γεράματα. Καὶ τότε οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν τὰ μέσα ποὺ ἔχουν σήμερα. Ἔπρεπε μὲ τὸν χειρόμυλο νὰ ἀλέθουν τὸ ρόβι, νὰ τὸ κάνουν ψιλό, γιὰ νὰ μπορῆ τὸ καημένο τὸ γέρικο βόδι νὰ τὸ φάη. Ὁ σημερινὸς ὅμως κόσμος ξέφυγε· ἀνθρώπους δὲν γηροκομοῦν, ποῦ νὰ γηροκομήσουν τὰ ζῶα!

Ἐγὼ ποτὲ στὴν ζωή μου δὲν αἰσθάνθηκα τόσο καλά, ὅσο ἐκεῖνες τὶς λίγες μέρες ποὺ μοῦ εἶπαν νὰ γηροκομήσω ἕναν Γέροντα. Ἡ γηροκόμηση ἔχει μεγάλο μισθό. Θυμᾶμαι ποὺ ἔλεγαν καὶ γιὰ ἕναν δόκιμο στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ εἶχε φοβερὸ δαιμόνιο καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ γηροκομήση ἕξι γεροντάκια στὸ γηροκομεῖο τῆς Μονῆς. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν δύσκολα· δὲν εἶχαν εὐκολίες. Φορτωνόταν ὁ καημένος τὰ ροῦχα στὴν πλάτη του μὲ ἕνα ξύλο καὶ τὰ πήγαινε μακριὰ σὲ μιὰ γούρνα, γιὰ νὰ τὰ πλύνη, ἔβαζε ἀλισίβα… Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο καὶ ἔγινε μοναχός. Γιατί, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ ἴδιος γινόταν θυσία, ἀλλὰ καὶ τὰ γεροντάκια τοῦ ἔδιναν εὐχές.

Διαβάστε περισσότερα »