ΑΝΤΙΛΟΓΙΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΥΝΑΦΕΙΑΝ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ (αγιορείτου μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου)

O μακαριστός φίλος μου και με σημεία αγίου κοιμηθείς εν Κυρίω, ο πολλάκις χαριτολογώντας κατά τις διδαχές του, όσιος Παΐσιος, έλεγε δίκην ευχής: «Ου μπλέξης». Θυμή­θηκα επικαίρως τον λόγον του, α­ναλογισθείς ότι απρόβλεπτα «έμ­πλεξα» με το θέμα των Ολυμπια­κών Αγώνων και σχεδόν περιήλθα σε μιαν άχαριν αντιλογίαν, όχι με κάποιον μοναχόν ή λαϊκόν, αλλά με Επισκόπους, αν όχι με την διοικούσαν και ποιμαίνουσαν εν Ελλά­δι Εκκλησίαν ολόκληρον!
Ο Κύριος γνωρίζει ότι, από καλήν διάθεση και με υιϊκόν σεβασμόν, υπέδειξα στον παλαιόν μου φίλον και ήδη ποιμένα της γενέτει­ρας πατρίδος μου Σεβ. Μητροπολίτην Ναυπάκτου κ. Ιερόθεον, (πρόεδρον της Επιτροπής για τους Ολυμπιακούς Αγώνες), ότι, κατόπιν αποκαλύψεως των όσων συμβαί­νουν ατόπων στις Ολυμπιάδες, κα­λόν είναι, η ποιμαίνουσα Εκκλησία να αναθεωρήση την στάση της. Προς τον σκοπόν αυτόν εδημοσίευσα στον «Ο.Τ.», το υπό τον τίτλον «Ορθοδοξία και Ολυμπιακοί» στο φύλλον της 15.11.02. Για να κα­λυφθώ δε από ενδεχόμενες υποψίες ότι είμαι αλόγως αντι-Ολυμπιακός, έστειλα δεύτερον άρθρον, πάλιν στον «Ο.Τ.», που ήτο ένα μα­κρόν Σχόλιόν μου, που είχα δημο­σιεύσει στο Περιοδικόν «Αθωνικοί Διάλογοι» προ 25ετίας. Το Σχόλιον ανεφέρετο στην απονομήν του Νόμπελ στον μακαρίτην ποιητήν Οδυσσέα Ελύτην. Εκφράζοντας έτσι την απορίαν μου και την λύπην μου, όχι βέβαια δια την βράβευση του Έλληνος ποιητού. Αλλά λυπόμουνα για τους αλαλαγμούς και τους επαίνους υπό θεολόγων, υπό των Θεολογικών Σχολών και υπό αξιωματούχων της Εκκλησίας, για μια ποίηση νεκράν, άζωον, άσχετη προς την Ορθοδοξίαν και για ένα δυστυχή και αλύτρωτον ποιητήν, που δεν αναγεννήθηκε από την χά­ριν του Χριστού, όπως προέκυπτε από τον παγανισμόν του.
Στην ενότητα αυτήν, για να ολο­κληρώσω κάπως την προσπάθειάν μου, υποδεικνύοντας στους Χρι­στιανούς, ότι η Ορθοδοξία αγνοεί όλες αυτές τις «ευγενείς» άμιλλες — που δεν στοχεύουν στην σωτηρίαν της ψυχής, δια της αγάπης του Χριστού και των ανθρώπων — και ότι μόνον ένα αγώνα γνωρίζει τον παραδοσιακόν, τον πνευματικόν, όπως τον βίωσαν όλοι οι Άγιοι. Διο και παράθεσα την εποπτικήν απόδοση της «Κλίμακος του Αγ. Ιωάν­νου του Σιναίτου», όπως είναι στην Τράπεζαν της Ι. Μονής του Αγ. Διο­νυσίου Αγ. Όρους. Ώστε, βλέπον­τας κανείς την αγωνιώδη προσπά­θειαν αναβάσεως των Μοναχών και κατ’ επέκταση των εν κόσμω χριστι­ανών, να μορφώση ορθήν αντίληψη περί του χριστιανικού αγώνος.
Εν τω μεταξύ δε χρόνω έγραψα σχετικώς προς τον Σεβ. Μητροπολίτην Ναυπάκτου κ. Ιερόθεον, όπως, υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρου της Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων, καταβάλη κάθε προσπά­θεια και αναθεωρηθή η απόφαση της Εκκλησίας, κατόπιν των όσων άτοπων συμβαίνουν στους αγώνες αυτούς, αλλά και διότι, κατά βάθος, δεν ωφελούν, αλλά μάλλον βλά­πτουν τους χριστιανούς, όπως όλα τα κοσμικά αθλήματα.
Ο Σεβ. Επίσκοπος, με την διακρίνουσαν αυτόν ευγένειαν και δια­κριτικότητα, μου απάντησε δια 4σέλιδης επιστολής, στην οποίαν παρατάσσει ένα μεγάλον αριθμόν επιχει­ρημάτων, που τα επικεντρώνει στην ποιμαντικήν αναγκαιότητα. Την διά­βασα με προσοχήν, αλλά δεν επείσθην. Φοβούμενος, όμως, μήπως λανθανόντως τελώ υπό την επίδρα­ση εμμόνων ιδεών, αλλά και για ν’ αναπαύσω την συνείδησή μου, εσκέφθην τον άγιον και σοφόν Πνευ­ματικόν, που απάντησε και σε προηγούμενον αίτημά μου. Διο και απέ­στειλα την επιστολήν του Μητρο­πολίτου με την παράκληση να έχω την βαρύνουσαν γνώμην του, ζητήσας συγχώρηση για την ενόχληση. Και ιδού η τόσον διαφωτιστική και πατερικοτάτη απάντησή του:
«Σεβαστέ και αγαπητέ μου εν Χρι­στώ αδελφέ Θεόκλητε. Χαίρε εν Κυρίω. Διάβασα με πολλήν προσο­χήν την μακράν επιστολήν του αγίου Ναυπάκτου, ον εγνώρισα στην Α­θήνα, ως σεμνόν, φιλόπονον, πολυμαθή και πολυγραφώτατο νέον Επίσκοπον. Τα επιχειρήματά του, βέβαια, δεν πείθουν, από απόψεως πνευματικής ορθοδόξου παραδό­σεως. Φαίνεται, μάλλον διαφαίνεται μία αντίληψη εσφαλμένης ποιμαν­τικής, που εφήρμοσεν ο παπισμός, κατά την οποίαν οφείλει η Εκκλησία να εισέρχεται σε χώρους μη εκκλη­σιαστικούς, ιεραποστολικώς, για να εισαγάγη τους αδιάφορους και «α­μαρτωλούς» στην ποίμνην. Κατόπιν, όμως, της διαπιστώσεως ότι, οι ιεραποστολικώς δρώντες ιερείς, αντί να σώσουν άλλους, εχάνοντο και οι ίδιοι, η μέθοδος εγκατελείφθη. (Το πείραμα εφηρμόσθη προ ετών).
Πάντως, μη δυνάμενος άλλως να ερμηνεύσω τόσον την σκέψη του Μακαριωτάτου, όσον και του αγίου Ναυπάκτου, με πολλήν επιφύλαξη καταλήγω σ’ αυτό το συμπέρασμα. Αλλά το πρόβλημα, π. Θεόκλητε, γίνεται πιο δύσκολον, όταν μας πληροφορεί ο Σεβ. Ιερόθεος, ότι, αναγνώσας την σχετικήν εισήγησή του ενώπιον της Ιεραρχίας, ουδείς των Επισκόπων έφερεν αντίρρηση. Οπότε, φρονώ ότι αιωρείται μέγα ερώτημα!… Αλλά, παρακάμπτον­τας αυτό, διαπιστώνω, ότι ο Σεβ. Ναυπάκτου δεν κατενόησε πλήρως το γιατί αντιτιθέμεθα στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αν κρίνω από την επίκληση των απόψεων, επί της γυμναστικής του σώματος, του Αγίου Νεκταρίου και Σωφρονίου του Έσσεξ. Αλλά ποιος είπεν ότι «η γυμνασία του σώματος» δεν είναι ωφέλιμος ολίγον, ως λέγει ο Παύ­λος; Είναι αποδεκτή, όταν με σύνε­ση και μέτρο εφαρμόζεται και κυ­ρίως στην νεανικήν ηλικίαν, όπως γίνεται επί 12 έτη στα Σχολεία, ολί­γον κατ’ ιδίαν στο σπίτι, αλλά και στις Κατασκηνώσεις. Και αυτά, με σεμνότητα, χωρίς αμετρίες και αντα­γωνισμούς, ουδόλως απάδουν στο ήθος του ορθοδόξου χριστιανού, που όμως, γνωρίζει, όχι μόνον ότι, «η ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμός εστιν», αλλά και ότι, ο σκοπός της ζωής μας είναι η άσκηση των αρε­τών, η αγάπη προς τον Χριστόν και τους ανθρώπους, η κτήση του Αγί­ου Πνεύματος και η θέωσή μας δι’ αλείπτου προσευχής.
Αντιθέτως, οι Ολυμπιακοί Αγώ­νες με το πένταθλον, ενώ προχριστιανικώς είχον λογικήν βάση, διό­τι εγύμναζαν τα σώματα για πολε­μικούς σκοπούς, καταστάντες ε­θνικά ιδανικά, στεφανουμένων των πρωτευόντων, τώρα, στα χριστιανικά έθνη, αλλά και στα αλλόθρη­σκα, ο λόγος της πολεμικής αναγ­καιότητας εξέλιπεν, επομένως και η λογική βάση τους. Τότε γιατί επι­βιώνουν; Δεν επιβιώνουν, άλλα προ ολίγων χρόνων βρέθηκε κά­ποιος λάτρης της αρχαίας Ελλά­δος και τα ανέστησε από την επί αιώνας νεκρότητά τους. Και τα έντυσε έτσι ώστε, οι σκοτισμένοι άνθρωποι όλων των εθνών, που τί­ποτε δεν τους ωφέλησεν ο Χριστιανισμός, να γοητεύονται, αλλά και να ευρίσκουν ικανοποίηση οι νικώντες αθλούμενοι, οι δε θεατές να «σκοτώνουν» τον χρόνον των, για να λυτρώνονται από το μαρτυρικόν κενόν τους και την δαιμονικήν τους ακηδίαν.
Αλλά το θέμα εστιάζεται, π. Θε­όκλητε, στο ερώτημα: Γιατί, άν­δρες πιστοί, αξιωματούχοι της Εκ­κλησίας, δεν δύνανται να συλλά­βουν την νεκράν ουσίαν των Ο­λυμπιακών Αγώνων και την προκύπτουσαν βλάβην των χριστιανών; Αντιθέτως μάλιστα, να τους υπο­δέχονται και να συνιστούν στο πλήρωμα της Εκκλησίας, δι’ Εγκυ­κλίου αναγνωσθείσης, κατά την φρικτήν ώραν της Θ. Ευχαριστίας, όπως εθελοντικώς βοηθήσουν για την επιτυχίαν τους, που όταν το έμαθα «αθυμία κατέσχε με».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι προσεγγί­ζουν «με το μυαλό» το θέμα, όπως συνήθως έλεγεν ο όσιος Παΐσιος και όχι με την πνευματικήν αίσθη­ση. Μία των ψυχικών ιδιοτήτων, την αίσθηση, η οποία, όσον μένει έρη­μη της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, γεύεται τα πάντα εσφαλμέ­νως. Και μόνον όταν καθαρθή η ψυχή και πνευματοποιηθή η αίσθη­ση αποβαίνει απλανές γνωστικόν όργανον, που είχαν οι Άγιοι, διό και συμφωνούσαν. Άλλωστε, σεις τα γνωρίζετε από τις εργασίες σας, π. Θεόκλητε, επάνω στους Νηπτικούς Πατέρες, αλλά ελπίζω και από την πολυχρόνιον πείραν σας.
Εάν θα προσέξετε, θα διαπιστώ­σετε ότι, η διαφορετική όραση, των ιδίων πραγμάτων από τους πι­στούς, οφείλεται ακριβώς στον γνωστικόν αυτόν ψυχικόν παρά­γοντα, την αίσθηση, η οποία, ανα­λόγως της ποιότητός της, επηρεάζουσα το λογιστικόν, παράγει και αναπαράγει ανάλογα ινδάλματα, ιδέες και θεωρίες. Οπότε, η δι’ επι­χειρημάτων λογικών προσπάθεια να πείσης ματαιούται μαζί με τα λόγια σου, και έτσι παρατηρείται πο­λυφωνία και πολυγλωσσία.
Κατόπιν τούτου, αδελφέ ευλο­γημένε π. Θεόκλητε, δεν έχω να προσθέσω άλλο τι, πλην της προ­σευχής μου να φωτίση ο Κύριος τους Ποιμένες της Εκκλησίας και να συστήσω ταπεινώς όπως οικειωθούν την ταπείνωση του εξαδέλ­φου του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου Επισκόπου Ευρίπου και κατόπιν Ιωαννίνων Ιεροθέου, ζητούντος «συμβουλίας» και προσευχομένου με τον Παλαμικόν τύ­πον: «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος» και πρώτα να φωτίση το βαθύτατον ιδικόν μου. Αμήν. Ο φίλος σου…»

Τι να προσθέσω στα σοφά λόγια του σεβασμίου Πνευματικού, παρά μόνον το φως Του το αίδιον, που φανερώθηκε στο Θαβώρ, να καταλάμψη στις εσκοτισμένες ψυχές μας, οπότε, θα μάθωμε την πάσαν αλήθειαν και το άγιον θέλημά Του.

μοναχος Θεόκλητος Διονυσιάτης
Άγιον Όρος

Υ.Γ.Σχόλιον: 1. Ο άγιος Πνευμα­τικός, θέλοντας να ερμηνεύση την απαράδεκτον ανάμιξη της Εκκλη­σίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, διαβλέπει με κάποιαν επιφύλαξη τάσεις μιμήσεως αποτυχούσης πα­πικής ποιμαντικής.
2. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η σιωπή πάντων των Επισκόπων, που άκουσαν την Εισήγηση του αγίου Ναυπάκτου, οφείλετο πιθανόν σε έλλειψη πνευματικής αισθήσεως ή σε ποικίλους λόγους ή σε επιφυλάξεις.
3. Διακρίνει την σύμμετρον, σεμνήν σωματικήν γυμνασίαν, υπό της νεότητας, από τον εκφυλισθέντα πρωταθλητισμόν, ως μη έ­χοντα λόγον υπάρξεως και ως διαφθείροντα τις ψυχές των αθλου­μένων και θεατών. (Αλλά και πλή­ρης γυμνάσια είναι οι γονυκλισίες, που έκανε «από ενού χρόνου» μέ­χρι γήρατος ο στρατηγός Μακρυ­γιάννης). Είναι αυτονόητον ότι α­πορρίπτονται και όλα τα καταλύοντα την προσευχήν θεάματα.
4. Ο Πνευματικός μίαν άθληση αληθινήν και ωφέλιμον αποδέχε­ται· την άθληση την πνευματικήν, χάριν της αιωνίου ζωής.
5. Θεωρεί ξένους από τους Ορθοδόξους τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ως οδηγούντας σε ψυχικόν θάνατον τους αθλητάς και σε ψυχικήν ζημίαν τους χάσκοντας θεατάς, διαστρεφομένων των ψυ­χικών των δυνάμεων και μη δυνα­μένων να προσευχηθούν και ν’ αγαπήσουν τον Θεόν.
6. Εξαίρει, ο Πνευματικός, την σημασίαν της πνευματικής αισθή­σεως, ως αλάθητου γνωσιολογικού οργάνου, που είχαν οι Άγιοι.
Θα προσέθετα ότι ασχέτως αν παρετηρήθησαν τάσεις εξογκώσεως της ακολασίας μεταξύ αθλη­τών, όμως, υπάρχει πλήθος μαρ­τυριών, που βεβαιώνουν για εκτε­ταμένες ασέλγειες, που προκα­λούν τα αναβολικά και οιστρογόνα και ότι, οι αθλήτριες, κατά κανόνα, εισέρχονται στον στίβον εν καταστάσει εγκυμοσύνης, η οποία αυ­ξάνει τις επιδόσεις. Οι δε εκτρώ­σεις ακολουθούν.

Πάντως, εάν θέλη, η Ιεραρχία της Εκκλησίας να μη «κοινωνήση αλλοτρίαις αμαρτίαις», θα πρέπει το ταχύτερον ν’ απεμπλακή από τους διαβλητούς Ολυμπ. Αγώνες, αναγνωρίζουσα ότι ηπατήθη, ως μη αλάθητος σε θέματα, που δεν άπτονται της Ορθοδόξου δογμα­τικής και πνευματικής διδασκαλίας. Ταύτα με πολύν σεβασμόν και από τον φόβον να μη βλαβή το κύρος της Εκκλησίας και βλασφημείται το Πανάγιον Όνομα του Χριστού.

θ.μ.δ. (Πηγή: "Ορθόδοξος Τύπος")

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]