Περί της θεωρίας της δι’ εξελίξεως καταγωγής του ανθρώπου (Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης)

Ως γνωστόν η θεωρία αυτή (όντως θεωρία, υπόθεσις και όχι αποδεδειγμένο συμπέρασμα) έχει υποστεί από της εμφανίσε­ώς της μέχρι σήμερα άπειρες αναθεωρήσεις. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να γίνη ανεκτόν είναι το γεγονός ότι αρκετές φορές υπερβαίνοντας τα όριά της -και με όχι τίμια μέσα- προσπάθησε να περιβληθή τον τίτλο αποδεδειγμένης αρχής, και ως τοιαύτη -τό και χειρότερον- να γίνη υλικόν εκμεταλλεύσε­ως και όπλον στα χέρια αθέων και υλιστών, για να πολεμή­σουν την σχετική αγιογραφική διδασκαλία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, εξ αφορμής κάποιων ευρημάτων, αλλά και λόγω συμπληρώσεως εκατονταετίας από τον θάνατον του Καρόλου Δαρβίνου (1882), του πρώτου συστηματικού υποστηρικτού της, επανήλθε στο προσκήνιο και στην δημοσιότητα. Στον Ελλαδικό χώρο την προπαγάνδιζε δυστυχώς κά­ποιος κληρικός, ο οποίος, ούτε λίγο ούτε πολύ, έφθανε να υποστηρίζη την εκ του πιθήκου δι’ εξελίξεως καταγωγήν του ανθρώπου! Προσπάθησε μάλιστα, δια να αποφύγη τις απο­δοκιμασίες των πιστών και την ενδεχομένην επίπληξιν ή και καταδίκην του από την Εκκλησίαν, με (παρ)ερμηνευτικά τε­χνάσματα να συμβιβάση τις πεποιθήσεις του με την διήγησιν της Παλαιάς Διαθήκης. Ο μακαριστός Γέροντας Παϊσιος πόνεσε πολύ με το ολί­σθημά του, αλλά και διότι, λόγω της ιδιότητός του και της σοφιστικής ικανότητός του, κινδύνευαν να οδηγηθούν εις την πλάνην αστήρικτες ψυχές. Αντέδρασε απαντώντας και ανα­σκευάζοντας τις παρερμηνείες, αλλά και προτρέποντας και άλλους αρμοδίους -κληρικούς, θεολόγους- να λάβουν θέσιν, ώστε να προφυλαχθούν οι πιστοί. Είχε μάλιστα και σε φω­τοτυπίες συγκεντρωμένα κατάλληλα αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη ή από σχετικές Πατερικές ερμηνείες και τα έδιδε στους προσερχομένους δια να υποβοηθούνται και να μην παρασύρωνται. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο εν λόγω κλη­ρικός παρέμενε αμετανόητος, χρησιμοποίησε πολύ αυστηρή γλώσσα και προειδοποίησε ότι, αν συνεχίση, θα δεχθεί την παιδαγωγική επέμβασιν του Θεού. Ακολούθως θα παρατεθούν ενδεικτικώς λίγες περιπτώσεις που διασώσαμε στην μνήμη μας, για να φανή πιο συγκεκρι­μένα η στάσις του Γέροντος.

α. Πήγε να συνεορτάση την νύκτα της Αναστάσεως (μάλλον το έτος 1983 ή 1984) με γνωστούς του πατέρες σε κελλί που πανηγύριζε. Πριν αρχίση η ανάγνωσις των Πράξεων των Απο­στόλων, ανεφέρθη εκτενώς και με έντονο τρόπο στο εν λόγω θέμα, που ήτο τότε πρόσφατον. Υπογράμμισε ιδιαιτέρως το εξής ευστοχώτατον δια την περίστασιν απόσπασμα από την προ διημέρου αναγνωσθείσα, κατά την Θείαν Λειτουργίαν της μεγάλης Πέμπτης, περικοπήν εκ του βιβλίου του Ιώβ, το οποίον, παρά την επικαιρότητά του, είχε διαφύγει της προσοχής όλων των παρευρισκομένων: «η συ λαβών γην πηλόν έπλασας ζώον και λαλητόν αυτόν έθου επί γης;» (Ιώβ, λη’, 14). Τόνισε κυρίως τα εξής δύο σημεία, «γην πηλόν» και «ζώον… αυτόν» (αρσενικού γένους), δια των οποίων σαφέστατα εμφαίνεται η απ’ ευθείας εκ «γης πηλού» δημιουργία του ανθρώπου.

β. Του μετεφέρθη από κάποιον το ακόλουθο προβαλλόμε­νο σοφιστικό επιχείρημα:

– Η εκ του πιθήκου προέλευσις του ανθρώπου δεν αντι­τίθεται στην διήγησιν της Γενέσεως, αφού μπορούμε στο σχε­τικό χωρίον «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν από της γης» (Γεν. β’, 7) να εννοήσωμεν ότι ο «χους από της γης», που εχρησιμοποίησεν ο Θεός δια την πλάσιν του ανθρώπου, ήτο ο πίθηκος (!) Και ο Γέροντας απάντησε αμέσως, αποστομωτικά και με ιερή αγανάκτησιν με τα εξής τρία επιχειρήματα:

(1) – Δεν είχε ανάγκη ο Θεός από ανταλλακτικά!

(2) – Αλλωστε ο τρόπος δημιουργίας του ανθρώπου -«ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν…» (Γεν. α’, 26) και «έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον» (Γεν. β’, 7)- δια­φέρει κατά πολύ από τον τρόπον δημιουργίας των ζώων -«Και είπεν ο Θεός· εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά… εξαγαγέτω η γη… τετράποδα…» (Γεν. α’, 20-25)- και η διαφορά αυτή δείχνει την ιδιαίτερη μέριμνα του Θεού για το πλάσμα Του (τον άνθρωπον).

(3) – Ο Λόγος του Θεού, όταν σαρκώθηκε, έλαβε σάρκα ανθρώπου και όχι σάρκα πιθήκου!!!

Πέραν τούτων, ο Γέροντας, προορώντας και τις επιπτώσεις από την αποδοχήν του ανωτέρω πονηρού σοφίσματος, λίγες ημέρες μετά από αυτήν την συζήτησιν, εν ιερά αγανακτήσει επεξήγησε σε δύο Πατέρες:

«Τώρα στην αρχή, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, λένε: “Δεν αρνούμαστε τον Θεό, ούτε την Αγία Γραφή. Απλά, για να μην φαίνεται ότι πάμε αντίθετα σε όσα λένε μεγάλοι επιστή­μονες, παίρνουμε συμβολικά τον ‘χουν’ και λέμε ότι ο Θεός πήρε πίθηκο για σώμα και του ‘ενεφύσησε’ την ψυχή. Να δήτε όμως, στη συνέχεια, όταν το δεχθούνε αυτό πολ­λοί χριστιανοί, που τα ερμηνεύουνε με το μυαλό, μετά θα μας πούνε: “Ε, καλά τώρα… Ενεφύσησε ψυχή… Για ένα ‘φου’, για αέρα, θα συζητάμε; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Αφού ο πίθηκος ήταν ζωντανός! Είχε ‘πνοή ζωής’. Αυτή είναι η ψυχή. Η ζωή”. (!!!) Και μετά μερικά χρόνια, αφού το δεχθούνε κι αυτό [= οι ‘χριστιανοί’], θα μας πούνε: “Ποιός Θεός του Αδάμ και της Εύας;… Εντάξει· δεν λέμε ότι γίνανε όλα από μόνα τους. Υπάρχει μία ανωτέρα Δύναμις. Η Φύσις” (!!!) Δηλαδή τελικά εκεί πέρα θα το πάνε: “Ούτε ψυχή, ούτε Θεός”!!!»

γ. Γνωστός του θεολόγος είχε τιτλοφορήσει ένα βιβλίο του αναφερόμενο στον άνθρωπον με τον τίτλο «Ζώον θεούμενον». Ο Γέροντας είχε στενοχωρηθή πολύ και είχε εκφράσει την αντίθεσίν του. Οι δύο λέξεις, φυσικά, προέρχονται από σχε­τικό χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αλλά είναι αποσπασματικά παρμένες από αυτό. Ο πατήρ Παϊσιος εξή­γησε σχετικά ότι, όπως είναι ξεκομμένες οι λέξεις από το χω­ρίο και ενωμένες μεταξύ τους, “μπορεί να τις εκμεταλλευθούν για να υποστηρίξουν αυτές τις χαμένες θεωρίες, που διαδί­δουν στις ημέρες μας”. Και πρόσθεσε: “Ο Αγιος Γρηγόριος, αν ζούσε σήμερα, αλλοιώς θα εκφραζόταν” (ενν: για να μην δώση αφορμή για παρερμηνείες).

δ. Κάποιος νεαρός μοναχός είχε διαβάσει μερικές ορθο­λογιστικές απόψεις, όσον αφορά την αγιογραφική διήγησιν περί δημιουργίας, οι οποίες εμμέσως έθεταν εν αμφιβόλω την θεοπνευστία της. Συγκεκριμένα, υπεστηρίζετο ότι ο προ­φήτης Μωϋσής χρησιμοποίησε διάφορες παλαιότερες προ­φορικές παραδόσεις και τις γνώσεις της εποχής του, για να καταγράψη την εν λόγω διήγησιν. Επειδή ο συγγραφεύς ήταν κληρικός, ο οποίος εφημίζετο δια τις κατά τα άλλα, ως επί το πλείστον, ορθόδοξες και παραδοσιακές θέσεις του, ο μοναχός επηρεάστηκε. Σε σχετική συζήτησιν ανέφερε στον πατέρα Παΐσιο αυτές τις απόψεις. Ο Γέροντας εμφανώς στενοχωρημένος απάντησε: – Βρέ παιδάκι μου!… «Θείω καλυφθείς ο βραδύγλωσσος γνόφω...!!!» Καλά, απορώ! Τα ψέλνετε [σημειωτέον ότι ήταν ημέρες Πεντηκοστής, που εψάλετο η ανωτέρω καταβασία] και δεν προσέχετε τι ψέλνετε!

ε. Αλλοτε, περιπαίζοντας με εύθυμο, αλλά και ευφυέστα­το, τρόπο τις σχετικές θεωρίες περί δημιουργίας του ανθρώ­που δια της αυτομάτου αυτοεξελίξεως των οργανισμών από τους ατελέστερους σε τελειότερους, ανέφερε: “Αν η δεκαο­χτούρα πη δεκαεννιά, θα της βάλω είκοσι (άριστα)”· προφανώς υπογραμμίζοντας την διαφοράν μεταξύ αλόγων ζώων και λογικού ανθρώπου. [Ενώ, δηλαδή, η δεκαοχτούρα -όπως και όλα τα άλογα ζώα- από της δημιουργίας της από τον Θεό μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να προοδεύση και εξελιχθή έστω και ελά­χιστα (από το 18, που έλεγε, να πη 19), εν αντιθέσει ο λογικός άνθρωπος έλαβε από τον Θεό την δυνατότητα να προοδεύη και εξελίσσεται διαρκώς.]

(Από το βιβλίο “Μαρτυρίες Προσκυνητών. Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης. 1924-1994“, Εκδόσεις “ΑΓΙΟΤΟΚΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ”, Επιμέλεια: Νικόλαος Δ. Ζουρνατζόγλου, Επισμηναγός Ε.Α., Κεφ. Γ’: Μαρτυρίες Αγιορείτου Μοναχού Η., σελ. 113-118)
[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]