«Θα γίνη κάποτε λιμός», είπε o προφήτης θρηνώντας την Ιερουσαλήμ, «όχι πείνα άρτου και ύδατος, αλλά πείνα για τον λόγο τού Κυρίου». Είναι δε ο λιμός στέρησις και συγχρόνως όρεξις της αναγκαίας τροφής. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο και αθλιώτερο από αυτήν την πείνα· όταν δηλαδή κάποιος, ενώ στερείται τ’ αναγκαία για την σωτηρία, δεν έχει συναίσθησι της συμφοράς, επειδή δεν έχει όρεξι για τη σωτηρία. Όποιος πεινά και δεν διαθέτει τ’ αναγκαία, τριγυρίζει αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμιού οπουδήποτε· κι’ αν εύρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ή του προσφέρει κάποιος άρτο από κεχρί ή από πίτουρα ή κάτι άλλο από τα ευτελέστατα είδη τροφής, χαίρεται τόσο πολύ, όσο επονούσε προηγουμένως που δεν εύρισκε. Όποιος επίσης έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και συγχρόνως όρεξη για πνευματικές τροφές, τριγυρίζει αναζητώντας αυτόν που έχει από τον Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας· κι’ αν εύρει, τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με τον σωτήριο λόγο, που όποιος τον αναζητεί έως το τέλος δεν πρόκειται να μη τον εύρει· «διότι όποιος αιτεί λαμβάνει και όποιος αναζητεί ευρίσκει, και στον κρούοντα θ’ ανοιγεί η θύρα», είπε ο Χριστός.
2. Υπάρχουν όμως μερικοί που με την πολυήμερη ατροφία κατά νουν έχασαν και την όρεξη της τροφής· γι’ αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημία. Και αν έχουν τον διδάσκαλο, δυσανασχετούν ακόμη και στην ακρόαση της διδασκαλίας, ενώ αν δεν έχουν, δεν ζητούν τον διδάσκαλο, διάγοντας ζωή αμαρτωλότερη από τον άσωτο. Διότι εκείνος, αν και με την απομάκρυνσή του εστερήθηκε του κοινού τροφέως και πατρός και κυρίου, περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος την στέρηση μετενόησε και επανήλθε, επεζήτησε και επέτυχε την θεία και αθάνατη τροφή, και τόσο απήλαυσε δια της μετανοίας των χαρισμάτων του Πνεύματος, ώστε να προκαλέσει και τον φθόνο για τον πλούτο του.
18. Πώς όμως δεν αρκεί η
φύσις του σώματος να εξυπηρετήσει τις ορμές του ακολάστου; Ο χρυσός ή ο
άργυρος, όταν περιέλθη στον φιλόχρυσο και φιλάργυρο, αυξάνει την στέρηση και όσο περισσότερος εισρεύσει, τόσο μεγαλύτερη
επιθυμία προκαλεί· μόλις θ’ αρκέσει σ’ έναν πλεονέκτη και φίλαρχο όλος ο
κόσμος, ίσως δε ούτε αυτός. Επειδή λοιπόν αυτοί μεν είναι πολλοί, ο κόσμος
δε ένας, πώς τότε θα μπορέσει κανείς από αυτούς να εύρει κόρο της επιθυμίας
του; Έτσι λοιπόν και εκείνος ο αποστάτης
από τον Θεό δεν μπορούσε να χορτασθεί. Διότι άλλωστε, λέγει, δεν του
προσέφερε κανείς τον κόρο. Ποιός θα του τον προσέφερε; Ο Θεός απουσίαζε, με του οποίου και τη θέα μόνο προκαλείται αβάρετος
κόρος στον βλέποντα, σύμφωνα με εκείνον που είπε, «θα χορτάσω μόλις θεαθεί
από εμένα η δόξα σου». Ο Διάβολος δεν θέλει να προσφέρει κόρο των αισχρών
επιθυμιών, επειδή εκ φύσεως ο κόρος στα τρεπτά πράγματα προκαλεί μεταβολή της
σχέσεως προς αυτά. Ευλόγως λοιπόν κανένας δεν του έδιδε τον κόρο.
19. Μόλις πάντως κάποτε
εκείνος ο αποστάτης από τον πατέρα ήλθε στα λογικά του και αντιλήφθηκε σε ποιο
κατάντημα έφθασε, έκλαυσε τον εαυτό του λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός
μου έχουν αφθονία άρτων, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα!». Ποιοί είναι οι μισθωτοί; Εκείνοι που δια των ιδρώτων της μετανοίας και
της ταπεινώσεως παίρνουν σαν μισθό τη σωτηρία. Υιοί δε είναι εκείνοι που λόγω
της αγάπης προς αυτόν υποτάσσονται στις εντολές του, όπως είπε και ο
Κύριος, «όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου».
20. Έτσι λοιπόν ο νεώτερος
υιός αφού απέπεσε από την υιοθεσία
και εξέπεσε από την ιερά πατρίδα και
περιέπεσε σε πείνα, αντιλαμβάνεται τη θλιβερή κατάστασή του και ταπεινώνεται και μετανοεί λέγοντας «θα σηκωθώ να υπάγω και να γονατίσω στον πατέρα
μου και θα του ειπώ, πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα». Καλώς λοιπόν
στην αρχή ελέγαμε ότι αυτός ο πατέρας είναι ο Θεός· διότι πώς θα αμάρτανε στον
ουρανό ο νέος που απεστάτησε από τον πατέρα, αν ο πατέρας δεν ήταν ουράνιος;
«Αμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στον ουρανό», δηλαδή στους αγίους που ευρίσκονται
στον ουρανό και είναι πολίτες του ουρανού, «και σε σένα», που κατοικείς μαζί με
τους αγίους σου στους ουρανούς. «Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός
σου· κάμε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου». Καλώς λέγει, σωφρονισμένος
από την τωρινή του ταπείνωση, «κάμε με»· διότι δεν λαμβάνει κανείς από τον εαυτό του τους βαθμούς της αρετής, αν και
επίσης δεν τους λαμβάνει χωρίς την προαίρεσή του. «Αφού λοιπόν εσηκώθηκε,
ήλθε στον πατέρα του. Ενώ δε απείχε ακόμη πολύ». Πώς και ήλθε και συγχρόνως απείχε πολύ, γι’ αυτό και ο πατέρας του τον
ευσπλαγχνίσθηκε και εξήλθε προς συνάντησή του; Ο άνθρωπος που μετανοεί με την
ψυχή του δια μεν της αγαθής προθέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει
προς τον Θεό· από την κακή όμως συνήθεια και τις προλήψεις τυραννούμενος
νοερώς, απέχει ακόμη πολύ από τον Θεό, και αν πρόκειται να σωθεί, χρειάζεται
μεγάλη από άνω ευσπλαγχνία και βοήθεια.
21. Γι’ αυτό και ο πατέρας
των οικτιρμών συγκαταβαίνοντας τον προϋπάντησε, τον αγκάλιασε και τον
κατεφίλησε, παρήγγειλε δε στους δούλους του, δηλαδή στους ιερείς, να τον
ενδύσουν την πρώτη στολή, δηλαδή την υιοθεσία, την οποία και πρωτύτερα είχε φορέσει δια του αγίου
βαπτίσματος, και να του βάλουν δακτυλίδι
στο χέρι του, δηλαδή στο πρακτικό μέρος
της ψυχής που δηλώνεται με το χέρι, να τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικής αρετής, ως αρραβώνα
της μελλοντικής κληρονομιάς, αλλά και υποδήματα
στα πόδια, θεία δηλαδή φρουρά και ασφάλεια που θα τον ενδυναμώνει να πατεί
επάνω σε όφεις και σκορπιούς κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού. Έπειτα
παραγγέλλει να φέρουν και σφάξουν ένα σιτευτό μόσχο και να τον παραθέσουν σε
τραπέζι. Ο δε μόσχος είναι ο ίδιος ο
Κύριος, ο οποίος εξέρχεται μεν από τα κρύφια της θεότητος και από τον θρόνο
που ευρίσκεται υπεράνω του παντός και όταν εφάνηκε σαν άνθρωπος επάνω στη γη
θυσιάζεται ως μόσχος για χάρη ημών των αμαρτωλών και ως σιτευτός, δηλαδή ως
άρτος, παρατίθεται σε μας προς βρώσιν.
22. Κάμνει δε κοινή την μ’
αυτή την ευκαιρία ευφροσύνη και ευωχία ο Θεός με τους αγίους του,
αναλαμβάνοντας από άκρα φιλανθρωπία τις συνήθειές μας και λέγοντας· «έλθετε να
φάγωμε κι ευφρανθούμε». Αλλά ο
πρεσβύτερος υιός οργίζεται. Πρέπει να υπονοείς, παρακαλώ, πάλι τους Ιουδαίους που οργίζονται γι’ αυτήν
την πρόσκλησι, τους Γραμματείς και
Φαρισαίους που σκανδαλίζονται, διότι
ο Κύριος υποδέχεται αμαρτωλούς και συνεσθίει με αυτούς. Εάν δε θέλεις
να εννοήσεις τούτο και επί των δικαίων, τι παράδοξο είναι, αν και ο δίκαιος
αγνοεί τον ανώτερο κάθε συλλήψεως πλούτο της χρηστότητος του Θεού; Γι’ αυτό και
παρηγορείται από τον κοινό πατέρα και διδάσκεται τα κατάλληλα από αυτόν με τα
λόγια, «εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στην αναλλοίωτη ευφροσύνη·
«έπρεπε λοιπόν να ευχαριστηθείς και να χαρείς διότι αυτός ο αδελφός σου ήταν
νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και ευρέθηκε». Ήταν νεκρός από την αμαρτία και ανέζησε με την μετάνοια, ήταν δε και
χαμένος, αφού δεν ήταν μαζί με τον Θεό. Αφού λοιπόν ευρέθηκε, γεμίζει τον
ουρανό με χαρά, όπως έχει γραφεί, «χαρά
γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί».
23. Τί δε είναι αυτό για το οποίο λυπείται ο πρεσβύτερος υιός; «Ότι
εμένα», λέγει, «δεν μου έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους
φίλους μου, όταν δε ήλθε αυτός ο υιός σου, που κατέφαγε την περιουσία σου με
τις πόρνες, του έσφαξες τον μόσχο τον σιτευτό». Τόσο εξαίρετα είναι τα προς εμάς χαρίσματα του Θεού, ώστε και οι
άγγελοι επεθύμησαν να κυττάξουν τα χαρισθέντα σ’ εμάς δια της ενανθρωπήσεώς του,
όπως λέγει ο κορυφαίος των αποστόλων Πέτρος. Αλλά και οι δίκαιοι
επεθύμησαν να έλθει γι’ αυτά ο Χριστός και πριν από την ώρα του ακόμη, όπως και
ο Αβραάμ επεθύμησε να ιδεί την ημέρα του. Αυτός βέβαια τότε δεν ήλθε, και όταν
ήλθε, δεν ήλθε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια, και κυρίως υπέρ
αυτών σταυρώνεται αυτός που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου· διότι υπερεπερίσσευσε η χάρις, όπου επλεόνασε η
αμαρτία.
24. Ότι δε δεν δίδει ούτε
ένα κατσίκι στους δικαίους, όταν ζητούν, δηλαδή ούτε ένα αμαρτωλό, γίνεται σ’
εμάς σαφές και από άλλα πολλά και ιδιαιτέρως από την οπτασία του ιερού και
μακαρίου Κάρπου. Διότι αυτός όχι μόνο δεν εισακούσθηκε όταν καταράσθηκε
μερικούς πονηρούς άνδρες και έλεγε ότι δεν είναι δίκαιο να ζουν άνδρες άθεοι
που διαστρέφουν τους ευθείς δρόμους του Κυρίου, αλλά εδοκίμασε και την θεία
αγανάκτησι και άκουσε φρικώδεις λόγους που ωδηγούσαν στην επίγνωση της αρρήτου
και υπέρ νουν θείας ανοχής και
έπειθαν όχι μόνο να μη καταράται, αλλά
και να εύχεται υπέρ αυτών που ζουν στην πονηρία, διότι ο Θεός παρέχει σ’
εκείνους ακόμη προθεσμία μετανοίας. Για να δείξει λοιπόν τούτο ο Θεός των
μετανοούντων, ο εύσπλαγχνος πατήρ, και για να παραστήσει επί πλέον ότι δίδει
μεγάλα και επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντας με μετάνοια, συνέθεσε με αυτόν τον
τρόπο την παραβολή.
25. Ας επιληφθούμε λοιπόν
κι εμείς, αδελφοί, της μετανοίας με έργα,
ας εγκαταλείψωμε τον πονηρό και τα
βοσκήματά του· ας μείνωμε μακριά από τους χοίρους και από τα ξυλοκέρατα που
τους τρέφουν, δηλαδή από τα βδελυρά πάθη
και τους προσκολλημένους σ’ αυτά· ας σταθούμε μακριά από την πονηρά νομή,
δηλαδή την κακή συνήθεια ας
αποφύγωμε την χώρα των παθών, δηλαδή την απιστία
και απληστία και ακρασία, όπου συμβαίνει φοβερός λιμός αγαθών και
επέρχονται πάθη χειρότερα από τον λιμό· ας τρέξωμε προς τον Πατέρα της αφθαρσίας, τον δότη της ζωής, βαδίζοντας την οδό
της ζωής δια των αρετών. Εκεί θα τον εύρωμε να έχει εξέλθει από
φιλανθρωπία για προϋπάντηση και να μας χαρίζει την άφεσι των αμαρτιών μας, το
σύμβολο της αφθαρσίας, τον αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομίας. Και ο άσωτος
υιός άλλωστε, όπως εδιδαχθήκαμε από τον Σωτήρα, όσον καιρό ευρισκόταν στη χώρα
των παθών, αν και εσκεπτόταν και έλεγε τα λόγια της μετανοίας, δεν επέτυχε
τίποτε το καλό, έως ότου αφήνοντας όλα
εκείνα τα έργα της αμαρτίας ήλθε τρέχοντας προς τον πατέρα κι αφού επέτυχε
τα ανέλπιστα, έμεινε οπωσδήποτε στο εξής πλησίον του με ταπείνωση, σωφρονώντας,
δικαιοπραγώντας και διατηρώντας ακέραια
την ανανεωμένη από τον Θεό χάρη.
26. Αυτήν τη χάρη είθε να
την επιτύχωμε όλοι μας και να την διατηρήσωμε αμείωτη, ώστε και στον μέλλοντα
αιώνα να συνευφρανθούμε με τον σεσωσμένο άσωτο στην άνω Ιερουσαλήμ, την μητέρα
των ζώντων, την Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, στον οποίο
πρέπει δόξα στους αιώνες. Γένοιτο.
(Ομιλία Γ’, Γρηγορίου Παλαμά
Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ")
(Πηγή ηλ. κειμένου:
paterikakeimena.blogspot.gr)