Η θεραπευτική της οργής: Η πραότητα και η υπομονή (Jean Claude Larchet)

Με δεδομένο ότι η φιληδονία αποτελεί κύρια αιτία τής πα­θολογικής χρήσης τής θυμοειδούς δύναμης [Σ.τ.μ.: Υπενθυ­μίζεται ότι οι όροι θυμός, θυμικό, θυμοειδής δύναμη και θυμοειδές θα χρησιμοποιούνται εναλλακτικά για τη δήλωση του τμήματος τούτου του παθητικού μέρους τής ψυχής. Το αντίστοιχο πάθος θ’ αναφέρεται ως οργή. Μόνο στα κείμενα των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων θα δια­τηρείται ο όρος «θυμός» για το πάθος, αν βεβαίως προσδιο­ρίζεται έτσι], είναι προφανές ότι καταρχήν αυτή πρέπει να ξεριζώσουμε, αν θέλουμε να θεραπευτούμε από το πάθος της οργής [ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία. Το ζήτημα της θεραπευτικής τής οργής μελετήθηκε κατά ένα μέρος στο τέ­ταρτο τμήμα τού βιβλίου αυτού και στο δεύτερο κεφάλαιο (ενότητα τρία), μέ­σα από την προοπτική τής θεραπευτικής τής θυμοειδούς δύναμης, από την οποία προέρχεται άμεσα το πάθος τής οργής. Δείξαμε ειδικότερα, ότι η θερα­πευτική εντοπίζει ως αίτιο παθογενετικό παράγοντα την αναστροφή του θυμι­κού στοιχείου, η οποία συνίσταται στην απόκλιση από τον πλησίον και την προσαρμογή αποκλειστικά στον πονηρό, τους δαίμονες, τα πάθη και την αμαρτία. Στα πλαίσια της θεραπευτικής είναι δυνατό το πάθος – οργή να υπο­κατασταθεί από την ενάρετη οργή. Τώρα, δεν θα επανέλθουμε στο συγκεκρι­μένο θέμα. Θα αντιμετωπίσουμε όμως τη θεραπευτική τής οργής και τις αρε­τές που αντιτίθενται στο πάθος τούτο, υπό το πρίσμα τής σχέσης με τον πλη­σίον, μιας οπτικής γωνίας την οποία η προηγούμενη προσέγγιση δεν είχε λά­βει υπόψη]. Επειδή η φιληδονία συνδέεται βασικά με τις αισθητές επιθυμίες, η θεραπευτική της οργής προϋποθέτει τη νέκρωση της επιθυμίας (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Περί προσευχής) [Σ.τ.μ.: Με την έννοια της ορμής και της ροπής]. Σημειώνει ο Αγιος Μάξιμος, ότι έτσι «τάς απρεπείς τού θυμού κατευνάζομεν υλακάς [Σ.τ.μ.: Γαβγίσματα], ουκ έχοντες έτι διεγείρουσαν αυτόν καί των οικείων ηδονών υπεραγωνίζεσθαι πείθουσαν τήν επιθυμίαν […]. Κατά φύσιν γάρ τής επιθυμίας υπάρχων έκδικος, ο θυμός τού μαίνεσθαι παύ-εσθαι πέφυκεν, οπηνίκα ταύτην ίδη νενεκρωμένην» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Εις το Πάτερ ημών).

Για να θεραπευθεί λοιπόν από την οργή ο άνθρωπος, είναι απαραίτητο να έχει νικήσει τα πάθη που συνδέονται με την επιθυμία, και ιδιαίτερα την γαστριμαργία, την πορνεία και τη φιλαργυρία που αποτελούν συχνές αιτίες τού συγκε­κριμένου πάθους. Είναι επίσης σημαντικό να εφαρμόζει έμπρακτα τις αρετές που αντιτάσσονται σ’ αυτά. Οι Πατέρες επιμένουν ιδιαίτερα στον αγώνα εναντίον τής φιλαργυρίας και εμφανίζουν έτσι κατά παράδοξο τρόπο την ελεημοσύνη ως βασικό φάρμακο της οργής. Γράφει ο Ευάγριος: «Προσεκτέον ενταύθα τω ιατρώ των ψυχών, πώς διά τής ελεημοσύ­νης τόν θυμόν θεραπεύει» (Πονηροί λογισμοί). Ο Αγιος Μάξιμος σημειώνει: «Εισί τινα [φάρμακα] […] ελαττούντα [τά πάθη] καί εις μείωσιν άγοντα» και προσδιορίζει ότι για την οργή κατάλληλο φάρμακο είναι [μεταξύ άλλων και] η ελεημοσύνη: «η ελεη­μοσύνη τό θυμικόν μέρος τής ψυχής θεραπεύει» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, Πρβλ. ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Εκτός αυτού, η ελεημοσύνη εμφανίζεται ως έκφραση της αγάπης, η οποία συνιστά ένα από τα κύρια αντίδοτα της οργής, καθώς η τελευταία επιτίθεται εναντίον τού πλησίον και εκδηλώνεται ως μίσος προς αυτόν (Σχετικά με τη συγκεκριμένη αντίθεση, βλ. για παράδειγμα ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός). Ο Ευάγριος διαπιστώνει ότι «Τόν θυμόν [θεραπεύει] η αγάπη-» και συμπληρώνει: «Πλειόνων δέ παρά τήν επιθυμίαν ο θυμός [Σ.τ.μ.: Στο συ­γκεκριμένο απόσπασμα επιθυμία και θυμός αναφέρονται στα αντίστοιχα μέρη τής ψυχής, επιθυμητικό και θυμοειδές] δείται φαρμάκων, καί διά τούτο μεγάλη λέγεται η αγάπη (πρβλ. Α’ Κορ. 13, 13) ότι χαλινός εστι τού θυμού» (ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, Πρβλ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ και ΙΓΝΑ­ΤΙΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΙ, Εκατοντάς πνευματική). Αυτό επιβεβαιώνει και ο Αγιος Μάξιμος: «Δυσκαταγώνιστά [εστι] […]τά τού θυμικού μέρους τής ψυχής πάθη […]. Διό καί μείζον τό φάρμακον κατ’ αυτού η εντολή τής αγάπης υπό τού Κυρίου εδόθη». Ο ίδιος αναφέρει: «Ο θυμός συνεχώς ταρασσόμενος […], ιάται δέ [τούτον] χρηστότης καί φιλανθρω­πία καί αγάπη καί έλεος». Ο Ευάγριος παρατηρεί ακόμη ότι η συμπόνια και το έλεος μειώνουν την οξυθυμία, και ση­μειώνει: «Ελεημοσύνη καί τόν όντα [θυμόν] μειοί». Ο Αγιος Δωρόθεος Γάζης διδάσκει ερωτώντας: «Όπου δέ συ­μπάθεια καί αγάπη […], τί δύναται ισχύσαι θυμός ή μνησικα­κία […];». Ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης παραγγέλλει να συν­δέσουμε την αγάπη με την πραότητα και τη μακροθυμία και επιβεβαιώνει σαφώς τη δραστικότητα του φαρμάκου: «Ο κτησάμενος αγάπην, εξενίτευσε μήνιδος [Σ.τ.μ.: Βλέπε για τη διάκριση των μορφών τού πάθους: Μέρος 3, Κεφάλαιο 8, του παρόντος βιβλίου]»· «τράπεζα αγάπης [Σ.τ.μ.: Γεύμα αγά­πης στο οποίο έχουν προσκληθεί οι εχθροί], διέλυσε μίσος». Και ο Αγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στη μνησικακία, γρά­φει: «Αγαπητικός γενόμενος καί φιλάνθρωπος, παντελώς εκ της ψυχής τό πάθος εξαφανίζεις». Και συμβουλεύει γενικό­τερα: «Νίκα εν τη αγάπη το μίσος».

Από την άλλη πλευρά, η οργή απορρέει από την υπερηφανία και την κενοδοξία· επομένως με επίθεση των δύο αυτών παθών, είναι δυνατόν να θεραπευτούμε από αυτή. Ο Αγιος Μάξιμος που παρουσιάζει την κενοδοξία από τους λόγους που «τον θυμόν πάλιν εκταράσσουσιν», υπογραμμίζει την ανάγκη να εξαλείψουμε τη συγκεκριμένη αιτία της νόσου· ο ίδιος επιβεβαιώνει ότι «ο μή καταφρονών δόξης», «τάς τού θυμού προφάσεις κόπτειν ου δύναται». Από την πλευρά του ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιμένει στον αιτιοπαθογενετικό ρόλο της υπερηφανίας και στην ανάγκη αντιμετώπι­σής της: «Όταν δέ καί νοσώμεν, διπλή τών λόγων η ανάγκη: μία μέν τό απαλλαγήναι τής νόσου· δευτέρα δέ, απαλλαγέντας μή περιπεσείν πάλιν. Ουκούν θεραπευτική μεθόδω διαλεγόμεθα νύν, ουχ υγιεινή πραγματεία. Πώς ούν άν τις τό κα­κόν τούτο εκκόψειαι πάθος; Πώς τόν σφοδρόν υποστείλειε πυρετόν; Ίδωμεν πόθεν ετέχθη, καί τήν αιτίαν ανέλωμεν. Πόθεν τίκτεσθαι είωθεν; Εξ αλαζονείας καί απονοίας πολ­λής. Ταύτην ούν ανέλωμεν τήν αιτίαν, καί συνανήρηται καί τό νόσημα». Επομένως η ταπείνωση συνιστά το αντίδοτο της κενοδοξίας και της υπερηφανίας, όπως θα δούμε. Για να θε­ραπευθούμε από την οργή, πρέπει λοιπόν ν’ αποκτήσουμε την ταπείνωση. Επειδή «ο [θυμός] πάσης οιήσεως υπάρχει τεκμήριον», «η επιστροφή πολλής δείται τής ταπεινώσεως», επισημαίνει ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης, που σημειώνει επι­πλέον: η ταπείνωση οδηγεί στο «προκαταλαμβάνειν τόν πλη­σίον εν παροργισμοίς καί λύειν πρώτον τήν μήνιν». «Ως φωτός φανέντος υποχωρεί τό σκότος, ούτω καί εξ οσμής τα­πεινώσεως πάσα πικρία καί θυμός εξαφανίζεται». Σ’ ό,τι αφορά τον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης γράφει (Εις Μακαρισμούς): «Οίον μήτηρ τις είναι τής κατά τό πράον έξεως η τής ταπεινοφροσύνης κατάστασις. Ει γάρ υφέλοις τού ήθους τόν τύφον, καιρόν ουκ έχει τό κατά θυμόν εγγενέσθαι πάθος [Σ.τ.μ.: Η κατά λέξη από­δοση τής ίδιας πρότασης του γαλλικού κειμένου είναι: «Αν κλείσεις την πόρτα στην υπερηφανία, η οργή δεν βρίσκει τρό­πο να μπει»]. Ύβρις γαρ και ατιμία τής τοιαύτης αρρώστίας τοίς οργισθείσιν αιτία γίνεται. Ατιμία δέ ουχ άπτεται τού εαυτόν ταπεινοφροσύνη παιδαγωγήσαντος». Και συνεχί­ζει: «Τό δέ ούτως έχειν ουδέν έτερον, ή εν έξει βαθεία τής τα­πεινοφροσύνης εστίν είναι, ής κατορθωθείσης, ουδεμίαν είσοδον ο θυμός κατά τής ψυχής έξει». Ο Αγιος Δωρόθεος Γάζης αναφέρει τους λόγους ενός Γέροντα: «Η ταπείνωσις ουκ οργίζεται δέ ου παροργίζει τινά».

Όποιος επίσης επιθυμεί να θεραπευτεί γρήγορα οφείλει όχι μόνο να δέχεται τις ταπεινώσεις, αλλά ακόμη και να τις επιζητεί και ν’ ασκείται να τις υπομένει, ωσότου πια δεν του κάνουν καμιά αίσθηση. «Αοργησία εστιν, έφεσις ατιμίας ακόρεστος», γράφει ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης, και συνεχί­ζει: «Αοργησία εστι, φύσεως ήττα έν αναισθησία ύβρεων». Στη συγκεκριμένη προοπτική, αυτός που εκστομίζει ύβρεις, παίζει, χωρίς να το θέλει, το ρόλο του ιατρού της ψυχής, όπως επισημαίνει ένας Γέροντας· εντοπίζει το σύνδεσμο τούτης της θεραπευτικής μ’ εκείνες, που αναφέρθηκαν προηγουμέ­νως, της απόκρουσης της ηδονής αφενός και της αγάπης αφε­τέρου: «Άν ένας αδελφός σου σέ προσβάλει ή σέ θλίψει μ’ οποιοδήποτε τρόπο, προσευχήσου γι’ αυτόν όπως έχουν πει οι Πατέρες, με το λογισμό ότι σου προσφέρει μεγάλες ευερ­γεσίες καί γίνεται ιατρός πού θεραπεύει σέ σένα τή φιληδο­νία. Έτσι η οργή σου θά καταπραϋνθεί γιατί, κατά τους αγί­ους Πατέρες, η αγάπη αποτελεί το χαλινάρι της οργής» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ).

Η θεραπευτική δύναμη της ταπείνωσης ενισχύεται, όταν κάποιος τη συνδέει με τη μετάνοια και την κατάνυξη. Ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης διδάσκει ότι η μετάνοια και τα δά­κρυα [Σ.τ.μ.: Ισοδύναμα, το πένθος] σχηματίζουν με την τα­πείνωση μίαν «τρίσειρον άλυσιν [Σ.τ.μ.: Αλυσίδα, που αποτε­λείται από τρεις μικρότερες αλληλοπλεκόμενες αλυσίδες] και προσδιορίζει: «ιδίωμα γάρ της καλής ταύτης καί αξιαγάστου τριάδος πρώτον μέν καί εξαίρετον, ατιμίας [Σ.τ.μ.: Η αρετή, όπου κάποιος δέχεται ύβρεις, προσβολές και περι­φρόνηση, δίχως να οργίζεται] υποδοχή ασμενεστάτη, υπτίαις χερσί ψυχής προσδεχομένη καί περιπτυσσομένη, ως καταπαύουσα καί καταφλεγούσα νόσους ψυχής καί αμαρτίας μεγάλας. Δεύτερον δέ, θυμού παντός απώλεια καί μετριότης εν τή τούτου κατευνάσει». Ο ίδιος εξάλλου επισημαίνει την ισχύ που έχουν τα δάκρυα της κατάνυξης να μειώνουν την οργή: «Ώσπερ ύδατος εν πυρί κατά μικρόν προστιθεμένου τελείως η φλόξ αποσβέννυται, ούτω καί τού αληθινού πέν­θους τό δάκρυον, πάσαν τήν φλόγα τού θυμού καί της οξυχολίας κατασβεννύειν πέφυκεν». Ο Αγιος Συμεών επανα­λαμβάνει την εικόνα αυτή: «Τίς δέ καθ’ εκάστην πενθών οργίλως ζών διαμείνη καί μή πραΰς γένηται; Ώσπερ γάρ φλόξ πυρός υπό ύδατος, ούτως υπό τού πένθους καί τών δα­κρύων ο θυμός της ψυχής σβέννυται: καί τοσούτον ως χρονίσαντά τινα εν τούτω εις ακινησίαν μετατεθήναι καί ελθείν τό θυμικόν τής ψυχής αυτού».

Όταν η ίαση γίνεται πραγματικότητα, η θλίψη λειτουργεί προφυλακτικά. Ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης διαπιστώνει ότι «η εκ πένθους αοργησία […] ως εν χαλινώ τινι τω δακρύω δέδεται». Και ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός αναδεικνύει με τον ίδιο τρόπο τη δύναμη της κατάνυξης ν’ απομακρύνει κάθε ταραχή και ανησυχία εξαιτίας της οργής.

Σε όλα τα φάρμακα που αναφέρθηκαν προηγουμένως πρέπει προφανώς να προσθέσουμε την προσευχή. Ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός παρατηρεί ότι η οργή, όπως και το σύ­νολο των παθών θεραπεύεται με τη νοερά προσευχή. Ο Αγιος Νείλος διδάσκει ότι «προσευχή εστί πραότητος καί αοργησίας βλάστημα». Απ’ όλες τις μορφές τής προσευχής, η ψαλμωδία έχει τη μεγαλύτερη δύναμη να καταπαύει το θυ­μικό, όταν αυτό ταράζεται από την οργή (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός). Και ο Μέγας Βα­σίλειος διαπιστώνει: «Ψαλμός γαλήνη ψυχών, βραβευτής ειρήνης, το θορυβούν και κυμαίνον των λογισμών καταστέλλων. Μαλάσσει μεν γάρ της ψυχής τό θυμούμενον, τό δε ακό­λαστον σωφρονίζει».

Σ’ ένα άλλο επίπεδο, η θεραπευτική της οργής συνίσταται, αναμφίβολα, στην έντονη προσπάθεια να μη τη χρησιμοποι­ούμε εναντίον τού πλησίον μας προς τον οποίο αυτόματα στρέφεται. Είναι η πρώτη συμβουλή που απευθύνει ο Αγιος Δωρόθεος Γάζης: «Ει [τις] ήν οργίλος, θέλει […] μή οργίζεσθαι». Για να το πετύχει αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να έχει σαφή συνείδηση ότι τίποτε και ποτέ δεν δικαιολογεί την οργή κατά του πλησίον του. Γι’ αυτό και ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός γράφει ότι το τέλειο φάρμακο εναντίον αυτής της αρρώστειας είναι πρώτον να πιστέψουμε ότι δεν επιτρέπεται ποτέ να οργιζόμαστε, ανεξάρτητα αν η αιτία είναι ορθή ή όχι. Αυτός ο λόγος συνδέεται με τη διδασκαλία τού Χριστού που επιβεβαιώνει: «Εγώ δέ λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τή κρίσει» (Ματθ. 5, 22).

Εξάλλου οι Πατέρες επιμένουν στο γεγονός ότι οι κατά περίπτωση κακόβουλες ενέργειες ή λόγοι τού συνανθρώπου εναντίον μας δε θα μπορούσαν με κανένα τρόπο να δικαιο­λογήσουν ή έστω να εξηγήσουν την οργή, της οποίας οφεί­λουμε ν’ αναζητήσουμε την αιτία αποκλειστικά σε μας τους ίδιους. Αυτό σημαίνει ότι η έρευνα για τους τρόπους εξόδου από την οργή οφείλει να στραφεί μέσα μας αντί να τους περι­μένουμε από τον άλλο. Παρατηρεί ο Μέγας Βασίλειος: «Ου τοίνυν τά ρήματα πέφυκε τάς λύπας κινείν, αλλ’ η κατά του λοιδορήσαντος ημάς υπεροψία, καί η εκάστου περί αυτόν φαντασία». Και ο Αγιος Κασσιανός συμβουλεύει να μη εξαρτάμε την πρόοδό μας στην εσωτερική ειρήνη από τη βού­ληση των άλλων, την οποία δεν μπορούμε ποτέ να ελέγξουμε. Πρέπει να εξαρτάται περισσότερο από μας τους ίδιους. Επί­σης η αοργησία μας δεν πρέπει να είναι απότοκος της τελειό­τητας του συνανθρώπου, αλλά της δικής μας αρετής, που αποκτάται με τη δική μας μακροθυμία και όχι μέσω της υπο­μονής των άλλων. Εκτός αυτού, επισημαίνει, ότι δεν αρκεί να απουσιάζει το πρόσωπο που προκαλεί την οργή μας, επει­δή […] είναι δυνατόν να οργιζόμαστε ακόμη και εναντίον των μη αισθητών. Γι’ αυτό, η αποφυγή τού άλλου δε θα μπο­ρούσε ν’ αποτελεί αξιόπιστη θεραπευτική, επειδή θα επέ­τρεπε να διατηρείται η αληθινή αιτία της οργής, που βρίσκε­ται μέσα μας.

Η αοργησία συνεπάγεται λοιπόν προπαντός μια προσπά­θεια να καταπνίξουμε την οξυθυμία «εν τη γενέσει της», ώστε να την υποχρεώσουμε να μη εκδηλωθεί. Ο Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει: «Εάν πείσωμεν τόν θυμόν μή προλαμβάνειν τους λογισμούς, αλλά τούτου πρώτον επιμελώμεθα, ως μηδέποτε αυτόν προεκτρέχειν της διανοίας, έχωμεν δέ ώσπερ ίππον υπεζευγμένον ημίν, καί οίον χαλινώ τινι τω λόγω καταπειθή» [Σ.τ.μ.: Υπάκουος, υποτασσόμενος, πειθήνιος στη λογική].

Κατά πρώτον πρέπει να κυριαρχούμε σε πράξεις και λό­γους με τους οποίους συνήθως εκφράζεται η οργή: ο στόχος αυτός πετυχαίνεται ευκολότερα με τη σκληρή προσπάθεια να διατηρούμε τη σιωπή. Οι Αγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι υπενθυμίζουν τη σχετική διδασκαλία των Πατέρων: «Θυμού χαλινός, η εύκαιρος σιωπή», «Αρχή μεν αοργησίας, σιωπή χειλέων εν ταραχή καρδίας», διδάσκει από την πλευρά του ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης, ο οποίος επι­πλέον παρατηρεί: «Δι’ ασθένειαν του εαυτού στόματος, […] ακρατώς προς θυμόν [έχει]» [Σ.τ.μ.: Η πρόταση αυτή προ­ήλθε από τη σύνθεση δύο διαφορετικών ημιστιχίων στην ίδια παράγραφο (27 Β1), όπου γίνεται διάκριση των ησυχιών. Γι’ άλλους ανθρώπους η ησυχία χαρακτηρίζεται λιμάνι, γι’ άλλους πέλαγος και γι’ άλλους βυθός, από τον Αγιο Ιωάννη Σιναΐτη. Η σύνθεση έγινε για να προσεγγίζει το γαλλικό κεί­μενο]. Ας σημειώσουμε πάνω στο χωρίο αυτό ότι η ησυχία συνιστά, με τον ίδιο τρόπο, την καλύτερη στάση που μπορεί να υιοθετήσει κάποιος έναντι της οργής τού συνανθρώπου· και ότι συμβάλλει πολύ αποτελεσματικά στον κατευνασμό της (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Κατά οργιζομένων).

Η συγκράτηση της οργής μολοντούτο δεν πρέπει να γίνε­ται μόνο με την αποφυγή των εξωτερικών εκδηλώσεών της και της έκφρασής της με λόγια και πράξεις. Οφείλει να πραγματώνεται πρωτίστως στο επίπεδο των λογισμών. Στη σιωπή των λόγων, πρέπει να προστίθεται και η «σιωπή [τών] λογισμών» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Πρέπει τότε να εφαρμόσουμε την εντολή τής Αγίας Γραφής: «Ου μισήσεις τόν αδελφόν σου τή διανοία σου» (Λευιτ. 19, 17), γιατί από τη διάνοια [Σ.τ.μ.: Ή την καρ­δία (Coeur κατά το γαλλικό κείμενο), αφού διάνοια και καρ­δία ταυτίζονται] προέρχονται τα φαύλα σχέδια, οι πονηροί λογισμοί (πρβλ. Ματθ. 15, 18-19. Μάρκ. 2, 21), και από αυτούς, στη συνέχεια, οι λόγοι και οι πράξεις. Στο συγκεκριμένο επίπεδο ο άνθρωπος μπορεί να κυριαρχεί άριστα στη διαδικασία τής οργής και ν’ αποφεύγει την εξέλιξη και τις συνέπειές της (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία). Γι’ αυτό ο Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει: «Από τής πρώτης αρχής, […] τήν οργήν […] εξέλωμεν».

Η διαρκής προσοχή που πρέπει να επιδεικνύουμε είναι η προϋπόθεση του ότι δεν επιτρέπουμε καμία εκδήλωση της οργής στο επίπεδο των λογισμών και ακόμη περισσότερο στο επίπεδο των λόγων και των πράξεων. Σύμφωνα με τη διδα­σκαλία τού Αγίου Ιωάννου Κασσιανού η οργή είναι δυνατόν να θεραπευτεί μόνο με τη μακροχρόνια νήψη.

Έτσι καθοριστική σημασία να καταπνίγουμε τους ίδιους τους λογισμούς για δύο λόγους: (α) διότι αποτελούν την αρχή όλων των εκδηλώσεων της οργής, και (β) διότι το συγκεκρι­μένο πάθος είναι δυνατόν να οδηγεί σε μια αποκλειστικά εσωστρεφή ζωή, ιδιαίτερα όταν λαμβάνει τη μορφή τής πικροχολίας, της μήνης και της μνησικακίας. Συνεχίζει και τότε να υπάρχει και επιπλέον καταστρέφει ολοκληρωτικά τον ψυ­χικό βίο· και τούτο συμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό, αν η οργή δεν καταφέρνει να εξωτερικεύεται. Έτσι ο Αγιος Ιω­άννης Κασσιανός διδάσκει: Δεν αρκεί να αφαιρέσουμε την οργή από τις ενέργειές μας, πρέπει επίσης να την ξεριζώσου­με εντελώς από τα βάθη τής ψυχής μας […]. Πραγματικά, ο ευαγγελικός λόγος εντέλλεται ν’ αποκόψουμε μάλλον τις ρί­ζες των κακών παρά τους καρπούς τους. Και το πνεύμα θα έχει τη δυνατότητα να παραμένει συνεχώς στην τέλεια υπο­μονή και αγιότητα, όταν η οργή θα έχει εκδηλωθεί πλήρως όχι από την εξωτερική συμπεριφορά, αλλά από το εσωτερικό των λογισμών.

Η κυριαρχία επί των λογισμών φαίνεται να είναι η κύρια θεραπευτική οδός στην περίπτωση που η οργή παίρνει την εσωτερικευμένη μορφή τού μίσους ή της μνησικακίας. Στο βαθμό που αυτές συνδέονται με υφιστάμενες προσβολές, η πρώτη στάση που πρέπει να υιοθετηθεί είναι «η λήθη των προσβολών» [Σ.τ.μ.: Ισοδύναμο της μνησικακίας], μ’ άλλα λόγια η συγχώρηση. Ο Αγιος Μάξιμος τη θεωρεί ως ένα από τα «φάρμακα» πρώτης γραμμής, τα οποία «ιστώσι [τον θυμόν] καί ούκ εώσιν αύξειν». Αυτή είναι άλλωστε και η σταθερή διδασκαλία τής Αγίας Γραφής: «Οδοί μνησικάκων εις θάνατον» (Παροιμ. 12, 28)· «ου μηνιείς τοις υιοίς τού λαού σου» (Λευιτ. 19, 18).

Με το συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να συνδυάζεται και ένα άλλο: η συμφιλίωση με τον πλησίον [Σ.τ.μ.: Η συνδιαλ­λαγή], σύμφωνα με την εντολή τού Χριστού: «Εάν ούν προσφέρης τό δώρον σου επί τό θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί τό δώρον σου έμπροσθεν τού θυσιαστηρίου, καί ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, καί τότε ελθών πρόσφερε τό δώρον σου. Ίσθι ευνοών τώ αντιδίκω σου ταχύ έως ότου εί εν τή οδώ μετ’ αυτού» (Ματθ. 5, 23-25). Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιμένει στη θεραπευτική αξία τής διδασκαλίας αυτής: Ο Χριστός, λέγει, «οίδε τό πάθος [τής οργής] πολλής δεόμενον τής ταχύτητος [Σ.τ.μ.: Ότι δηλαδή υπήρχε ανάγκη άμεσης χορήγησης του κατάλληλου φαρμάκου] καί καθάπερ σοφός ιατρός ου μόνον τά προφυλακτικά τών νοσημάτων τίθησιν, αλλά καί τά διορθωτικά· ούτω καί αυτός [Σ.τ.μ.: Ο Ιησούς Χριστός] ποιεί». Με το ίδιο νόημα ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός σχολιάζει την ίδια εντολή τού Χριστού: Ο ιατρός των ψυχών, που γνωρίζει τα κρυπτά των καρδιών μας, θέλοντας να ξεριζώσει ακόμη και τις αφορμές τής οργής, δεν περιορί­ζεται να μας παροτρύνει μόνο, μετά από κάποια προσβολή, να συγχωρούμε τους αδελφούς μας, να συμφιλιωνόμαστε μα­ζί τους και να σβήνουμε από τη μνήμη μας την ύβρη που δεχθήκαμε· επιπλέον μας δίνει την εντολή, αν γνωρίζουμε ότι έχουν κάποιο δικαιολογημένο ή όχι παράπονο εναντίον μας, ν’ αφήνουμε το δώρο μας, δηλαδή τις προσευχές μας και να τους παρέχουμε πρώτα ικανοποίηση. Και έτσι μόλις ο αδελ­φός μας ειρηνεύσει, τότε να προσφέρουμε θυσία στο Θεό τις προσευχές μας χωρίς ρύπο ή κηλίδα. Η συνδιαλλαγή μας με τον άλλο συνεπάγεται ότι εμείς αναλαμβάνουμε το μέρος τής ευθύνης που μας αντιστοιχεί σχεδόν πάντα όταν ο πλη­σίον παροργίζεται εναντίον μας. Να γιατί καταλληλότερες προπαντός είναι η αυτομεμψία (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) και η μετάνοια στον αδελφό, επειδή γίναμε η αφορμή που του προκάλεσε την οργή.

Δεν αρκεί, ωστόσο, ν’ απαρνηθεί ο άνθρωπος κάθε μορφή οργής έναντι του πλησίον. Πρέπει να υποκαταστήσει το πά­θος με την αντίθετη προς αυτό αρετή. Επομένως, ως προς τον πλησίον η αρετή, η αντίθετη στην οργή, είναι καταρχήν η πραότητα (Βλ. για παράδειγμα ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς). Ο Αγιος Δωρόθεος Γάζης πάλι, αφού συμβου­λεύσει «Ει [τις] ήν οργίλος, θέλει ου μόνον μή οργίζεσθαι», συμπληρώνει «αλλά καί πραότητα κτήσασθαι». Και ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσδιορίζει: «Πώς ένι μάχεσθαι [τόν θυμόν] φησίν; […] επιεικεία· μάχη γάρ εστι τό εξ εναντίας στήναι». Καθώς η οργή και η πραότητα δρουν ανταγωνιστικά, η μία αποκλείει την άλλη. Επισημαίνει ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Σχίζεται γάρ πάντως πρός τάς εναντίας ορμάς, τό ανθρώπινον ήθος, […] θυμού πρός επιείκειαν αντιδιαιρουμένου». Όπως επίσης η οργή καταδιώκει την πραότητα, αντίστοιχα και η πραότητα έχει τη δύναμη να εξαφανίζει την οργή και ν’ αποτρέπει την επανεμφάνισή της. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει: «Πραότητι οργή λύεται». Με το νόημα υπογραμμίζει ο Ευάγριος: «Πραότης καί τόν όντα [θυμόν] μειοί» και συμβουλεύει: «[η ψυχή] τόν θυμόν διά πραΰτητος γαλινώση (sic)» και αλλού: «ταύτην τήν πραΰτητα εγχείρισον τοίς αδελφοίς σου βραδέ­ως, πρός τόν θυμόν μεταστρέφειν». Από την πλευρά του ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης γράφει: «Πραΰτης εστίν, υπερκει­μένη τής τού θυμού θαλάσσης πέτρα, πάντα τά προσρήσσοντα κύματα διαλύουσα, καί μηδαμώς κλόνον υπομένουσα».

Η πνευματική πραότητα δεν σχετίζεται ούτε με την απά­θεια [Σ.τ.μ.: Με την έννοια της αδιαφορίας της νωθρότητας και της ραθυμίας] ούτε με την ατονία (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥ­ΣΟΣΤΟΜΟΣ, Πράξεις). Είναι μια στάση όχι παθητική, αλλά ενεργητική. Αποτελεί κατάσταση σταθερότητας της ψυχής (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς), γαλήνης, προσέγγισης της απάθειας, όταν φθάσει στην ολοκλήρωση και την πραγμάτωσή της (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Ο Α­γιος Ιωάννης Σιναΐτης την ορίζει ως εξής: «Πραότης εστίν, ακίνητος ψυχής κατάστασις, εν ατιμίαις [Σ.τ.μ.: Στις ταπει­νώσεις, στις περιφρονήσεις] και ευφημίαις [Σ.τ.μ.: Στους επαίνους] ωσαύτως έχουσα». Βλέπουμε λοιπόν ότι η αρετή αυτή αντιτάσσεται όχι μόνο στην οργή, αλλά και στα υπόλοι­πα πάθη, τα οποία στο πλαίσιο των σχέσεων με τον πλησίον, είναι δυνατόν να ταράξουν την ψυχή. Πρέπει όμως να προ­σθέσουμε ότι αποτελεί ακόμη θετική αρετή ως προς τον ίδιο τον πλησίον, όπως ερμηνεύεται με την προσευχή γι’ αυτόν και με τη γενική στάση ευσπλαχνίας και αγάπης. «Πραΰτης εστίν, εν ταραχαίς τού πλησίον ανεπαισθήτως καί ειλικρινώς υπέρ αυτού προσεύχεσθαι», λέγει ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης που παρατηρεί επιπλέον: «Όρος ακροτάτης πραότητος, τό καί παρόντος τού ερεθίζοντος γαληνώς τη καρδία καί αγαπητικώς προς αυτόν διακείσθαι».

Η πραότητα μπορεί ν’ αποκτηθεί και να εφαρμοσθεί στην πράξη κυρίως με την προσευχή (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Νείλος). Άλλες πηγές της αρετής είναι η αγάπη, της οποίας η πραότητα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή, η νηστεία, η υπομονή (Πρβλ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ και ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΙ, Εκατοντάς πνευματική), η κατάνυξη και τα δάκρυα (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι οι ανθρώπινες προσπάθειες για την απόκτησή της δεν επαρκούν· είναι δώρο του Θεού· ο Απόστολος Παύλος την συμπεριλαμβάνει στους καρπούς του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Το δώρο τούτο ο άνθρωπος το λαμβάνει μόνο με την προϋπόθεση ότι το επιζητεί (πρβλ. Α’ Τιμ. 6, 11. Κολοσ. 3, 12).

Εκτός από την οργή, η πραότητα αποτελεί φάρμακο και για όλα τα νοσήματα της ψυχής, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Παροιμιών: «Πραΰθυμος ανήρ καρδίας ιατρός» (Παροιμ. 14, 30). Πέρα από την οργή, τη λύπη, την ακηδία, την κε­νοδοξία ή την υπερηφανία, ξεριζώνονται επίσης με την πρα­ότητα η ηδονή και συγχρόνως όλες οι κακίες, γράφει ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός· και υπογραμμίζει επιπλέον την προφυλακτική ισχύ της αρετής: Όποιος διατηρεί την πραό­τητά του ούτε φλέγεται από την οργή ούτε μαραζώνει από τις αγωνίες της ακηδίας και της λύπης ούτε διαλύεται από τις άκαρπες αναζητήσεις της κενοδοξίας ούτε υψώνεται με την έπαρση της υπερηφανίας.

Συμβάλλοντας στην εκρίζωση των διαφόρων παθών της ψυχής και πρωτίστως της οργής, η πραότητα λυτρώνει την ψυχή από την ταραχή που αυτά της προκαλούν και την προ­στατεύει από κάθε μελλοντική ταλαιπωρία (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς), ενώ την καθι­στά άτρωτη σε κάθε ύβρη και προσβλητικό λόγο (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Συνιστά επίσης σημαντική τροχοπέδη στη δαιμονική δρά­ση (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), και ο Ευάγριος (Πονηροί λογισμοί) επιβεβαιώνει ότι τούτη την αρετή φο­βούνται περισσότερο να συναντήσουν στον άνθρωπο οι δαί­μονες. Τούτο γίνεται κατανοητό ιδιαίτερα από το γεγονός ότι η οργή αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους· και ο οργισμένος άνθρωπος τους μοιάζει (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Κεφάλαια γνωστικά) (πρβλ. Ψαλμ. 57, 5). Αντίθετα η πραότητα τον απομακρύνει από τη δαιμονική κατάσταση και τον φέρνει κοντά στην αγγελική (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Συμβάλλοντας στη θεραπεία του ανθρώπου από διάφορα πάθη, η πραότητα του επιτρέπει να αποκτά πρόσβαση, αντί­στοιχα, σε πληθώρα αγαθών.

Γίνεται λοιπόν αρχή και πηγή εσωτερικών αγαθών, ηρε­μίας, ανάπαυσης και ειρήνης (Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κατηχήσεις, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ματθαίος, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς). Κάνει την ψυχή ισχυρότερη, ιδιαίτερα απέναντι στις επιθέσεις του άλλου (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εβραίοι). Αυξάνει την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στην προσευχή (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Παρουσιάζεται ιδιαίτερα ως πνευματικό θεμέλιο και «υπόθεσις [Σ.τ.μ.: Θεμέ­λιο, βάση, στήριξη] διακρίσεως», όπως σημειώνει ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης: «[Ο Κύριος] οδηγήσει πραείς εν κρίσει (Ψαλμ. 24, 9) μάλλον δέ εν διακρίσει». Αποτελεί επίσης πη­γή σοφίας. Πράγματι, έχει γραφεί ότι ο Θεός «οδηγήσει· πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς Αυτού» (Ψαλμ. 24, 9). Ο Ψαλμωδός λέγει ακόμη: «Επήλθε πραΰτης εφ’ ημάς καί παιδευθησόμεθα» (Ψαλμ. 89, 10). Γράφει σχετικά ο Ευάγριος προς έναν από τους παραλήπτες των επιστολών του: «Πέπεισμαι γάρ ότι η πραΰτης σου αιτία πολλής γνώσεώς σοι εγένετο, ότι ουδεμία των αρετών ως η πραΰτης σοφίαν γεννά, η καί Μωϋσής επηνέσθη (sic) ως πραΰς παρά τούς ανθρώπους».

Πολλές είναι οι αρετές, οι απότοκες της πραότητας: είναι «αγάπης θύρα, μάλλον δε μήτηρ», «υπομονής στήριγμα», «υπακοής συνεργός» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), πηγή σωφροσύνης (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ), καθώς και «πά­σης ταπεινοφροσύνης πρόδρομος» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Με την τελευταία αυτή αρετή, η πραότητα συνδέεται στενότατα· συμβάλλει άλλωστε και στην απόκτησή της (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς).

Η πραότητα αποτελεί για την ψυχή μια πηγή πνευματικής χαράς (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ματθαίος), πρώτο καρπό του Μακαρισμού, ο οποίος σύμφωνα με το λόγο του Χριστού επαγγέλλεται για τους πραείς: «Μα­κάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι τήν γήν» (Ματθ. 5, 5). «Τήν γήν», τί σημαίνει αυτό; «Τήν καρδίαν, καρποφο­ρούσαν εν χάριτι» σχολιάζουν οι Αγιοι Κάλλιστος καί Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι, ή ακόμη: την Βασιλείαν των ουρα­νών (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς), την οποία οι άγιοι προγεύονται ήδη κατά ένα μέρος από (τη ζωή) εδώ κάτω. Το τέλος και ο σκοπός της πραότη­τας, γράφει ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης είναι ο «μακαρισμός καί [η] ουρανίας γης κληρονομία, εν Χριστώ Ιησού». Πραγματικά, με την πραότητα, ο άνθρωπος ομοιώνεται με το Χριστό (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), καθώς είναι η κατεξοχήν χριστοειδής αρετή (πρβλ. Ματθ. 11, 29· 21, 5. Β’ Κορ. 10, 1).

Συχνά οι Πατέρες συνάπτουν στην πραότητα την υπομο­νή, η οποία διαθέτει την ίδια δύναμη ν’ αντιμετωπίζει την οργή και να προστατεύει την ψυχή από αυτή. Έτσι ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει: «Οργή μάλιστα πύρ εστι, φλόξ εστι, συναρπάζει, αναιρεί, κατακαίει· αλλ’ ημείς τη μακροθυμία τη ανοχή αυτήν σβέσωμεν». Και ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης συμβουλεύει: «Δεθήτω λοιπόν θυμός ο τύ­ραννος εν δεσμοίς πραότητος […] τυπτόμενος υπό μακροθυμίας». Ο Αγιος Μάξιμος πάλι βλέπει στις δύο αυτές αρε­τές να συνδυάζονται οι θεραπευτικές μέθοδοι και η πρόλη­ψη: «Εισί τινά [φάρμακα] ιστώνται τα πάθη της κινήσεως και μη εώντα προβήναι εις αύξησιν καί […] ελαττούντα […]. Καί επί θυμού […] μακροθυμία […] και πραότης ιστώσιν αυτόν καί ουκ εώσιν αύξειν». Σ’ ό,τι αφορά τον Αγιο Ιωάννη Κασσιανό, συνδυάζει πρακτικά και τις δύο σ’ ένα και μονα­δικό φάρμακο: είναι προφανές ότι το δραστικότερο φάρμα­κο για την ανθρώπινη καρδιά είναι η μακροθυμία σύμφωνα με τη ρήση του Σολομώντα: «Πραΰθυμος ανήρ καρδίας ια­τρός» (Παροιμ. 14, 30). Μετά την επισήμανση ότι η μακροθυ­μία εκδιώκει την οργή, καθώς και άλλα πάθη, συνεχίζει: όποιος είναι πάντα πράος και ήρεμος δεν εξάπτεται από την οργή […]. Αλήθεια, έχει δίκιο ο σοφός που λέγει: «Κρείσσων ανήρ μακρόθυμος ισχυρού, ο δε κρατών οργής κρείσσων καταλαμβανομένου πόλιν» (Παροιμ. 16, 32). Θεωρεί επίσης τη μακροθυμία ως την αρετή που αντιτίθεται στην οργή: αν η οργή αφανίζει τη μακροθυμία, αντίθετα και η υπομονή εκδιώκει την οργή: είθε οι κακίες να «παραχωρούν» τη νίκη στο λαό του Ισραήλ, δηλαδή στις αντίθετες προς αυτές αρε­τές […], και η μακροθυμία να διεκδικεί τη θέση της οργής.

Η μακροθυμία συνίσταται στο να υπομένουμε με ηρε­μία τα κακά που προκαλούνται από συμβάντα, ή από τους άλλους ανθρώπους· ιδιαίτερα, στην τελευταία αυτή περίπτω­ση, σημαίνει ν’ αντέχουμε χωρίς ταραχή τις κριτικές, τις ύβρεις, τις προσβολές ή άλλες λεκτικές επιθέσεις (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Ο Αγιος Μάξιμος δίνει τον εξής ορισμό για «τό μακροθυμείν»: «Τό εγκαρτερείν τοίς δεινοίς καί τό υπομένειν πονηρά· καί τό αναμένειν τό τέλος τού πειρασμού, καί τό μή εξάγειν θυμόν ως έτυχε· μηδέ λόγον λαλείν εν αφροσύνη, μηδέ υπονοείν τι ή εννοείν τών μή πρεπόντων θεοσεβεί. [Σ.τ.μ.: Ανάξια για έναν άνθρωπο που φοβείται το Θεό]. Και ο Αγιος Κασσιανός λέγει ότι κανείς δεν αγνοεί ότι ετυμολογικά η «patientia» προέρχεται από τις λέξεις «pati» και «sustinere» [Σ.τ.μ.: Χρησιμοποιούμε τις λατινικές λέξεις, γιατί το συγκεκριμένο έργο του Αγίου Κασσιανού έχει γραφεί στη λατινική. Οι λέ­ξεις αποδίδονται ως εξής: patientia – υπομονή, μακροθυμία, pati (απρμ. αποθ. patior) – πάσχειν, Sustihere (απρμ.) υπομένειν, υφίστασθαι. Εντούτοις είναι προφανές, ότι άξιος να χαρακτηρίζεται μακρόθυμος [Σ.τ.μ.: Ισοδύναμα: υπομονετι­κός] είναι μόνο εκείνος που υπομένει αδιαμαρτύρητα την κα­κή συμπεριφορά που του δείχνει (ο άλλος) (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Από την πλευ­ρά του ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «Ο [μακρόθυμος] φέρων γενναίως, πάντα υποστήσεται ευκό­λως»· «ο [μακρόθυμος] ώσπερ εν λιμένι καθήμενος, βαθείας απολαύει γαλήνης· κάν ζημία περιβάλης, ουκ εκίνησας τήν πέτραν, κάν ύβριν επαγάγης ουκ έσεισας τόν πύργον, κάν πληγάς προστρίψης, ουκ έπληξας τόν αδάμαντα». Η αρετή της μακροθυμίας αποκτάται πρωτίστως μέσω της αγάπης του Θεού, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο ιδίως να έχει ως πρότυπο για όλα το Χριστό, ο οποίος «[…] αχαριστούμενος καί βλασφημούμενος εμακροθύμει καί τυπτόμενος υπ’ αυτών καί φονευόμενος υπέμενε, μηδενί τό σύνολον τό κακόν λογιζόμενος». Γράφει αλλού ο Αγιος Μάξιμος (Αγάπης εκατοντάς): «Ο τήν θείαν αγάπην εν εαυτώ κτησάμενος ου κοπιά κατακολουθών οπίσω Κυρίου τού Θεού αυτού, κατά τόν θείον Ιερεμίαν· αλλά πά­ντα πόνον, ονειδισμόν τε καί ύβριν φέρει γενναίως, μηδενί τό σύνολον κακόν λογιζόμενος».

Η μακροθυμία απορρέει εξίσου και από την αγάπη προς τον πλησίον (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Πράξεις), όπως επίσης και πρωτίστως από την ταπείνω­ση, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός να επιβεβαιώνει ότι δεν έχει καμιά άλλη πηγή.

Η μακροθυμία είναι από τις αρετές που συμβάλλουν κα­θοριστικά στη σωτηρία του ανθρώπου. «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τάς ψυχάς υμών», διδάσκει ο Χριστός (Λουκ. 21, 19). Αποτελεί φάρμακο «πρώτης επιλογής» για όλα τα νο­σήματα της ψυχής (Πρβλ. Κυπριανός Καρθαγένης), και όχι μόνο για την οργή. Είναι προφα­νές ότι το δραστικότερο φάρμακο για την ανθρώπινη καρδιά είναι η μακροθυμία. Διαθέτει επίσης αξιόλογη προφυλα­κτική ισχύ. Δεν διασφαλίζει μόνο αυτό που είναι αγαθό για μας· μας προστατεύει και από το ενάντιο , σημειώνει ο Αγιος Κυπριανός. Και ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «τήν ψυχήν απαλλάττει πνευμάτων πονηρών» και την προστατεύει από τα ίχνη τους.

Ενώ ταυτόχρονα λυτρώνει και προστατεύει τον άνθρωπο από το πονηρό, αποτελεί γι’ αυτόν «τό πάντων αίτιον τών αγαθών». Συνεισφέρει λοιπόν σε μεγάλο βαθμό στην απο­κατάσταση της υγείας στην ψυχή.

Πρωτίστως παρέχει στην ψυχή την απαραίτητη ενέργεια για να μάχεται και να καταβάλλει την αναγκαία προσπάθεια για την πνευματική της πρόοδο (Κυπριανός Καρθαγένης). Παρατηρεί σχετικά ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι του δίνει ακαταγώνιστη δύναμη. Καθώς απελευθερώνει την ψυχή από την οργή και από την ταραχή που προκαλούν τα υπόλοιπα πάθη στην ελάττωση των οποίων [Σ.τ.μ.: Της οργής και της ταραχής] συμβάλλει, προσφέρει επιπλέον στην ψυχή την ειρήνη και τη σταθερότητα.

Αντίστοιχα εμφανίζεται και ως η αρχή και η αφετηρία πολλών αρετών (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ολυμπιάς). Συντελεί ιδιαίτερα στην ανάπτυξη της σω­φροσύνης (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ). «Εγκράτειαν ακλινή [Σ.τ.μ.: Στερεά, αμετακί­νητη] ποιεί» (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός). Εμφανίζεται επίσης ως αρετή που ενώνει, αποκαθιστά και διατηρεί την ομόνοια και την αρμονία μετα­ξύ των ανθρώπων (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΕΓΑΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣ­ΣΙΑΝΟΣ, ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ), όπως φανερώνει και η συμβουλή του Αποστόλου Παύλου: «Ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη, σπου­δάζοντες τηρείν τήν ενότητα τού Πνεύματος, εν τω συνδέσμω τής ειρήνης» (Εφεσ. 4, 2). Τέλος από την υπομονή, προέρχο­νται οι πνευματικές, παράκληση και χαρά. Ο Αγιος Ισαάκ Σύρος γράφει σχετικά: «Όταν πληθυνθή η υπομονή εν ταις ψυχαίς ημών, σημειόν εστιν, ότι ελάβομεν εν τω κρυπτώ τήν χάριν της παρακλήσεως. Η ισχύς της υπομονής ισχυροτέρα εστί τών εννοιών τής χαράς τών εμπιπτουσών εν τή καρ­δία».

Οι Πατέρες εντέλλονται στην πραότητα και την υπομονή να συνάψουμε την αγάπη, που γίνεται έτσι η τρίτη αρετή που αντιτίθεται στο πάθος της οργής (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Σημειώνουμε τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ της αγά­πης και της μακροθυμίας. Αφενός, η αγάπη συνεπάγεται τη μακροθυμία, καθώς η δεύτερη συνιστά ιδιότητα της πρώτης, όπως επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος που γράφει: «Η αγάπη μακροθυμεί» (Α’ Κορ. 13, 4). Στο ερώτημα λοιπόν: «Πώς η αγάπη ημεροί τόν θυμόν;» ο Αγιος Μάξιμος απαντά: «Επειδή έχει τό ελεείν και τό ευεργετείν τόν πλησίον, καί τό μακροθυμείν επ’ αυτόν καί τό υπομένειν τά υπ’ αυτού επαγό­μενα […]. Ταύτα ούν έχουσα η αγάπη, ημεροί τόν θυμόν τού κεκτημένου αυτήν». Σχολιάζοντας ο Αγιος Κυπριανός τη διατύπωση του Αποστόλου Παύλου, υπογραμμίζει από την πλευρά του, ότι η αγάπη δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί σταθερή παρά μόνο με την προϋπόθεση ότι θα εμποτιστεί στη δοκιμασία της υπομονής. Αφετέρου, η μακροθυμία συνε­πάγεται την αγάπη για να είναι πραγματικά ενάρετη, διότι όπως σημειώνει ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι δυ­νατόν: «τινές, […] τη μακροθυμία […] κεχρήσθαι […] εις τήν άμυναν τών παροξυνάντων, διαρρηγνύντες εαυτούς», «τήν φλόγα ανάψαι των υπό της οργής εκκαιομένων» και ακόμη «εις μνησικακίαν εμπεσείν». Το γεγονός αυτό επιτρέπει να πούμε ότι «άν μή η χρηστός [ο μακρόθυμος], πονηρία τό πράγμα γίνεται». Γι’ αυτό ο Απόστολος αφού έχει πει: «Η αγάπη μακροθυμεί», προσθέτει, «χρηστεύεται» και ακόμη «η αγάπη ου ζηλοί» (Α’ Κορ. 13, 4), και σε άλλο σημείο συμ­βουλεύει: «Ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη» (Εφεσ. 4, 2).

Ο αμεσότερος τρόπος για να κατορθώσουμε να φθάσου­με σε τούτη την αγάπη προς τον πλησίον είναι η προσευχή γι’ αυτόν. Γράφει ο Αγιος Μάξιμος ότι εάν «συνέβη σοι πειρα­σμός εκ τού αδελφού καί η λύπη εις μίσος σε ήγαγε, μή νικώ υπό τού μίσους, αλλά νίκα εν τή αγάπη τό μίσος. Νικήσεις δέ τρόπω τοιούτω: προσευχόμενος υπέρ αυτού γνησίως πρός τόν Θεόν». Ο ίδιος συμβουλεύει ακόμη: «Εάν μέν σύ μνη­σικακής τινι, προσεύχου υπέρ αυτού καί ιστάς τό πάθος τής κινήσεως». [Σ.τ.μ.: Θα σταματάς την εξέλιξη του πάθους]. Και αλλού λέγει: «Επί [του πάθους] της μνησικακίας, προ­σεύχου υπέρ τού λυπήσαντος καί απαλλάττη».

Σε ό,τι άφορα τη φύση και τα αποτελέσματα της αγάπης, θα τα εξετάσουμε όταν θα έλθει η στιγμή να εξετάσουμε την αρετή αυτή στο σύνολό της.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ: Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», JEAN CLAUDE LARCHET (*), ΤΟΜΟΣ Β’, Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία», Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ)

(*) Ο Jean Claude Larchet γεννήθηκε το 1949 στη βορειοανατολική Γαλλία. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, είναι συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων που αφορούν τη θεολογία και την πνευματικότητα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία μεταφράστηκαν σε δώδεκα γλώσσες. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ορθόδοξους πατρολόγους και ένας σημαντικός εκφραστής της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη Γαλλία. Διευθύνει, σε δύο γαλλικούς εκδοτικούς οίκους, μία συλλογή βιβλίων αφιερωμένων σε σύγχρονους πνευματικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο γέροντας Παϊσιος, ο γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο γέροντας Χαράλαμπος, ο γέροντας Πορφύριος.

Διαβάστε μια παρουσίαση του βιβλίου καθώς και περισσότερα αποσπάσματα από τον Β’ τόμο πατώντας εδώ

 

 

 

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]