«Σχολάσατε καὶ γνῶτε» (Ένας μοναχός)

Μοῦ εἶπαν νὰ γράψω γιὰ Σᾶς. Μπορῶ νὰ γράψω; Γιὰ ἕναν θεωμένο ὁ ἁμαρτωλός; Ἡ ψυχή μου ζητᾶ νὰ βρῇ συγχώριο, νὰ δρέψῃ Χάρι Θεοῦ, νὰ εὐχηθῇ γιὰ τὴν ἁγία ψυχή Σας μᾶλλον, παρὰ νὰ γράψῃ γι᾽  αὐτήν. Νὰ εὐχηθῇ γιὰ τὴν ψυχὴ ἐκείνη, ποὺ τὴν εἶδα νὰ ἁγιάζεται καὶ νὰ διδάσκῃ ἐμπράκτως τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ, τοῦ σταυροῦ, τὴν πολύτροπο κοινωνία μετὰ τοῦ Ἑνὸς Ἁγίου, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Σχεδὸν μισὸ αἰῶνα καθημερινὰ ἐμπρὸς στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ τῆς διανοίας καὶ τῆς ἰσχύος Σας. «Ἐὰν μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽  οὐ πολλοὺς πατέρας. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ, διὰ τοῦ εὐαγγελίου, ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς μιμηταί μου γίνεσθε».

Ἔψαξα νὰ βρῶ χαρτὶ ἱκανὸ καὶ γραφῖδα δυνατὴ νὰ γράψῃ. Δὲν βρῆκα. Καὶ πῶς νὰ βρῶ. Κάθε περιγραφὴ θὰ ἀκουμπήσῃ τὰ φαινόμενα καὶ θὰ ἀθετήσῃ τὰ βιούμενα, τὰ ὑψηλὰ ἐκεῖνα, ποὺ μόνο ὁ ἅγιος Θεὸς καὶ ἡ μυστικὴ καρδία τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ γνωρίζουν. «Παρακαλῶ οὖν ἡμᾶς μιμηταί μου γίνεσθε». Θὰ γράψω, λοιπόν, γι᾽ αὐτή Σας τὴν ἐντολή, ποὺ δὲν τὴν ἄρθρωσε ποτὲ τὸ στόμα Σας, ἀλλὰ τὴν ἐπέβαλε τὸ φλογερὸ καὶ ἀπαρασάλευτα ἀκριβὲς ἀσκητικὸ ὑπόδειγμά Σας. 

Θὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἀνδριάντα τῆς ἀσκήσεως, τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς, τῆς Παραδόσεως τῶν Πατέρων, τῆς θεολογίας, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς, τῆς γλυκύτητας καὶ τῆς περισσῆς εὐγένειας, ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν χαρίστηκε σὲ κανένα, προασπίζοντας τὴν ὑποστατικὴ Ἀλήθεια, τὸν Χριστό του καὶ μὲ τὴν ἴδια του τὴν ζωὴ καὶ ποὺ καθόρισε ἐπιτακτικὰ μὲ τὸ σιωπηλὰ προσευχόμενο φλογερὸ ὑπόδειγμά του καὶ μένα τὸν ἀδύναμο καὶ ἁμαρτωλό υἱό. Πατὴρ Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος: «Παρακαλῶ οὖν ἡμᾶς μιμηταί μου γίνεσθε».
Ἢμουν δεκαεννιὰ χρονῶν, στὸ δεύτερο ἔτος τῆς Νομικῆς σχολῆς. Ἔφτασα στὸ πετραχήλι του κουβαλώντας τὸ σκοτασμὸ τῆς ἄγνοιας σφιχταγκαλιασμένο μὲ τὸν ἐμπαιγμὸ τῆς πολυποίκιλης καὶ ὑπερφίαλης νεανικῆς μου ἀναζήτησης καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ συρφετὸς τοῦ σκότους καὶ τῶν λογισμῶν ἔσερνε μαζί του καὶ καμπόσα βάρη τῆς ὀδυνηρῆς καθημερινότητας. Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πετραχήλι γεννήθηκα στὴν ὄντως Ζωή. Ἐκεῖ ἔμαθα τὴν γενιά μου, τὴν παράδοσί μου, τὴν πίστι μου. Θαύμασα καὶ ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τῆς Μίας Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἄρχισα νὰ μελετῶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ νὰ ξεδιψῶ ἐκεῖ τὴν ὅλη ὑπαρξιακὴ νεανική μου ἀνησυχία. Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ τὶς καταπληκτικὲς ὁμιλίες του στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο μὲ τὶς βαθύτατες προσεγγίσεις τῆς ἁγίας Φιλοκαλίας. Συγχωρέθηκα, κοινώνησα Χριστό, συναντήθηκα μὲ τὴν Ἀλήθεια, γεύτηκα τὴν Ἐλπίδα ἣ οὐ καταισχύνει, παρηγορήθηκα, χάρηκα. Ἐκεῖ ἀνδρώθηκα. Βρῆκα στὸν πνευματικό πατέρα μου, ἕναν ἄνθρωπο πολυεπίπεδο, βαθύτατο ἀναζητητή, τέτοιο ποὺ νὰ μπορῇ νὰ δίνῃ ἀπαντήσεις χωρὶς κενὰ ἢ περιθώρια, γιατὶ ζοῦσε τὴν μυσταγωγία τῆς Ἀληθείας. Ἐκεῖ πρώτη φορὰ ἔμαθα νὰ ὑπομένω, νὰ νηστεύω, νὰ προσεύχομαι, νὰ μετανοίζω, νὰ ἀγρυπνῶ, νὰ ψάλω, νὰ ἀναγνωρίζω τὴν ἱερότητα τῆς ἀκρίβειας τοῦ τυπικοῦ, νὰ δροσίζομαι στὴν φλόγα τῆς ἁγίας Ἀκολουθίας. Εὐφράνθηκα ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς ταπείνωσης, συνέλαβα τὴν ὡραιότητα τῆς ἀφανείας. Βίωσα καρδιακὰ τὴν ἁγία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σὲ μιὰ ἀληθινὴ ἀγάπη πέρα ἀπὸ κοινωνικὰ στεγανά· δέθηκα στὸν ἰσχυρότερο ἀπὸ κάθε σαρκικὸ δεσμὸ συγγενείας, στὸν ἅγιο δεσμὸ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπακούουν στὸ θέλημά Του καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές Του. 

Τὸ ὑπόδειγμα τοῦ πατρός μου ὑπῆρξε πάντοτε πρόκληση γιὰ τὰ ὑψηλά. Ὁ ἴδιος ἔγγαμος μὲ μιὰ σπουδαία συνοδοιπόρο – συνασκήτρια στὴν ζωή του, ἐτίμησε καὶ διακόνησε στὰ πνευματικά του τέκνα τὸν εὐλογημένο γάμο, ἀλλὰ προέκρινε γιὰ τὸν ἑαυτό του μαζὶ μὲ τὴν συνασκήτριά του, τὴν πρεσβυτέρα του, τὴν ἀγαμία. Ἡ ζωή του ὑπῆρξε γιὰ μένα στὰ χρόνια ἐκεῖνα μέτρο ἀσκητισμοῦ, ἐμπράκτου ἐπιδείξεως τῆς ἀληθείας τῶν λόγων ὅλων τῶν Πατέρων· τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: «δύο εἰσὶ αἱ ὁδοὶ ἐν τῷ βίῳ, μία μὲν μετριωτέρα καὶ βιοτική, ὁ γάμος λέγω, ἡ δὲ ἑτέρα ἀγγελικὴ καὶ ἀνυπέρβλητος, ἡ παρθενία» ἢ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «ὅσον τοιγαροῦν ἄγγελος ἀνθρώπου ὑπέρτερος, τοσοῦτον παρθενία γάμου τιμιωτέρα. Τί δὲ λέγω ἄγγελος, αὐτὸς ὁ Χριστὸς τῆς παρθενίας τὸ κλέος…». Ἀπὸ τὰ χέρια του πῆρα δῶρο τὸ πρῶτο μου κομποσχοίνι καὶ στὰ χρόνια, ποὺ ἀκολούθησαν ἄρχισα δειλὰ μὲ τὴν προτροπὴ καὶ τὴν καθοδήγησί του νὰ ἐργάζομαι τὴν προσευχή. 

Ἐκεῖ πρωτογεύτηκα τὸν γλυκασμὸ τῆς ἀπαράμιλλης αὐτῆς πνευματικῆς ἐργασίας. Καταλάβαινα περνώντας ὁ καιρός, ὅτι αὐτὴ ἡ ἐργασία γιὰ νὰ καρπίσῃ εὐθαλῶς ἀπαιτεῖ ἀφιέρωσι. Ἦρθα τότε στὸ πετραχήλι του καὶ τὸν ρώτησα, πῶς γίνεται νὰ βαθύνῃ κανεὶς στὴν προσευχή, ἔτσι ποὺ ἡ μελέτη ἑνὸς κειμένου νὰ μὴν ἐμποδίζῃ στὸ νοῦ τὴν συνέχισι τῆς προσευχῆς. Τοῦ ζητοῦσα, δηλαδή, μὲ νεανικὴ ἀφέλεια, νὰ μοῦ ἐξηγήσῃ τὴν κάθοδο τοῦ νοὸς στὴν καρδία, τὴν καρδιακὴ προσευχή. Κι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος, ποὺ τὴν γνώριζε, μοῦ εἶπε. Μελέτησε τὴν φρᾶσι τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Σχολάσατε καὶ γνῶτε» καὶ ὅταν τὴν ἐννοήσῃς σὲ βάθος θὰ λύσῃς τὴν ἐρώτησί σου. 

Πατέρα, Θεὸς σχωρέσῃ, σ᾽  εὐχαριστῶ. 

Τώρα, ποὺ στέκομαι πάνω στὸ φρύδι τοῦ βράχου μου καὶ κάτω ἀπ᾽  τὰ πόδια μου χαίνει τρακόσια μέτρα γκρεμός, τώρα ποὺ βρίσκομαι μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς κι ὀργώνω μὲ τὸ γαϊδούρι μου, γιὰ τὶς λίγες πατάτες τοῦ βιοπορισμοῦ, τὴν μικρὴ πεζούλα τοῦ ἀσκηταριοῦ μου, τώρα ποὺ κουβαλῶ ὅλο βαθειὰ χαρὰ καὶ ἀληθινὴ καρδιακὴ πλήρωσι τὸ μικρό μου μοναχικὸ σταυρό, ἦρθα μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια στὴν κοίμησί σου, στὴν πανήγυρι τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δόξας Σου, νὰ δώσω τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὸ ἅγιο σκῆνος σου. 

Σ᾽ εὐχαριστῶ. 

Σ᾽ εὐχαριστῶ, ποὺ μοῦ ἔδειξες τὸν μοναχισμό, τὴν ὁδὸ τῆς ζωντανῆς ποίησης, τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τῆς ἐν Χριστῷ πτωχείας, ποὺ πλουτεῖ ἀφάτως, μηδὲν ἔχουσα καὶ τὰ πάντα κατέχουσα. Ὅ,τι μοῦ εἶπες ἔκανα: «Σχολάσατε καὶ γνῶτε». Γιὰ τὴν γνῶσι τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ζωὴ καὶ γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή, σχόλασα ἀπ᾽  ὅλα, ἀπὸ τὴν δικηγορία, ἀπὸ τὸ μεταπτυχιακό, ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, ἀπὸ τὴν περιουσία, ἀπ᾽ τοὺς φίλους κι ἀπ᾽ τοὺς ἐχθρούς. 

Ὅμως συγχώρα με, ἀπ᾽  τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μου ἀκόμα ἀγωνίζομαι νὰ σχολάσω.

Τώρα, ποὺ στέκεις λειτουργὸς ἐνώπιος ἐνωπίῳ μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, παρακάλα Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἅγιε, παρακάλα τὸν Δεσπότη, τὸν Κύριο τῆς δόξης, νὰ κλίνῃ τὸ ἔλεός Του σὲ ὅλα σου τὰ παιδιά, στὴν ταλανισμένη μας πατρίδα, στὴν κλυδωνιζόμενη Ἐκκλησία, σὲ ὅλο τὸν κόσμο.

Ἕνας Μοναχός

[Ψήφοι: 3 Βαθμολογία: 5]