Κατανάλωση: η πρόσχαρη αλλοτρίωση (Σαράντος Καργάκος, Ιστορικός – Συγγραφέας)

Η παράδοση αναφέρει ότι κάποιο ον, όσο περισσότερο ικανοποιούσε την πείνα του, τόσο αυτή μεγάλωνε, με αποτέλεσμα να κατασπαράξει τον εαυτό του. Το πρόσωπο αυτό είναι και πρόσωπο της δικής μας κοινωνίας, της λεγόμενης Καταναλωτικής, που καταναλώνεται καταναλώνοντας και ο άνθρωπος τρώγεται τρώγοντας.
Πραγματικά, παρατηρώντας το σημερινό κόσμο και τα επιτεύγματα, με τα οποία έχει κορεστεί, θα μπορούσε κανείς να πει πως ο άνθρωπος είναι γεννημένος για να δημιουργεί κι ύστερα να καταστρέφεται. Αναζητεί συνέχεια το καλύτερο με σκοπό τη βελτίωση της ζωής. Όμως κατά τη διάρκεια της πορείας του το «καλύτερο» συχνά μετατρέπεται σε «χειρότερο», εφόσον είναι γνωστό πως συχνά το καλύτερο είναι εχθρός του καλού.

Στην περίπτωση που αναφερόμαστε, ο άνθρωπος δημιούργησε μια ατελεύτητη αλυσίδα πραγμάτων, που θα έλυναν τα προβλήματά του κι όμως βρέθηκε δεμένος με την αλυσίδα αυτή. Αχρηστεύτηκε από τα δημιουργήματά του. Περιτριγυρίζεται από τόσο «χρήσιμα» πράγματα που τον κάνουν να νιώθει άχρηστος· ένα παθητικό άτομο, που κατευθύνεται από τα επιτεύγματά του. Έτσι ο σημερινός άνθρωπος μοιάζει με κάποιον που έχει υποστεί λοβοτομή κι έχει μετατραπεί σ’ ένα άτομο χωρίς βούληση, που αδρανοποιείται μέρα με τη μέρα.

Στη σημερινή εποχή έχει παρανοηθεί η έννοια της λέξης «χρήσιμος». Χρήσιμος είναι αυτός που προσφέρεται προς χρήση, που βοηθάει στην καλυτέρευση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. Χρήσιμος είναι ακόμη αυτός που χρησιμεύει σε κάτι. Όμως σε τι χρησιμεύουν τόσα «χρήσιμα» πράγματα, που μας κατακλύζουν; Σε τι χρησιμεύει ο άνθρωπος πέρα από το να τα δημιουργεί και να τα υπηρετεί; Ποιο νόημα έδωσε στη ζωή του, πέρ’ από εκείνο του «αγοραστή»; Στο σύγχρονο λεξιλόγιο, που χρησιμοποιεί, ενέταξε και το «χρήσιμος» στα επίθετα που έχουν την έννοια του μη χρησιμοποιούμενου. Στο μυαλό του κυριαρχεί η εντολή «αγόρασε και απόλαυσε» και σύμφωνα μ’ αυτή χτίζει μια ζωή, στην οποία ο άνθρωπος χρησιμεύει για να χρησιμοποιείται, χρησιμοποιώντας παθητικά τ’ αγαθά που αγοράζει μηχανικά, για να κορέσει την αγοραστική του μανία.

Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι ο σημερινός άνθρωπος παχαίνει σωματικά κι αδυνατίζει πνευματικά. Η πάχυνση είναι αποτέλεσμα του φαγητού και της ακινησίας. Η πνευματική αβιταμίνωση, αποτέλεσμα της πνευματικής οκνηρίας. Ο κόσμος μας αποτελείται από παθητικά στην πλειοψηφία τους άτομα, και η ειρωνεία είναι πως τα ίδια τα άτομα με τη στάση τους κατέληξαν στο να γίνουν αδρανή πλάσματα. Ένα παράδειγμα είναι ενδεικτικό: με τη σπάταλη χρησιμοποίηση που της κάνουμε, δώσαμε το δικαίωμα στην τηλεόραση να ελέγχει και να καθορίζει τη ζωή μας, ιδίως κατά τις βραδινές ώρες. Δύσκολα βγαίνουμε από το σπίτι κι εύκολα απαρνιόμαστε την κουβέντα με τους φίλους, για να μη χάσουμε κάποια ενδιαφέρουσα «σειρά», που τις πιο πολλές φορές είναι σειρά πληκτικών σκηνών. Αλλά το παράδειγμα δεν αφορά στην τηλεόραση αποκλειστικά, αλλά σ’ ένα εξάρτημα της, τον τηλεχειριστή* («τηλεκομάντερ» λέγεται στη «γλώσσα» της T.V.), που χρησιμεύει στη ρύθμιση ή την αλλαγή σταθμών. Μ’ αυτό το όργανο γλιτώνουμε από τον κόπο ν’ αλλάξουμε τη νωχελική στάση μας στην πολυθρόνα, να σηκωθούμε και ν’ αλλάξουμε κανάλι, ώστε να μπορέσουμε να κινηθούμε, έστω για ένα λεπτό. Με μια πίεση του δακτύλου ρυθμίζονται από μακριά τα πάντα. Το βιβλίο, που μας παρέχει γνώσεις και τέρψεις και παράλληλα ασκεί το νου μας, έχει υποκατασταθεί από την τηλεόραση και τις πιο πολλές φορές από το βίντεο. Προτιμάμε να μας προσφέρουν έτοιμη μια γνώση παρά να την κατακτήσουμε μόνοι με προσωπικό μόχθο.

Αγνοούμε το θέατρο, που μας παρέχει μια υψηλότερη καλλιτεχνική τέρψη και μια μοναδική αίσθηση της σχέσης ηθοποιού-θεατή, γιατί, είτε δε μας προσφέρει τις γρήγορες εναλλαγές εικόνων των ταινιών της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, είτε είμαστε τόσο οκνηροί ώστε, αν κι έχουμε αυτοκίνητο για να κινηθούμε, εν τούτοις επιλέγουμε την «καλύτερη» λύση και την πιο «ξεκούραστη», να κάτσουμε, δηλαδή, στο σπίτι και να δούμε τηλεόραση. Μέσα σ’ ένα τέτοιο σύστημα υποκατάστατων ζωής ο άνθρωπος φθείρεται, χάνει το νόημα της ζωής και κάνει τη ζωή πουλιού μέσα στο κλουβί. Μόνο που η αυτοφυλάκιση είναι δική του επιλογή.

Ο Αριστοτέλης ονόμασε τον άνθρωπο «ζώον κοινωνικόν». Δυστυχώς, ο άνθρωπος κατάφερε να του αφαιρεθεί ο επιθετικός προσδιορισμός του κοινωνικού. Έχασε την κοινωνικότητά του, αλλ’ αυτό δε σημαίνει ότι του απόμεινε η ιδιότητα του ζώου στην πλήρη διάστασή της. Ένα ζώο κινείται, απολαμβάνει τη φύση, τρώγει υγιεινές τροφές. Ο άνθρωπος ακινητοποιείται, χάνει την επαφή με τη φύση και τρώγει «υγιεινές» τροφές, για να διατηρεί την υγεία του, που φθείρεται από την πολυφαγία και την ακινησία.

Η κακή χρησιμοποίηση, λοιπόν, των μέσων διευκόλυνσης της ζωής έχει καταντήσει δύσκολη τη ζωή μας. Ένα χαρτονόμισμα έχει αντίκρισμα σε χρυσό κι έτσι δικαιολογεί την ονομαστική του αξία. Η ζωή του ανθρώπου, όμως, στην κατάσταση που έχει περιέλθει σήμερα, δεν έχει κανένα αντίκρισμα. Το αντίκρισμά της ήταν οι άνθρωποι, που τώρα πια δεν υπάρχουν. Το μόνο που έχει απομείνει στον κόσμο είναι άτομα που πλανιώνται από δω κι από κει δίχως νόημα και προορισμό. Για να ξαναρχίσει η ζωή μας να λειτουργεί, πρέπει να της δώσουμε ζωή.

Κάποτε ο ευαγγελιστής των τεχνολογικών ανακαλύψεων, ο μεγάλος συγγραφέας Ιούλιος Βερν, είχε πει προφητικά ότι ο άνθρωπος στο μέλλον θα γίνει ένα διακοσμητικό αντικείμενο μέσα στο μηχανοποιημένο κόσμο που θα δημιουργήσει. Το μέλλον του Βερν είναι το δικό μας παρόν. Ο Βερν θέλησε να μας προειδοποιήσει για τα επακόλουθα που θα είχαν οι συνεχείς τελειοποιήσεις, που άφηναν απέξω τον άνθρωπο. Να μας προειδοποιήσει για μια εποχή, που θα ήταν η αρχή του τέλους της ζωής των ανθρώπων με την αρχική, την πρωταρχική έννοια της ζωής. Δυστυχώς, η προφητεία επαληθεύτηκε και δημιουργήσαμε ένα θαυμαστό κόσμο θαυμαστών πραγμάτων, στα οποία εντάξαμε τη ζωή μας, αντί να εντάξουμε τα πράγματα στη ζωή μας.

Τα πάντα λειτουργούν στην εντέλεια σε βάρος του ανθρώπου. Η ζωή του έγινε πιο «εύκολη» αλλά και πιο κουραστική μέσα στις τόσες ευκολίες. «Αλλοτριώνεται πρόσχαρα» και γι’ αυτό δεν καταλαβαίνει πόσο βαθιά μπαίνει σ’ ένα λαβύρινθο, που δεν έχει έξοδο και τελειωμό. Οι άνθρωποι ξυπνάνε από έναν τυχόν βραδινό εφιάλτη, για να ζήσουν έναν άλλο, τον ημερήσιο, καθημερινό εφιάλτη. Ζουν με το άγχος να προλάβουν, να τα προφτάσουν όλα. Ελάχιστες είναι οι στιγμές, που χαίρονται τη ζωή τους σαν πραγματικοί άνθρωποι κι όχι σαν αυτόματα όντα. Ένας κόσμος ζωντανών-νεκρών θα ήταν βέβαια ένας πολύ βαρύς χαρακτηρισμός για το σημερινό κόσμο, αλλ’ ανταποκρίνεται σε κάποιες πολύ συνηθισμένες καταστάσεις της ζωής του. Στη σημερινή εποχή είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς ποιος είναι «ζωντανός» και ποιος «νεκρός». Αρκείται στο να παρατηρεί άτομα να κινούνται σαν να τα κατευθύνει κάποια αόρατη δύναμη και που είναι ανίκανα ν’ αντισταθούν και να βαδίσουν αντίθετα στο ρεύμα της κατανάλωσης. Αγοράζουν περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ζήσουν. Τουλάχιστον, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν πως η ζωή τους θα συνεχισθεί και μετά το θάνατο τους και γι’ αυτό μετέτρεπαν τους τάφους τους σε σούπερ μάρκετ. Εμείς, όμως, γιατί αγοράζουμε τόσα, αφού δεν πρόκειται να τα πάρουμε μαζί μας;

Η εξήγηση είναι απλή: η μόνη δραστηριότητα που επιτρέπεται στο σημερινό άνθρωπο είναι η κατανάλωση, η αφθονία. Έτσι κυνηγά μόνος τον πλούτο της κόλασής του. Γιατί η καταναλωτική μανία μοιάζει με το ναρκωτικό. Όσο περισσότερο το παίρνεις, τόσο πιο πολύ το ζητάς, αν και ξέρεις πως αυτό μια μέρα θα σε καταστρέψει.

Με τη μανία για συνεχή και υπερβολική κατασκευή και προμήθεια πραγμάτων, που θα έκαναν τη ζωή μας ανετότερη, χάσαμε την άνεση και την ευρυχωρία μας. «Μας διώχνουνε τα πράγματα», όπως λέει ο Καρυωτάκης. Είμαστε εξόριστοι σ’ έναν τόπο που δημιουργήσαμε μόνοι μας. Θεοποιήσαμε τα επιτεύγματα μας και υπακούμε σ’ αυτά, βάζοντας παρωπίδες, ωτοασπίδες και ρινοασπίδες, για να μη δεχόμαστε άλλα ερεθίσματα. Υπάρχουν, όμως, κάποιοι πνευματικοί άνθρωποι, που με το φως της αλήθειας προσπαθούν να μας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουμε σε τι φαύλο κύκλο έχουμε πέσει και στριφογυρίζουμε δαιμονισμένα γύρω-γύρω, όπως ο σκύλος που θέλει να δαγκώσει την ουρά του. Μας δείχνουν μιαν έξοδο, όμως εμείς έχουμε γίνει τόσο «ασθενικοί», που μας είναι αδύνατο να φτάσουμε ως αυτή.

Ελπίζουμε πάντοτε να πληθύνουν τα φώτα σ’ αυτό τον κόσμο, για να μπορέσουν όλοι οι άνθρωποι μια μέρα να βαδίσουν προς την έξοδο και να κοιτάξουν τον ουρανό, που έχουν ξεχάσει πια, τι χρώμα έχει.

(4 Απριλίου 1988)

 

* Το σωστό θα ήταν τηλεχειριστήρας. Τηλεχειριστής είναι αυτός που τον χρησιμοποιεί. Το ίδιο ισχύει και για το «διακόπτης». Σωστό είναι το «διακοπτήρ»-«διακοπτήρας»

 

(Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄, GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: orp.gr)

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]