Η κρίση της Παιδείας, κρίση αξιών (Σαράντος Καργάκος, Ιστορικός – Συγγραφέας)

Ομιλία στη Αίθουσα “Ολυμπία” Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Ημερίδα για την Παιδεία, οργάνωση Ενορίας Αγ. Νικολάου Πευκακίων (31/1/2010)

 

Όταν σήμερα μιλάμε για κρίση, οι πλείστοι εννοούμε πρωτίστως την οικονομική και μας διαφεύγει το γεγονός ότι η πρωτεύουσα κρίση είναι ηθική. Κρίση όχι των χρηματιστηριακών αλλά των ηθικών αξιών, η οποία με τη σειρά της είναι απότοκος μιας άλλης γενικευμένης σχεδόν σε οικουμενική διάσταση, της παιδαγωγικής. Οι ρίζες του φυ­τού που γέννησαν αυτή την πολυδιάστατη κρίση ανάγονται στην αμέσως μετά τον πόλεμο εποχή, όταν το σχολείο χάνει την ανθρωποπλαστική του αποστολή και γίνεται εργοστάσιο παραγωγής ανθρωπάκων, ικανών να υπηρετήσουν αξίες -ουσιαστικά απαξίες- κάθε λογής αλλ’ όχι την αξία του ανθρώπου. Τον άνθρωπο της αξίας υπεσκέλισε ο άνθρωπος της επιτυχίας.

Αυτό το κυνήγι της με κάθε μέσο επιτυχίας -ακόμη και με το πα­τείν επί πτωμάτων και αποπατείν επί ιερών και οσίων- δημιούργησε το σύγχρονο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό χάος, που μεταφέρεται στο σχολείο και από το σχολείο στα κεφάλια των μαθητών, μια μηχανική συσκευή στην οποία κάθε δάσκαλος ή καθηγητής στρίβει ένα μπουλόνι ή προσθέτει κάποιο “τσιπς” από σιλικόνη.

Κάποιοι -πάνε πολλά χρόνια τώρα- διακήρυσσαν ότι δεν θα ζή­σουμε με τις ηθικές αξίες, που δέσμευαν κάθε λογής αυτενέργειες και πρωτοβουλίες, θα ζήσουμε με τη μηχανή. Αλλά το πρόβλημα δεν τίθεται εκεί. Δεν είναι πρόβλημα το αν θα ζήσουμε με τη μηχανή αλλά αν θα ζήσουμε ως μηχανή. Ασφαλώς, χρειάζεται η μηχανή, διότι δι­ευκολύνει τη ζωή, αλλά δεν χρειαζόταν να μηχανοποιήσουμε τη ζωή μας σε τέτοιο βαθμό ώστε το σχολείο να λειτουργεί κατά το σύστημα-αλυσίδα για την παρασκευή έμψυχων ρομπότ. Άπειρες φορές έχω γράψει πως η εκπαίδευση δεν είναι παιδεία. Σε εκπαίδευση υπόκεινται και τα ζώα. Ενώ ο άνθρωπος, ο ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι η παι­δεία του, όταν αυτή παραμένει άσκηση αρετής και ανθρωποπλαστικό ιδανικό. Κι όχι ένα εφόδιο απλά επαγγελματικό. Τώρα βρισκόμαστε στο όριο των καιρών. Πατροπαράδοτες αξίες, που επέζησαν στη φορά και στη φθορά του χρόνου και των ανθρώπινων μεταβολών, έχουν χάσει το κύρος και τη σταθερότητά τους. Από αυτό η γενικευμένη αστάθεια. Ο νέος, αντιδρώντας στη ρομποτοποίησή του, στρέφεται ανεμωλίως κατά των ηθικών άξιων, απορρίπτει όχι τη μαθησιακή σκλαβιά που του προσφέρεται σαν το βαλανίδι της Κίρκης, απορρίπτει τη λειτουργικότητα των αξιών, που θα μπορούσαν να τον κρατήσουν όρθιο στη θύελλα των κακών καιρών και καταντά μετέωρος. Φτερό στον άνεμο. Διότι δεν υπάρχουν πια ουσιαστικές αναπληρωματικές αξίες, στις οποίες θα μπορούσε να στηρίξει την ύπαρξή του. Στη σύγχυση και στην παραζάλη που τον δέρνει, για να ξεσπάσει, για να ξεχάσει, κάνει πόλεμο με τον εαυτό του. Τα ναρκωτικά που κάνουν θραύση εδώ και παντού τα θεωρεί «γιατρικό» του.

Ποτέ άλλοτε οι νέοι δεν ανατράφηκαν με τόσο μίσος, ειδικά στις κοινωνίες που επικρατεί το δόγμα του «πάρτα όλα». Ένα μόνο δεν παίρνουν: αγάπη. Και στην έλλειψη αγάπης απαντούν με το μίσος. Δεν διδάχθηκαν, ούτε το βίωσαν ούτε το συνειδητοποίησαν ότι ζωή χωρίς αξίες δεν έχει αξία. Εξεγείρονται και, κτυπώντας τον εαυτό τους με ποικίλους τρόπους, νομίζουν πως κτυπούν το σύστημα. Απλώς με τα βίαια ξεσπάσματά τους, το ισχυροποιούν και το κάνουν πιο συστηματο­ποιημένο. Πρότυπο των νέων προσφέρεται ο ήρωας που δεν έχει ηρωικό ήθος. Και χωρίς το ήθος αυτό ο κόσμος τείνει να μεταβληθεί σε μια απέραντη “Λέσχη Αυτοκτονίας”. Είναι χρόνια τώρα που έπαψα να πι­στεύω στην παιδαγωγική αποστολή του ευφημιστικά λεγόμενου ελληνικού σχολείου, που μπορείς να του δώσεις κάθε ονομασία, αλλά μόνο σχολείο και μάλιστα ελληνικό δεν μπορείς να το ονομάσεις. Στην καλύτερη περίπτωση είναι ένας τεράστιος κλωβός … παπαγάλων.

Είχα γράψει την 1η Δεκεμβρίου 1987 ένα δοκίμιο που είχε σαν “σλόγκαν” το νεανικό -τότε- σύνθημα: «Μην περιμένεις να χιονίσει, για να δεις άσπρη μέρα»! Αφορμή στάθηκε η δήλωση μιας μαθήτριας που είχε πρωτεύσει στις τότε Πανελλαδικές Εξετάσεις: «Δεν ήμουν η εξυπνότερη, ήμουν ο καλύτερος παπαγάλος». Η δήλωση αυτή αισθητοποιεί το σύμπτωμα κρίσης που διέρχεται το σημερινό -κι όχι μόνον εδώ- σχολείο. Δεν μαθαίνει τα παιδιά πώς να σκέπτονται αλλά με τι να σκέπτονται. Δημιουργεί μυαλά, χωρίς μυαλό. Προσφέρει γνώσεις, αλλ’ όχι γνώση. Δημιουργεί απλώς κάποια δίποδα λεξικά. Κι αυτά ελλιπή.

Βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς πως, η κρίση του σημερινού σχολείου, ήταν κάτι φυσικό και αναμενόμενο. Λόγω των ραγδαίων μεταπολεμικών εξελίξεων όλα τα συστήματα αξιών ένιωσαν τον κραδασμό των επερχόμενων μεταβολών. Το σχολείο, ένας, κατά παράδοση, συντη­ρητικός θεσμός, ήταν μοιραίο να «εισπράξει» ένα μέρος της κρίσης. Δικαιολογημένα, λοιπόν, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αυτό που ονομάζουμε κρίση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια δυσκολία προσαρμογής σ’ ένα περιβάλλον που άλλαξε απότομα. Εν τούτοις, στο χώρο της ελληνικής παιδείας την τελευταία τριακονταπενταετία έγιναν τόσες μεταρρυθμίσεις, όσες δεν έγιναν στη διάρκεια των 160 χρόνων, που λειτουργεί επίσημη κρατική παιδεία στη χώρα μας. Πώς συμβαίνει, λοιπόν, να μιλάμε για κρίση ή για παιδευτική πενία;

Το σχολείο μας, παρά τις οποιεσδήποτε καινοτομίες, παραμένει στην ουσία του φορμαλιστικό και, ως προς τη νοοτροπία του, κονφορμιστικό. Ακόμη κι όταν προσφέρει το νέο, το κάνει μ’ έναν τρόπο που το σκουριάζει· κι αυτό κουράζει ψυχικά και πνευματικά το παιδί, που ακόμη δεν έχει γευτεί από την παιδεία μας αυτό που λέγεται χαρά της γνώσης. Κάποτε ο Πλάτων είχε πει: «Ο άνθρωπος γεννιέται δούλος κι απελευθερώνεται διά της παιδείας». Ο σημερινός νέος, όμως, κάθε άλλο παρά απελευθερώνεται· μετατρέπεται σ’ έναν μαθητή -εγκέφαλο, που σημαίνει ανεγκέφαλο πολίτη. Η κρίση, λοιπόν, είναι απότοκος του δουλικού πνεύματος, της εξαρτημένης σκέψης και της υποκατάστασης της ελευθερίας των ιδεών με απόψεις-κλισέ. Έτσι το παιδί “τελειοποι­είται” σ’ ένα “σύστημα φασόν”. Η μόνη διακίνηση ιδεών, που συντε­λείται στους σχολικούς χώρους, είναι αυτή των “ντουβαριών” (με κάθε έννοια).

Την κρίση της σύγχρονης παιδείας παρουσίασαν πολύ πετυχημένα οι Pink Floyd με τη μουσική τους ταινία «The Wall», όπου τα παιδιά περπατούν ομοιόμορφα, κινούνται ομοιόμορφα, εργάζονται σαν ρομπότ. Μοιάζουν με τ’ “ανθρωπάκια” του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου Γαΐτη. Καλοστοιχισμένα, καλοντυμένα, αλλά χωρίς πρόσωπο. Η απροσωπία είναι η σημερινή έκφραση προσωπικότητας. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται το σημερινό σχολείο: δημιουργεί ανθρώπους που είναι απρό­σωπες εκφράσεις προσωπικότητας. Η πνευματικότητα υποβαθμίζεται. Η φιλομάθεια συχνά τιμωρείται. Οι μαθητές εθίζονται στο ν’ ακούν και να “παπαγαλίζουν”. Από την άλλη ο καθηγητής είναι υποχρεωμένος να “παραδώσει”, δηλαδή ν’ απαγγείλει ό,τι το σχολικό εγχειρίδιο εμ­περιέχει. Έτσι ο ρόλος του καθηγητή γίνεται ρόλος ενός καλύτερα προετοιμασμένου μαθητή. Η μονοκρατορία του ενός και μοναδικού σχολικού εγχειριδίου δεν επιτρέπει στον εκπαιδευτικό να εκδιπλώσει όλο το φάσμα των δυνατοτήτων του και να γίνει το κέντρο μιας ευρύτερης παιδευτικής λειτουργίας. Τα πάντα καθορίζονται “δι’ εγκυκλίων”.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αχρήστευση του πιο αξιόλογου εκπαιδευτικού δυναμικού. Σβήνει σιγά-σιγά η φλόγα της παιδείας, το πάθος της διδασκαλίας, η όρεξη για δημιουργικό διάλογο. Η “ρουτινοποίηση” της διδασκαλίας και η “υπαλληλοποίηση” της παιδευτικής λειτουργίας φθείρουν πνευματικά και ψυχικά τον πραγματικό εκπαιδευτικό, που βλέπει πως έργο του είναι να δημιουργήσει κάποιους έμψυχους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, χωρίς όμως δυνατότητα “προγραμ­ματισμού” για να μπορούν να αξιοποιούν μόνοι αυτά που έμαθαν. Απλώς μπορούν ν’ αξιοποιούνται. Έτσι σιγά-σιγά αρχίζει να λείπει από την παιδεία μας ο ανθρώπινος εκπαιδευτικός. Αυτός που ως πραγματικός παιδαγωγός θα έβαζε το μαθητή στο μυαλό και στην ψυχή του. Σήμερα τον βάζει σαν επώνυμο στον κατάλογό του (“μαύρος διάβολος” λέγεται στη μαθητική αργκό), επειδή θα χρειαστεί να τον “θυμηθεί” μερικές φορές το χρόνο.

Ένα άλλο στοιχείο, που ευτελίζει το σχολείο, είναι η βαθμοθηρία. Η άγρα ή αγορά του βαθμού είχε γίνει -και παραμένει ακόμη- το μοναδικό παιδευτικό μας ιδανικό, ένα “ιδανικό” που προωθούσε μέσα στη σχολική αίθουσα το καννιβαλικό «ποιος θα φάει τον άλλον». Αυτό καλλιεργούσε τη διαίρεση μέσα στα παιδιά, γεννούσε αισθήματα φθόνου από τους χαμηλόβαθμους προς τους υψηλόβαθμους και, αντίστροφα, αισθήματα υποτίμησης από μέρους των υψηλόβαθμων προς τους χαμηλόβαθμους. Αυτό το ατομιστικό πνεύμα εμποδίζει τη συνεργασία και την ανάληψη μαζικών μορφωτικών πρωτοβουλιών. Αλλά το πιο θλιβερό παρεπόμενο της καταστάσεως αυτής ήταν και είναι η εξαγορά βαθμών. Η παιδεία έχει αρχίσει να γίνεται προνόμιο των πλουσίων. Ένας βαθμολογικός πληθωρισμός χωρίς προηγούμενο. Η χώρα μας είχε γεμίσει με “αριστούχους” – μετριότητες. Τα άχρηστα άριστα.

Ο βαθμολογικός πληθωρισμός δημιουργούσε και δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως όλα τα παιδιά μπορούν να σπουδάσουν. Όμως, όσο επιτακτικό είναι να μορφωθούν όλοι, δεν είναι δυνατό και να σπουδάσουν όλοι. Οι σπουδές είναι γι’ αυτούς που έχουν τις αναγκαίες πνευματικές ικανότητες, τον έρωτα για μάθηση και τη διάθεση για εργασία. Με κομματικά συνθήματα του τύπου “αποεντατικοποίηση της παιδείας” ούτε παιδεία ούτε επιστήμη προάγονται. Αυτό λέγεται αντι-παιδεία και αντι-μόρφωση. Μία είναι η βασική αρχή πάνω στην οποία, από την παλιά εποχή μέχρι σήμερα, στηρίζεται η παιδευτική πράξη: να μάθει ο νέος να στρώνει το πανταλόνι του στην καρέκλα. Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι το 98% της επιτυχίας το οφείλει στη σκληρή εργασία και το υπόλοιπο 2% στην τύχη. Από μετριοφροσύνη δε θέλησε να μιλήσει για ευφυΐα· άλλωστε ήξερε πως το πρώτο κεφάλαιο της ευφυΐας είναι η επιμέλεια.

Ο σημερινός μαθητής δεν έμαθε ν’ αγαπάει τη μάθηση. Προτιμά στον ελεύθερο χρόνο του να δει μία βιντεοκασέτα παρά να διαβάσει ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο. Προφητικά ο Οδυσσέας Ελύτης σε συνέντευξή του δήλωσε πως ελάχιστοι από τους σημερινούς μαθητές, τους τότε μαθητές, θα ήταν σε θέση να καταλάβουν το στίχο «άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα». Άλλωστε, η δήλωση υποψηφίου του 1986 «ποιος, τέλος πάντων, είναι αυτός ο Μακρυγιάννης;», δείχνει πως η ελληνική παιδεία βρίσκεται σε ώρα μηδέν. Μια έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α. του έτους 1986 για την κατάσταση της παιδείας μας, “απαγγέλλει” με διπλωματικό τρόπο, την καταδίκη του εκπαιδευτικού συστή­ματος. Μια καταδίκη που πιο πριν την έχει νιώσει ο Έλληνας μαθητής, που θεωρεί ως καλύτερο μάθημα αυτό που κάνει ο καθηγητής, όταν … απουσιάζει(!) που θεωρεί το σχολείο άχρηστο, γιατί φυλακίζει τα ωραιότερα χρόνια της ζωής του, για να μάθει κάτι που το θεωρεί ανού­σιο και συχνά ανόσιο. που πηγαίνει σ’ αυτό, επειδή ο αριθμός των απουσιών είναι περιορισμένος κι επειδή είναι υποχρεωμένος να πάρει ένα “χαρτί”, έναν τίτλο σπουδών, που λειτουργεί σαν εισιτήριο για την ένταξή του σε κάποια υπηρεσία. Αλλά κι αν ακόμη μαθητές και σπουδα­στές πηγαίνουν στο σχολείο, αυτό δε σημαίνει πως κάνουν μάθημα. Η παρακολούθηση είναι μηχανική, μια και ο μαθητής έχει πειστεί πως όλα αυτά που μαθαίνει είναι άχρηστα. Γι’ αυτό δεν του μένει τίποτε απ’ όσα είναι υποχρεωμένος να μάθει. Οι αντιδράσεις του είναι ενδει­κτικές: χαίρεται όταν δε λειτουργεί το σχολείο και λυπάται όταν λει­τουργεί.

Βέβαια, όπως σε κάθε εποχή έτσι και σήμερα, το σχολείο διδάσκει. Διδάσκει, αλλά δεν εμπνέει. Προσφέρει στα παιδιά ιδανικά “μιας χρήσης”. Δεν έχει να τους δώσει μια “Ιθάκη”, έναν προσανατολισμό. Κάποτε ιδεολογικός άξονας της παιδείας μας ήταν ο ελληνικός ανθρω­πισμός. Σήμερα όλα είναι ρευστά και συγκεχυμένα. Το σχολείο έχασε την καθοδηγητική του αποστολή. Για να οδηγήσει τα παιδιά, πρέπει να ξέρει πού να τα πάει. Έτσι, μέσα στον κυκεώνα των ιδεών, το σχολείο υποτάσσεται σε κάποιες αναγκαιότητες, που επιτείνουν την κρίση του. Οδηγεί τα παιδιά σε μια αντίληψη πως οι υλικές ανάγκες είναι βασικότερες και ότι οι άλλες (πνευματικές, ηθικές) έπονται. Κι ακόμη ότι ο προβληματισμός των νέων πρέπει να περιορίζεται στην κάλυψη αυτών και μόνο των αναγκών, χωρίς να χρειάζεται να γίνουν άρτιοι άνθρωποι, με ολόπλευρα καλλιεργημένη προσωπικότητα. Αρκεί να μπορέσουν να γίνουν “στελέχη” κάποιου μηχανισμού. Το ιδανικό της “στελεχοποίησης” δημιούργησε στον τόπο μας μια ιδιότυπη αμάθεια, ένα κοινωνικό στρώμα “αγραμμάτων πτυχιούχων“, που πλαισιώνουν όλους τους τομείς της ζωής μας. Έχουμε “εγγραμμάτους”, που παγώνουν μπροστά σε μια πολυκύμαντη νοηματικά φράση, που μένουν απαθείς σαν αγάλματα του Βούδα, όταν ακούσουν τη «Μαρίνα των Βράχων», αφού η πνευματικότητά τους είναι εφάμιλλη μ’ εκείνη των βράχων.

Και το πιο οδυνηρό είναι πως το σύγχρονο σχολείο δεν καλλιεργεί ήθος. Υψηλές έννοιες γίνονται αντικείμενο χλευασμού μέσα στις σχολικές αίθουσες. Το σχολείο δεν ανεβάζει τις αξίες· τις κατεβάζει.

«Τι ωφελεί ο Μαρξ, όταν πεινά η σαρξ;», λέει ένα παλαιό μαθητικό σλόγκαν. Παρά τη θρυλούμενη πολιτικοποίηση, ο δήθεν πολιτικοποιη­μένος και προβληματισμένος νεαρός δεν κατάλαβε πώς, όταν πεινά η σαρξ, τότε ωφελεί περισσότερο ο Μαρξ. Αλλά για να καταλάβεις τον Μαρξ, πρέπει να τον διαβάσεις, κι ο σημερινός μαθητής αποφεύγει το πνευματικό, όπως τ’ αγρίμι τη φωτιά. Έτσι τροφοδοτείται με συνθή­ματα ή μηνύματα, που δεν επιτρέπουν τη συγκρότηση μιας σωστής προσωπικότητας. Κάποτε το ελληνικό σχολείο -παρά τις αδυναμίες του- πρόσφερε ένα ήθος, καλλιεργούσε κάποια ιδανικά. Τα ιδανικά αυτά ήταν τρόπος ζωής. Τώρα φυλακίζονται σε κάποια βιβλία κι είναι υποχρεωμένα να καούν μαζί στην καλοκαιρινή ετήσια καύση των σχολικών βιβλίων, που έγινε έθιμο. Οι νέοι όχι απλώς δεν μαθαίνουν (ο “παπαγαλισμός” δεν είναι μάθηση) το περιεχόμενο των βιβλίων, αλλά το μισούν.

Οι περιβόητες Γενικές Εξετάσεις είναι ο σημαιοφόρος της κρίσης του σημερινού σχολείου. Αποτελούν ένα θεσμό που ευτελίζει την παι­δευτική λειτουργία. Έχουν γίνει ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται όλη η λειτουργία του Λυκείου. Μια συνεχής αναμονή. Είναι η ώρα της αλήθειας. Πολλά παιδιά καταρρέουν, προτού έλθει η ώρα της δοκιμα­σίας. Γίνονται νευρωτικά, μελαγχολικά, απομονωμένα και αγέλαστα άτομα. Όλα αυτά κάπως θυμίζουν Πολύφημο. Η παιδεία μας βλέπει τα παιδιά μ’ ένα μάτι ή με “μισό” μάτι και μετά τα “τρώει”. Τους κα­λούς τους τρώει τελευταίους. Κάποιοι όμως μαθαίνουν να “τρώνε” τους άλλους.

Πριν από 37 χρόνια, μέσα στο ζόφο της δικτατορίας, οι αγα­νακτισμένοι μαθητές και σπουδαστές από την κατάσταση της παιδείας κι από τη γενικότερη πολιτική, που παράνομα τους είχε επιβληθεί, εί­χαν προτάξει σαν κύριο σύνθημα το περίφημο: «Ψωμί – Παιδεία -Ελευθερία». Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια δημοκρατίας ο αγώνας τους δικαιώθηκε, αλλά παραποιημένος: ψωμί έχουμε, ελευθερία έχουμε, παιδεία όμως δεν έχουμε. Αυτή την έχει αντικαταστήσει η παραπαιδεία με πολλές μορφές. Αλλά και το ψωμί είναι αμφίβολο, μια και το πτυ­χίο του Πανεπιστημίου θεωρείται σήμερα εισιτήριο για το ταμείο ανερ­γίας. Όσο για την ελευθερία, αυτή έχει μεταβληθεί σε έννοια-κόθορνος. Ο καθένας τη φοράει με το δικό του τρόπο. Οι “καταλήψεις” προβάλ­λονται ως εκφράσεις κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας, ενώ είναι εκφράσεις πνευματικής οκνηρίας. Τα μαθητικά συμβούλια έδωσαν τις δυνατότητες στα παιδιά να κάνουν τις λεγόμενες “κοπάνες” χωρίς απουσίες. Η μοναδική πρωτοβουλία που αναλαμβάνουν είναι οι πιέσεις προς τους καθηγητές για να κάνουν εκδρομές. Το εθνικό φρόνημα το θυμούνται μόνο σε κάποιες εθνικές επετείους για να μην κάνουν μάθημα. Ή για να το διακωμωδούν.

Την κρίση μέσα στο χώρο της παιδείας επέτεινε και η τρέχουσα πολιτική, που ακόμη -τουλάχιστον στη χώρα μας- δε συνειδητοποίησε πως ο ρόλος της πρέπει να είναι διαπαιδαγωγητικός. Το “φλερτ” των κομμάτων με τη νεολαία δε σταμάτησε ούτε μέσα στον ιερό χώρο του σχολείου. Το σχολείο αποτέλεσε χώρο πειραματισμού, για το ποια κομματική νεολαία μπορεί να χρησιμοποιήσει καλύτερα συστήματα επηρεασμού της μάζας. Έτσι οι Μαθητικές Κοινότητες καλλιεργούν μια στείρα διαμάχη μεταξύ των μαθητών, που θα έπρεπε να είναι συμμαθητές-συμμαχητές σ’ έναν αγώνα που υπερβαίνει την κομματική αντιπαλότητα.

Αλλ’ όπως λέει ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, «ποτέ δεν είναι νωρίς». Ο αγώνας των νέων δικαιώνεται, όταν συνεχίζεται. Και συνεχίζεται, όταν ως αίτημα τίθεται η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος πάνω στη βάση ενός νέου ανθρωπιστικού ιδανικού, που θα συμφιλιώνει το παιδί με τον εαυτό του, με το σχολείο και το βιβλίο, με το δάσκαλο και το περιβάλλον του, με το χθες, το σήμερα και το αύριο. Η κρίση, ακόμη, μπορεί να περιοριστεί με την εμφάνιση ενός νέου πλαισίου αξιών που χρειάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος, που πρέπει να ζήσει ως πολίτης του κόσμου χωρίς να χάνει την ελληνική του ιδιαιτερότητα.

 

(Πηγή: sarantoskargakos.gr)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]