Αντιπροσωπευτικό κείμενο της Λάγκερλεφ για τον εξαίσιο λυρισμό του και τη βαθειά χριστιανική του κατάνυξη. Μαρτυρά τη δύναμη που κρύβουν η καλωσύνη κι η πίστη. Κι ακόμη πώς ο Θεός με τη μακροθυμία και τη σοφία Του κρίνει τους αμαρτωλούς και καμιά φορά τους κάνει άξιους για τα μεγάλα θαύματα.
Πέρα στο δάσος του Γκαίϊγκε, σε μια σπηλιά, ζούσε ένας ληστής με τη γυναίκα του και τα πέντε μικρά παιδιά του. Για δουλειά είχε να σταματά τους ταξιδιώτες, που περνούσαν πιο κει, στον έρημο δρόμο, και να τους παίρνη ό,τι πολύτιμο είχαν. Μα τον τελευταίο καιρό, αυτοί λιγόστεψαν κι αφού ο ληστής δεν τολμούσε να βγη απ’ το δάσος για να κερδίση το ψωμί τής οικογένειάς του, αναγκάστηκε η όμορφη γυναίκα του να πάη πέρα στα κοντινά χωριά να ζητιανέψη. Μαζί της πήρε και τα πέντε παιδιά τους ντυμένα με προβιές και με παπούτσια από φύλλα σημύδας, φορτωμένα το καθένα τους μ’ ένα σακκί ίσαμε το μπόι του. Μα είχε κι αυτή σκληρή καρδιά και δεν εδίσταζε, κι αν ακόμα σ’ ένα κτήμα τής δίνανε βοήθεια, να γύριζε κρυφά τη νύχτα και νάβαζε φωτιά. Πολλοί χωριάτες τη φοβόντουσαν περισσότερο κι από μια αγέλη λύκων κι άλλοι είχαν σκεφτή πάνω στην οργή τους να την σκοτώσουνε μαζί με τα παιδιά της. Μα την τελευταία στιγμή συλλογιόντουσαν το ληστή, που θα ‘ρχόταν γρήγορα για εκδίκηση κι έτσι ξανακρεμούσαν το όπλο τους.
Ένα πρωί, η γυναίκα τού ληστή έφτασε ζητιανεύοντας μαζί με τα παιδιά της σ’ ένα μοναστήρι, στο Όβεντ. Χτύπησε την πόρτα, ζήτησε ψωμί, κι ο φύλακας, που την κύτταξε από ένα μικρό άνοιγμα, της έδωσε έξη πρόσφορα, ένα για τον καθένα.
Τα παιδιά είχαν κιόλας σκορπιστή τριγύρω και σε λίγο ήρθε το πιο μικρό και την τράβηξε από το φουστάνι για να της δείξη κάτι που ανακάλυψε. Αυτή το ακολούθησε.
Ολόγυρα απ’ το μοναστήρι υπήρχε ένας ψηλός, χοντρός τοίχος και το παιδί τής έδειξε πιο πέρα σ’ αυτόν μια κρυφή πορτούλα που ήταν μισανοιγμένη. Μόλις την είδε η γυναίκα τού ληστή την άνοιξε ολότελα και προχώρησε μέσα χωρίς να ρωτήση κανένα.
Εκείνο τον καιρό, ηγούμενος ήταν ο αββάς Χανς, που αγαπούσε πολύ τα λουλούδια κι είχε φτιάξει στην αυλή τού μοναστηριού έναν κήπο τόσο όμορφο, σαν ένα κομμάτι απ’ τον παράδεισο. Εκεί βρέθηκε ξαφνικά η ληστίνα. Μα δοκίμασε με μιας τέτοια έκπληξη, που σταμάτησε στην αρχή τού κήπου, σα να φοβήθηκε μην του ταράξη την ωραιότητά του. Άλικα, γαλάζια και κίτρινα λούλουδα φωσφόριζαν γύρω της απ’ τις αχτίνες τού ήλιου και κάνανε ένα χρυσό καλοκαιριάτικο όνειρο. Τα καμάρωσε για λίγο ασάλευτη και μετά πήρε ένα μονοπάτι που ξετυλιγόταν μέσα στα παρτέρια.
Πιο κει ένα καλογεροπαίδι ξερίζωνε αγριόχορτα. Αυτό είχε αφήσει την πορτούλα τής μάντρας μισάνοιχτη για να τα πετάξη έξω. Μα όταν είδε μέσ’ στον κήπο τη ληστίνα και σε λίγο ξοπίσω της τα πέντε παιδιά της, ήρθε κοντά της κι άρχισε να της φωνάζη για να βγουν πάλι ΄ρξω. Μα αυτή μήτε που το άκουσε. Εξακολούθησε να χαζεύη, κυττώντας πότε εδώ τους λυγερούς άσπρους κρίνους και πότε εκεί τον κισσό που γάντζωνε σε κάποιο τοίχο. Για μια στιγμή λοιπόν σκέφτηκε το καλογεράκι πως ίσως η ζητιάνα αυτή να μην κατάλαβε τι της ζητούσε. Γι’ αυτό την έπιασε απ’ το μπράτσο και προσπάθησε να την σύρη έξω. Μα τότε αυτή τραβήχτηκε και το κύτταξε άγρια, τόσο άγρια, που το έκανε να φοβηθή.
– Είμαι η γυναίκα τού ληστή τού Γκαίϊγκε, του είπε. Κι αν θέλεις το καλό σου, μη με αγγίζης.
Μα το καλογεράκι, σα να ξαναβρήκε το θάρρος του, της αποκρίθηκε αμέσως:
– Και τι μ’ αυτό; Πρέπει να ξέρης κι εσύ πως εδώ είναι μοναστήρι καλογέρων και πως καμιά γυναίκα δε μπορεί να διαβαίνη, χωρίς λόγο, το κατώφλι του. Έπειτα, σκέψου και μένα. Αν σε δουν οι καλόγεροι εδώ, θα τα βάλουν μαζί μου, που λησμόνησα να κλείσω το πορτάκι.
Χαμένα πήγαν τα λόγια του. Η ληστίνα έκανε μιαν αδιάφορη έκφραση και σέρνοντας τα παιδιά της συνέχισε το χάζεμα μέσα στον κήπο. Τότε το καλογεράκι, μια και δεν υπήρχε άλλη λύση, έτρεξε μέσα στο μοναστήρι για να ζητήση βοήθεια. Γύρισε σε λίγο με δυο δυνατούς καλόγερους, που μόλις τους είδε η γυναίκα τού ληστή κατάλαβε πως τα πράγματα σκούραιναν. Στηρίχτηκε στα πόδια της σαν άντρας κι άρχισε να φοβερίζη δυνατά πως θάκανε χίλια δυο κακά στο μοναστήρι, αν δεν την άφιναν να μείνη στον κήπο όσο ήθελε. Αλλά οι δυο καλόγεροι δεν ήταν από κείνους που φοβόντουσαν. Την άρπαξαν με μιας από τα μπράτσα και βάλθηκαν να τη σύρουν έξω. Πράγμα δύσκολο βέβαια, γιατί αυτή τους πολέμαγε με νύχια και με δόντια και το ίδιο έκαναν και τα κουτσούβελά της, που τους τραβούσαν απ’ τα ράσα, φωνάζοντας άγρια.
Άκουσε μέσ’ απ’ το κελλί του τη φασαρία αυτή ο αββάς Χανς, Ένας πράος γερούλης, και βγήκε έξω στον κήπο. Ζήτησε απ’ τους δυο καλόγερους να μάθη τι συμβαίνει, τους είπε να μπουν πάλι μέσα και κράτησε μόνο κοντά του το καλογεράκι. Σα να μην έγινε τίποτα, άφησε τη ληστίνα, που ξεφύσαγε σαν θεριό ανήμερο, να περιφέρεται όπως ήθελε μέσ’ στα παρτέρια κι’ όταν είδε πως ηρέμησε τη ζύγωσε και τη ρώτησε γλυκά αν της άρεσε ο κήπος του.
– Στην αρχή, ναι, του αποκρίθηκε. Νόμιζα πως πιο όμορφο δεν είχα ξαναδή. Μα τώρα, που τον πρόσεξα καλά, βλέπω πως δεν αξίζει όσο ο άλλος, που ξέρω εγώ.
Ο αββάς Χανς ξαφνιάστηκε κάπως με τα λόγια της. Και το καλογεράκι, που πίστευε πως κανένας δεν ήξερε και δεν αγαπούσε την κηπουρική όπως αυτός, της είπε πειραγμένο:
– Τούτος ο καλός γερούλης είναι ο αββάς Χανς. Με μεγάλη υπομονή και με πολλές φροντίδες σύναξε από κοντά κι από μακριά όλ’ αυτά τ’ άνθη. Και δεν ταιριάζει σε σένα, που ζεις όλο τον καιρό στο άγριο δάσος, να μιλάς με τέτοια περιφρόνηση για τον κήπο αυτόν.
– Λέγε ό,τι θέλεις εσύ, ξανάπε η γυναίκα. Εγώ ένα ξέρω. Ότι σαν τον κήπο που είδα κάπου αλλού, δε μεταγίνεται άλλος τόσο όμορφος. Κι’ αν θα μπορούσατε κι εσείς να τον δήτε, θα πετούσατε όλα τούτα τ’ άνθη για αγριόχορτα.
Μα το καλογεράκι ήταν τόσο σίγουρο για την ωραιότητα του κήπου τους, που ακούγοντας τα λόγια της άρχισε να γελάη δυνατά.
– Καταλαβαίνω, είπε, πως φλυαρείς έτσι μόνο και μόνο για να μας πειράξης. Γιατί άλλα φυτά από τις μολόχες που φυτρώνουν ανάμεσα στα δέντρα τού Γκαίϊγκε δε θάχης ξαναϊδή. Ορκίζομαι μάλιστα πως ποτέ σου δε θα ξαναπάτησες σε κήπο.
Ο αββάς Χανς κύτταξε το καλογεράκι, σα να ήθελε να το μαλώση τρυφερά, για το λόγο που είπε. Μα δεν πρόλαβε. Η γυναίκα τού ληστή κοκκίνισε από θυμό και φώναξε:
– Ψεύτρα δεν είμαι. Μπορεί να μην ξαναμπήκα άλλη φορά σε τέτοιο κήπο, μα εσείς που είσαστε άγιοι άνθρωποι θα έπρεπε να ξέρετε πως κάθε χρόνο, τα Χριστούγεννα, το δάσος τού Γκαίϊγκε γίνεται στ’ αλήθεια σωστός παράδεισος με σπάνια λουλούδια, για να γιορτάση τον ερχομό τού Κυρίου. Εμείς, που ζούμε εκεί, το βλέπουμε αυτό. Όμως, ποτέ μου δεν μπόρεσα ν’ απλώσω το χέρι μου και να κόψω ένα απ’ τα υπέροχα άνθη του.
Το καλογεράκι ήθελε ακόμη κάτι να της πη. Μα ο γέρο-αββάς τού έκανε νόημα να σωπάσει. Γιατί απ’ όταν ήταν παιδί είχε ακούσει μια παλιά παράδοση, που έλεγε, πως κάθε νύχτα Χριστουγέννων, το δάσος τού Γκαίϊγκε άλλαζε όψη σα να φορούσε μια γιορτινή στολή. Και πολλές φορές είχε λαχταρήσει να δη το θαύμα αυτό, χωρίς όμως ποτέ να το κατορθώση. Έτσι, τώρα που άκουσε τη ληστίνα να του μιλά για το ίδιο πράγμα, την παρακάλεσε να τον φιλοξενήση στη σπηλιά τους, απ’ τις παραμονές των Χριστουγέννων. Αυτή στην αρχή αρνήθηκε, από φόβο μήπως ο αββάς Χανς προδώση έπειτα το λημέρι τους και πιάσουν τον άντρα της. Μα όταν της υποσχέθηκε πως όχι μόνο δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, μα και θα την ευγνωμονούσε για πάντα, δέχτηκε να του κάνη τη χάρη. Φτάνει να έπαιρνε μαζί του ένα μονάχα σύντροφο.
Ο αββάς Χανς συμφώνησε και πρόσταξε το καλογερόπαιδο να μην πη σε κανένα τίποτα. Γιατί αν το μάθαιναν oι άλλοι μοναχοί, σίγουρα θα τον εμπόδιζαν, από αγάπη, να φτάση στη σπηλιά τού φοβερού ληστή. Κι έτσι, κρυφά λογάριαζε πως όλα θα πήγαιναν καλά ως εκείνη την έξοχη χριστουγεννιάτικη νύχτα. Μα ξαφνικά, το φθινόπωρο που ήρθε, έτυχε να φτάση στην περιοχή ο Αρχιεπίσκοπος Αβεσαλώμ και να περάση μια νύχτα στο μοναστήρι τού Όβεντ. Το πρωί λοιπόν, που ο αββάς Χανς έδειχνε τον κήπο στον επίσημο ξένο, θυμήθηκε τον ερχομό τής ληστίνας κι άρχισε να του μιλά με συμπόνια γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που ζούσε κατατρεγμένος τόσα χρόνια μέσα στο δάσος. Την ώρα αυτή το καλογεράκι δούλευε πιο κει, παρακολουθώντας σιωπηλά όλη αυτή την κουβέντα. Κι αληθινά ένιωσε κατάπληξη, όταν άκουσε τον αββά να ζητάη απ’ τον Αρχιεπίσκοπο ένα συγχωροχάρτι για το ληστή.
– Έτσι, του έλεγε, θα μπορέση να ξαναρχίση μια τίμια ζωή μέσ’ στους άλλους ανθρώπους. Ενώ αν τον αφίσουμε να ζη πάντα έτσι, σε λίγα χρόνια τα παιδιά του μεγαλώνουν για να γίνουν κι αυτά εγκληματίες και τότε θα έχουμε ολόκληρη ληστοσυμμορία εκεί πάνω στο δάσος.
Ο Επίσκοπος Αβεσαλώμ απάντησε πως δεν μπορούσε ν’ αφήση τον τρομερό ληστή να έρθη να σμίξη με τους ανθρώπους τού κάμπου και πως ήταν καλλίτερα για όλους να μείνη εκεί πάνω στη σπηλιά του. Τότε ο Αββάς Χανς άρχισε να διηγείται την ιστορία τού δάσους τού Γκαίϊγκε, που κάθε χριστουγεννιάτικη νύχτα αλλάζει και παίρνει μια γιορτινή όψη.
– Αν οι ληστές αυτοί δεν είναι τόσο κακοί, είπε, ώστε ν’ αποκαλύπτεται μπροστά τους όλη η λαμπρότητα του Θεού, τότε πρέπει ν’ αξίζουν και την επιείκεια των ανθρώπων.
Μα ο Αρχιεπίσκοπος δεν τα έχασε. Κι αποκρίθηκε χαμογελώντας:
– Ωραία είναι αυτά που μου διηγείσαι. Κι εγώ μπορώ να σου υποσχεθώ για ένα πράγμα. Πως θα σου δώσω άφεση αμαρτιών για όποιον θέλεις, την ημέρα που θα μου δείξης ένα λουλούδι από αυτόν τον χριστουγεννιάτικο κήπο τού Γκαίϊγκε.
Ακούοντας τα λόγια αυτά το καλογεράκι, κατάλαβε πως ο Αρχιεπίσκοπος πίστευε τόσο λίγο στην ιστορία τής ληστίνας, όσο κι αυτός. Μα ο Αββάς Χανς δεν πειράχτηκε. Ευχαρίστησε τον Αβεσαλώμ για την καλή του πόσχεση κι’ έδωσε το λόγο του να του φέρει ένα Χριστουγεννιάτικο λουλούδι από το δάσος.
Ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων κι ο Αββάς Χανς τράβηξε κρυφά για το Όβεντ. Σύντροφό του είχε το καλογεράκι κι οδηγό ένα από τα αγριόπαιδα του ληστή, που πήγαινε μόνο του μπροστά πηδώντας σαν ατίθασο ζαρκάδι.
Ο καλός γέρος, μήνες τώρα, είχε λαχταρήσει ολόψυχα να κάνη αυτή την πορεία κι ένιωθε πια ευτυχισμένος. Μα τα πράγματα ήταν διαφορετικά για το καλογεροπαίδι που τον συνόδευε. Βέβαια τον αγαπούσε πολύ και δε θ’ άφηνε πρόθυμα άλλον να τον συντροφέψη. Όμως δεν πίστεψε στιγμή πως θα έβλεπαν μέσα στο δάσος τον εξαίσιο χριστουγεννιάτικο κήπο. Θαρρούσε πως όλη αυτή η ιστορία ήταν μια πονηρή παγίδα, στημένη από τη ληστίνα, για να πέσει ο αββάς στα χέρια τού άντρα της.
Στο δρόμο, καθώς τραβούσαν βορεινά προς το δάσος, ο αββάς Χανς πρόσεχε πως παντού ετοιμάζονταν για τη μεγάλη γιορτή. Στα κτήματα, ανάβανε φωτιές στα πλυσταριά και ζέσταιναν νερό για την πάστρα, έψηναν χριστόψωμα και κουβαλούσαν γλυκά, σκούπιζαν τους σταύλους και παχνίζαν τα ζώα. Κι ακόμη, όταν περνούσαν μπροστά από τις εκκλησούλες των χωριών, έβλεπαν τον παπά και το νεωκόρο να κρεμούν στα παράθυρα καθαρές κουρτίνες και να βάζουν κεριά στο παγκάρι. Τέλος όταν ζύγωναν στο μοναστήρι τού Μπόσγιε, απάντησαν στο δρόμο φτωχούς, φορτωμένους ψωμιά και λαμπάδες, που τους είχαν μοιράσει οι καλόγεροι.
Όλες αυτές οι εικόνες έκαναν το γέρο αββά να θέλη να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στο δάσος τού Όβεντ. Κι άδικα το καλογεροπαίδι τον παρακαλούσε να γυρίσουν πίσω για να μην πάθουν κανένα κακό. Τάχυνε το βήμα και σε λίγο έφτασαν εκεί που αρχίζει το έρημο κι άγριο δάσος. Ο δρόμος ολοένα χειροτέρευε. Τώρα πια είχε γίνει ένα μονοπάτι, δύσβατο απ’ τα λιθάρια και τ’ αγκάθια. Και πιο πέρα πήρε κι αυτό να χάνεται, κάτω απ’ το χιόνι, που σκέπαζε τριγύρω τον τόπο. Η πορεία τούς είχε γίνει ξαφνικά πολύ δύσκολη. Έπεφταν σε γλιστερά κακοτόπια, βάδιζαν πάνω σε παγωμένους βάλτους, περνούσαν μέσα από αγκυλωτούς θάμνους και σπασμένα κλαριά, που ο αέρας τα είχε σωριάσει κάτω. Ώσπου, την ώρα που έδυε ο ήλιος, το παιδί τού ληστή τούς οδήγησε σ’ ένα ξέφωτο του δάσους, που έμοιαζε με άσπαρτο λιβάδι, κυκλωμένο από γυμνά θεόρατα δέντρα. Πιο πέρα υψωνόταν ένας βράχος, που σε μια σχισμή του ξεχώριζε μια βαριά σανιδένια πόρτα.
Ο αββάς Χανς κατάλαβε πως είχαν πια φτάσει στο σκοπό τους. Το παιδί έτρεξε κι άνοιξε τη βαριά πόρτα και τότε φάνηκε το εσωτερικό μιας σπηλιάς, που στέγαζε ένα φτωχικό νοικοκυριό. Ο ληστής κοιμόταν σε μια άκρη πάνω σ’ ένα σωρό χαμόκλαδα και στη μέση, δίπλα σε μια φωτιά από κούτσουρα, καθόταν σταυροπόδι η γυναίκα του. Μόλις είδε τον αββά σηκώθηκε και του φώναξε να περάσουν μέσα. Αυτός τότε μπήκε θαρραλέα μέσα κρατώντας το καλογεροπαίδι από το χέρι. Έριξε μια ματιά ολόγυρα και κατάλαβε πως δεν είχε γίνει ακόμη εκεί καμιά προετοιμασία για τα Χριστούγεννα. Είδε μονάχα κάτω στο χώμα ένα μεγάλο τσουκάλι με νερόσουπα και τα παιδιά να τρώνε όλα μαζί μέσ’ απ’ αυτό.
– Κάθισε εδώ, κοντά στη φωτιά, είπε φιλόξενα η ληστίνα στον αββά. Κι αν έχεις τίποτα φαγώσιμο μαζί σου, βγάλτο και φάε. Γιατί καταλαβαίνω πως το φαΐ που κάνουμε εδώ, μήτε να το δοκιμάσης δε θα θέλης.
Ο γέρο – μοναχός κάτι πήγε να πη από ευγένεια, αλλά η ληστίνα συνέχισε:
– Αν είσαι κουρασμένος απ’ το δρόμο, ξάπλωσε σ’ ένα από αυτά τα γιατάκια. Και μη φοβάσαι μην παρακοιμηθής, γιατί εγώ θα κάθουμαι εδώ και μόλις αρχίσει το θαύμα, θα σε ξυπνήσω αμέσως να το δης.
Ο αββάς υπάκουσε κι έβγαλε τις λιγοστές προμήθειες, που είχε πάρει μαζί του. Έδωσε στο καλογεράκι να φάη, αλλ’ αυτός δεν έβαλε στο στόμα μπουκιά. Ξάπλωσε σ’ ένα σκληρό γιατάκι κι όπως ήταν κουρασμένος, αποκοιμήθηκε γρήγορα.
Η ληστίνα είπε και στο καλογεράκι να γείρη πιο κει, αλλ’ αυτό προτίμησε, από φόβο, να μείνη ξύπνιο για να έχη το νου του στο ληστή. Ώσπου, σιγά – σιγά, η κούραση ήρθε και σ’αύτό και του έκλεισε τα μάτια. Όταν ξύπνησε, είδε πως ο αββάς είχε σηκωθή και μιλούσε δίπλα στη φωτιά με τον ίδιο το ληστή και τη γυναίκα του. Και για πρώτη φορά τότε πρόσεξε τον άνθρωπο αυτόν, που ήταν ο τρόμος των περαστικών από το δάσος. Ήταν ένας ψηλός ξερακιανός άντρας, με ανοιχτές, γερές πλάτες και ύφος βαρύ και μελαγχολικό. Έδειχνε άξεστος κι αδιαφορούσε για την κουβέντα που γινόταν. Ο αββάς μιλούσε για τις χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες, που είχε δει στο δρόμο και θύμιζε στη γυναίκα τούς χορούς και τις χαρές, που είχε κάνει στα νειάτα του, τέτοιες γιορτάσιμες μέρες, όταν ακόμη ζούσε ανάμεσα στους ήσυχους ανθρώπους.
– Όμορφες ώρες, είπε. Κι είναι κρίμα που τα καημένα τα παιδιά σας δε θα μπορέσουν ποτέ να τις γνωρίσουν, να τρέξουν όπως τ’ άλλα για χριστόψωμα στο δρόμο ενός χωριού και να χορέψουν γύρω από ένα στολισμένο δέντρο.
Στην αρχή η ληστίνα απαντούσε ξερά σε όλ’ αυτά, μα καθώς προχωρούσε η κουβέντα, άκουγε πιο προσεχτικά κι’ άνοιγε την καρδιά της σα νάθελε να βγάλη τους καημούς της. Το πρόσεξε αυτό ο ληστής και σα να φοβήθηκε, έσφιξε τη γροθιά του κι υψώνοντάς την πάνω απ’ τον αββά τού φώναξε άγρια:
– Παλιόγερε, ήρθες να μου ξεσηκώσης τη γυναίκα και να μου ξεμυαλίσης τα παιδιά.Τι τους τα λες όλ’ αυτά, αφού μ’ έχουν αφορίσει και δε μπορούμε να ξεμυτίσουμε απ’ το δάσος.
Ο γέρος τον κύτταξε κατάματα με θάρρος και με καλοσύνη.
Το ξέρω, του είπε. Μα έχω σκοπό να σου πάρω συχωροχάρτι απ’ τον αρχιεπίσκοπο.
Μόλις το άκουσαν ο ληστής κι’ η γυναίκα του έμπηξαν τα γέλια. Τους φαινόταν απίστευτο. Μα ώστόσο αυτός αποκρίθηκε :
– Αν μου το πετύχης, δε θα ξανακλέψω ούτε κοτόπουλο.
– Έχω το λόγο σου;
– Ναι.
Τη στιγμή αυτή η ληστίνα σηκώθηκε, σα ν’ αφογκράστηκε κάτι
– Με την κουβέντα, τους είπε, θα χάσουμε το θαύμα του δάσους. Δεν ακούτε; Θαρρώ πως σημαίνουν οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες.
Δεν πρόφτασε ν’ αποσώση το λόγο της κι όλοι πετάχτηκαν έξω. Όμως, μέσα στο δάσος, δε φαινόταν ακόμη τίποτ’ άλλο, παρά πούσι και σκοτάδι τής νύχτας. Μονάχα έφερνε ο νοτιάς από μακριά χαρμόσυνους ήχους. Ώσπου, σε λίγο, οι καμπάνες που τους έβγαζαν σώπασαν, κι ένα ξαφνικό φως έσκισε πέρα ως πέρα το δάσος. Ύστερα το σκοτάδι έπηξε πάλι, έγινε ξανά λάμψη, σα να πάλευε το φως μέσα στα μαύρα δέντρα. Και τέλος ρόδισε η νύχτα σε γλυκοχάραμα. Τότε το χιόνι άρχισε να λυώνη, σα να ήταν χαλί που κάποιος το τύλιγε κι’ η γη πήρε να πρασινίζη. Τα ρείκια στον κοντινό λόφο κι οι μυρτιές στο βάλτο γυάλισαν από εξαίσια χρώματα. Οι μουχλιασμένες πέτρες φωσφόρισαν και λουλούδια ανοιξιάτικα πρόβαλαν γιομάτα χρωματιστά μπουμπούκια.
Ο καλός γέρος κατάλαβε πως αυτά ήταν τα πρώτα σημάδια από το ξύπνημα του δάσους κι η καρδιά του σκίρτησε.
– Θα με αξιώση ο Θεός να δω τώρα στα γερατειά μου το θαύμα αυτό.
Δάκρυσε από συγκίνηση καθώς ψιθύριζε τούτα τα λόγια. Μα σε λίγο ανησύχησε που είδε το φως να ταράζεται σα νάτανε να σκοτεινιάση πάλι. Αυτό γίνηκε φευγαλέα κάμποσες στιγμές, ώσπου πια ένα κύμα από χρυσό φως έπεσε πελώριο στο δάσος, μαζί με ήχους από καταρράχτες και ρυάκια κι έλαμψε τα πάντα. Τότε τα φύλλα των δέντρων κινήθηκαν ορμητικά σαν ένα σμάρι πεταλούδες που πετούν σε πηγές. Μαζί τους άρχισαν να ξυπνάν κι οι φασιανοί και να πηδούν στα κλαδιά. Οι πελεκάνοι να σφυροκοπάνε τους κορμούς. Οι σκίουροι να τραμπαλίζονται από βέργα σε βέργα.
Ακολούθησε κι άλλο τέτοιο κύμα από φως και φύσηξε μέσ’ στην παγωνιά ζεστούλικος ζέφυρος που έσπειρε στο χέρσο άνοιγμα του δάσους σπόρους μικρούς, που είχαν φέρει απ’ τις χώρες τού Νότου, πουλιά, καράβια κι άνεμοι. Κι αμέσως ξεφύτρωσαν εκεί βλαστάρια και φυτά παράξενα, φορτωμένα μπουμπούκια.
Στο τρίτο κύμα φως, που ήρθε μετά, μυρτιές ανθισμένες ευώδιασαν. Γερανοί κι αγριόπαπιες έκραξαν γλυκά. Σπίνοι τραγούδησαν σε καινούριες φωλιές και παγώνια πρόβαλαν μέσ’ απ’ τους θάμνους, με πολύχρωμες μεγάλες βεντάλιες για ουρές.
Όλ’ αυτά γίνονταν τόσο γρήγορα, που ο καλός αββάς δε μπορούσε να τα παρακολουθήση και να νοιώση όλο το μεγαλείο που είχε τούτο το θαύμα. Μα κι οι άλλοι δίπλα μένανε κατάπληκτοι. Έβλεπαν άφωνοι το επόμενο κύμα να φέρνη το άρωμα της ανοιγμένης γης. Βοσκοπούλες καλούσαν τα γελάδια τους και κουδούνια αρνιών αχολογούσαν. Τα πεύκα και τα έλατα γέμισαν άλικα μήλα, τόσο που φαίνονταν σα να τυλίχτηκαν με πορφυρούς μανδύες. Και λουλούδια σκέπασαν τη γη μ’ ένα χαλί άσπρο, ουρανί και κίτρινο.
Ο αββάς Χανς έσκυψε κι έκοψε ένα λουλούδι φραουλιάς, που αμέσως έγινε ώριμος καρπός. Την ίδια στιγμή, μια αλεπού βγήκε από τη κρυψώνα της με κάμποσα αλεπουδάκια, που είχαν όλα κατάμαυρα πόδια. Ζύγωσε τη ληστίνα, της τράβηξε ήρεμα τον ποδόγυρό της κι αυτή σα να τη γνώριζε της έδωσε συγχαρητήρια για τα μικρά της. Πιο κει, το κοράκι που είχε αρχίσει το νυχτερινό κυνήγι του, έτρεξε να κρυφτή, τρομαγμένο απ’ το φως. Ο κούκος τραγουδούσε πρόσχαρα και το ταίρι του τρύπωνε μέσα στις φωλιές των μικρών πουλιών σηκώνοντας το αυγό του στο ράμφος του.
Μέσα σ’ αυτό το θαύμα που ηρεμούσε τα πάντα, ακούστηκαν τα παιδιά τού ληστή να φωνάζουν χαρούμενα. Το ένα έπαιζε με κάτι λαγουδάκια, το άλλο με αγριοπερίστερα, το τρίτο μ’ ένα φίδι, τυλίγοντάς το γύρω απ’ το λαιμό του. Συνάμα ο ληστής, ξεθαρρεύοντας, τράβηξε πιο κει προς το βάλτο για να κόψη φρέσκα μούρα. Μα είδε αμέσως μια αρκούδα που ερχόταν κοντά του, της έκανε νόημα μ’ ένα κλαρί ιτιάς κι αυτή απομακρύνθηκε σα να μην ήταν άγρια ποτέ της.
Τα φωτεινά αυτά κύματα συνεχίστηκαν χωρίς σταματημό. Και σε καθένα τους, κάτι καινούριο γινόταν. Κύκνοι χύθηκαν παφλάζοντας μέσ’ στα νερά και κίτρινη γύρη από σίκαλη ξεχύθηκε σαν άρωμα τριγύρω. Πεταλούδες πετούσαν, μεγάλες, σαν πολύχρωμοι φιόγκοι και μέλισσες που είχαν την κυψέλη τους στο κούφωμα μιας βελανιδιάς, τη γέμισαν μέλι. Παράλληλα, άνοιγαν λουλούδια και τα φυτά που ξεπεταχτήκαν απ’ τους σπόρους. Κι’ έβλεπαν όλοι θεία τριαντάφυλλα που σκαρφάλωναν μέσ’ από βάτα στο βράχο και εξωτικά χρυσάνθεμα σαν ξανθά κεφαλάκια παιδιών. Ο αββάς Χανς θυμήθηκε πάλι το λουλούδι που είχε τάξει στον Αρχιεπίσκοπο, μα δεν ήξερε ποιο να διαλέξη απ’ όσα θαυμαστά έβλεπε γύρω του.
Πλημμύρισε φως χρυσαφένιο ο αγέρας από τα κύματα που ήρθαν. Κι ήταν αδύνατο για τον καλό γέρο να φανταστή πιο λαμπρή ευτυχία από αυτή την καλοκαιριάτικη ευφροσύνη που αξιώθηκε τούτη την άγια νύχτα να χαρή. Μα σα να μην είχε ακόμα τελειώσει το θαύμα, τα κύματα εξακολούθησαν συνεπαίρνοντας το κάθε τι μέσα σε μιαν άυλη ονειρική ατμόσφαιρα και σκορπώντας σε όλα μια παραδείσια γαλήνη. Και σε λίγο σταμάτησαν τα παιδιά να τραγουδούν οι αλεπουδίτσες να παίζουν, τα λουλούδια ν’ αναπτύσσωνται. Από μακριά έφταναν ήχοι άρπας κι ένα τραγούδι γλυκό σαν από χείλη αγγέλων. Η ευτυχία που έμοιαζε να κατεβαίνη απ’ τον ουρανό, ήταν τόση, που κάθε ψυχή λαχταρούσε να πετάξη για πάντα προς την αιωνιότητα. Ασυναίσθητα, ο αββάς Χανς σταύρωσε τα χέρια και γονάτισε. Επί τέλους είχε αξιωθή ν’ ακούση τον ύμνο των αγγέλων και να ζήση το εξαίσιο νόημα της θεϊκής νύχτας. Για τούτο μια ήρεμη μακαριότητα, κάτι σαν αγιοσύνη απλώθηκε στη σεβάσμια μορφή του.
Όσο διαρκούσαν όλ’ αυτά, το καλογεροπαίδι που είχε συνοδέψει τον αββά Χανς, στεκόταν δίπλα του. Όμως αυτό δε χαιρόταν το θαύμα τού δάσους. Οι υποψίες το παίδευαν, η δυσπιστία του κρατούσε κλειστή την καρδιά.
– Όχι, έλεγε μέσα του, δεν είναι δυνατόν να γίνωνται όλ’ αυτά από το Θεό για φοβερούς κακούργους. Σίγουρα πρόκειται για ένα πονηρό παιχνίδι τού διαβόλου, που διάλεξε τούτη τη νύχτα για να μας παρασύρη κι εμάς…
Άδικα οι άρπες κι οι φωνές των αγγέλων ολοένα πλησίαζαν. Το καλογεράκι αρνιόταν να παραδεχτή πως ό,τι άκουγε ήταν θεϊκά μηνύματα, πως ό,τι έβλεπε ήταν σημάδια τού ουράνιου κόσμου. Η αμφιβολία, η απιστία είχαν ριζώσει μέσα του. Γι’ αυτό, μολονότι ηρέμησαν όλα τα ζώα τού δάσους, δεν ήρθε κοντά του μήτε ένα πουλάκι. Όλα το φοβόντουσαν. Μόνο σε μια στιγμή, ένα επιπόλαιο περιστεράκι ζύγωσε στον ώμο του με κρυφή ελπίδα. Μα γελάστηκε. Το καλογεράκι το κοίταξε άγρια σα να ήταν κάποιος πονηρός εχθρός και του φώναξε τόσο δυνατά που αντιβούισε ολόκληρο το δάσος:
– Γύρνα στην κόλασή σου, καταραμένο πουλί.
Τη στιγμή εκείνη, θρόισαν τα φυλλώματα και φάνηκαν μ’ ανάερες φτερούγες οι άγγελοι που έψελναν. Με μιας ο αββάς Χανς έσκυψε ως τη γη για να τους χαιρετήση ταπεινά. Μα αυτοί καθώς άκουσαν την άγρια φωνή τού μικρού καλόγερου έκοψαν με μιας τη θεϊκή μελωδία τους και χάθηκαν πάλι μέσ’ στα φυλλώματα, σα να τραβούσαν ξανά προς τον ουράνιο κόσμο τους. Συνάμα έσβυσε το χρυσαφένιο φως κι’ η γλυκειά ζέστη που είχε σκορπιστή μέσα στο δάσος. Όλο το θαύμα χάλασε, έσπασε απότομα, από την παγερότητα και το σκοτάδι που έβγαλε η απιστία μιας ανθρώπινης καρδιάς. Η φρίκη της έριξε πάλι τη νύχτα στη γη σαν βαρύ ζυγό, και μια τρομερή παγωνιά που έδιωξε τα ζώα, ζάρωσε τα φυτά, πέτρωσε τους καταρράχτες και γύμνωσε τα δέντρα.
Ο αββάς Χανς ένοιωσε την καρδιά του, που μια στιγμή πριν ήταν γεμάτη ευτυχία, να σφίγγεται από πόνο αγιάτρευτο.
– Δεν μπορώ πια να ζήσω μετά απ’ αυτό που έγινε, ψιθύρισε. Νάρθουν τόσο κοντά μου οι Άγγελοι τ’ Ουρανού, με ύμνους χριστουγεννιάτικους, και να διωχτούν έτσι άγρια…
Την ίδια στιγμή θυμήθηκε το λουλούδι που είχε τάξει στον Αρχιεπίσκοπο για το συχωροχάρτι τού ληστή. Έσκυψε αμέσως κι’ άρχισε να ψάχνη τη γη προσπαθώντας να πιάση ένα λουλούδι. Μα δεν πρόλαβε. Η γη πάγωσε κάτω απ’ τα δάχτυλά του και σκεπαζόταν πάλι από παχύ χιόνι. Απελπισία τον χτύπησε, τον έριξε σαν κεραυνός κάτω. Έπεσε στη γη ο αββάς Χανς και δεν μπόρεσε να ξανασηκωθή.
Το καλογεράκι κι η οικογένεια του ληστή τη στιγμή εκείνη δεν κατάλαβαν τίποτα. Μα όταν γύρισαν στη σπηλιά, ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι, κι είδαν πως ο γέρος δεν ήρθε μαζί τους, ανησύχησαν και ξαναβγήκαν για να τον βρουν στο δάσος, με αναμμένους δαυλούς. Δεν άργησαν. Σε λίγο τον αντίκρυσαν νεκρό πάνω στο χιόνι. Τότε πια το καλογεράκι έπεσε πάνω του κι’ άρχισε να χτυπιέται απ’ το κλάμα.
– Εγώ τον σκότωσα! φώναζε σπαραχτικά με τύψεις. Εγώ, που έδιωξα τους Αγγέλους…
Την άλλη μέρα, καλόγεροι ήρθαν και πήραν στο μοναστήρι τού Όβεντ το λείψανο του αββά Χανς. Μα την ώρα που τον βάζανε στο φέρετρό του, πρόσεξαν πως μέσ’ στη δεξιά παλάμη του κρατούσε σφιχτά κάτι, που θα έπρεπε να το είχε αρπάξει τη στιγμή που ξεψυχούσε. Με κόπο πολύ, κατόρθωσαν να την ανοίξουν κι είδαν πως χούφτωνε λίγους άσπρους βολβούς. Τους πήρε αμέσως το καλογεράκι και τους παράχωσε μόνο του στον κήπο.
Όλο τον καιρό τους πότιζε, με την ελπίδα πως θα ξεπεταγόταν κανένα λουλούδι. Μα γελιόταν. Πέρασε η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και βλαστάρι δε φάνηκε. Απογοητεύτηκε πια.
Μα ξαφνικά, την παραμονή των Χριστουγέννων, που η μνήμη τού αββά Χανς πλανιόταν πιο ζωηρή από άλλοτε μέσα στο μοναστήρι, το καλογεράκι, καθώς στεκόταν δακρυσμένο και μόνο του στον κήπο, είδε να έχουν ξεπεταχτή στο μέρος που έχωσε τους βολβούς, πράσινα κλωνάρια, γιομάτα εξαίσια λουλούδια με άσπρα πέταλα. Το πρόσωπό του έλαμψε. Και χαρούμενο, φώναξε όλους τους καλογέρους, για να το δούνε. Αυτοί βγήκαν απ’ τα κελλιά και στάθηκαν κατάπληκτοι.
– Για να φυτρώσουν τα λουλούδια αυτά μέσα στην παγωνιά τού χειμώνα, όταν όλα τ’ άλλα πεθαίνουν, είπε ο γεροντότερος, σημαίνει πως ο αββάς Χανς έζησε στ’ αλήθεια το χριστουγεννιάτικο θαύμα του δάσους. Τα λουλούδια αυτά είναι η απόδειξη.
Γεμάτο πίστη πια το καλογεράκι, ζήτησε τότε απ’ τους μοναχούς να πάη μερικά απ’ τα λουλούδια αυτά στον αρχιεπίσκοπο. Και κανένας δεν του έφερε αντίρρηση.
Δυο μέρες πέρασαν μόνο και το παιδί έφτασε με τα υπέροχα άνθη του στην αρχιεπισκοπή.
Ζήτησε θαρραλέα τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο κι όταν τον οδήγησαν σ’ αυτόν του πρόσφερε ευγενικά τα λουλούδια και του είπε:
– Σας τα στέλνει ο αββάς Χανς. Κι είναι από αυτά, που φυτρώνουν κάθε νύχτα Χριστουγέννων στο δάσος τού Γκαίϊγκε.
Ο αρχιεπίσκοπος Αβεσαλώμ βλέποντας τα λουλούδια αυτά, που είχαν βγη μέσ’ στην καρδιά τού παγερού χειμώνα κι ακούγοντας τα λόγια τού μικρού καλόγερου, έγινε κατάχλομος σα ν’ αντίκρυσε κάποιο νεκρό. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και μετά αποκρίθηκε:
– Ο αββάς Χανς κράτησε το λόγο του. Το ίδιο τώρα θα κάνω κι’ εγώ.
Κι αμέσως έγραψε ένα συχωροχάρτι, που έδινε αμνηστία στο ληστή τού Γκαίϊγκε. Το πήρε το καλογεράκι κι αφού τον ευχαρίστησε, δίχως να χάση καιρό, τράβηξε για το γνώριμο δάσος.
Έφτασε στη σπηλιά, κι όταν μπήκε μέσα, ο ληστής προχώρησε πίσω του, μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι και του φώναξε άγρια:
– Θα σας σκοτώσω όλους εσάς τους καλογέρους, όσοι κι αν είσαστε. Γιατί, σίγουρα, εσείς θα φταίτε, που εφέτος δεν πήρε το δάσος τη χριστουγεννιάτικη όψη του.
– Μονάχα εγώ φταίω γι’ αυτό, απάντησε θαρραλέα το καλογεράκι. Εγώ, με την απιστία μου, έδιωξα απ’ το Γκαίϊγκε τους αγγέλους. Και θέλω να πεθάνω, για να εξιλεωθώ. Μα έπρεπε πρώτα να σου φέρω το μήνυμα του αββά Χανς.
Έβγαλε απ’ τον κόρφο του το συχωροχάρτι τού αρχιεπισκόπου Αβεσαλώμ και του εξήγησε πως τώρα πια μπορούσε να βγη απ’ το δάσος και να ζήση με την οικογένειά του ελεύθερα, χωρίς φόβο να τον πιάσουν.
– Έτσι, του είπε, από δω και μπρος θα γιορτάζετε όλοι τα Χριστούγεννά σας ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως το λαχταρούσε ο αββάς Χανς.
Χλώμιασε ο ληστής κι έμεινε αμίλητος. Μα πήρε το λόγο η γυναίκα του:
– Ο αββάς Χανς τήρησε την υπόσχεσή του. Τώρα θα κρατήσης κι εσύ τη δικιά σου.
Ο ληστής δε μίλησε πάλι. Με τη σιωπή του έδειξε πως δέχτηκε ό,τι του ζητούσε. Έτσι, σε λίγες μέρες, πήρε μετανιωμένος τη γυναίκα του και τα παιδιά του και κατηφόρισε σ’ ένα απ’ τα χωριά τού κάμπου.
Τότε μέσα στη σπηλιά εγκαταστάθηκε ο μικρός καλόγερος και ζούσε πάντα ταπεινά με προσευχές, για να του συγχωρήση ο Θεός τη σκληρότητα, που έδειξε στον ερχομό των αγγέλων.
Όμως, το δάσος τού Γκαίϊγκε δεν ξαναείδε πια το θαύμα τής άγιας νύχτας κι απ’ όλη τη χριστουγεννιάτικη ομορφιά του δεν έμεινε παρά στον κήπο τού μοναστηριού το φυτό, που μάζεψε ο καλός αββάς Χανς. Τ’ ονομάσανε «Ρόδο των Χριστουγέννων» και κάθε χρόνο την άγια νύχτα, που το έβλεπαν να βγάζη εξαίσια λουλούδια με κάτασπρα πέταλα, ένιωθαν όλοι πως η αγνή βαθιά πίστη φέρνει τη λύτρωση και τη χαρά ενός θαύματος
