Στὴν Ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα λέμε καὶ τὰ θεωρητικὰ πρακτικά, γιατὶ δὲν ὑπάρχει σκέψη ἀκίνητη, ἀπὸ τότε ποὺ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἔγινε δημιουργική. Στὴν παράδοση τοῦ κόσμου “θεωρητικὰ” λέμε τὶς σκέψεις, ποὺ νιώθουν αὐτάρκεια, γιατὶ ἀρκοῦνται νὰ θαυμάζουν τὸν ἑαυτό τους κι ὄχι νἀγαποῦν καὶ νὰ ὠφελοῦν τοὺς ἀνθρώπους.
Τὸ πρῶτο οἰκοδομικὸ στοιχεῖο-θεμέλιο τῆς οἰκογένειας εἶναι ὁ Χριστός. Ἂν πεῖς πὼς εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων, ἀφίνεις ἀπ’ ἔξω τὸν Χριστό, χορηγὸ τῆς ἀγάπης, γιατὶ “πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον . . .” Ὅσοι ἔχουμε λίγη πεῖρα καὶ λίγη φώτιση Θεοῦ, βλέπουμε συχνὰ τὰ αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ πιὸ εὐγενικὰ νὰ μεταβάλλονται ὅπως ἡ πίστη τοῦ Πέτρου ποὺ ἔφτασε στὴν ἄρνηση. Ἂς σκεφτοῦμε ἀκόμα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγιναν δαίμονες. Ἄρα ὅλα τὰ ἀγαθὰ εἶναι δῶρα θεϊκά. Διαβάστε περισσότερα »