Εκδόσεις “Πέτρου Μπότση”

Κυριακή Γ’ Λουκά: Το θαύμα της νεκρανάστασης (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Λουκ. ζ’ 11-16)

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που αυτοτιτλοφορούνται «Σωτήρες της ανθρωπότητας». Ποιος απ’ όλους τους όμως θα μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν δυνατό να σώσει ανθρώπους από το θάνατο; Στην ιστορία έχουμε δει πολλούς καταχτητές. Κανένας τους όμως δε νίκησε το θάνατο. Στη γη γνωρίσαμε πολλούς βασιλιάδες που είχαν εκατομμύρια υποτελείς. Κανένας τους όμως δεν μπόρεσε να μετρήσει στους υποτελείς του και τους νεκρούς μαζί με τους ζωντανούς.

Κανένας, εκτός από τον μοναδικό Ένα, τον Κύριο Ιησού Χριστό, Εκείνον που μαζί Του δεν μπορεί να συγκριθεί κανένας. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος. Είναι ο Νέος Κόσμος, ο Δημιουργός Του. Όργωσε τον αγρό ζώντων και νεκρών κι έσπειρε και στους δυό τον καινούργιο σπόρο της ζωής. Οι νεκροί μπροστά Του είναι όπως κι οι ζωντανοί, οι ζωντανοί όπως οι νεκροί. Ο θάνατος δεν είναι εμπόδιο στη βασιλεία Του. Παραμέρισε το εμπόδιο αυτό κι άνοιξε τη βασιλεία Του στην ιστορία, από τον Αδάμ και την Εύα ως τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί στη γη. Κοίταξε τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι βλέπουμε εμείς οι θνητοί. Κοίταξε και είδε πως η ζωή δεν τελειώνει με το σωματικό θάνατο, πως η πραγματικότητα του θανάτου για μερικούς ανθρώπους έρχεται πριν από το σωματικό τους θάνατο. Πολλούς ζωντανούς τούς βλέπει στον τάφο, πολλούς νεκρούς σε σώματα ζωντανά. «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι’ 28), είπε ο ίδιος στους αποστόλους Του. Ο σωματικός θάνατος δεν συνεπάγεται και τον ψυχικό θάνατο. Αυτός προκαλείται μόνο από τη θανάσιμη αμαρτία πριν ή και κατά το σωματικό θάνατο, ξέχωρα απ’ αυτόν.

Με την πνευματική ματιά Του ο Κύριος διαπερνά το χρόνο όπως η αστραπή τα σύννεφα. Οι ζωντανές ψυχές τόσο εκείνων που πέθαναν προ πολλού όσο και αυτών που δε γεννήθηκαν ακόμα εμφανίζονται μπροστά Του. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ είδε σε όραμα μια πεδιάδα γεμάτη οστά νεκρών και δεν μπορούσε να κατανοήσει αν τα οστά αυτά θα μπορούσαν να αναζωογονηθούν, ωσότου του το αποκάλυψε ο Κύριος. «Υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστέα ταύτα;», τον ρώτησε ο Κύριος, «και είπα· Κύριε Κύριε, συ επίστη ταύτα» (Ιεζ. λζ’ 3). Ο Χριστός δεν έβλεπε νεκρά οστά, αλλά τα ζωντανά πνεύματα που είχαν μέσα τους. Το σώμα και τα οστά του ανθρώπου δεν είναι παρά το περίβλημα κι ο εξοπλισμός της ψυχής. Το περίβλημα αυτό γερνάει και γίνεται σαν φθαρμένο ρούχο. Ο Θεός όμως θα το ανακαινίσει και θα ξαναντύσει με αυτό την ψυχή που αναχώρησε.

Ο Χριστός ήρθε για ν’ απαλλάξει τον άνθρωπο από τον αρχαίο φόβο, αλλά και να δημιουργήσει έναν καινούργιο φόβο σ’ αυτούς που αμαρτάνουν. Ο αρχαίος φόβος του ανθρώπου ήταν ο σωματικός θάνατος. Ο καινούργιος φόβος είναι ο πνευματικός θάνατος. Και τον φόβο αυτόν ο Χριστός τον ενίσχυσε, τον έκανε πιο δυνατό. Ο φόβος του σωματικού θανάτου οδηγεί τον άνθρωπο στην αναζήτηση βοήθειας απ’ αυτόν τον κόσμο. Οι άνθρωποι εγκαθίστανται σ’ αυτόν τον κόσμο, σκορπίζονται σ’ αυτόν και πιάνονται απ’ αυτόν, μόνο και μόνο για να σιγουρέψουν τη μεγαλύτερη δυνατή διαμονή για το σώμα τους, να διανύσουν ένα ταξίδι όσο μεγαλύτερο και αβασάνιστο γίνεται. Ο Κύριος όμως λέει σ’ εκείνον που ήταν πλούσιος ολικά αλλά φτωχός πνευματικά: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’ 20). Τον άνθρωπο που φροντίζει για το σώμα του αλλά αδιαφορεί για την ψυχή του, ο Κύριος τον αποκαλεί άφρονα, ανόητο. «Ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού έστιν εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκ. ιβ’ 15), είπε επίσης ο Κύριος. Σε τι συνίσταται λοιπόν η ζωή του ανθρώπου; Στην εξάρτησή του από το Θεό, που ζωοποιεί την ψυχή με το λόγο Του και μαζί με την ψυχή ζωοποιεί και το σώμα.

Με το λόγο Του ο Κύριος ανάστησε κι ανασταίνει ψυχές αμαρτωλές, ψυχές που πέθαναν πριν από το σωματικό θάνατο. Υποσχέθηκε πως θ’ αναστήσει τα νεκρά σώματα εκείνων που έχουν ήδη αποβιώσει. Με την άφεση των αμαρτιών, με τα ζωοποιά λόγια Του και με τα τίμια δώρα, το πάναγνο Σώμα και το Αίμα Του, ανέστησε κι ανασταίνει και σήμερα ακόμα νεκρούς. Και θα το κάνει αυτό ως τη συντέλεια του κόσμου. Μας το επιβεβαίωσε αυτό όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα, αφού ανάστησε αρκετούς στη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, καθώς και με την Ανάστασή Του. «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Πολλοί νεκροί άκουσαν τη φωνή του Υιού του Θεού και αναστήθηκαν. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε από το σημερινό ευαγγέλιο. Διαβάστε περισσότερα »

Στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Λουκ. α’ 24-38)

Ὅπως ὁ ἥλιος καθρεφτίζεται στά καθαρά καί διαυγή νερά, ἔτσι κι ὁ οὐρανός στήν καθαρή κι ἁγνή καρδιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πανταχοῦ παρόν κι ἀναπαύεται σέ πολλά σημεῖα τοῦ ἀχανοῦς σύμπαντος. Τό μέρος ἐκεῖνο ὅμως ὅπου ἀγαπάει κι ἐπιθυμεῖ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα νά κατοικεῖ, εἶναι ἡ ἁγνή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ εἶναι τό πραγματικό Του ἐνδιαίτημα, ἡ κατοικία του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι τόποι εἶναι ἁπλά τό ἐργαστήριό Του. Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέ μένει ποτέ ἄδεια. Πάντα ὑπάρχει κάτι νά τήν καλύψει: ἡ καθαρότητά της. Κάποτε, γιά κάποιο διάστημα, τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τή γέμιζε μόνο ὁ Θεός. Τότε ἡ καρδιά ἦταν καθρέφτης τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, ἕνας ὕμνος καί μιά δοξολογία γιά τό Θεό. Ὑπῆρχε ἕνας καιρός πού ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου βρισκόταν πραγματικά στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένη ἀπό κίνδυνο. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος μέ τήν παραφροσύνη του πῆρε τά πράγματα στά δικά του χέρια, τήν καρδιά του τήν κυνήγησαν πολλά ἄγρια θηρία. Κι ἀπό τότε ξεκίνησε ἐσωτερικά μέν ἡ δουλεία τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ἐξωτερικά δέ αὐτό πού λέμε ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀδύναμος πιά νά κουμαντάρει τήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ἀναζήτησε στήριξη στά ἔμψυχα ὄντα ἤ καί στά ἄψυχα πράγματα πού τόν περιέβαλαν. Ὅ,τι κι ἄν βρῆκε ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιά νά στηρίξει καί νά ἐνισχύσει τήν καρδιά του, ἀποδείχτηκε πώς αὐτό τήν τραυμάτιζε καί τήν πλήγωνε μόνο. Καϋμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου! Αἰχμαλωτίστηκες ἀπό πολλά πράγματα πού δέν εἶχαν καμιά δικαιοδοσία σέ σένα, καμιά ἐξουσία πάνω σου. Βρέθηκες σάν τό μαργαριτάρι ἀνάμεσα σέ χοίρους. Πόσο σέ σκλήρυνε ἡ μακροχρόνια δουλεία, πόσο σέ σκότισε τό μαῦρο σκοτάδι ὅπου κινεῖσαι! Ὁ Θεός ὁ ἴδιος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό γιά νά σ᾿ ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία, νά σέ γλιτώσει ἀπό τό σκοτάδι, νά σέ θεραπεύσει ἀπό τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας σου, νά σέ ἀναλάβει ξανά στά δικά Του χέρια! Ἡ ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο κι ἡ πορεία Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ πιό θαυμαστή κι ἀνυπέρβλητη ἔνδειξη τῆς ἀγάπης Του γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ εὐαγγελισμός, ἡ εὐχάριστη εἴδηση τῆς ὕψιστης χαρᾶς γιά τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τό πιό ὀλέθριο γεγονός γιά τήν ἀκαθαρσία της. Τήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο θά τήν παρομοιάζαμε μέ τήν ἐμφάνιση πύρινου στύλου στά σκοτάδια τῆς ἀβύσσου. Ἡ εἴδηση γιά τήν ἔλευσή Του ξεκίνησε μέ ἕναν ἄγγελο καί μιά κόρη παρθένο, μιά συνομιλία πού ἔγινε ἀνάμεσα στήν οὐράνια καί τήν ἐπίγεια ἁγνότητα. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, ἐπίσης ἀκάθαρτη, θά προκύψει σύγκρουση. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, καθαρή καρδιά, πάλι θά ᾿χουμε σύγκρουση. Μόνο ὅταν ἡ καθαρή καρδιά συναντηθεῖ μέ μιάν ἄλλη καθαρή ἔχουμε χαρά, εἰρήνη καί εὐφροσύνη. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ εἶναι ὁ πρῶτος ἀγγελιοφόρος τῆς εὐχάριστης εἴδησης γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό θαυμαστό γεγονός τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέ θά μποροῦσε νά συμβεί χωρίς νά φανεῖ ἡ θαυματουργή ἐνέργεια καί δύναμή Του. Ἡ πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἄκουσε τή σωτήρια αὐτή εἴδηση ἦταν ἡ πάναγνη Παρθένος. Καί τήν ἄκουσε μέ φόβο, μέ δέος. Ὁ οὐρανός καθρεφτιζόταν στήν ἁγνή καρδιά της ὅπως ὁ ἥλιος στά καθαρά καί διαυγή νερά. Στήν καρδιά της ὁ Κύριος καί Δημιουργός τοῦ νέου κόσμου καί ἀνακαινιστής τοῦ παλαιοῦ, ἐπρόκειτο νά γείρει τό κεφάλι Του καί νά δανειστεῖ σάρκα ἀπό τή σάρκα της. Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Ένας άνθρωπος βάδιζε στο δάσος. Ήθελε να διαλέξει ένα καλό δέντρο, απ’ όπου θα έβγαζε δοκάρια για τη σκεπή του σπιτιού του. Εκεί είδε δύο δέντρα, το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα ήταν ίσιο, λείο και ψηλό, αλλά το εσωτερικό του, ο πυρήνας του, ήταν σάπιο. Το άλλο είχε ανώμαλη επιφάνεια κι ο κορμός του έδειχνε άσχημος. Το εσωτερικό του όμως ήταν γερό. Ο άνθρωπος αναστέναξε και είπε: «Σε τι μπορεί να μου χρησιμέψει το ψηλό και ίσιο αυτό δέντρο, αφού το μέσα του είναι σάπιο κι ακατάλληλο για δοκάρια; Το άλλο μοιάζει ανώμαλο, άσχημο, αλλά τουλάχιστο το μέσα του είναι γερό. Έτσι, αν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορώ να το διαμορφώσω και να το χρησιμοποιήσω για δοκάρια στο σπίτι μου». Και χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο, διάλεξε το δέντρο εκείνο, το γερό. Το ίδιο θα κάνει κι ο Θεός για να ξεχωρίσει δύο ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στο ναό Του. Δε θα διαλέξει εκείνον που φαίνεται επιφανειακά δίκαιος, αλλά τον άλλον, εκείνον που η καρδιά του είναι γεμάτη με την αληθινή δικαιοσύνη του Θεού. Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή ΙΕ’ Λουκά: Η μετάνοια του Ζακχαίου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Λουκ. ιθ’ 1-10)

Όποιος θέλει να δει το Χριστό, πρέπει να σκαρφαλώσει πνευματικά, να υπερβεί τη φύση, γιατί ο Χριστός είναι ανώτερος απ’ αυτήν. Είναι πιο εύκολο να δεις ένα βουνό όταν είσαι πάνω σ’ ένα λόφο, παρά όταν βρίσκεσαι σε μια κοιλάδα. Ο Ζακχαίος ήταν κοντόσωμος άνθρωπος. Επειδή ήθελε πολύ να δει το Χριστό όμως, σκαρφάλωσε σ’ ένα ψηλό δέντρο. Εκείνος που θέλει να πλησιάσει το Χριστό πρέπει να εξαγνιστεί, γιατί θα συναντήσει τον Άγιο των αγίων, τον Ιερό των ιερών. Ο Ζακχαίος είχε μολυνθεί από τη φιλοχρηματία και την ασπλαχνία. Έτσι όταν αποφάσισε να συναντήσει το Χριστό, έσπευσε να εξαγνιστεί με μετάνοια και με έργα ελέους. Διαβάστε περισσότερα »

Στη Γέννηση του Χριστού – Λόγος Γ΄ (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Εὐκολότερο εἶναι στό θνητό ἄνθρωπο νά βυθομετρήσει τή θάλασσα ἤ νά ὑπολογίσει τό ὕψος τοῦ ἔναστρου στερεώματος, παρά νά μετρήσει τό ὕψος καί τό βάθος τῆς θείας σοφίας καί πρόνοιας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό κι εἶναι πολύ περισσότεροι ἐκεῖνοι πού ἐπιδίδονται στήν πρώτη μέτρηση παρά στή δεύτερη. Εἶναι περισσότεροι ἐκεῖνοι πού ἐξετάζουν τά μάτια, παρά ἐκεῖνοι πού ἐρευνοῦν τό πνεῦμα. Αὐτό πού ἐρευνοῦν τά μάτια μοιάζει πιό σπουδαῖο, στήν πραγματικότητα ὅμως αὐτά πού ἐρευνᾶ κι ἐξετάζει τό πνεῦμα εἶναι ἀσύγκριτα πιό βαθιά, πιό μεγάλα καί πιό πλατιά, «τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾶ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. Β΄, 10).

Τό βάθος τῆς θεϊκῆς σοφίας στό ξεκίνημα τοῦ παλιοῦ κόσμου ἦταν μεγάλο καί θαυμαστό. Δέν ἦταν ὅμως ὅπως τό ξεκίνημα τοῦ νέου κόσμου, μέ τή γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πάρτε σάν παράδειγμα τήν ἀνέκφραστη σοφία μέ τήν ὁποία ἀναφέρουν τή γέννηση τοῦ Κυρίου μας οἱ δυό εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος κι ὁ Λουκᾶς. Αὐτό πού συναντᾶμε καί στούς τέσσερις εὐαγγελιστές εἶναι ἀξιοθαύμαστο σύνολο, ὅμως συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως τ᾿ ἀστέρια κι οἱ ἐποχές ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους. Ὅπως ἡ ἀνατολή δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ χωρίς τή δύση κι ὁ βορράς χωρίς τό νότο, ἔτσι κι ὁ ἕνας εὐαγγελιστής δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τό δεύτερο ἤ οἱ δυό χωρίς τόν τρίτο ἤ κι οἱ τρεῖς μαζί χωρίς τόν τέταρτο. Ὅπως κι οἱ τέσσερις ἄκρες τῆς γῆς ἀποκαλύπτουν, ἡ καθεμιά μέ τόν τρόπο της, τή δόξα καί τή μεγαλοσύνη τοῦ ζῶντος ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές, μέ τόν τρόπο του ὁ καθένας, ἀποκαλύπτουν τή δόξα καί τή μεγαλοσύνη τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ.

Κάποιοι ἄνθρωποι, ἀνάλογα μέ τήν ἰδιοσυγκρασία τους, ἀναπαύονται περισσότερο στήν Ἀνατολή, ἐκεῖ βρίσκουν καί τήν ὑγεία τους. Ἄλλοι πάλι ἀναπαύονται στή Δύση κι ἄλλοι ἀκόμα στό Βορρά ἤ στό Νότο. Σ᾿ ἐκεῖνον πού δέν βρίσκει τήν εἰρήνη καί τήν ὑγεία του σέ κανέναν ἀπό τούς τέσσερις ὁρίζοντες, συνηθίζουμε νά λέμε πώς δέ φταίει ἡ γῆ, ἀλλά μᾶλλον ὁ ἴδιος. Ἔτσι μερικοί ἄνθρωποι, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική ἰσορροπία τους ἀλλά καί τή διάθεσή τους, ἀναπαύονται περισσότερο κι ὠφελοῦνται ὅταν διαβάζουν τό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο, ἄλλοι πάλι ὅταν διαβάζουν τό εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου, τοῦ Λουκᾶ ἤ τοῦ Ἰωάννη. Σ᾿ ἐκεῖνον πού δέν ἀναπαύεται καί δέ βρίσκει ὠφέλεια ἀπό κανένα εὐαγγέλιο λέμε πώς δέ φταῖνε οἱ εὐαγγελιστές γι᾿ αὐτό, μά ὁ ἴδιος. Εὔκολα μπορεῖ νά συμπεράνει κανείς πώς γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν δέν ὑπάρχει φάρμακο, οὔτε θεραπεία. Ὁ Δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάνσοφος, πανεύσπλαχνος. Γνωρίζει τή διαφορετικότητα καί τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας γι᾿ αὐτό οἰκονόμησε νά ᾿χουμε τέσσερις εὐαγγελιστές, ὥστε ὁ καθένας μας, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του φύση, νά κάνει κτῆμα του ἕνα ἀπό τά τέσσερα εὐαγγέλια πιό γρήγορα καί πιό εὔκολα, ὥστε τό εὐαγγέλιο αὐτό νά γίνει τό κλειδί γιά τήν ἀνάγνωση καί τῶν ἄλλων εὐαγγελίων.

Ἡ θεϊκή σόφια φαίνεται καθαρά στή δομή καί τήν ἀπόδοση τῶν εὐαγγελικῶν διδαχῶν. Καί γιά νά φανεῖ αὐτό μέ περισσότερη σαφήνεια, θά ἐξετάσουμε σήμερα ἕνα γεγονός, τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό περιγράφουν δυό εὐαγγελιστές: ὁ Ματθαῖος κι ὁ Λουκᾶς. Καί οἱ δυό εὐαγγελιστές εἶχαν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τό ἴδιο θεόπνευστο καθῆκον: νά φανερώσουν στούς πιστούς δύο διαφορετικά καί ἀλληλοσυμπληρούμενα χαρακτηριστικά στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού παλιά κοσμοῦσαν τόν προπάτορά μας Ἀδάμ στόν παράδεισο. Καί τά δύο τά ἔχασε ὁ Ἀδάμ μέ τό πού ἔπεσε στή σατανική ἁμαρτία. Μολονότι καί τά δύο αὐτά χαρακτηριστικά μοιάζουν νά συγκρούονται μεταξύ τους, συμπληρώνουν θαυμαστά τό ἕνα τό ἄλλο, ὅπως τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀπό ψηλά συνδέεται μέ τά ἄνθη τοῦ ἀγροῦ πού ἀναπτύσσονται ἀπό κάτω. Τό ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά αὐτά εἶναι ἡ βασιλική ἐλευθερία καί τό ἄλλο ἡ υἱική ὑπακοή. Τό καθένα ἀπό τά χαρακτηριστικά αὐτά προϋποθέτει τό ἄλλο. Τό ἕνα ἐλευθερώνει τό ἄλλο ἀπό τούς περιορισμούς, ἤ καί μπορεῖ νά ἐμποδίσει τό ἄλλο καί νά τό καταστρέψει. Καί τά δυό εἶναι σάν τά δίδυμα, γεννήθηκαν μαζί, ζοῦν ἀλλά καί πεθαίνουν μαζί. Ἡ ἀπροϋπόθετη ὑπακοή συμβαδίζει μέ τήν ἀπεριόριστη ἐλευθερία. Ἡ ἀνυπακοή εἶναι ἐντελῶς ξένη στήν ἐλευθερία. Οἱ ἅγιοι εὐαγγελιστές τά ἰσορροποῦν καί τά δυό αὐτά. Ἀπό τή μιά δείχνουν καθαρά στούς ἀνθρώπους τή βασιλική ἐλευθερία τοῦ Θεανθρώπου κι ἀπό τήν ἄλλη τήν ταπεινή ὑπακοή Του.

Ὁ Λουκᾶς μιλάει γιά τό Ρωμαῖο Καίσαρα, τόν Αὔγουστο, καί τούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ματθαῖος δέν τούς ἀναφέρει καθόλου αὐτούς. Ἀντίθετα, αὐτός μιλάει γιά τόν Ἡρώδη, τό βασιλιά τῆς Ἰουδαίας, καί τούς μάγους ἐξ Ἀνατολῶν, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς αὐτούς δέν τούς ἀναφέρει καθόλου. Τί σημαίνει αὐτό; Μήπως ὅτι ὑπάρχει ἔλλειψη ἤ ἀτέλεια; Ὄχι. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἔλλειψη οὔτε ἀτέλεια. Σημαίνει μᾶλλον τή διασταύρωση δύο πηγῶν πού συμπληρώνουν καί τελειοποιοῦν ἡ μιά τήν ἄλλη. Θά ρωτήσει κάποιος ὅμως: Ἄν δέν ἀλληλοσυμπληρώνονταν, θά μποροῦσε ν᾿ ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς τό Ρωμαῖο Καίσαρα μαζί μέ τούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς κι ὁ Ματθαῖος τό βασιλιά Ἡρώδη μαζί μέ τούς ποιμένες; Ἀπό μιά πρώτη ἄποψη αὐτό φαίνεται πιθανό. Τότε κι οἱ δυό εὐαγγελιστές θά συμπλήρωναν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ἡ διήγησή τους δέ θά ᾿χανε τίποτα οὔτε ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς διήγησης οὔτε ἀπό τήν ἐσωτερική συνοχή. Δέ θά μποροῦσαν οἱ ποιμένες νά πληροφορήσουν τό βασιλιά Ἡρώδη καί τούς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ὁ νέος Βασιλιάς γεννήθηκε στόν κόσμο, ὅπως κι οἱ μάγοι; Καί στή μιά περίπτωση καί στήν ἄλλη, ὁ Ἡρώδης θά εἶχε σίγουρα διαπράξει τό ἔγκλημα ἐναντίον τῶν δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων. Θά λέγαμε ἐπίσης: Δέ θά ᾿ταν συνετό ν᾿ ἀναφερθεῖ ὁ Καίσαρας Αὔγουστος μαζί μέ τούς μάγους ἐξ Ἀνατολῶν κι ὄχι μέ τούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ; Ὄχι. Γιατί ὅπως οἱ ποιμένες ἦταν ἁπλοί καί δέ θά ᾿χαν καμιά ἐπίδραση στόν Καίσαρα, ἔτσι θά γινόταν καί μέ τούς μάγους πού ἐμφανίστηκαν ξαφνικά στή Βηθλεέμ κι ἔπειτα ἐξαφανίστηκαν ξανά, ὅπως τούς ὁδήγησε ὁ ἀστέρας.

Ὅλ᾿ αὐτά ὅμως εἶναι ἁπλοί ἀνθρώπινοι συλλογισμοί, πού τούς κάνει ὁ ἀσταθής καί ἀδύναμος ἀνθρώπινος νοῦς. Ἄν ἀκολουθήσουμε τό βαθύ καί μυστηριώδη τρόπο πού σκέφτονται καί γράφουν οἱ δυό εὐαγγελιστές γιά τή γέννηση τοῦ Σωτήρα μας, θά κατανοήσουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μόνος σωστός τρόπος σχετικά μέ ὅλα τά πρόσωπα πού ἐμπλέκονται στή διήγηση. Εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος. Ὁ Καίσαρας Αὔγουστος ἔπρεπε ν᾿ ἀναφερθεῖ στό εὐαγγέλιο καί μάλιστα σ᾿ ἐκεῖνο τό κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου ὅπου ἀναφέρονται κι οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ἡρώδης ἔπρεπε ν᾿ ἀναφερθεῖ στό εὐαγγέλιο καί στό κεφάλαιο ἐκεῖνο ὅπου ἀναφέροται κι οἱ μάγοι από την Ανατολή. Γιά ποιό λόγο; Γιά νά φανερώσουν μέ ὅσο τό δυνατό σαφέστερο τρόπο τήν ἀντίθεση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ὑπέρ ἤ κατά τοῦ Χριστοῦ, ὑπέρ ἤ κατά τῆς ἀληθινῆς θεϊκῆς σοφίας.

Διαβάστε περισσότερα »