«Κάθε ον, ως ον, τείνει να διατηρηθεί ως ον», λέει ο Σπινόζα στο τέταρτο μέρος της Ηθικής του. Εγώ προχωρώ περισσότερο και διακηρύσσω πως κάθε άνθρωπος ως άνθρωπος, τείνει να υπάρχει σε πληρότητα. Αυτό το αξίωμα ή πρώτη αρχή της Φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας αντέχει παρά το ότι πρέπει να πεθάνουμε. Ακόμα περισσότερο, το χρέος του θανάτου πλάθει την προβολή μας προς το μέλλον. Στη συμβίωση δοκιμάζουμε συχνά το ξέσχισμα μιας υπαρξιακής κοινότητας στον εκπληκτικό θάνατο του πλησίον. Και με τον θάνατο του πλαϊνού μας φίλου γεννιέται η αγωνία της κοσμικής μοναξιάς. Κάτι αιφνίδια ακρωτηριάζεται όταν πεθαίνει ένα αγαπητό πλάσμα. Παρ’ όλο που απομένουν οι αναμνήσεις, τα λείψανα του θανάτου, οι στερνές συστάσεις. Συντρίβονται οι οργανικοί δεσμοί της ερωτικής συνιδιοκτησίας, οι δικοί μας δεσμοί, του κοινού φράγματος. Κάθε στιγμή βιωμένη είναι μια στιγμή λιγότερη για να ζήσουμε. Ο ελεύθερος χώρος της ζωής χάνεται συγκλίνοντας βαθμιαία, στενεύοντας. Το παρελθόν μεγαλώνει και το μέλλον μικραίνει. Η βίωση αυτού του στενέματος, μαζί με την εμπειρία του θανάτου των άλλων, κατευθύνει την προσοχή μας προς τον θάνατο.
«Θάνατος» στα ελληνικά και «mors» στα λατινικά, είναι ουσιαστικά που εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα στους ανθρώπους, στην κατάσταση θανάτου της ανθρωπότητας. Μεταφορικά αναφέρεται σε φυτά και ζώα.
Ο θάνατος διαδέχεται τη ζωή. Αφορά το επίγειο σύνολο του ανθρωπίνου όντος. Αν κάτι από μας απομένει, δεν είναι, κυρίως, ο επίγειος άνθρωπος. Βαδίζουμε προς τα εμπρός, μ’ έντονη αγωνία, αφήνοντας ράκη της ίδιας μας της ύπαρξης. Σ’ αυτήν τη σπαραχτική προέλαση, υπάρχει η προσπάθεια να φτάσουμε αυτό που ακόμη δεν είμαστε και σχεδιάζουμε να γίνουμε. Η διακαής επιθυμία της υπαρξιακής πληρότητας μάς υπερχειλίζει πάντοτε. Ο θάνατος, ενώ ζούμε, βρίσκεται πάντοτε στο κατόπι. Ως εδώ χαράζονται οι θεμελιώδεις και προκαταρκτικές γραμμές μιας φαινομενολογίας του θανάτου.
Αν και η ζωή είναι αβεβαιότητα και διακινδύνευση –ας θυμηθούμε τον τίτλο του έργου του Peter Wust– ο θάνατος είναι βέβαιος και αναγκαίος. Η συνείδηση του θανάτου είναι η συνείδηση του ορίου μας. Ο θάνατος του πλησίον δεν είναι ο θάνατος του άλλου γενικά, αλλά ούτε κι είναι ο ίδιος ο θάνατος. Βέβαια, συμμετέχουμε στην κοινότητα της ζωής –της συγκεκριμένης και πάρα πολύ ιδιότυπης– με τους πλησίον. Κι αυτή η κοινότητα υποβιβάζεται, φτωχαίνει όταν πεθαίνει ένας πλησίον. Ίσως ο θάνατος του φίλου με κάνει να προαιστανθώ, στο εσώτερο της ίδιας μου της ύπαρξης, τον ίδιο μου τον θάνατο. Αλλ’ ακριβώς, αυτή η προαίσθηση δεν είναι, όπως λέει ο Landsberg, η «πείρα του ίδιου του θανάτου». Η ιδέα ότι «πρέπει να πεθάνουμε», αντίθετα, είναι ένα βίωμα που σκιαγραφεί την ανθρώπινη ζωή. Μπρος στην ιδέα πως «πρέπει να πεθάνουμε» συγκληρώνεται και η μια και η άλλη θέση. Πάντως, η ιδέα αυτή, βαθιά και δραματική, σημαδεύει την ύπαρξη του ανθρώπου και τον κάνει να γευθεί στη ζωή μια κάποια γεύση της στάχτης. Μπρος σ’ αυτή την ιδέα «πως πρέπει να πεθάνουμε» χωρούν τόσες στάσεις όσοι άνθρωποι υπάρχουν πάνω στη γη.
Ο θάνατος είναι η υπέρτατη και τελική άσκηση της ελευθερίας. Δεν ήμασταν ελεύθεροι για να γεννηθούμε, αλλά θα είμαστε ελεύθεροι να υιοθετήσουμε μια στάση απέναντι στον θάνατο. Αν ο θάνατος έχει νόημα ή αν είναι παράλογος, αυτό εξαρτάται από το αν πεθαίνουμε ενώπιον κανενός ή αν πεθαίνουμε ενώπιον του Θεού και για τον Θεό.
Ο άνθρωπος δεν θέλει να πεθάνει, θέλει φυσικά και πνευματικά να διαρκέσει. Γνωρίζει πως δεν μπορεί να ξεφύγει τον θάνατο κι ωστόσο δεν αποδέχεται ολοκληρωτικά να πεθάνει. Η επιβίωση δεν είναι υπόθεση καθαρής πίστης. Φιλόσοφοι ειδωλολάτρες και φιλόσοφοι χριστιανοί ασχολήθηκαν μ’ αυτόν. Εμείς το κάνουμε με τον τρόπο μας. Χωρίς την επιβίωση, αυτή η επίγεια ζωή δεν έχει νόημα. Δεν αρκεί να πει κανείς πως «μπορεί να πεθάνει». Πρέπει να διακηρύξει αποφασιστικά πως πρέπει να πεθάνουμε. Κι αυτό το «πρέπει να πεθάνουμε» καθορίζει τη ζωή του ανθρώπου και τον απειλεί κάθε στιγμή. Ο θάνατος κατοικεί στη βιογραφία του καθενός, μ’ ένα νόημα σκιαγραφικό. Πέρα από τις διαβατικές νίκες της ιατρικής, πέρα από τα κερδισμένα χρόνια της μακροβιότητας, επισυμβαίνει βιολογικά η τελική ήττα. Αλλά η βιολογία μπορεί να στηριχθεί μονάχα στην αναπότρεπτη παύση των ζωικών λειτουργιών ενός οργανισμού. Ο προσωπικός θάνατος βρίσκεται πιο πέρα από το βιολογικό στάδιο. Ως πιθανή ύπαρξη, ο θάνατος περιορίζει και καθορίζει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής. Δεν τοποθετείται στην αρχή ή στο τέρμα του ζωικού κύκλου παρά σ’ ολάκερη τη ζωή. Είναι μια πιθανότητα πάντοτε παρούσα και χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε και ν’ αξιολογήσουμε την ύπαρξη, την ύπαρξή μας ως ανθρώπων. Πρόκειται για μια οριακή κατάσταση, που είναι μαζί μια ερμηνευτική κατηγορία της ανθρώπινης ζωής.
Ο θάνατος είναι τοποθετημένος μέσα στη ζωή. Η ζωή προσανατολίζεται προς τον θάνατο, είναι «μια προετοιμασία για τον θάνατο». Ο θάνατος κατοικεί κυριαρχικά στη ζωή και ξαφνικά γίνεται επίκαιρος.
Για τη μηδαμινή, τη μη αυθεντική ζωή, ο νεκρός είναι αχρείαστος. Ο θάνατος παρουσιάζεται στον άνθρωπο σαν αναπότρεπτο ξερίζωμα. Μετάβαση ή προσωπική εκμηδένιση; Καθένας αγγίζει την πράξη του θανάτου μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό, αμίμητο, απροσδόκητο. Και δεν υπάρχουν κατοπινές δυνατότητες.
Η πείρα μάς δείχνει καθημερινά τον θάνατο των άλλων ανθρώπων και των ζωντανών όντων που μας περιστοιχίζουν. Η προσέγγιση του θανάτου πραγματοποιείται με τον βαθμιαίο περιορισμό της σφαίρας του μέλλοντος. Μονάχα που εγώ δεν γνωρίζω αν θα πεθάνω γέρος ή από οποιοδήποτε δυστύχημα. Mors cesta, hora incierta, λέει το λατινικό γνωμικό. Ο θάνατος είναι ένας αβέβαιος όρος.
Το ζώο έχει ένα προαίσθημα της αμεσότητας του θανάτου αλλά ποτέ δεν τον γνωρίζει στ’ αλήθεια. Δεν γνωρίζει πως ο θάνατος του ατόμου ανήκει στην ουσία της ζωής και του είδους. Ο θάνατος των ζώων είναι μονομερής, ενώ των ανθρώπων ανάλογος.
Οι φυσιολογικές διαδικασίες που παραλύουν και αποσυνθέτουν τα όργανα του σώματός μας λειτουργούν από μόνες τους. Κατά τη βιολογική έννοια, ο θάνατος είναι διαδοχικός. Αλλά αναγκαστικά πρέπει να υπάρξει μια στιγμή που συγκληρώνεται η ζωική ζωή.
Για ν’ αποχτήσει κανείς την πραγματική πεποίθηση του ίδιου του θανάτου υπάρχουν δυο κύριες κατευθύνσεις: ο θάνατος του πλησίον και η φανταστική πρόγευση του δικού του θανάτου. Ο άγιος Αυγουστίνος στις Εξομολογήσεις εξερευνά την «τραγική απιστία» –την «υπαρξιακή συμμετοχή» στον θάνατο του άλλου, του δικού μας. Ο Ουναμούνο στο Τραγικό αίσθημα της ύπαρξης των ανθρώπων και των λαών φαντάζεται μια βραδεία αποσύνθεση του σώματος.
Το καλύτερο είναι το τέλος της μέρας να μας βρει σοβαρούς, με το βλέμμα καθαρό και τα μάτια ορθάνοιχτα. Ο θάνατος είναι μοναδικός και τελειωτικός. Πεθαίνουμε μια φορά για πάντα. Η ζωική μας εξέλιξη, το πρόγραμμα του εγώ μας έχει ολοκληρωθεί, σ’ όποιο στάδιο κι αν βρίσκεται. Δεν χωρούν πια συμπληρώσεις ή μεταβολές. Τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος θα πάρουν μια απελπιστική στερεότητα.
Περίεργη μοίρα του ανθρώπου! Γεννιέται ανάμεσα στους πλησίον και πεθαίνει ριζικά μονάχος. Γι’ αυτήν την τρομαχτική μοναξιά δεν υπάρχει αγωνία που να τη φτάνει στη μεγαλοσύνη. Κάθε θάνατος είναι αυθεντικός γιατί εκεί δεν υπάρχει καμιά συμβατικότητα κοινωνική που να μας βοηθά να ενσαρκώσουμε το πρόβλημα. Καταλαβαίνει πια κανείς πως το αντίβαρο ή η οργανική συνύπαρξη της οντολογικής μας ανεστιότητας και της ουσιώδους τάσης μας για πληρότητα διαδραματίζουν στον θάνατο τον στερνό και κύριο ρόλο τους. Φαίνεται πως τα πάντα έχει κερδίσει η οντολογική ανεστιότητα: οι δυνάμεις μάς εγκαταλείπουν, οι φυσικοί και ηθικοί πόνοι οξύνονται, η μοναξιά είναι αδηφάγα. Για τον επιπόλαιο παρατηρητή, η οντολογική ανεστιότητα κρύβεται στην ολοκλήρωση της τάσης για ουσιαστική πληρότητα. Αλλά το αντίβαρο δεν εξαφανίζεται. Στα μύχια της ψυχής έχει εγκαθιδρυθεί η πιο τρομερή μάχη. Κι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο διαστάσεις, σε πλήρη κορύφωση της αγωνίας, η ελεύθερή μας βούληση θ’ αποφασίσει τελειωτικά και για πάντα την αιώνια τύχη της.
«Στην υποθετική περίπτωση που ο άνθρωπος δεν έχει αναχθεί στην υπερφυσική τάξη, θα πρέπει να πεθάνει εξαιτίας της ριζικής χρεωκοπίας του σώματός του –απ’ το οποίο θα αποχωριστεί η ψυχή με τον θάνατο, για να συνεχίσει να ζει μια ζωή αυστηρά πνευματική, τη ζωή του Θεού, έτσι όπως φυσικά μπορεί να τη γνωρίσει και να την απολαύσει κανείς ως το πρώτο και θεμελιώδες αντικείμενο» (Gallegos Rocafull).
«Ο θάνατος είναι αυτό που συμπιέζει και κάνει έντονη τη ζωή, της δίνει βιασύνη και αμεσότητα και υποχρεώνει τον καθένα να πράττει κάθε στιγμή το καλύτερο που μπορεί, γιατί αυτή η στιγμή είναι αναντικατάστατη και ανεπανάληπτη. Οι πολιτισμοί δεν προετοίμασαν τον άνθρωπο για να είναι καλά μ’ αυτό που από τη φύση του είναι: θνητός» (Ortega y Gasset). Το πρόσωπό μου δεν είναι πλασμένο για τον θάνατο, αλλά για τη δική μου τελειότητα στην αιωνιότητα.
Ο θάνατος είναι μια δυνατότητα πραγματοποιούμενη, μια σίγουρη κι απεριόριστη απειλή. Ως γεγονός δεν είναι παράξενος, αλλά ως δυνατότητα καθορίζει όλη μας τη φύση, είναι ο όρος οποιασδήποτε καθορισμένης δυνατότητας. Ο θάνατος δεν μπορεί να μ’ αποκόψει απ’ τον Θεό, δεν μπορεί να με κάνει να χάσω τη θρησκευτική μου σχέση με το θεμελιώδες είναι που θεμελιώνει. Ως κίνδυνος ανόλεθρος, με ωθεί στην πιστότητα προς τον εαυτό μου και τον Θεό.
Ας επισημάνουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της ιδεολογικο-υπαρξιακής δομής του θανάτου:
α. Δυνατότητα, που επικαιροποιείται ως δυνατότητα, ότι πάντοτε είναι παρών, ως μια βέβαιη και απεριόριστη απειλή.
β. Κίνδυνος που δεν εκμηδενίζεται και που ορίζει οποιαδήποτε συγκεκριμένη πιθανότητα (για παράδειγμα να οργισθώ με την οικογένεια, τους φίλους και τον ίδιο μου τον εαυτό στην κατάσταση την ψυχική που βρίσκομαι), που με προτρέπει στην πιστότητα προς τον ίδιο μου τον εαυτό και προς τον Θεό.
γ. Αβέβαιο τέρμα. Τέρμα, γιατί πρόκειται για ένα γεγονός μελλοντικό, βέβαιης πραγματοποίησης. Αβέβαιο, για ό,τι μπορεί να συνεπιφέρει την εποχή που πραγματοποιείται.
δ. Μοναδικό και τελειωτικό συμπέρασμα, χωρίς δυνατές προσθήκες και μετατροπές του προσωπικού προγράμματος.
ε. Στον θάνατο, το είναι μας θα λάβει τελειωτικά το μέτρο του: θα πεθάνουμε με αγάπη, σε κοινωνία με τους άλλους κι ανοιχτοί στον Θεό, ή με μίσος, αποκλείοντας τους άλλους και αναδιπλούμενοι στον ίδιο μας τον εαυτό. Υπό την έννοια αυτή, η ζωή είναι προετοιμασία για τον θάνατο.
στ. Ο θάνατος είναι συμφυής με τη ζωή. Καθορίζει το τέλος της και μορφοποιεί τελειωτικά την τροχιά της. Μας αποκαλύπτει το απόλυτό μας όριο και μας δείχνει το ανοιχτό, το καθαρό και απλό.
ζ. Ο θάνατος, στους ανθρώπους, δεν έχει ένα νόημα ομόφωνο παρά ανάλογο. Υπάρχουν χίλιοι τρόποι θανάτου. Κι ωστόσο, όλοι τους διατηρούν μια ενότητα ή συνάφεια θεμελιακή: είναι ανθρώπινοι τρόποι θανάτου. Ενώ για τα ζώα ο θάνατος είναι ένα καθαρό φυσικό συμβάν, για τους ανθρώπους είναι ένα πρόβλημα, ένα παράξενο και δύσκολο δράμα.
η. Ο σωματικός θάνατος δεν μπορεί να επηρεάσει το πνεύμα. Το πρόσωπό μου δεν είναι, στην ίδια του την ουσία, πλασμένο για τον θάνατο αλλά για την τελειότητά του στην αθανασία.
Αν ο θάνατος είναι συμφυής με τη ζωή, ο ακέραιος άνθρωπος ενσαρκώνει υπαρξιακά την ιδέα του θανάτου και προετοιμάζεται να πεθάνει. Μιλώ για τον θάνατο του ανθρώπου, όχι για τη φθορά του ζώου. Έχοντας συνείδηση του θανάτου υπερβαίνουμε, με κάποιον τρόπο, τον σκοπό του οργανισμού.
Ο θάνατος (οριακή κατάσταση) καταστρέφει μονάχα την εκδήλωση, την εμφάνιση του φιλικού πνεύματος, όχι το ίδιο το πνεύμα. Ο θάνατος κατευθύνει τη ζωή ώστε η ζωή να ολοκληρωθεί. Ο θάνατος υπάγεται στην ιστορικότητα της ύπαρξής μου και μεταμορφώνεται μαζί μου.
Βγαίνουμε από τον εαυτό μας μαντεύοντας γιατί είμαστε, υπερβατικά, άνοιγμα προς το άλλο (τα πράγματα), τους άλλους (τους πλησίον) και τον άλλο (τον Θεό). Είμαστε διαμέσου της σχέσης μας με το θεμελιακό Ον που θεμελιώνει. Αντίκρυ στο είναι για τον θάνατο του Χάιντεγγερ διακηρύττω πως ο άνθρωπος είναι ένα ον για τη σωτηρία. Η αναζήτηση και η ανανέωση του απολύτου μάς συνιστά.
Από βιολογική άποψη, ο θάνατος θα είναι πλήρης όταν θα ʼχει πεθάνει και ο στερνός από τα εκατομμύρια ζωντανούς πυρήνες που συνθέτουν τον άνθρωπο ή το ανώτερο ετοιμοθάνατο ζώο. Μιλάνε για: 1) τον φαινομενικό θάνατο (επιμηκυνόμενη συγκοπή), 2) τον σχετικό θάνατο (αναστολή της κυκλοφορίας), 3) τον απόλυτο οργανικό θάνατο (η επαναλειτουργία των ζωικών οργάνων είναι αδύνατη). Με την ατροφία των νεύρων του εγκεφαλικού φλοιού, εξαφανίζεται η συνειδητή ζωή. Τα νεύρα των κατώτερων ρυθμιστικών κέντρων της οργανικής δραστηριότητας μπορούν να δηλητηριαστούν.
Στο φως του θανάτου, ο χρόνος μάς παρουσιάζεται ως χρόνος-ευκαιρία. Ευκαιρία για την τελειοποίηση της επίγειας ύπαρξης.
Η φυσιολογία των γηρατειών μας διδάσκει πως ο θάνατος πρέπει να επέλθει βεβαιωμένα μετά την εκμηδένιση των θυλάκων. Το φαινόμενο του γήρατος καθορίζει το έσχατο όριο της ατομικής εξέλιξης.
Φαίνεται σαν ο άνθρωπος να εκμηδενίζεται στον οργανισμό που πονεί. «Ο πόνος είναι η κραυγή για βοήθεια και η φωνή κινδύνου της φύσης, τόσο στον ψυχικό όσο και στον ηθικό οργανισμό». Αν απομονωθούμε στον πόνο μας, ο πόνος χάνει το νόημά του. Η οδύνη είναι μια κλήση για τη μαρτυρία της λυτρωτικής αγάπης. Ο θάνατος είναι η έσχατη και αποφασιστική οδύνη.
Χωρεί μια βαθιά –όχι θορυβώδης– χαρά μπροστά στον θάνατο. Το πρόβλημα της αυτοκτονίας υποβιβάζεται στο πρόβλημα του νοήματος ή του μη νοήματος της ζωής.
Η αυτοκτονία είναι μια εξέγερση ενάντια στη ζωή κι ενάντια σ’ εκείνον που κάνει ώστε να υπάρχει ζωή. Υπάρχει αυτοκτονία από παρέκκλιση (αποτυχία), αυτοκτονία από «καθαρό κύρος» (για δόξα), αυτοκτονία αισθητική (αρνητική ακινησία) και αυτοκτονία μεταφυσική (περιφρόνηση στην ετερονομία ή απολυτότητα της σχετικής ελευθερίας). Όλες αυτές οι αυτοκτονίες μαρτυρούν μια έλλειψη πίστης στην αξία της ζωής. Ανάμεσα στο γεγονός της μη φυγής απ’ τον θάνατο και την πράξη που δίνεις τον θάνατο στον εαυτό σου, υπάρχει μια διάκριση ουσιώδης. Η πράξη της αυτοκτονίας προκαλεί μια τριπλή επίθεση: 1) εναντίον του Θεού, 2) εναντίον του ίδιου του εαυτού, 3) εναντίον της κοινωνίας. Το κάθε ον αγαπά φυσικά τον εαυτό του και τείνει να τον διατηρήσει. Δεν είμαι κύριος της ζωής μου ούτε κύριος της ζωής των άλλων. Συνεπώς, είναι άνομη και η αυτοκτονία και η δολοφονία. Να υπερβαίνεις τις ήττες είναι πιο αντρίκειο και ηρωικό απ’ το να φυτέψεις μια σφαίρα ή να ρίξεις τον εαυτό σου από ένα ψηλό κτήριο.
Σύλληψη, κρίση και λογισμός υπερβαίνουν το βλέμμα των αισθήσεων κι εισέρχονται πλήρως στην τάξη την καθαρά άυλη. Η ευφυΐα δεν συμπερικλείνεται στον οργανισμό αν και τον χρησιμοποιεί. Το να λάβεις συνείδηση του εαυτού σου –η αγάπη, η χαρά, η έντονη επιθυμία της διαρκούς πληρότητας είναι προνόμια του πνεύματος. Την πνευματικότητα της ψυχής ακολουθεί, ως άμεσο παρακολούθημα, η αθανασία της. Η αθανασία της ψυχής προέρχεται από την ίδια την οντολογική της δομή. Δεν μπορεί να εμφανισθεί απευθείας, επειδή είναι μια απλή ουσία –ανίκανη να αποσυντεθεί– ούτε έμμεσα, για να ασκήσει τις πνευματικές της λειτουργίες –γνωστικές και βουλητικές– χωρίς τη σύμπραξη του σώματος. Συνεπώς ο θάνατος του σώματος δεν συνεπιφέρει τον θάνατο της ψυχής.
Οι ξεχωριστές μας πληρότητες εκφράζουν και ξοδεύουν, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους, την απόλυτη Πληρότητα. Οι ξεχωριστές πληρότητες ξοδεύουν, χωρίς να εξαντλούν, την απόλυτη παγκόσμια Πληρότητα. Συνεπώς, αυτή η ανθρώπινη δύναμη της παγκόσμιας πληρότητας, που υπερβαίνει τα χωροχρονικά όρια, απαιτεί, εξαιτίας της ίδιας της οντολογικής δομής, την προσωπική αθανασία.
Η επίγεια ζωή, αν και δεν συγκληρώνεται ποτέ, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει εκείνο τον πόθο της ουσιώδους πληρότητας. Δεν υπάρχει συνείδηση πως η συνείδηση πεθαίνει. Αν η ζωή δεν σημαίνει εξάρτημα αλλά δώρημα, πρέπει να την επαναστρέψουμε σε Κείνον που μας την έδωκε. Και δεν θα χάσουμε τίποτα. Γιατί ο θάνατος δεν είναι μοίρα αλλά αποστολή, πέρασμα στο επέκεινα.
Η «Μεταφυσική του θανάτου» μπορεί να μελετήσει διεμπειρικά, από τη ζωή, τη σημασία και το νόημα της πραγματικότητας του θανάτου. Το είναι του θανάτου συνιστά το τέρμα μιας ύπαρξης αναχωρητικής. Θάνατος είναι τελειωτική υπαρξιακή ρευστοποίηση. Πρόκειται για μια ρευστοποίηση ανθρώπινη, ελεύθερη, χωρίς πιθανές προσθήκες ή τροποποιήσεις, και ολοκληρωτικά προσωπική, όπου δεν χωρούν απάτες. Αντίκρυ σ’ αυτή την ελεύθερη και τελειωτική ρευστοποίηση «μερικοί πεθαίνουν υπερβολικά νωρίς, άλλοι υπερβολικά αργά και λίγοι στον κατάλληλο καιρό». Σ’ αυτή τη γερμανική απόφανση, το νόημα είναι πως το ξόδεμα της ύπαρξης δεν αντιστοιχεί πάντα με τον τερματισμό της ζωής. Ο θάνατος δεν είναι ένα απλό, πρακτικό τέρμα. Ο ελεύθερος εσωτερικός αυτοκαθορισμός σχεδιάζει τον θάνατο –και συνεπώς τη ζωή– προς ένα άνοιγμα ή ένα κλείσιμο.
Η φιλοσοφική βάση της υπόθεσης –που προτείνουμε– πως ο άνθρωπος είναι ένα ον για τη σωτηρία τη συναντούμε στο αίσθημα της αγάπης, της γνώσης, της ιστορικής διαλεκτικής της ατομικής ζωής. Υπάρχει στην διακαή μας επιθυμία μια ένταση που δεν αντικαθρεφτίζει, ένας παλμός που προκαταθέτει πάντα τη συγκεκριμένη επίκαιρη εκπλήρωση της θεληματικής πράξης. Η επιθυμία που παρέχεται αναγκαστικά σε καθεμιά από τις κινήσεις μας, τείνει στην ουσιαστική πληρότητα. Η συνειδητή εκούσια πράξη προβλέπει τη ζωική προκαταβολή –την όχι πλήρως ασύνειδη, όπως υποστήριξε ο Μπλοντέλ [Maurice Blondel]– της έντονης επιθυμίας μας για ουσιαστική πληρότητα. Το τελειωτικό οντικό νόημα της επιθυμίας ουσιαστικής πληρότητας τοξεύει προς την προσωπική σωτηρία.
Σε κάθε πράξη κρίσης ζούμε σταθερά, ασύνειδα και μη αντικειμενικά, ένα excessus προς τον Θεό, αν ακολουθήσουμε την ανάλυση του Μαρεσάλ [Sylvain Maréchal] για τη γνώση. Αυτός ο βασικός δυισμός δεν οδηγήθηκε από τον Μαρεσάλ στην πλήρη του ανάπτυξη. Στοχαζόμαστε εμείς πως η θεμελιώδης ένταση ανάμεσα στην πρακτική γνώση του οριακού – του εγκόσμιου και αισθητού – και το «excessus» προς τον Θεό μαρτυρούν το δικό μας είναι για τη σωτηρία. Η πράξη της πλήρους γνώσης μπορεί να δοθεί μόνο σε ένα status comprehensoris που κατέχουμε απ’ τη γέννησή μας ως ανθρώπων. Αν ο δημιουργός της φύσης δεν κάνει τίποτα μάταια και στην έντονη επιθυμία ουσιαστικής πληρότητας αντιστοιχεί ένα οντικό τελικό αίσθημα, μονάχα σ’ ένα σωσμένο ον είναι δυνατή μια πλήρης γνώση.
Η μπερξονική ανάλυση της αντίληψης και της ανάμνησης οδηγεί επίσης σε μια εσωτερίκευση του ορισμένου κόσμου από μια επιλεκτική δραστηριότητα της αντίληψης που μας φέρει σε μια εντολή της καθημερινής ζωής με το βλέμμα προς την προσωπική σωτηρία. Όταν η αντίληψη και η μνήμη διαλύονται, ξαναβιώνει το παρελθόν. Αλλά αυτές οι διακρίσεις είναι χλωμές αντανακλάσεις της ολοκληρωτικής διαίσθησης –κόσμου και ζωής – που θα δοθεί στο status comprehensoris ενός όντος για τη σωτηρία.
Είμαστε για την αγάπη. Μας το έχει πει ο Πλάτων στο Συμπόσιο: «Κείνος που δεν τον αγγίζει η αγάπη, περπατεί στο σκοτάδι». Η αγάπη δεν φτάνει σ’ αυτή τη ζωή στον τελικό της φωτισμό, εξαιτίας του εγωισμού του επίγειου ανθρώπου. Μόνο ο θάνατος, ως πέρασμα στο επέκεινα, μας φιλοδωρεί τη δυνατότητα της πραγματοποίησης της πληρότητας της αγάπης. Μόνο ένα ον για τη σωτηρία μπορεί να διατίθεται πλήρως για χάρη της αγάπης. Η αγάπη είναι η ουσιαστική πληρότητα όπου τοξεύει η έντονη επιθυμία μας.
Η έκπτωση, ο μαρασμός κι ο θάνατος του «εξωτερικού ανθρώπου» αντιτίθενται στον ουσιώδη δυναμισμό του «εσωτερικού ανθρώπου». Ανάμεσα στις δύο παρακαμπτήριες –ιστορική διαλεκτική της ατομικής ζωής– παρεμβαίνει ο υπέρτατος κι αποφασιστικός μετασχηματισμός: η προσωπική αθανασία.
Η ζωή βαδίζει προς την υπέρτατη συνάντηση μ’ εκείνον που κάνει να είναι ζωή. Δεν αρκεί να επισημάνει κανείς τη «νέα πανκοσμική σχέση», είναι ανάγκη να κατανοήσει το νόημα του ουσιώδους δυναμισμού του ανθρώπου ως ενός όντος για τη σωτηρία. Αν ο άνθρωπος δεν εννοείται ως ένα ον για τη σωτηρία, η ζωή κυλά στο κενό. Η σπουδή του θανάτου ως μεταφυσική διαδικασία –χωρισμός του σώματος και της ψυχής στην έσχατη κι υπέρτατη πράξη ελευθερίας– είναι, πιστεύω, μια σπουδή οικοδομητική ενόσω μπορεί να προσφέρει μια ριζική αναστροφή στη ζωή.
[Ανέκδοτη μετάφραση του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου από το έργο του Μεξικανού καθηγητή φιλοσοφίας Agustín Basave Fernández del Valle (1923-2006) Μεταφυσική του θανάτου (Metafísica de la muerte, 1965).]
(Πηγή: mag.frear.gr [2])