- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Περί του τρόπου αναγνώσεως των ευχών της Θ. Λειτουργίας (Απάντησις εις τον κ. Γ. Φίλιαν) (Αρχ. Νικόδημος Μπαρούσης)

Ἐξ ἀφορμῆς παλαιοτέρας εἰσηγήσεώς μου σχετικῶς μὲ τὸν τρόπον ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας[1] [1], ὁ ἀναπληρωτὴς καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Γ. Φίλιας –ἐφεξῆς κ. Φ.– ἐδημοσίευσε προσφάτως μελέτην του[2] [2], εἰς τὴν ὁποίαν διατυπώνει τὶς ἀπόψεις του ἐπὶ τῆς εἰσηγήσεώς μου. Ἐπειδὴ ὁ κ. Φ., εἰς τὸν ἐπίλογον τῆς κριτικῆς του γράφει ὅτι, «μέσα ἀπὸ τὴν κατάθεση αὐτὴ (τῶν ἀπόψεών του) ἐπιθυμεῖ νὰ προκληθεῖ ἕνας γόνιμος διάλογος»[3] [3], διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ἀπαντῶ διὰ τῆς παρούσης ἐν ὀλίγοις, προσπαθῶν νὰ ἐμμείνω ἐπὶ τῆς οὐσίας τοῦ θέματος καὶ νὰ ἀποφύγω σχολιασμοὺς προσωπικῶν ἐκτιμήσεων…


Κατ᾿ ἀρχὴν θὰ ἤθελα νὰ εἰπῶ ὅτι, ἐξ ὅσων τοὐλάχιστον γνωρίζω, εἰς τὸ Λειτουργικὸν Συνέδριον τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» εἰς τὴν Θεσσαλονίκην τὸ ἔτος 2002, εἶχε κληθῆ νὰ συμμετάσχῃ καὶ ὁ κ. Φ. Ἐγὼ προσωπικῶς, μεταβαίνων εἰς τὸ ἐν λόγῳ Συνέδριον, κατόπιν ἀδείας τῆς ἐκκλησιαστικῆς μου ἀρχῆς, ἀνέμενα ὅτι θὰ ἐσυναντοῦσα ἐκεῖ καὶ τὸν κ. Φ., ὁ ὁποῖος ὡς ἐνασχοληθεὶς μετὰ τοῦ συγκεκριμένου θέματος παλαιότερον[4] [4], θὰ ἐπροκαλοῦσε, ὡς ἀνέμενα, γόνιμον διάλογον. Ὅμως ὁ κ. Φ., διὰ λόγους ἀγνώστους εἰς ἐμέ, δὲν προσῆλθε.

 

Α´. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς εἰσηγήσεώς μου ἐκείνης εἶχα εἰπῆ ὅτι, «δὲν θὰ χρησιμοποιήσω καθόλου αἱρετικὲς μαρτυρίες, λ.χ. τὸν Θεόδωρον Μομψουεστίας (δ´ αἰ.), ἢ τὴν συροχαλδαϊκὴν λειτουργίαν τοῦ Ἀδδαίου καὶ Μάριος, γιὰ νὰ ὑποστηρίξω τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ὅπως δὲν θὰ χρησιμοποιοῦσα τὴν κοπτικὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου, γιὰ νὰ ὑποστηρίξω τυχὸν τὴν εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσίν τους. Ἐπειδὴ αὐτές, ὡς καρποὶ τῶν αἱρέσεων, τοὐλάχιστον κατὰ τὸ τελετουργικόν τους μέρος, δὲν ἠμποροῦν νὰ προσφέρουν λύσεις σὲ κάποιο πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας»[5] [5]. Ὁ κ. Φ. ἀντελήφθη τὴν φρᾶσιν αὐτὴν ὡς ἀντιστρατευομένην τὴν διδακτορικήν του Διατριβήν, κατὰ τὴν ὁποίαν, ὡς καὶ τόσοι ἄλλοι ἔγκριτοι ἐρευνηταί, ἐξετάζει ἐπιστημονικῶς τὰ κείμενα αὐτά. Ὅμως, ὁ κ. Φ. δὲν ἀρκεῖται μέχρι αὐτῆς τῆς ἀδικαιολογήτου παρεξηγήσεως, ἀλλ᾿ ἀκολούθως προβαίνει καὶ εἰς χαρακτηρισμοὺς προθέσεων καὶ ψυχικῶν μου καταστάσεων λίαν ὑποτιμητικοὺς δι᾿ ἐμέ…[6] [6].

Διερωτῶμαι· Πόθεν ὁ κ. Φ. συμπεραίνει ταῦτα; Ἐγὼ ἁπλῶς ἤθελα νὰ δηλώσω ἐξ ἀρχῆς τὰ πλαίσια ἐντὸς τῶν ὁποίων θὰ ἐκινούμην. Ἀντιλαμβανόμουν ὅτι ἡ ἐξέτασις τοῦ θέματός μου, θὰ ἦταν πληρεστέρα ἂν ἐπεξετείνετο καὶ εἰς συγκρίσεις πρὸς τὰ σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις, ἀλλ᾿ αἰσθανόμενος ὅτι δὲν ἔχω αὐτὴν τὴν δυνατότητα, τὸ ἐδήλωσα, ἐνῶ παραλλήλως ἐξέφραζα τὴν ἄποψίν μου ὅτι, καὶ ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις αὐτές, ἡ εἰσήγησίς μου ἐπὶ τῆς οὐσίας δὲν θὰ ὑστεροῦσε, ἐφ᾿ ὅσον οἱ αἱρέσεις δὲν ἠμποροῦν νὰ βοηθήσουν εἰς ἐπίλυσιν προβλημάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κ. Φ., ἔχων ὡς δεδομένην τὴν παρεξήγησιν αὐτὴν προβαίνει, ὡς καὶ πολλαχοῦ τῆς κριτικῆς του, εἰς διατύπωσιν ἀδικαιολογήτων ὑπαινιγμῶν δι᾿ ἐμέ, (ἐκθέτων ὅμως ἔτσι τὸν ἑαυτόν του, ἐφ᾿ ὅσον ὁ ἴδιος καταδικάζει παρομοίαν συμπεριφράν, ὡς ἀνεπίτρεπτον δι᾿ ἕναν «ἐπιστήμονα» καὶ «πνευματικὸν» ἄνθρωπον[7] [7]), καὶ μὲ ἀντιμετωπίζει ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς «κατάντιας στὴν σύγχρονη ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μας πραγματικότητα»[8] [8]. Διὰ τοῦτο καὶ σπεύδω νὰ δηλώσω ὅτι, δόξα τῷ Θεῷ, κρίμασιν οἷς οἶδεν Αὐτός, στεροῦμαι παντὸς «κατόπτρου»[9] [9], ὥστε ἀπὸ πλευρᾶς μου ἠμπορεῖ νὰ μένῃ ἥσυχος…

Ἂς ἔλθωμεν, ὅμως, καὶ ἐπὶ τῆς οὐσίας τοῦ θέματος. Γράφει ὁ κ. Φ. περὶ τῆς συροχαλδαϊκῆς λειτουργίας τοῦ Ἀδδαίου καὶ Μάριος:

1). «Ἡ ἀρχαιότητα (αὐτῆς) ἐγγυᾶται καὶ τὴν Ὀρθοδοξία»[10] [10]. Διερωτῶμαι· Μήπως ὁ κ. Φ. ἀγνοεῖ ὅτι ἀπὸ τοῦ α´ αἰῶνος ὑπῆρχαν αἱρέσεις; Διὰ τοῦτο καὶ «ἡ ἀρχαιότης καθ᾿ ἑαυτὴν δὲν ἀποτελεῖ κατάλληλον ἀπόδειξιν τῆς ἀληθοῦς πίστεως. Ἀρχαῖαι διατυπώσεις δύνανται νὰ εἶναι τελείως παραπλανητικαί… Ὅπως εἶπεν ὁ ἅγιος Κυπριανός, “ἡ ἀρχαιότης ἄνευ ἀληθείας εἶναι ἀρχαιότης πλάνης”…»[11] [11].

2). «Συνετέθη (αὐτὴ) περὶ τὰ τέλη τοῦ α´ αἰώνα»[12] [12]. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ κ. Φ. εἰς τὴν Διατριβήν του ἔγραφε ὅτι, «ἡ Ἀναφορὰ χρονολογεῖται μεταξὺ β´ καὶ γ´ μ.Χ. αἰώνα»[13] [13], ἐνῶ εἰς ἄλλην ἰδικήν του μελέτην περὶ αὐτῆς ἔγραφε: «Ἡ ἀπάντηση διαγράφεται μᾶλλον ἀρνητική, –τὸ νὰ χρονολογήσουμε, δηλαδή, τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ περὶ τὰ τέλη τοῦ α´ μ.Χ. αἰώνα–, ἂν καὶ ἡ Χαλδαϊκὴ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει τὸ ἀντίθετο… Πρὶν ἀπὸ τὸ 1966 ὑπῆρχαν μόνο ἕξι χειρόγραφα τῆς Ἀναφορᾶς: Δύο περὶ τὰ τέλη τοῦ 15ου – ἀρχὲς τοῦ 16ου μ.Χ. αἰώνα καὶ τέσσερα πρὸς τὸ τέλος τοῦ 16ου μ.Χ. αἰώνα… Ἑπομένως, ἐὰν ἡ Ἀναφορὰ Ἀδδαίου καὶ Μάριος εἶναι –ὅπως φαίνεται– ἀρχαιότατη, θὰ πρέπει νὰ ἀναφερόμαστε περισσότερο σὲ μία ἀρχικὴ προφορικὴ παράδοση καὶ λιγότερο σὲ ἕνα ἀρχικὸ κείμενο…»[14] [14].

Κατόπιν τούτων ἐρωτῶ: 1). Ἆρά γε εἶναι ἐπιστημονικὴ ἡ ἀπάντησις ὅτι τὸ κείμενο τῆς λειτουργίας αὐτῆς εἶναι τοῦ α´ αἰῶνος[15] [15], ἢ ἁπλῶς εἶναι ἕνας ἀτεκμηρίωτος πόθος τῶν αἱρετικῶν Χαλδαίων, προκειμένου νὰ παρουσιασθοῦν ὡς Ὀρθόδοξοι, μία χαλδαϊκὴ προσπάθεια ἐξαπατήσεως τῆς κοινῆς γνώμης, τὴν ὁποίαν οἰκειοποιεῖται ὁ κ. Φ.;

2). Διατί ὁ κ. Φ. γράφει ὅτι «ἀδυνατεῖ νὰ ἐννοήσει πῶς μία Λειτουργία (ὡς αὐτὴ) τοῦ τέλους τοῦ α´ αἰώνα… ἀποτελεῖ “καρπὸ αἱρέσεως” τοῦ 5ου αἰώνα»[16] [16]; Ἐάν, σχετικῶς μὲ τὴν «ἀναφορὰ Ἀδδαίου καὶ Μάριος, …θὰ πρέπει νὰ ἀναφερόμαστε περισσότερο σὲ μία ἀρχικὴ προφορικὴ παράδοση καὶ λιγότερο σὲ ἕνα ἀρχικὸ κείμενο», δὲν εἶναι ἆρά γε λογικὸν ὅτι πρόκειται γιὰ μίαν λειτουργίαν, ἡ ὁποία διετηρήθη ὑπὸ τὴν μορφὴν τῆς προφορικῆς παραδόσεως ἐπὶ πέντε τοὐλάχιστον ὁλοκλήρους αἰῶνες, ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον, ἐντὸς τοῦ αἱρετικοῦ περιβάλλοντος τῶν Χαλδαίων καί, κατὰ συνέπειαν, ἀποτελεῖ γνήσιο καρπὸ τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, ἀφοῦ μόνον «μὲ βάση χειρόγραφα τοῦ 10ου-11ου αἰώνα …ἀναχθήκαμε σὲ μία πρωταρχικὴ μορφὴ τῆς ἀναφορᾶς Ἀδδαίου καὶ Μάριος»[17] [17]

Σχετικῶς μὲ τὴν κοπτικὴ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, γράφει ὁ κ. Φ.: «Εἶναι εὐρέως γνωστὸ σήμερα ὅτι πρόκειται περὶ Λειτουργίας συγγραφείσης ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ Μ. Βασιλείου»[18] [18].

Μήπως ὁ κ. Φ.: 1). Ἀγνοεῖ ὅτι ἡ ἐν λόγῳ κοπτικὴ λειτουργία εἶναι ἄγνωστος εἰς τὰ κείμενα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ὅτι δὲν συγκαταλέγεται εἰς τὰ συμβολικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;

2). Λησμονεῖ ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα συνεχίζεται καί, αὐτὸ ποὺ σήμερον θεωρεῖται βέβαιον, αὔριον χαρακτηρίζεται ὡς ἀνυπόστατον, ἐνῶ μεθ᾿ αὔριον γίνεται δεκτὴ μία ἄλλη ἐκδοχή;[19] [19]

 

Β´. Γράφει ὁ κ. Φ. ὅτι, οἱ Πατέρες «συνέβαλαν στὴν ἐξέλιξη τῆς λειτουργίας …ἐνῶ ἐπέφεραν στὰ κείμενα τῶν εὐχῶν πολλὲς καινοτομίες»[20] [20]. Ἐξ ὅσων γνωρίζω, ἡ λέξις «καινοτομία» ἦταν ὕβρις κατὰ τῶν Πατέρων, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀπέκρουαν λέγοντες ὅτι, ἦσαν κατὰ πάντα «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι, …ἐπακολουθοῦντες τῇ θεηγόρῳ διδασκαλίᾳ τῶν Ἁγίων Πατέρων (αὐτῶν) καὶ τῇ Παραδόσει τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Διὰ τοῦτο καὶ παρέθεταν εἰς τὰ κειμενά τους πλῆθος ἁγιογραφικῶν χωρίων καὶ μαρτυριῶν ἐκ τῶν προγενεστέρων τους Πατέρων, διὰ νὰ ἀποδείξουν ὅτι δὲν ἦσαν καινοτόμοι, μεταρρυθμισταὶ ἢ νεωτερισταί[21] [21]. Μία ἁπλῆ ἀνάγνωσις τῶν «Πρακτικῶν» τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἠμπορεῖ νὰ πείσῃ κάθε ἕναν περὶ τούτου…

Ἐκτὸς ἂν ὁ κ. Φ., μὲ τὸν ἀδόκιμον ὅρον τῆς «καινοτομίας», θέλῃ νὰ εἰπῇ ὅτι, οἱ Ἅγιοι Πατέρες διώρθωναν τὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα ἐνεφανίζοντο εἰς τὴν πορείαν τοῦ χρόνου, ἐπανερμηνεύοντες ὀρθῶς ὅ,τι «ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς» τοὺς παρεδόθη. Τοῦτο ἀσφαλῶς καὶ συνέβαινε, αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ μεγάλη προσφορὰ τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀδυνατῶ νὰ δεχθῶ πλήρως τὴν «βαθύτατη πεποίθηση (τοῦ κ. Φ.) ὅτι, ἡ χειρόγραφη παράδοση τῶν Εὐχολογίων καὶ τῶν Τυπικῶν… εἶναι ὁ βασικότερος πυλώνας στὴν ἔρευνα τῆς θείας Λατρείας…»[22] [22].

Ἀντιθέτως, θεωρῶ ὅτι τὸ βασικώτερον κριτήριον εἰς τὴν ἔρευνα τῆς θείας λατρείας εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ὁ «κανὼν τῆς λατρείας», οἱ τυπικὲς διατάξεις τῶν χειρογράφων, οἱ «ρουμπρίκες» εἶναι ἀποδεκτὲς μόνον ὅταν συμφωνοῦν μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸν «κανόνα τῆς πίστεως», διότι μόνον τότε αὐτὲς «δὲν ἀποτελοῦν παρωνυχίδα, ἀλλ᾿ ἐκφράζουν τὴν θεολογία τῆς λατρείας»[23] [23].

Διὰ τοῦτο καὶ σφάλλει ὁ κ. Φ. ὅταν γράφῃ ὅτι, κατὰ τὴν διδακτορικήν του Διατριβήν, δὲν ἀνεφέρθη εἰς «τὸ ἔργο τοῦ Καβάσιλα –πλὴν μιᾶς περιπτώσεως– διότι ὁ Καβάσιλας εἶναι ὁ θεολόγος τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐνῶ ἄλλοι συγγραφεῖς (…) ἀσχολοῦνται περισσότερο μὲ τὴν ‘‘Τάξη” τῆς λειτουργίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ παραπέμπει ἀρκετὲς φορὲς σὲ ἔργα τους»[24] [24]. Ἀλλ᾿ ὅμως, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιηθῇ ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, ἐπειδὴ ὡς εὐχαριστιακὸς θεολόγος ἔχει νὰ προσφέρῃ οὐσιαστικώτατες παρατηρήσεις καὶ ἐπὶ τῆς τάξεως τῆς θείας Λατρείας, μάλιστα δὲ ἐπὶ τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, δηλαδὴ τῆς ἀναγνώσεώς τους ὄχι εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ μόνον τῶν συλλειτουργῶν[25] [25]. Τὰ Τυπικὰ βοηθοῦν πολὺ εἰς τὴν ἔρευναν αὐτήν, ἐφ᾿ ὅσον ὅμως συμφωνοῦν μὲ τὴν θεολογίαν, δι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀπολογούμενος περὶ τῶν ἱερῶν Μνημοσύνων, προέβαλε μὲν τὰ «ἱερὰ τυπικὰ» τῶν μεγάλων κέντρων τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, ἔσπευσεν ὅμως νὰ ἀποδείξῃ ὅτι, οἱ τυπικὲς αὐτὲς διατάξεις εἶναι ἀπολύτως σύμφωνες καὶ ἐναρμονισμένες μὲ τὴν θεολογίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ προέκρινε τὴν συμφωνίαν, καὶ ὄχι τὴν καινοτομίαν[26] [26].

 

Γ´. Περιέργως ὁ κ. Φ. μὲ κατηγορεῖ διὰ «γενικολογίες, (ποὺ) φρονεῖ ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑφίστανται σὲ εἰσήγηση ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου»[27] [27], ὅταν ἀνέφερα ὅτι «κάποιοι ὑποστηρίζουν, γράφουν, κτλ.».

Ἐρωτῶ· Ἐνδιαφέρει κυρίως ἂν κάτι λέγεται, ἢ ὑπὸ ποίου αὐτὸ λέγεται; Καὶ ἐγὼ μὲν ὡμίλησα ἔτσι, ἐπειδὴ δὲν εἶχα πρόθεσιν νὰ συντάξω στηλογραφίαν ἢ νὰ θίξω προσωπικῶς κάποιον, ἀλλ᾿ ἐθεώρησα ἐπαρκὲς τὸ νὰ ἀναφερθῆ μόνον τὸ τί ὑποστηρίζεται, γράφεται, κτλ. Ἄν, ὅμως, ὁ κ. Φ. κρίνῃ ὅτι, εἶναι ἀπαραίτητον νὰ ἀναφέρωνται πάντοτε καὶ ὅλα τὰ ὀνόματα ὅσων ὑποστηρίζουν, λέγουν, κτλ. κάτι, τότε γιατί ὁ ἴδιος γράφει ὅτι «κάποιοι ἀπαξιοῦν τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα…»[28] [28] ; Γιατί δὲν τοὺς κατονομάζει; Γιατί καταφεύγει καὶ αὐτὸς σὲ «γενικολογίες»;

 

Δ´. Διερωτᾶται ὁ κ. Φ. «ἂν ἐννοῶ ὅτι, ἐὰν ὑπάρχουν “ἁγιογραφικὰ ἐρείσματα” περὶ τῆς εἰς ἐπήκοον ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, πρέπει νὰ τὸ παρακάμψουμε»[29] [29]. Τοῦ ἀπαντῶ· Βεβαίως, ὄχι. Ἀλλ᾿ ἀσφαλῶς ἂν ὑπῆρχαν, θὰ εἶχαν ἐπισημανθῇ ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Τὸν ἐρωτῶ, λοιπόν, καὶ ἐγώ· Νομίζει ὅτι, ἂν ὑπῆρχαν τέτοια χωρία, θὰ εἶχαν διαφύγει τῆς προσοχῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων;

Ὡς γνωστόν, ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς εἶναι «ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου καὶ ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἣν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καὶ ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνο δεδιδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι»[30] [30]. Ὁ κ. Φ. περιέργως ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ἀνωτέρω φράσις, καὶ ἰδίως τὸ «σιωπῇ διασῴζεσθαι», «ἀφορᾶ “στὰ ρήματα τῆς ἐπικλήσεως”, δηλαδὴ στὸ περιεχόμενο τῆς εὐχῆς τῆς ἐπικλήσεως καὶ ὄχι στὸν τρόπο ἀναγνώσεώς της… Ὁ Μ. Βασίλειος, δηλαδή, (κατὰ τὸν κ. Φ.), γράφει ὅτι ὅλα ὅσα λέμε στὴν εὐχὴ τῆς ἐπικλήσεως “ἔφθασαν ἕως τῶν ἡμερῶν μας κατὰ ἕνα τρόπο μυστικό”, καὶ δὲν γράφει ὅτι “ἀναγινώσκονται μυστικῶς”…»[31] [31]. Ὅμως, δὲν μᾶς ἐξηγεῖ, ὁ κ. Φ., πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκούῃ μὲν ὁ λαὸς τὰ λόγια τῆς ἐπικλήσεως, ὄχι ὅμως καὶ τὸ περιεχόμενον τῆς εὐχῆς; Εἶναι δυνατὸν τὰ λόγια νὰ μὴ ταυτίζωνται μὲ τὸ περιεχόμενό τους;

Ἄλλως τε διατί καὶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος θὰ ἐπεκαλεῖτο αὐτὸ τὸ χωρίον τοῦ Μ. Βασιλείου, γράφων περὶ τῆς «ἀνεκφωνήτου» ἀναγνώσεως τῆς «ἐπικλήσεως»;[32] [32] Εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Παρίου, ὅμως, ὁ κ. Φ. ἔχει νὰ προσφέρῃ ἄλλην ἑρμηνείαν, καίτοι πρόκειται περὶ τοῦ αὐτοῦ χωρίου. Δέχεται μὲν ὅτι «ὁ ὅρος “ἀνεκφώνητος” εἶναι σαφής: ἡ εὐχὴ τῆς Ἐπικλήσεως κατὰ τὴν θεία Λειτουργία δὲν ἀνεπέμπετο “μεγαλοφώνως”», (ὀρθῶς· καὶ ἐδῶ θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἶχε λυθῇ ἡ ὅλη διαφωνία), ἀλλὰ συνεχίζει καὶ συγχέει τὸ θέμα, γράφων: «Αὐτό, ὅμως, δὲν συνεπάγεται ὅτι ἀνεπέμπετο “μυστικῶς”… τὸ ἀντίθετο τοῦ “ἐκφώνως”  δὲν εἶναι τὸ “μυστικῶς”… Ἡ Ἐπίκληση δὲν ἀνεπέμπετο “ἐκφώνως”, ἀλλὰ κατὰ τρόπο, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερο καθορισμὸ –ὅπως τὸ “ἔκφωνον” ἢ τὸ “μυστικόν”…»[33] [33].

Ἂν ἤθελε νὰ εἶναι συνεπὴς ὁ κ. Φ., θὰ ἔπρεπε νὰ δώσῃ τοὐλάχιστον κάποια γνωρίσματα αὐτοῦ τοῦ ἄλλου τρόπου ἀναγνώσεως. Διότι εἶναι σαφὲς ὅτι ὑπάρχουν: ἡ ἐκφώνησις, ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις, (δηλαδὴ οἱ «ὑποψιθυριζόμεναι εὐχαί», κατὰ τὸν ἅγιον Γερμανὸν Κων/πόλεως[34] [34], οἱ ὁποῖες δὲν γίνονται ἀκουστὲς ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος), καὶ ἡ πλήρης σιωπή. Αὐτὴ ἡ «ἀκαθόριστος» ἀπαγγελία τί εἶναι; Προφανῶς ἕνα ἀνύπαρκτον σχῆμα, τὸ ὁποῖον ἐνεπνεύσθη ὁ κ. Φ., ὥστε νὰ διαφύγῃ τὸν σκόπελον…

Τόσον ὁ Μ. Βασίλειος, ὅσον καὶ ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, καίτοι εἶναι σαφέστατοι, ἐν τούτοις θὰ ἠμποροῦσαν νὰ ἑρμηνευθοῦν καὶ ἐν σχέσει πρὸς τοὺς συγχρόνους τους Ἁγίους. Ὁ μὲν Βασίλειος ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἐπίσης Καππαδόκην καὶ ἀδελφόν του, τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Νύσσης, ὁ δὲ Ἀθανάσιος ἐν σχέσει πρὸς τὸν σύγχρονον καὶ ὁμόφρονά του «Κολλυβᾶ», τὸν ἅγιον Νικόδημον τὸν Ἁγιορείτην. Ὅμως, τόσον ὁ Νύσσης, ὅσον καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὁμιλοῦν περὶ μυστικῆς ἀναγνώσεως εὐχῶν.

Διότι, τὸ περὶ «μυστικῆς ἐπιτελουμένης εὐχῆς» τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ἐνισχύει τὴν φράσιν τοῦ Μ. Βασιλείου περὶ «τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι», ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Παρίου περὶ «τὰς ἀνεκφωνήτους ἐπικλήσεις εἰς τὴν μετουσίωσιν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου» ἐνισχύεται οὐσιωδῶς ἀπὸ τὴν σταθερὰν θέσιν τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ὅτι, «“τὰς δὲ τελεστικὰς ἐπικλήσεις οὐ θεμιτὸν ἐν γραφαῖς ἀφερμηνεύειν, οὔτε τὸ μυστικὸν αὐτῶν… ἐκ τοῦ κρυφίου πρὸς τὸ κοινὸν ἐξάγειν, ἀλλ᾿ ὡς ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ἱερὰ παράδοσις ἔχει, ταῖς ἀνεκπομπεύτοις μυήσεσιν αὐτὰς ἐκμαθών”. Ὅθεν καὶ ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας ἀείποτε μυστικῶς, καὶ οὐχὶ ἐκφώνως, ὡς τὰ Κυριακὰ λόγια, ἀναγινώσκουσα τὰς εὐχὰς ταύτας, τὴν σεσιωπημένην καὶ ἄγραφον καὶ μυστικὴν ταύτην παράδοσιν αἰνίττεται»[35] [35].

Προφανῶς ἡ «ἀείποτε (αὐτὴ) πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας» συνιστᾶ «θεσμοθεσίαν» Αὐτῆς, περὶ τῆς ὁποίας ἀσφαλῶς ἰσχύει ὅ,τι σχετικῶς γράφει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, διὰ τὴν «ἐκκλησιαστικὴν νομοθεσίαν», τὸ «πατροπαράδοτον σέβας» καὶ τὸ «κεκρατηκὸς ἔθος ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τοῦ δεῦρο», ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ὁποῖον «παρελάβομεν ἐξ αὐτῶν τῶν Ἀποστόλων μέχρι τοῦ δεῦρο»[36] [36].

 

Ε´. Παραδόξως ὁ κ. Φ. διερωτᾶται, πῶς εἶναι δυνατὸν μία Σύνοδος νὰ θεσπίζῃ κάτι, τὸ ὁποῖον εἶναι ἤδη Ἀποστολικὴ παράδοσις καὶ κρατοῦσα τάξις;[37] [37] Καὶ ἐγώ, μὲ τήν σειρά μου, διερωτῶμαι· Ἆρά γε, ὁ κ. Φ. ἄκουσε ποτέ, κάποιαν Σύνοδον νὰ θεσπίζῃ, ἐπικυροῖ, θεσμοθετῇ ἢ διατυπώνῃ κάτι, τὸ ὁποῖον δὲν ἀποτελεῖ ἤδη βίωμα, ἔθος, παράδοσιν ἢ τάξιν τῆς Ἐκκλησίας; Ὡς γνωστόν, οἱ Πατέρες δὲν ἦσαν καινοτόμοι· μόνον ὁ Ἰουστινιανὸς (θεσπίζων, διὰ τῆς ρλζ´ «Νεαρᾶς» του, τὴν εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀπαγγελίαν τῶν εὐχῶν), ἦταν καινοτόμος, ὅπως γράφουν διάφοροι μελετητές, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει καὶ ὁ κ. Φ.[38] [38].

 

ΣΤ´. Ὁ κ. Φ. πιστεύει ὅτι ἐκ τῶν συναφῶν ἐκφράσεων, οἱ ὁποῖες περιέχονται εἰς τὰ χειρόγραφα Εὐχολόγια, δυνάμεθα σήμερα νὰ χρησιμοποιήσωμε τὸν ὅρον «χαμηλοφώνως» εἰς τὶς ρουμπρίκες τῶν «Ἱερατικῶν»[39] [39]. Ἐρωτῶ· Τί ἐννοεῖ ὑπὸ τὸν ὅρον «χαμηλοφώνως»;

Διότι ὁ ὅρος αὐτὸς συνιστᾶ νεωτερισμὸν εἰς τὶς ρουμπρίκες τῶν συγχρόνων Ἱερατικῶν, ἐμφανισθεὶς μόλις πρὸ 30 περίπου ἐτῶν εἰς τὶς ἐκδόσεις τῶν λειτουργικῶν φυλλάδων. Θὰ ἠμποροῦσε ἴσως νὰ χρησιμοποιηθῇ, ἐὰν ὅμως πρῶτα καθωρίζετο ἀκριβῶς τὸ νόημά του. Ἂν δηλαδὴ διεσαφηνίζετο ὅτι ὁ ὅρος αὐτὸς ἀπευθύνεται πρὸς τὸν λειτουργόν, καὶ ὄχι πρὸς τοὺς λαϊκούς· ἂν διεσαφηνίζετο ὅτι ταυτίζεται πρὸς τὸν ὅρον «μυστικῶς», δηλαδὴ πρὸς τὴν «ὑποψιθυριζομένην» ἀνάγνωσιν, τὴν εἰς ἐπήκοον μόνον τῶν συλλειτουργῶν –«ὅσον ἀκούειν τοὺς συμπαρόντας συλλειτουργούς»–, καὶ ὄχι τὴν εἰς ἐπήκοον καὶ τῶν λαϊκῶν, ἔστω καὶ εἰς τόνον χαμηλόν, διὰ τῆς χρήσεως μικροφωνικῶν ἐγκαταστάσεων, κτλ.

Κάτι τὸ ὁποῖον γενικῶς ἐδέχετο καὶ ὁ ἴδιος ὁ κ. Φ. εἰς τὴν Διατριβήν του, ὅταν ἔγραφε ὅτι αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις τῶν χρφ. Εὐχολογίων, ὡς λ.χ. «λεπτῇ φωνῇ ὅσον ἀκούειν μόνον τοὺς συμπαρόντας συλλειτουργούς, πράᾳ καὶ ἱλαρᾷ τῇ φωνῇ, λέγει καθ᾿ ἑαυτὸν μέσῃ φωνῇ, καθ᾿ ἑαυτὸν ᾄδει ἡσύχως, κτλ», ἀναφέρονται «στὴν χαμηλόφωνη ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, οἱ ὁποῖες ἀναγινώσκονται εἰς ἐπήκοον μόνο τῶν συλλειτουργούντων καὶ ὄχι τοῦ λαοῦ»[40] [40].

Διότι, «ὁ ἱερεύς», ἀναγινώσκων τὶς εὐχές, δὲν κάμνει κήρυγμα, ἀλλὰ «συντυχαίνει μὲ αὐτὸν τὸν Χριστὸν στόμα μὲ στόμα, ὡσὰν νὰ συντυχαίνῃ ἕνας ἄδολος καὶ πολλὰ ἠγαπημένος φίλος μὲ κανένα του φίλον. Καί, καθὼς ὅταν ἔχῃ θάρρος καὶ ἄκραν φιλίαν μὲ κάποιον μέγα ἄνθρωπον πηγαίνει κοντά του καὶ τοῦ συντυχαίνει τὸν λόγον μυστικά, τοιουτοτρόπως καὶ ὁ ἱερεύς, ἔχοντας θάρρος εἰς τὸν Χριστὸν διὰ τὴν χάριν καὶ τὴν ἀξίαν τῆς ἱερωσύνης, σιμώνει εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ συντυχαίνει ὅλα του τὰ μυστικὰ μὲ μυστικὴν ὁμιλίαν, ἤγουν μὲ πολλὰ προσεκτικήν, ἥσυχον καὶ μετρίαν φωνήν»[41] [41].

Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς «ὑποψιθυριζομένης» ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εὑρίσκεται εἰς πλήρη συνάρτησιν πρὸς τὴν «ὑποκεκυφυῖαν» στάσιν τοῦ σώματος τοῦ λειτουργοῦ. Δι᾿ αὐτὸ συχνά, καὶ μόνον ἡ ἔνδειξις περὶ τῆς στάσεως τοῦ σώματος τοῦ ἱερέως, συνυπονοεῖ καὶ τὸν μυστικὸν τρόπον τῆς ἀναγνώσεως τῆς εὐχῆς[42] [42]. Κάτι, τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζει μὲν καὶ ὁ κ. Φ. εἰς τὴν Διατριβήν του[43] [43], ἀλλ᾿ ἀμφισβητεῖ, ὅταν ἀσκῇ κριτικὴν ἐπὶ τῆς εἰσηγήσεώς μου[44] [44].

Διερωτῶμαι· Ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, πῶς θὰ γίνῃ «γόνιμος διάλογος»;

 

Ζ´. Ὁ κ. Φ. τονίζει μετ᾿ ἐμφάσεως ὅτι εἰς κάποιο σημεῖον ἡ ἄποψίς μου συμπίπτει μὲ ἐκείνην ὁρισμένων Ρωμαιοκαθολικῶν[45] [45]. Διερωτῶμαι· Ἆρά γε, ὅταν ὁ κ. Φ., ἀνὰ πᾶν βῆμα τῆς Διατριβῆς του, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐν λόγῳ κριτικῆς του, ἐπικαλῆται τὶς μαρτυρίες διαφόρων Ρωμαιοκαθολικῶν λειτουργιολόγων, διὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὴν εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀπαγγελίαν τῶν εὐχῶν, τότε δὲν συμβαίνει τίποτε; …

Εἰς ἄλλο σημεῖον ὁ κ. Φ. ἐκφράζει τὴν λύπην του, διότι ἔπεσα εἰς τὸ ἀτόπημα, νὰ μὴ χρησιμοποιήσω τὸ λατινικὸν πρωτότυπον κείμενον τοῦ Ἱππολύτου Ρώμης, ἀλλὰ τὴν μετάφρασίν του[46] [46]. Τοῦ ἀπαντῶ· ἐπειδὴ εἶδα ὅτι εἰς τὴν διδακτορικὴν Διατριβήν του, ὁ κ. Φ., ἀναφερόμενος συχνὰ εἰς τὶς συροχαλδαϊκὲς καὶ κοπτικὲς λειτουργίες, παραπέμπει μονίμως εἰς τὶς εὐρωπαϊκὲς μεταφράσεις τους ἀλλ᾿ οὐδέποτε εἰς τὰ πρωτότυπα κείμενά τους, ἐνόμισα ὅτι δὲν θὰ ἦταν τόσον βαρὺ τὸ παράπτωμά μου. Ὑπέθεσα ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον ἔγινε δεκτὴ ἡ ἀντιδεοντολογικὴ «δοκὸς» τόσων παραπομπῶν ἑνὸς διδακτορικοῦ, δὲν θὰ ἐνοχλοῦσε τὸ «κάρφος» τῆς μοναδικῆς ἀντιδεοντολογικῆς παραπομπῆς μιᾶς εἰσηγήσεως. Καὶ ἂν μὲν ἐγὼ ἐβασίσθην ὄχι εἰς τὸ πρωτότυπον κείμενον ἀλλ᾿ εἰς μίαν μετάφρασίν του, τῆς ὁποίας ἐν τούτοις ἠμπορεῖ εὐκόλως νὰ ἐλεγχθῇ ἡ ἀκρίβεια, πῶς ἆρά γε ἡμπορεῖ νὰ ἐλεγχθῇ ἡ ἀκρίβεια τῶν εὐρωπαϊκῶν μεταφράσεων τῶν ἀνατολικῶν κειμένων, τὶς ὁποῖες παραθέτει ὁ κ. Φ. εἰς τὴν Διατριβήν του;

Εἰς ἄλλο σημεῖον ὁ κ. Φ. μὲ μέμφεται, ἐπειδὴ ἐχρησιμοποίησα κάπου τὴν ἀντιεπιστημονικὴν φράσιν «πολὺ πιὸ πειστικό». Διότι «στὴν ἔρευνα», γράφει, «δὲν ὑπάρχει φράση “πολὺ πιὸ πειστικό”, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐλάχιστη ἔστω αἰτιολογία»[47] [47]. Ἐρωτῶ· Ὅταν ὁ κ. Φ. εἰς τὰ γραπτά του χρησιμοποιεῖ τὶς φράσεις: «πιθανώτερη…»[48] [48], «δὲν κατανοῶ, δὲν ἀντιλαμβάνομαι, δὲν ἐννοῶ…»[49] [49], τότε ἆρά γε φανερώνει τὴν –ὀφειλομένην καὶ λόγῳ θέσεως– ἐπιστημονικήν του συνέπειαν;

Ἀλλοῦ σημειώνει ὁ κ. Φ.: Ἆρά γε, «ὁ Ἰουστῖνος… θὰ χρησιμοποιοῦσε ποτὲ τὴ λέξη “λόγος”  γιὰ νὰ δηλώσει μία μυστικὴ εὐχή; “Λόγια” εἶναι, προφανῶς, αὐτὰ “ποὺ λέγονται” καὶ ὄχι αὐτὰ “ποὺ δὲν λέγονται”…»[50] [50]. Διερωτῶμαι· Ὅταν οἱ εὐχὲς λέγωνται «μυστικῶς», δηλαδὴ «ὑποψιθυριζόμεναι» ὑπὸ τοῦ ἱερέως, τότε δὲν λέγονται; Εἶναι λοιπὸν σοβαρόν, εἶναι λογικὸν τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τοῦ κ. Φ.; Ὅταν ἀκόμη καὶ ὁ «ἐνδιάθετος» εἶναι λόγος ἀληθής, ὁ «ὑποψιθυριζόμενος» δὲν εἶναι;

Ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν μοῦ προεκάλεσε ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ κ. Φ., ὅτι, «ὡς ἐρευνητὴς τῶν θεμάτων αὐτῶν, οὐδέποτε ἔχει συναντήσει τέτοια ἑρμηνεία τοῦ χωρίου (Α´ Κορ. ιδ´, 16-17)[51] [51] ἀπὸ μελετητές, ὅπως διατείνεται ὁ π. Ν., (δηλ. ἐγώ)»[52] [52]. Διερωτῶμαι· Ἆρά γε ὁ κ. Φ. ἀγνοεῖ κάτι, τὸ ὁποῖον κοινῶς ὑποστηρίζεται; Μήπως ἐλησμόνησε ὅ,τι ἔγραφε εἰς τὴν Διατριβήν του;[53] [53] Ἢ μήπως δὲν ἀνέγνωσε τὰ βιβλία ἤ τὰ ἄρθρα, (ὡς λ.χ. τό: «L’ auditiondel’ anaphoreeucharistiqueparlepeuple-Ἡ ἀκρόασις τῆς εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς ὑπὸ τοῦ λαοῦ»), εἰς τὰ ὁποῖα παραπέμπει;[54] [54] Ἐπὶ τέλους, μήπως ἐλησμόνησε καὶ αὐτὴν τὴν «ρλζ´ Νεαρὰν» τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὴν ὁποίαν ἐκτενῶς σχολιάζει;[55] [55]

Ἐπίσης, τὸν κ. Φ. «δυσκολεύει ὁ ὅρος “ἐργαστήριο”»[56] [56], τὸν ὁποῖον ἀναφέρω εἰς τὴν εἰσήγησίν μου[57] [57]. Ἆρά γε ἔχουν διαγραφῇ ἀπὸ τὴν μνήμην του τὰ «θεολογικὰ ἐργαστήρια», εἰς τὰ ὁποῖα καὶ αὐτὸς ἔχει λάβει κατὰ καιροὺς μέρος;[58] [58]

Κατόπιν τούτων διερωτῶμαι· Ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, εἶναι δυνατὸν νὰ προκληθῇ ἕνας «γόνιμος διάλογος»;

 

Η´. Ὁ κ. Φ. «μὲ παρακαλεῖ νὰ μελετήσω» τὴν Διατριβήν του, «–σσ. 93-128–, γιὰ νὰ διαπιστώσω ὅτι οὐδεμία ἀναφορὰ γίνεται στὸ Βαρβερινὸ Εὐχολόγιο 336 –τέλος 8ου αἰώνα– περὶ μυστικοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν “εὐχῶν τῆς Ἀναφορᾶς”, –ὅπως διατείνομαι ἐγώ. Τὸ Βαρβερινὸ ἑλληνικὸ Εὐχολόγιο 336», λέγει, «μαρτυρεῖ περὶ μυστικοῦ τρόπου ἀναγνώσεως ἄλλων εὐχῶν, πλὴν τῆς Ἀναφορᾶς…»[59] [59].

Ἐμελέτησα πάλιν προσεκτικότερα τὶς σχετικὲς σελίδες καὶ μετ᾿ ἐκπλήξεως διεπίστωσα τὴν λήθην τοῦ κ. Φ., ἑκουσίαν ἢ ἀκουσίαν δὲν γνωρίζω, ἐπὶ τοῦ θέματος… Γράφει, λοιπόν, ἐκεῖ: «Γ´… 1.1.3.2. Στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ εὐχὴ ὁρίζεται μὲν ὡς ἀναγινωσκόμενη μυστικῶς, ἀλλὰ τὸ τελευταῖο τμῆμα της –ὁ ἐπίλογος ἢ ἡ δοξολογικὴ κατακλείδα– ὁρίζεται ὡς ἔκφωνο. Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἐντάσσονται οἱ εὐχές: …Στὴν θεία Λειτουργία τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου… (ἡ β´ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς) “Μετὰ τούτων καὶ ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων…” (κατὰ τὸ χρφ. Εὐχολόγιο) Β 336, (φ.) 59-61, …(ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναμνήσεως) “Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης…” (κατὰ τὸ χρφ. Εὐχολόγιο) Β 336, (φ.) 61-62…»[60] [60].

Ἐρωτῶ, λοιπόν· Διατί ὁ κ. Φ. προσπαθεῖ νὰ ἐπισκιάσῃ τὴν ἀλήθειαν, φάσκων καὶ ἀντιφάσκων;

Εἰς ἄλλο μάλιστα σημεῖον ἀναφέρει: «Δ´… 2.1. Στὴν κατηγορία αὐτή, δὲν ὑπάρχει μὲν στὴν ἀρχὴ τῆς εὐχῆς κάποια τυπικὴ διάταξη περὶ τοῦ τρόπου ἀναγνώσεώς της, πρὶν ὅμως ἀπὸ τὸν ἐπίλογο ὑπάρχει ἔνδειξη ἐκφωνήσεως. Οἱ εὐχὲς αὐτὲς εἶναι οἱ ἀκόλουθες: Στὴν θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, …οἱ α´ [(κατὰ τὸ χρφ. Εὐχολόγιο) Β 336, (φ.) 3-4] καὶ β´ [(κατὰ τὸ χρφ. Εὐχολόγιο) Β 336, (φ.) 4-5] τῆς ἀγίας Ἀναφορᾶς, τῆς Ἀναμνήσεως [(κατὰ τὸ χρφ. Εὐχολόγιο) Β 336, (φ.) 5], τῆς Ἐπικλήσεως [(κατὰ τὸ χρφ. Εὐχολόγιο) Β 336, (φ.) 6-8]…»[61] [61].

Ἀπορίας ἄξιον εἶναι τὸ πῶς, διὰ τὶς τελευταῖες αὐτὲς εὐχές, οἱ ὁποῖες φέρουν «ἔνδειξη περὶ ἐκφωνήσεως (μόνον) τοῦ ἐπιλόγου (τους)», ὁ κ. Φ. βασιζόμενος ἁπλῶς καὶ μόνον εἰς τὴν ἀπουσίαν σχετικῆς ρουμπρίκας, καταλήγει εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι, «ὁ τρόπος ἀναγνώσεώς τους θὰ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ μεταξὺ ἐκφωνήσεως καὶ μυστικῆς ἀναγνώσεως, …χαμηλοφώνως ἢ μὲ ἤπια φωνή…»[62] [62].

Παρὰ ταῦτα, εἶναι ποτὲ δυνατὸν ἡ χαμηλόφωνος αὐτὴ ἀνάγνωσις, βεβαίως ἄνευ τῆς χρήσεως μικροφώνων, (τὰ ὁποῖα, διὰ τῶν μεγαφώνων, τὴν καταργοῦν μεταβάλλοντάς την εἰς μεγαλόφωνον), νὰ γίνῃ ἀκουστὴ ὑπὸ τοῦ λαοῦ; Καὶ κατὰ συνέπειαν, ἡ χαμηλόφωνος αὐτὴ ἀνάγνωσις εἰς τί διαφέρει τῆς «ὑποψιθυριζομένης»; Ὡς γνωστόν, τὸ ρ. ψιθυρίζω σημαίνει: «ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, μουρμουρίζω, λέγω ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, κτλ», ἐνῶ ὑποψιθυρίζω: «ἀνεπαισθήτως καὶ ἠρέμα ψιθυρίζω». Ὥστε τὸ ὑποψιθύρισμα, δηλαδὴ «τὸ ἀνεπαίσθητον ψιθύρισμα, ὁ μόλις ἀκουόμενος ψίθυρος»[63] [63], εἶναι παντελῶς ἀδύνατον νὰ γίνῃ ἀκουστὸς ὑπὸ τοῦ λαοῦ.

Ἐρωτῶ, λοιπόν· Αὐτὸς ὁ ὑποψιθυρισμὸς εἰς τί διαφέρει τῆς «μυστικῆς» ἀναγνώσεως, δηλαδὴ τῆς εἰς ἐπήκοον μόνον τῶν συλλειτουργῶν, τὴν ὁποίαν ὑποστηρίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας;

 

Θ´. Γνωρίζω, βεβαίως, τὶς θέσεις τῆς ἐπιστήμης περὶ τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν κειμένων, ἀλλ᾿ ἐπροτίμησα τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, τὸν κανόνα τῆς διδασκαλίας της, πρὸς τὸν ὁποῖον εἶναι πλήρως ἐναρμονισμένος ὁ ἀσματικὸς Κανών, ὁ ὁποῖος ψάλλεται κατ᾿ ἔτος τὴν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, (γ´ Ὀκτωβρίου)[64] [64].

 

Ι´. Ὡς ἤδη ἀνέφερα, διαφωνῶ μὲ τὴν ἄποψιν τοῦ κ. Φ. ὅτι, κατὰ τὴν σύνταξιν τῆς διδακτορικῆς του Διατριβῆς δὲν ἔλαβεν ὑπ᾿ ὄψιν του «τὸ ἔργο τοῦ Καβάσιλα (“Εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν”), διότι ὁ Καβάσιλας εἶναι ὁ θεολόγος τῆς θείας Εὐχαριστίας»[65] [65]. Ἀδυνατῶ νὰ δεχθῶ ὅτι δὲν ἐχρησιμοποίησε τὸν ἱερὸν Καβάσιλαν, ἐπειδὴ «δὲν μελέτησε τὸ θέμα τοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς μετὰ τὸν 8ο αἰώνα…»[66] [66], ὡς ἂν ἡ βιβλιογραφία, ἑλληνικὴ καὶ ξενόγλωσσος, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ὑπ᾿ ὄψιν του ὁ κ. Φ., ἀνήκῃ εἰς τὴν πρὸ τοῦ η´ αἰῶνος γραμματείαν…

Ὁ κ. Φ., ἂν καὶ «ἐξεπόνησε εἰδικὴ μονογραφία περὶ τῆς “Ἑρμηνείας τῆς θείας Λειτουργίας”», περιέργως ζητεῖ ἀπὸ ἐμὲ «νὰ τοῦ ὑποδείξω κάποια ἄποψη τοῦ Καβάσιλα, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ παρατεθεῖ ὡς σχολιασμὸς τῶν τυπικῶν διατάξεων στὰ χειρόγραφα Εὐχολόγια»[67] [67]. Τοῦ ἀπαντῶ· Νὰ μελετήσῃ προσεκτικώτερα τὴν εἰσήγησίν μου[68] [68], γιὰ νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν μνήμην του ὅ,τι ἐλησμόνησε ἀπὸ τότε, ποὺ ἔγραφε τὴν μονογραφίαν του. Νὰ ἀναλογισθῇ τὶς «διατυπώσεις τῶν τυπικῶν διατάξεων τῶν χρφ. Εὐχολογίων, ποὺ σαφῶς ὁρίζουν τὴν μυστικὴ ἀνάγνωση μιᾶς εὐχῆς»[69] [69].

Ἔτσι θὰ ἐνθυμηθῇ ὅτι, ὁ ἱερὸς πατήρ, ὡς «ὁ θεολόγος τῆς θείας Εὐχαριστίας», ἀσχολεῖται εὐρύτατα μὲ ὁλόκληρον τὴν τάξιν τῆς Λειτουργίας, περισσότερον μάλιστα ἀπὸ τοὺς ὁμόφρονές του, τοὺς ἁγίους Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ Φιλόθεον τὸν Κόκκινον. Θὰ ἐνθυμηθῇ ὅτι, ὁ ἱερὸς Καβάσιλας λεπτομερῶς ἀναφέρεται συνεχῶς εἰς τὸν τρόπον ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, τὴν τυπικὴν διάταξιν ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν παραλλήλως πρὸς μίαν πλουσίαν θεολογικὴν ἑρμηνείαν τῆς τάξεώς της. Θὰ διαπιστώσῃ ὅτι, ὁ μέγας αὐτὸς θεολόγος τῆς θείας Εὐχαριστίας, σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς ὅτι, ὅλες οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας ἀναγινώσκονται «μυστικῶς», ἐνῶ ὁ λαὸς ἀκούει μόνον τὴν δοξολογικὴν κατάληξίν τους,δηλαδὴ τὴν «ἐκφώνησιν»[70] [70].

 

____________________

[1] [71]Νικοδήμου Μπαρούση ἀρχιμ.: «Ἡ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας [72]». (Εἰσήγησις πραγματοποιηθεῖσα εἰς τὰ πλαίσια τοῦ Α´ Λειτουργικοῦ Συνεδρίου τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» μὲ θέμα: «Τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας Λατρείας. (Παράδοσις ἢ ἀνανέωσις;)», ἐν Θεσσαλονίκῃ τῇ 27Φεβρ.-1Μαρτ. 2002, καὶ δημοσιευθεῖσα εἰς τὰ «Πρακτικὰ» τοῦ Συνεδρίου, ἐνπεριοδ. «Θεοδρομία», ἔτ. Δ´, τ. 1-3, Ἰαν.-Σεπτ. 2002, Θεσσ/κη, σ. 156-200).

[2] [73]Φίλια Ν. Γ.: «Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λατρείας. (Με ἀφορμὴ μία εἰσήγηση)», ἐν περιοδ. «Θεολογία», τόμ. 74, τεῦχ. 1, Ἰαν.-Ἰούν. 2003, Ἀθῆναι, σ. 113-151.

[3] [74]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔνθ᾿ ἀνωτ., σ. 150.

[4] [75]Πρβλ. Διδακτορικὴν Διατριβὴν τοῦ κ. Γ. Ν.Φίλια: «Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴν λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατὰ τὰ χειρόγραφα εὐχολόγια η´-ιδ´ αἰώνων», ἔκδ. «Γρηγόρη», Ἀθῆναι 1997.

[5] [76]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 156.

[6] [77]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 115.

[7] [78]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 117, 144, 147.

[8] [79]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 151.

[9] [80]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 151.

[10] [81]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 115.

[11] [82]Φλωρόφσκυ Γ. πρωτ., «Τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ», ἔκδ. «Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν», Θεσσαλονίκη 1972, σ. 106.

[12] [83]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 114.

[13] [84]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 37.

[14] [85]Φίλια Γ., «Ἡ Συροχαλδαϊκὴ Ἀναφορὰ Ἀδδαίου καὶ Μάριος», ἐνπεριοδ. «Σύναξη», τ. 30, Ἀπρ.-Ἰούν. 1989, Ἀθῆναι, σ. 37-39.

[15] [86]Πρβλ. Φίλια Γ., ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 114-115.

[16] [87]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 115.

[17] [88]Φίλια, ἐν «Σύναξη», ἔ.ἀ., σ. 38.

[18] [89]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 115.

[19] [90]Πρβλ., μεταξὺ τόσων παραδειγμάτων, τὴν ἰδιαιτέρως γνωστὴν εἰς τὸν κ. Φ. περίπτωσιν, κατὰ τὴν ὁποίαν, «ἡ κρατήσασα γιὰ πολλὰ χρόνια ἄποψη ὅτι ὁ πάπυρος Der-Balizeh χρονολογεῖται τὸν δ´ αἰώνα, ἀνατράπηκε… (καί), σύμφωνα μὲ τὰ νεότερα δεδομένα, χρονολογεῖται στὰ τέλη τοῦ ς´- ἀρχές τοῦ ζ´ αἰώνα». (Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 75, 58).

[20] [91]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 116.

[21] [92]Πρβλ. τὴν προσπάθειαν τοῦ ἁγιου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ νὰ ἀποδείξῃ πὼς ὅ,τιἔγραφε «ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» ἦταν ἀπολύτως σύμφωνον πρὸς τοὺς παλαιοὺς Πατέρες.

[22] [93]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 116.

[23] [94]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 156 – Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 114.

[24] [95]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 143.

[25] [96]Πρβλ. Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 185-191.

[26] [97]Πρβλ. Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου: «Ὁμολογία Πίστεως», ἐν Βενετίᾳ 1819, (δημοσιευθεῖσα καὶ ὑπὸ Π. Πάσχου, «Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ», ἔκδ. «Ἁρμοῦ», Ἀθῆναι 1996, σ. 105-181).

[27] [98]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 117.

[28] [99]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 150.

[29] [100]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 117.

[30] [101] «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», κζ´ – ΒΕΠΕΣ 52, 287 – Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 166.

[31] [102]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 117-118.

[32] [103]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 197.

[33] [104]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 148.

[34] [105]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 180.

[35] [106]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 167, 197-200.

[36] [107]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 196.

[37] [108]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 136.

[38] [109]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 136.

[39] [110]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 136.

[40] [111]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 111.

[41] [112]«Λόγος περὶ Ἱερωσύνης, ἀνωνύμου τινὸς καὶ εὐλογημένου», (ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱ. Μονῆς Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους), ἔκδ. «Ὀρθοδόξου Κυψέλης», Θεσσαλονίκη 1978, σ. 16.

[42] [113]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 179.

[43] [114]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 100, 108.

[44] [115]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 145.

[45] [116]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 119.

[46] [117]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 127.

[47] [118]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 126.

[48] [119]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 61.

[49] [120]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 124, 127, 134.

[50] [121]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 125.

[51] [122] «Ἐπεὶ ἐὰν εὐλογήσῃς τῶ πνεύματι, ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῖ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ;».

[52] [123]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 121.

[53] [124]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 63.

[54] [125]Ἄρθρονἐνσυλλ. τόμῳ«L’ Eglise et les Eglises», ἔκδ. Chevetogne, Βέλγιο1955, τ. β´.

[55] [126]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 54.

[56] [127]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 140.

[57] [128]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 177.

[58] [129]Πρβλ. τὰ «…θεολογικὰἐργαστήριαποὺδιοργανώνειἡ “Σύναξη”, μὲγενικὸαἴτηματὸθέματῆςΛειτουργικῆςἈνανέωσης…», (περιοδ. «Σύναξη», τ. 71, Ἰούλ.-Σεπτ. 1999, σ. 4, 38-46, 63-69 / τ. 72, Ὀκτ.-Δεκ. 1999, σ. 21-32, 42-51).

[59] [130]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 140.

[60] [131]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 98, 117-8.

[61] [132]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 148, 191.

[62] [133]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 155-6.

[63] [134]Πρβλ. Δημητράκου Δ., «Μέγα Λεξικόν».

[64] [135] «Εὐλαβήθην Μαξίμους, Σωφρονίους, Ἀνδρέας, Δαμασκηνούς, Σουΐδας, Συγκέλλους, Ἀγάθωνας πάπας καὶ ἄλλους πολλούς, μερικοὺς Πατέρας, οἵτινες ὡςγνήσια δέχονται τὰ τοῦ θείου Διονυσίου συγγράμματα… (Πρβλ. «Πηδάλιον», Ἀθῆναι 1976, σ. 323-4). (Εὐλαβήθην) δύω Οἰκουμενικὰς Συνόδους, τὴν Ἕκτην, λέγω, ἥτις ἀναφέρει ρητὸν ἐξαὐτοῦ κατὰ τὴν ς´ Πρᾶξιν αὐτῆς, καὶ τὴν Οἰκουμενικὴν Ζ´, ἥτις ἐντῷ β´ καὶ δ´ Κανόνι αὐτῆς ρητὰ τοῦ ἁγίου Διονυσίου ἀναφέρει, καὶ αὐτὸν τὸν Διονύσιον Μέγα ὀνομάζει. (Πρβλ. «Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων», τ. Γ´, σ. 71, 127). Ὅμοίως καὶ μίαν Τοπικὴν Σύνοδον, τὴν ἐνΡώμῃ συναχθεῖσαν ἐπὶ Μαρτίνου κατὰ Μονοθελητῶν. (Πρβλ. «Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων», τ. Β´, σ. 498). Ἀλλὰ γὰρ γενηθήτωσαν αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἀληθεῖς, ὡςσφάλεσθαι μὴ δύνασθαι. Πᾶς δὲ ἄνθρωπος μερικὸς γενηθήτω ψεύστης, ὡςσφαλῆναι δυνάμενος, κἂν μυριάκις καλῆται σοφὸς καὶ φιλόσοφος…». (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Συναξαριστής», ἐνΒενετίᾳ 1819, τ. Α´, σ. 114).

– «Αἱ εὔλογοι ἀπορίαι καὶ δυσπιστίαι, διὰ τὸν συγγραφέα τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων, δὲν ὑπῆρχον μέχρι τῆς ἐμφανίσεως τοῦ προτεσταντισμοῦ… Ἀντιθέτως ἡ Ἐκκλησία, καίπερ τελοῦσα ἐν γνώσει τοῦ ἱστορικοῦ κενοῦ τῶν 4ων αἰώνων, τὰ θεωρεῖ ὡς γνήσια ἔργα τοῦ Ἀποστολικοῦ Πατρός… Διὰ τοῦτο τὰ συγγράμματα ταῦτα ἔχουν γίνει ἀποδεκτὰ ὑπὸ δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς Ϛ´ καὶ τῆς Ζ´, ὡς καὶ ὑπὸ δύο Τοπικῶν καὶ ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων… Ἢ μήπως ὁ πρῶτος “ἀπατηθείς”, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς δὲν ἐγνώριζε τὸν ἱστορικὸν αὐτὸ πρόβλημα, ἀλλὰ καὶ οἱ κατόπιν μέχρι σήμερον ἅγιοι Θεολόγοι δὲν ἐτέλουν ἐν γνώσει, ὅτι τὰ συγγράμματα αὐτὰ ἐνεφανίσθησαν μόλις εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 6ου αἰῶνος; Διὰ ποῖον λόγον τὰ ἀπεδέχθησαν ἀνεπιφυλάκτως ὡς γνήσια ἔργα τοῦ θεοφόρου Πατρός; …». (Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου, «Περὶ μίαν θεολογικὴν μελέτην», ἐνπεριοδ. «Ἀθωνικοὶ διάλογοι», Ἅγιον Ὄρος 1975, τ. 29-30, σ. 11).

[65] [136]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 143.

[66] [137]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 143.

[67] [138]Φίλια, ἐν «Θεολογία», ἔ.ἀ., σ. 143.

[68] [139]Νικοδήμου, ἐν «Θεοδρομία», ἔ.ἀ., σ. 185 ἐξ.

[69] [140]Φίλια, ἐνΔιατριβῇ, ἔ.ἀ., σ. 93.

[70] [141]Πρβλ.: «Ἐν ὅσῳ δὲ τῶν αἰτήσεων ὁ διάκονος ἐξηγεῖται καὶ ὁ ἱερὸς λαὸς εὔχεται, ὁ ἱερεὺς ἔνδον εὐχὴν ποιεῖται ἡσυχῇ καὶ καθ᾿ἑαυτόν…». («Περὶ τῶν…ἀντιφώνων», 1 – «Sources Chretiennes» (SC), τ. 4bis, σ. 122).

– «Τὴν εὐχὴν τελέσας (ὁ ἱερεύς), τὴν αἰτιολογίαν ταύτην (“ὅτι σοι πρέπει…”), ὅτι καὶ ἀκροτελεύτιος οὖσα καὶ δοξολογία ἐστίν, εἰς ἐπήκοον πάντων ἀναγινώσκει, ἵνα τοῦ ὕμνου κοινωνοὺς ἅπαντας λάβῃ, καὶ ὑπὸ πάσης τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεὸς ὑμνηθῇ. Καὶ τοίνυν ἀκούοντες κοινωνοῦσιν αὐτῷ τοῦ ὕμνου. Εἰπόντος γὰρ ἐκείνου καὶ δοξολογήσαντος, οἱ πιστοὶ πάντες τὸ “Ἀμὴν” ἐπιλέγουσι. Καὶ τοῦτο τὸ ρῆμα βοήσαντες οἰκειοῦνται πάσας τὰς ἐκείνου φωνάς». («Περὶ τῶν…ἀντιφώνων», 2 –SC 4bis, 122-4).

– «Ἐν ὅσῳ δὲ ἡ ψαλμωδία ἐτελεῖτο καὶ οἱ πιστοὶ ηὔχοντο, ὁ ἱερεὺς ἔνδον, εὐχὴν ποιησάμενος πρὸς τὸν Θεόν, καθόλου τε περὶ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας». («Περὶ τῶν…ἀντιφώνων», 5 –SC 4bis, 124).

– «Ὁ δὲ ἱερεὺς πάλιν εὐχὴν ποιησάμενος ὑπὲρ τῶν συνευχομένων αὐτῷ πιστῶν…προτίθησιν τὴν αἰτίαν, τὴν Αὐτοῦ ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπίαν, ἣν καὶ ἀκροτελεύτιον οὖσαν εἰς ἐπήκοον πάντων εἰπών». («Περὶ τῶν…ἀντιφώνων», 7 –SC 4bis, 126).

– «Εἶτα καὶ αὐτὸς (ὁ ἱερεὺς) τὸ τῆς εὐχῆς ἀκροτελεύτιον, ἣν ἐφ᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἐποιήσατο εἰς ἐπήκοον πάντων βοήσας κατὰ τὸ ἔθος καὶ δοξολογήσας, καὶ αὐτοὺς λαβὼν τῆς δοξολογίας κοινωνούς». («Περὶ τῶν μετὰ τὴν εἰσαγωγὴν δώρων», 2 –SC 4bis, 166).

– «Καὶ πάντων συνθεμένων καί· “Ἄξιον καὶ δίκαιον” ἀνειπόντων, αὐτὸς (ὁ ἱερεὺς) ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τὴν εὐχαριστίαν προσφέρει τῷ Θεῷ». («Περὶ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν δώρων…» –SC 4bis, 174).

– «Οὕτω δὲ ταῦτα πρὸς τὸ πλῆθος βοήσας, εἶτα καὶ αὐτὸς ἐφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ ἡσυχῇ εὔχεται, περὶ τῶν αὐτῶν τὸν Θεὸν ἱκετεύων… Εἶτα εὐξάμενος ἅπασι τὴν τοῦ Θεοῦ βοήθειαν καὶ τὴν φυλακήν, κελεύει καὶ αὐτοὺς εὔξασθαι “τὴν ἡμέραν πᾶσαν τελείαν, ἁγίαν, εἰρηνικὴν καὶ ἀναμάρτητον” διενεγκεῖν…». («Περὶ ὧν ὁ ἱερεύς…εὔχεται ὑπὲρ τῶν ἱερῶν δώρων», 9, 10 –SC 4bis, 216).

– «Αὐτὸς (ὁ ἱερεὺς) τὸ ἀκροτελεύτιον ἐκβοήσας εἰς δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ τὴν εὐχὴν κατακλείει». («Περί…τῆς κλίσεως τῶν κεφαλῶν», 1 –SC 4bis, 218).

– «Πάντων δὲ κλινόντων τὰς κεφαλάς, ὁ ἱερεὺς ἐφ᾿ ἑαυτοῦ…εὔχεται. Εἶτα δοξολογίαν προσθεὶς εἰς ἐπήκοον τοῦ περιεστῶτος πλήθους, ὑμνεῖ τὴν παναγίαν Τριάδα καὶ λαβὼν κοινωνοὺς τῆς δοξολογίας. Εἶτα πάλιν εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέφει καὶ ἡσυχῇ καθ᾿ ἑαυτὸν εὔχεται». («Περί…τῆς κλίσεως τῶν κεφαλῶν», 3, 4 –SC 4bis, 220).

– «Πρότερον μὲν γὰρ ἔνδον τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἐφ’ ἑαυτοῦ, μηδενὸς ἀκούοντος, καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ἀποτεινόμενος εὔχεται· νῦν δὲ τοῦ θυσιαστηρίου ἐξελθὼν καὶ τοῦ πλήθους μέσος γενόμενος, πάντων ἀκουόντων, τὴν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ πάντων τῶν πιστῶν κοινὴν ποιεῖται δέησιν». («Περί…τῶν πρὸς τῷ τέλει τῆς ἱερουργίας εὐχῶν», 3, 4 –SC 4bis, 302-4).

 

 

(Ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ περιοδ. «Θεοδρομία», τ. Ε´/3, Ἰούλ.-Σεπτ. 2003, σ. 351-367.)

Κοινοποίηση:
[142] [143]