«Προγεύομαι τη μέρα της εξόδου μου και της νεκρωσίμου ακολουθίας στον Άγιο Αθανάσιο (τον ναό τού κοιμητηρίου της Μονής). Περιμένω τη μεγάλη γιορτή στο κοιμητήριο της Ιβήρων. Θα είμαι εκεί και θα απολαμβάνω. Και το κελί μου θα βλέπω και όλους σας. Θα φύγω, αλλά θα είμαι εδώ…», έλεγε ο πατέρας Βασίλειος κατά τις τελευταίες ημέρες της νοσηλείας του. «Να με ράψετε ολόκληρο στον μοναχικό μανδύα, να μη φαίνεται ούτε το πρόσωπο. Ραμμένο, ραμμένο, θέλω να είμαι ραμμένος… Ο τάφος δεν είναι πέρασμα στο θάνατο, αλλά στη ζωή, την όντως ζωή».
Μετά από λίγο έπαυσε να μιλά, καθώς προσηλωνόταν στην έξοδό του από τον κόσμο. Έτοιμος από πάντα να αναχωρήσει εκ του κόσμου τούτου, καθώς ολόκληρη η ζωή του δεν ήταν παρά μια διαρκής υπέρβαση του θανάτου, έχοντας εισέλθει στο αειφόρο ρεύμα της αενάου ζωής.
Ο θάνατος τεθανάτωται, ήταν μία από τις προσφιλείς εκφράσεις του. Αυτή η υπέρβαση του έδινε τη δύναμη της ανατροπής όλων των σχημάτων, που χαρακτήριζε τους λόγους και τα γραπτά του. Οι συγγραφές του μια συνεχής αναμόχλευση των ανθρωπίνων και της ανθρώπινης ύπαρξης. Πίστευε στους αφανείς εν Χριστώ, τους κρυμμένους, τους ανύπαρκτους. Η αιμορροούσα γυναίκα ήταν ένα παράδειγμα στο οποίο συχνά αναφερόταν. Η γυναίκα υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε δαπανήσει στους γιατρούς το βιος της χωρίς να δει όφελος. Πλησίασε τον Ιησού από πίσω και άγγιξε την άκρη του ιματίου του. Ο Ιησούς, χωρίς καν να την έχει δει, ένιωσε να φεύγει δύναμη από πάνω του, ενώ τον συνέθλιβαν τα πλήθη. Η εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του Ιησού την έκανε να ξεχάσει τον φόβο της. Αρκείται στο άγγιγμα του ιματίου του Κυρίου. Η αδυναμία της μετατράπηκε σε δύναμη πίστεως. Εξ ου και ο λόγος που της απηύθυνε ο Ιησούς∙ Θάρσει θύγατερ. Την αποκαλεί «θυγατέρα» και την καθιστά υγιή, αποκαθιστώντας και την πραγματική της υπόσταση.
Οι αφανείς, οι ανύπαρκτοι, είναι που συμμετέχουν για τον Βασίλειο στη Βασιλεία των ουρανών. Οι ανύπαρκτοι και οι ελάχιστοι για τον κόσμο είναι αυτοί που βρίσκονται κοντά στον Χριστό και ζουν μέσα στη Χάρη του. Η σκέψη, η ζωή, η ύπαρξή του ήταν στραμμένες στον ουρανό. Ουράνιες ελλάμψεις τον εξακόντιζαν πάνω και πέρα από τα γήινα, ώστε να ομιλεί με μια γλώσσα που δεν διαβρωνόταν από τα εγκόσμια πράγματα.
Η Χάρις του Θεού τον στεφάνωνε, και από τη Χάρη του Θεού αντλούσε τη δύναμη να μιλά και να γράφει. Εάν το Άγιον Όρος είναι η νοητή ναυς που πλέει μέσα στους αιώνες χωρίς να αλλοιώνεται, ο Βασίλειος είναι ένας φάρος αλήθειας στην τρικυμισμένη θάλασσα του κόσμου. «Είναι» όχι «ήταν», γιατί ο Βασίλειος είναι ζωντανός, και όχι μόνο στις καρδιές μας.
Στην τελευταία τηλεφωνική μας επικοινωνία δέκα μέρες πριν από την μοιραία πτώση του, μου είχε πει: «Δεν είμαι θεολόγος». Πράγματι, δεν είναι θεολόγος. Ο Βασίλειος είναι κατά βάση λογοτέχνης. Αλλά τι λογής λογοτέχνης; Την απάντηση έδωσε ο ίδιος, μιλώντας για τον αββά Ισαάκ τον Σύρο που τόσο αγαπούσε: «Και για τη λογοτεχνία και εξομολόγησι των λογοτεχνών; Τις ξέρει, τις καταλαβαίνει, τις γνωρίζει, τις δέχεται. Είναι και ο ίδιος λογοτέχνης. Και τόσο πολύ λογοτέχνης, που φτάνει στο σημείο να μην είναι. Έχει ξεπεράσει τη λογοτεχνία και βρίσκεται στον επέκεινα χώρο, όπου οδηγεί τον άνθρωπο ο αληθινός πόνος και ο καημός της λογοτεχνίας… Έτσι, από την πολλή ανθρωπιά, την οποία πετυχαίνουν με τον αγώνα και τον κόπο που καταβάλλουν, οι αληθινοί λογοτέχνες μπορούν να προχωρήσουν φυσιολογικά στη θεανθρωπία.
Ο λόγος και η ύπαρξι του λογοτέχνη εγκεντρίζεται στην αιώνια ζωή. Τρέφεται απ’ αυτήν. Τρέφεται από τον ένα Λόγο, δι’ οὐ τὰ πάντα ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἐν ὁ γέγονεν (Ιω. 1, 3). Τότε βρίσκουν αυτό που προσδοκούν. Ψηλαφούν αυτό που υπαινίσσονται και ενσαρκώνουν αυτό που επιθυμούν. Συνεχίζουν τον αγώνα τον λογοτεχνικό. Τους δίδεται το ανέφικτο, τους χαρίζεται εκείνο που ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη (Α ΄ Κορ. 2, 9).
Δεν σταματά κάπου η πορεία, η επέκτασι, η άνοδος. Συνέχεια προχωρείς. Απεκδύεσαι την προβολή. Εγκαταλείπεις την άμυνα. Όλα σου κάνουν καλό. Με άλλο ασχολείσαι. Αποφεύγεις τα ανθρώπινα και βρίσκεις τους ανθρώπους. Φτάνεις στη σιωπή. Και μιλά με άλλο τρόπο ο λόγος και η ζωή σου».*
Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει έτσι για τη λογοτεχνία αν δεν είναι αληθινός λογοτέχνης. Ο Βασίλειος αναφέρεται πρωτίστως στον αββά Ισαάκ αλλά αναφέρεται εξίσου και στον ίδιο, και σε όλους εκείνους που τους κατακαίει ο καημός της λογοτεχνίας, και λαχταρούν δια της λογοτεχνίας να γίνουν μέρος του Λόγου, δι’ οὐ τὰ πάντα ἐγένετο.
Ο καημός της λογοτεχνίας συνοψίζεται στη φράση του Ρωμανού του Μελωδού: Δὸς μοὶ λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθης με, σὺ εἰ ἐν τῷ πάσχειν καὶ ἐν τῷ μὴ πάσχειν, σὺ εἰ θνήσκων σώζων.
Τα γραφόμενα και τα λόγια του στάθηκαν για μένα οδηγός και πηγή έμπνευσης. H εκτεταμένη αναφορά του στον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο σε μια συζήτησή μας στη Μονή Σταυρονικήτα, στάθηκε αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου μου Θηριομαχία. Όπως και η φράση του Νικολάου Καβάσιλα, Μετέχομεν τοῦ Ἀνωνύμου Ὀνόματος, που μου είπε βαδίζοντας κατά την περιφορά της Παναγίας της Πορταΐτισσας στη Μονή Ιβήρων όντας ηγούμενος, και όσα μου είπε κατά καιρούς για τον αββά Ισαάκ και τον Ντοστογιέβσκη, γράφτηκαν στην καρδιά μου με ανεξίτηλα γράμματα. Και ήρθε «Η Μεγάλη Ιδέα ενός Μικρού Λαού [2]» για να ενώσει τα διεστώτα, τον Ηράκλειτο με τη λατρεία του Μονογενούς Υιού του Θεού, και να αναπαύσει τις ψυχές μας.
«Είμαστε μαζί, προχωράμε μαζί», μου έλεγε. Γέροντα, εσύ προχωράς, μας αγκαλιάζεις και μας παίρνεις μαζί σου, και τώρα κοντά στον ουράνιο Πατέρα εύχεσαι για μας, και η ολόφωτη Παρουσία σου μας συνοδεύει σε κάθε μας βήμα.
* Αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου Ι.Μ. Ιβήρων, Φως Χριστού φαίνει πάσι, σελ. 86-89, Ι.Μ. Ιβήρων.
(Πηγή: diadromejournal.com [3])