- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Οι αποκλίσεις του Χρήστου Γιανναρά από την πατερική θεολογία (Παντελεήμων Τομάζος, υπ. διδ. Δογματικής Θεολογίας, μεταπτυχ. ερευνητής στο Pontificia Università della Santa Croce)

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να καταδείξει ότι η θρησκευτική σκέψη του Χρ. Γιανναρά όχι μόνο αγνοεί την πατερική θεολογία —γεγονός που δεν έχει επαρκώς επισημανθεί από τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς θεολόγους και θρησκευτικούς διανοητές— αλλά συχνά φτάνει στο σημείο να διακηρύσσει τα εντελώς αντίθετα από όσα υποστήριξαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Οι παρεκκλίσεις του Χρ. Γιανναρά θα εξεταστούν σε ξεχωριστές παραγράφους, συνοδευόμενες από κατατοπιστικούς τίτλους που θα υποδεικνύουν τα σημεία διαφοροποίησης του εκλιπόντος καθηγητή φιλοσοφίας από τη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων.

Οντολογία του προσώπου και η ταύτιση του Θεού με τον Πατέρα. Ο Χρ. Γιανναράς σημειώνει τα εξής: «Ἡ ταύτιση τοῦ Εἶναι μὲ τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (ταύτιση μὲ καίριες συνέπειες γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἀνθρώπινου ἤθους) ἑρμηνεύει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἑνὸς καὶ ταυτόχρονα τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἕνας Θεὸς δὲν εἶναι μιὰ θεία Φύση ἢ Οὐσία, ἀλλὰ κατ’ ἀρχὴν ἕνα Πρόσωπο: τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Πατρός. Ἡ προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (ὁ Πατήρ) συνιστᾶ, κάνει «ὑποστάσεις» τὴν Οὐσία Του, δηλαδὴ τὸ Εἶναι Του: ἐλεύθερα καὶ ἀπὸ ἀγάπη γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἑπομένως τὸ Εἶναι ἀνάγεται ὄχι στὴν Οὐσία, ποὺ θὰ τὸ καθιστοῦσε μιὰ ὀντολογικὴ ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ στὸ Πρόσωπο καὶ στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης του, ποὺ ὑποστασιάζει τὸ Εἶναι σὲ προσωπικὴ-τριαδικὴ κοινωνία.

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ὁ Θεὸς-Πατὴρ συνιστᾶ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ ζωὴ ὡς γεγονὸς ἀγάπης καὶ προσωπικῆς κοινωνίας»[1] [1]. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η ταύτιση του Πατρός με τη θεότητα εντοπίζεται σε ορισμένους εκπροσώπους της Νέας Θεολογίας της ρωμαιοκαθολικής ομολογίας, την οποία δεν παύει να επικρίνει ο Χρ. Γιανναράς σε μία πληθώρα έργων του[2] [2]. Ωστόσο, οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε ισχυρίστηκαν την – αρειανικών καταβολών – άποψη ότι ο Θεός είναι ένας απλώς επειδή είναι ένας ο Πατήρ. Αντιθέτως, όπως αναφέρει και ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Θεός είναι ένας διότι μία είναι η θεότητα[3] [3], δηλαδή η θεία ουσία και η οικεία της ενέργεια.

Η αγάπη ως κατηγόρημα που αποδίδεται στη θεία ουσία και στις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος και όχι στην άκτιστη ενεργειακή πρόοδο του Τριαδικού Θεού προς την κτίση. Ο Χρ. Γιανναράς υποστηρίζει μία φράση η οποία έχει καταφέρει να επικρατήσει τόσο στη σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία όσο και σε κηρύγματα κληρικών εντός των ιερών ναών. Πρόκειται για την κοινότοπη διατύπωση ότι ό Θεός δεν έχει αγάπη, ειδάλλως η αγάπη θα ήταν ένα απλό φυσικό προσόν, αλλά είναι αγάπη[4] [4]. Ωστόσο, μία τέτοια θέση θα σήμαινε την αντιησυχαστική ταύτιση μεταξύ του είναι και του έχειν στο Θεό, τουτέστιν την ταύτιση μεταξύ της ουσίας που είναι και της ενεργείας που έχεται. Πάντως, ο αναγνώστης του παρόντος άρθρου θα πρέπει να γνωρίζει ότι η ταύτιση μεταξύ του είναι και της αγάπης στο Θεό δεν αποτελεί τίποτε άλλο πέραν από μία κατά γράμμα αναδιατύπωση της αυγουστίνειας ταύτισης μεταξύ της άκτιστης ουσίας και της άκτιστης ενέργειας ή ιδιότητας στην άκτιστη θεότητα[5] [5]. ‘Όμως, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς υποστηρίζει το ακριβώς αντίστροφο σε σχέση με τον Χρ. Γιανναρά, ήτοι ότι το έχειν ταυτίζεται με την ενέργεια και διαφέρει από το είναι που ταυτίζεται με την ουσία[6] [6], καθότι το πρώτο είναι η κίνηση, ενώ το δεύτερο η αρχή της κινήσεως (η υπόσταση είναι ο κινούμενος ή ο δρών). Συνεπώς, εάν πούμε ότι η ίδια η ουσία του Θεού είναι αγάπη, τότε επαναλαμβάνουμε την αντιησυχαστική και αυγουστίνεια ταύτιση μεταξύ της άκτιστης ουσίας και της άκτιστης ενέργειας, καθώς δε μπορούμε να ταυτίσουμε κάτι το φυσικό (φυσικό προσόν) με την ίδια την ουσία του Θεού.

Ο Θεός, κατά τον Χρ. Γιαναρά, όχι μόνον είναι αγάπη, αλλά και υπάρχει ως αγάπη. Τούτο βέβαια τον οδηγεί αναπόφευκτα στο σαβελλιανισμό, καθότι εάν η αγάπη είναι το ίδιο το «είναι» του Θεού, το οποίο ενίοτε ταυτίζεται με την ουσία στους Έλληνες Πατέρες, και η αγάπη είναι συνάμα και τρόπος ύπαρξης, ο οποίος ταυτίζεται πάντοτε με την υπόσταση ή πρόσωπο[7] [7], τότε ποια ακριβώς θα μπορούσε να είναι η διαφορά μεταξύ της αγάπης θεωρημένης ως ουσία και της αγάπης θεωρημένης ως υπόσταση; Εκτός και εάν υποστηρίξουμε ότι υπάρχουν δύο ειδών αγάπες, μία ιδωμένη ως ουσία και μία ιδωμένη ως υπόσταση, όπως κάνουν οι Λατίνοι θεολόγοι[8] [8], πράγμα άτοπο, καθότι το κοινό δεν μπορεί να ταυτίζεται με το ίδιον, όπως ακριβώς ισχύει και για το αντίστροφο[9] [9]. Στη συνέχεια ο Χρ. Γιανναράς. αναφέρει στην ίδια σελίδα ότι το κάθε πρόσωπο υπάρχει ως προσφερόμενο σε μία κοινωνία αγάπης. Η Αγία Τριάδα σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία κοινωνία προσώπων με σχέσεις αγαπητικής – διαλογικής αμοιβαιότητας, τουλάχιστο σύμφωνα με το θρησκευτικό και φιλοσοφικό στοχασμό του Χρ. Γιανναρά. Όμως, ο όρος «κοινωνία» σημαίνει ταυτότητα ή ενότητα στους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, καθότι ταυτίζεται με αυτό που είναι κοινό[10] [10]. Στους Πατέρες, λοιπόν, δεν υπήρχε η έννοια της διυποκειμενικότητας, η οποία ερμηνεύεται κατά κύριο λόγο ως συγκρότηση του εαυτού μέσω της σχέσης ενός προσώπου με άλλα πρόσωπα. Εκείνο που δέχονται μόνον οι Έλληνες Πατέρες για να περιγράψουν το τριαδικό μυστήριο, τουλάχιστον όσο είναι εφικτό εξ επόψεως του λόγου ή επίνοιας, είναι το δόγμα των ενώσεων και οι διακρίσεων. Και οι διακρίσεις είναι δύο ειδών, είτε υποστατικές πρόοδοι – ακοινώνητες διακρίσεις είτε φυσικές πρόοδοι – κοινές διακρίσεις. Όταν, λοιπόν, ο Χρ. Γιανναράς ονομάζει τις ενώσεις (ουσία) ως αγάπη, τον τρόπο ύπαρξης (υπόσταση) ως αγάπη και τη θεία ενέργεια (αποκάλυψη) ως αγάπη, τότε δεν κάνει κάτι άλλο παρά να συγχέει τα κοινά με τα ακοινώνητα, καθότι τους αποδίδει το ίδιο ακριβώς όνομα, δίχως έστω να αναφέρει την πατερική ομωνυμία[11] [11]. Πάντως, το κατηγόρημα της αγάπης δεν απευθύνεται σε κάτι άλλο παρά σε ενέργεια[12] [12], σύμφωνα με τους Έλληνες Πατέρες, όπως ακριβώς και αυτό του έρωτος (θεία πρόνοια)[13] [13].

Σύγχυση φυσικών και υποστατικών ιδιωμάτων. Ο Χρ. Γιανναράς φαίνεται να συγχέει τα φυσικά ιδιώματα με τα υποστατικά (στην προκειμένη περίπτωση μόνο με αυτά του Πατρός – πατρομονισμός)[14] [14]. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι ο Θεός είναι άκτιστος, άχρονος, άπειρος και απεριόριστος, όχι γιατί η ουσία του οφείλει να είναι αυτά τα πράγματα, αλλά γιατί είναι όντως Πρόσωπον – ύπαρξη προσωπική. Ουδείς, όμως, Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας υποστήριξε ότι ο Θεός έχει τις φυσικές ή ουσιώδεις του ιδιότητες, επειδή είναι Πρόσωπο ή, κάλλιον ειπείν, επειδή είναι Πατήρ. Όποιος αποδίδει τα προσωπικά στην ουσία και τα ουσιώδη στα πρόσωπα δεν κάνει κάτι τίποτε άλλο πέραν από το να βρίσκεται σε θεολογική πλάνη και σύγχυση, διότι φαίνεται να αγνοεί το πατερικό αξίωμα ότι ο Πατήρ ως υπόσταση είναι αίτιος των υποστάσεων ή προσώπων του Υιού και του Αγ. Πνεύματος (πηγή και ρίζα της θεότητας), ενώ η υπερούσια ουσία – άκτιστη θεία φύση είναι η θεοπρεπής αιτία όλων των ακτίστων φυσικών της προσόντων (βούληση, δύναμη, ενέργεια και όλα τα περί τη θεία ουσία ουσιώδη ιδιώματα)[15] [15]. Ο Πατήρ, όμως, δεν είναι αίτιος των φυσικών προσόντων, ειδάλλως τα φυσικά θα ήταν άλλη υπόσταση, όπως και η ουσία δεν είναι η αιτία των αιτιατών υποστάσεων, ειδάλλως αυτές θα ήταν φυσικά προσόντα[16] [16] και όχι υποστάσεις.

Αποδοχή προσωπικών ενεργειών και βουλήσεων στο Θεό. Ο Χρήστος Γιανναράς παρατηρεί περί αυτού του θέματος χαρακτηριστικά: «Ἔχουν κοινό τόν τρόπο τῆς ὕπαρξης τά πρόσωπα τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας καί θελημένα (ἐλευθέρως) κοινή τήν ἐνέργεια – συντονισμένα τά προσωπικά θελήματα»[17] [17]. Επίσης, ο ίδιος καθηγητής φιλοσοφίας αναφέρει τα εξής: «Λέμε: ὁ Πατὴρ δημιουργεῖ τὰ πάντα διὰ τοῦ Λόγου – Υἱοῦ ἐν Πνεύματι — ὁ Υἱὸς – Λόγος σαρκοῦται συνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος καὶ εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς — τὸ Πνεῦμα ἱδρύει καὶ συγκροτεῖ τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας πεμπόμενο ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ βουλήσει τοῦ Πατρός. Ὅ,τι μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ὡς φανέρωση ἔργων – ἐνεργημάτων τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀποτέλεσμα κοινῆς θέλησης καὶ ἐνέργειας τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς Θεότητας. Ὄχι μιᾶς, ἑνικῆς θέλησης καὶ ἐνέργειας, ἀλλὰ τριῶν θελήσεων καὶ ἐνεργειῶν ποὺ διατηροῦν ἀκέραιη τὴν ὑποστατική τους ἑτερότητα συγκλίνοντας, μὲ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης, στὸ κοινὸ ἐνέργημα»[18] [18]. Είναι σαφές πως για τον Χρ. Γιανναρά στο Θεό υπάρχουν τόσες βουλήσεις ή θελήσεις και ενέργειες όσες και οι υποστάσεις της Αγίας Τριάδας, ήτοι τρεις, πράγμα απαράδεκτο για τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, καθότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε τριθεΐα. Πάντως, ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός αναφέρει τα ακριβώς αντίθετα σε σχέση με τη βούληση και την ενέργεια του Θεού, ο οποίες δεν συνδιαιρούνται με τις υποστάσεις της Αγίας Τριάδας, καθότι τα τριαδικά πρόσωπα δεν θέλουν και ενεργούν προσωπικά, ήτοι έχοντας τρεις υποστατικές βουλήσεις και ενέργειες, αλλά ως Θεός. Παραθέτουμε το κείμενο του αγ. Ιωάννου που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω εκτεθέντα: «Ὥστε ἐπὶ πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος, ἐπειδὴ μὲν διάφορος ἡ ἑκάστου ὕπαρξις, τρεῖς ὑποστάσεις εἰσίν· ἐπειδὴ δὲ ἐπίσης θεωρεῖται ἡ φύσις καὶ τὰ ταύτης ἰδιώματα ἐν ἑκάστῃ τῶν ὑποστάσεων, μιᾶς εἰσιν οὐσίας καὶ φύσεως· καὶ ἐπειδὴ οὐκ ἀποτετμημένως εἰσὶν οὐδὲ ἰδιοτρόπως οὐδὲ ἰδιαιρέτως ἑκάστη θέλει καὶ ἐνεργεῖ, ἀλλ’ ἑνιαίως, οὐ τρεῖς τὰ τρία θεοί, ἀλλ’εἷς θεὸς σὺν ἀλλήλοις καὶ ἐν ἀλλήλοις εἰσί τε καὶ λέγονται[19] [19]».

Αποδοχή κτιστών ενεργειών στο Θεό! Ο Χρ. Γιανναράς κάνει λόγο τόσο για άκτιστες όσο και για κτιστές ενέργειες στο Θεό, πράγμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την πατερική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, ο ίδιος γράφει: «Γνωρίζουμε ἔμμεσα τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ σπουδάζοντας τὴν κοσμικὴ πραγματικότητα, τὴν ἐτερότητα τοῦ λόγου των κτιστών θείων ἐνεργειών ποὺ συνιστοῦν καὶ συγκροτοῦν τὸ φυσικὸ σύμπαν»[20] [20]. Προφανώς και στην προκειμένη περίπτωση ο καθ. Χρ. Γιανναράς είναι επηρεασμένος από τη δυτική θεολογική παράδοση, την οποίαν τόσο επικρίνει στα διάφορα γραπτά του ως δήθεν ατομοκεντρική και νοησιαρχική. Εν πάση περιπτώσει, η λατινική παράδοση είναι εκείνη που θεωρεί την ad extra ενέργεια του Θεού κτιστή, ενώ την ab intra άκτιστη. Όμως, οι ενέργειες ή πρόοδοι του Θεού προς την κτιστή πραγματικότητα είναι μονάχα άκτιστες, γι’ αυτό και καλούνται αμείωτες μεταδόσεις[21] [21]. Τα κτίσματα δεν είναι άλλο από τα αποτελέσματα της ακτίστου ενεργείας ή, αλλιώς, του αμέριστου μερισμού της μία προόδου του Θεού (άκτιστοι λόγοι των όντων)[22] [22]. Επομένως, δεν υπάρχουν κτιστές ενέργειες στο Θεό, όπως φαίνεται να φρονεί ο Χρ. Γιανναράς μαζί με ολόκληρη τη λατινική θεολογική παράδοση, ειδάλλως ο Θεός θα ήταν σύνθετος από υπερκειμένη και υφειμένη θεότητα[23] [23].

Αποδοχή της φυσικής ροπής του ανθρώπου προς το κακό και η αντιπατερική ταύτιση της ελευθερίας αποκλειστικά και μόνο με το πρόσωπο. Ο καθ. Χρήστος Γιανναράς, επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του ιδεαλισμού, υποστηρίζει ότι το Ρωμ. 7, 23[24] [24] είναι μία από τις πολλές ενδείξεις του βιβλικού προσωποκεντρισμού, ο οποίος υποτίθεται ότι υπάρχει διάσπαρτα σε όλα τα χριστιανικά γραπτά κείμενα, καθότι διά του χωρίου αυτού δηλώνεται η αναγκαιότητα με την οποία υπάρχει η κτιστή φύση των ελλόγων όντων. Συγκεκριμένα σημειώνει τα εξής: «ή φυσικὴ ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀτομικότητας ἀντιστρατεύεται ἢ καὶ δεσμεύει τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία καὶ ἑτερότητα, ποὺ μόνο ὡς ἀγάπη μπορεῖ νὰ πραγματωθεῖ, πέρα ἀπὸ κάθε φυσικὸ καθορισμὸ καὶ ἀναγκαιότητα. Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου δὲν ἀναιρεῖται, μόνο ἀλλοιώνεται καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀντιθετικὴ διάσταση μὲ τὴ φύση, σὲ ἀδιάκοπη διπολικὴ ἀντιθετικὴ φορά, βιώνεται σὰν τραγικὸς διχασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης»[25] [25]. Σύμφωνα, όμως, με τον άγ. Γρηγόριο Νύσσης, το φρόνημα της σαρκός είναι αυτό που αντιτάσσεται και εναντιώνεται στο νόμο του άκτιστου Τριαδικού Θεού και όχι η ίδια η φύση ως κτιστή. Το φρόνημα της σαρκός συνδέεται άμεσα με την προαιρετική και τη διανοητική δύναμη του ανθρωπίνου νοός, ο οποίος δύναται να υπακούει ελευθέρως και πειθήνια το θέλημα του Τριαδικού Θεού, όπως επίσης δύναται και να Του εναντιώνεται, λόγω της κακής και άρα ιδιοτελούς χρήσης του φυσικού αυτεξουσίου. Το φρόνημα, όπως αναλύεται από τον άγ. Γρηγόριο, δεν μπορεί να αποκοπεί από τη σημασία της λέξεως «φρονείν», καθώς το ρήμα «φρονώ» σημαίνει και ταυτίζεται εννοιολογικά με το ρήμα «νοώ»[26] [26]. Τούτο, ακολούθως, σημαίνει ότι το σαρκικό φρόνημα είναι απότοκο και προϊόν της νοητικής, και πιο συγκεκριμένα της προαιρετικής διαδικασίας, δηλαδή της εκούσιας γνωμικής / προσωπικής αρνήσεως του Θεού, και δεν συνδέεται με την ανθρώπινη φύση, την οποία δημιούργησε φύσει καλή ο Θεός. Έτσι, γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι το σαρκικό φρόνημα δεν είναι μία έμφυτη και ορμέμφυτη φυσική αναγκαιότητα, η οποία είναι απόρροια και λογική συνέπεια της κτιστότητας και της υλικότητας της φύσεως του ανθρώπου. Εάν το σαρκικό φρόνημα ήταν έμφυτο στον άνθρωπο, τότε θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή η άποψη ότι ο Θεός δημιουργεί την ίδια την κακία, πράγμα πού θα οδηγούσε την ορθόδοξη θεολογία στην αποδοχή μανιχαϊστικών αντιλήψεων σχετικά με την ύπαρξη δύο αυτόνομων κόσμων, του πνεύματος / ελευθερίας και της ύλης / αναγκαιότητας. Ακόμη, η ελευθερία στους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας δεν είναι προσωπική, όπως θα ήθελε ο Χρ. Γιανναράς, αλλά φυσική, και τούτο βεβαιώνεται από τον ίδιο τον άγ. Γρηγόριο Νύσσης[27] [27].

Η υπέρβαση της φύσεως διά της σχέσεως και η έννοια της αμαρτίας. Ο Χρ. Γιανναράς σημειώνει ότι «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μόνο ὑπαρκτὸ ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἱδρύει σχέσεις ἀνυπότακτες στὴν ἀναγκαιότητα τῆς φυσικῆς νομοτέλειας, ἀνυπότακτες στήν ἐνορμητικὴ ἰδιοτέλεια…Εἰδικὰ καὶ μόνο στὸν ἄνθρωπο, ἡ σχέση μπορεῖ νὰ συνιστᾶ ἐλευθερία: Δυνατότητα νὰ ὑπάρχει ἀνυπότακτος στὶς προδιαγραφὲς-ἀναγκαιότητες νομοτέλειες τῆς φύσης-οὐσίας του, νὰ ἐνεργεῖ σχέσεις ἀπροκαθόριστες ἀπὸ τὸν κοινὸ τρόπο τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι. Τὴν ἐλευθερία συνιστᾶ ἡ ἀπροσδιοριστία τοῦ νὰ μὴν εἶσαι τὸ εἶναι σου («οὐσία δευτέρα» τοῦ Ἀριστοτέλη), ὁ κοινὸς τρόπος τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι) — ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι καὶ νὰ μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι: Νὰ ὑποστασιάζει ὡς ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα («οὐσία πρώτη» κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, «ὑπόσταση πρόσωπο» κατὰ τὴ χριστιανικὴ ὁρολογία) τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη οὐσία ἢ φύση». Η ανωτέρα άποψη, προφανώς υπαρξιστικών καταβολών, έρχεται σε αντίθεση με τη βιβλική και συνάμα πατερική θεολογία της Εκκλησίας, καθώς εκεί ο άνθρωπος καλείται να αποδεχτεί ελευθέρως αυτό που ήδη είναι (μετάνοια) και όχι να μετατραπεί σε κάτι που δεν είναι εκ φύσεως (παρά φύσιν κατάσταση). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και η αμαρτία καλείται αθέτηση της φύσεως, κατά τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά[28] [28]. Η αμαρτία, λοιπόν, δεν είναι κάτι άλλο παρά εκούσια άρνηση εκείνου που ένα έλλογο ον είναι, δίχως αυτό να σημαίνει ότι τα δώρα της λογικής φύσεως παύουν να υπάρχουν, ένεκα της προαναφερθείσας άρνησής των, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο άγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Απλώς το κάλλος της φύσεως (φυσικά δώρα ή αρετές) καλύπτεται από τις γνωμικές επιλογές του κάθε προσώπου, ήτοι από το παρά φύσιν. Έτσι, το παρά φύσιν / αμαρτία / αστοχία είναι η μη συμμόρφωση του ελλόγου όντος με τη φύση του, να θέλει να γίνεται ο άνθρωπος ό,τι δεν είναι[29] [29]. Εν πάση περιπτώσει, το πάντρεμα του Sartre με τη χριστιανική θεολογία που επιχειρεί στην προκειμένη περίπτωση ο Χρ. Γιανναράς είναι παντελώς αδύνατο[30] [30], καθότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει αυτό που δεν είναι, τουλάχιστον για τους Έλληνες Πατέρες.

 

________________

[1] [31] Χρ. Γιανναράς, Ἡ Ἐλευθερία τοῦ Ἤθους, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2002, σσ. 16-17. Βλ. ακόμη του ιδίου, Ἔξι Φιλοσοφικές Ζωγραφιές, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2011, σελ. 36.
[2] [32] Την ταύτιση της ουσίας του Θεού με το πρόσωπο του Πατρός φαίνεται να αποδέχεται και ο K. Rahner, όταν υποστηρίζει ότι ο Πατήρ είναι ο κατεξοχήν Θεός. Βλ. K. Rahner, «Theos in Nuovo Testamento», στο: Saggi Teologici, vol. 1, edizioni Paoline, p. 582.
[3] [33] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Κατὰ Ἰακωβιτῶν, Migne PG 94, 1476Α. Βλ. ακόμη Γρηγόριος Νύσσης, Πῶς τρία πρόσωπα λέγοντες ἐν τῇ θεότητι οὐ φαμεν τρεῖς θεούς πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, 2, JAEGER III, 1, σελ. 20: «Ὁμοίως καὶ ὁ πατὴρ οὐκ, ἐπειδὴ πατήρ, θεός, ἀλλ΄ ἐπειδὴ οὐσία τοιάδε».
[4] [34] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 19865, σελ. 61. Βλ. ακόμη Βλ.
ενδεικτικά Του ιδίου, Ὀντολογία τῆς σχέσης, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2008, σελ. 14: «Ἡ ἴδια ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία βεβαιώνει (μὲ σταθερὴ ἐπανάληψη στὴ λειτουργική της πράξη) ὅτι ὁ Θεὸς στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται εἶναι ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος. Ταυτόχρονα ὅμως ὁρίζει τὸ εἶναι αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπη: Ὄχι ὅτι προηγεῖται ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὡς ἰδίωμα γνώρισμα ἡ ἀγάπη του, ὄχι ὅτι πρῶτα εἶναι καὶ ὕστερα ἀγαπάει. Ἀλλὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς (ἡ πραγματική του ὕπαρξη) μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ μόνο ὡς ἀγάπη».
[5] [35] Augustini, De Trinitate, liber sextus, 7, PL 42, 928.
[6] [36] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις μετά Γρηγορᾶ, 18.
[7] [37] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, KOTTER II, σελ. 32.
[8] [38] B. Mondin, La Trinità mistero d’Amore, ESD, Bologna 20102, p. 303. Για τη ρωμαιοκαθολική θεολογία η αγάπη είναι τόσο ουσιώδης (amore essenziale), ήτοι η ίδια η θεία ουσία, όσο και προσωπική (amore nozionale), ήτοι η υπόσταση του Αγ. Πνεύματος.
[9] [39] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος Θεολογικός Δ’ (Ὁμιλία Λ’), 12, BARBEL, σσ. 194-196.
[10] [40] Βασίλειος Καισαρείας, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, PG Migne 32, 153C και 165CD. Για τους Έλληνες Πατέρες δεν υπάρχει κοινωνία προσώπων, παρά μόνον κοινωνία / ταυτότητα φύσεως. Ό,τι είναι μίας φύσεως, είναι πάντοτε άλλης υποστάσεως, κατά τον άγ. Ιωάννη Δαμασκηνό, πράγμα που δεικνύει ότι οι ομοειδείς μεταξύ των υποστάσεις δεν κοινωνούν κατά τις υποστάσεις, ήτοι προσωπικά ή διυποκειμενικά, αλλά μονάχα κατά την κοινή των φύση. Βλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Κατὰ Ἰακωβιτῶν, Migne PG 94, 1553D.
[11] [41] Η ομωνυμία στην προκειμένη περίπτωση δηλώνει ότι, όταν ένα κατηγόρημα αποδίδεται στην ουσία του Θεού, όπως εκείνο της αγαθότητας, τότε εκείνο χάνει το ιδιαίτερό του νοηματικό περιεχόμενο, καθότι η υπερούσια ουσία ή κρυφιότητα του Θεού δε μπορεί να σημαίνεται με κανένα ονοματικό προσδιορισμό. Βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις Θεοφάνους πρός Θεότιμον, 24, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 251.
[12] [42] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὁμιλία ΝΓ’, 38, ΕΠΕ 11, σελ. 311: «Εἰ δ’ ἀγάπη μία Πατρός τε καὶ Υἱοῦ καὶ ἡ παρ’ ἀμφοτέρων καὶ τοῦ Πνεύματος τιμή τε καὶ συνέλευσις». Για τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά η αγάπη είναι μία, καθότι είναι φυσική ή ουσιώδης ενέργεια και, ως εκ τούτου, δε μπορεί να είναι μήτε ουσία μήτε υπόσταση. Βλ. ακόμη Γ. Παναγόπουλος, Εισαγωγή στην Ιστορίας της Δυτικής Θεολογίας. Πρόσωπα, διδασκαλία, κριτική θεώρηση από την άποψη της Ορθόδοξης Παράδοσης, εναλλακτικές εκδόσεις / Δοκίμιο 20, Αθήνα 2012, σελ. 94.
[13] [43] Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων, IV, 13, PTS 33, σελ. 159.
[14] [44] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 19865, σσ. 61-62.
[15] [45] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ θείων ἐνεργειῶν, 19, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 111.
[16] [46] Την ταύτιση των φυσικών προόδων με τις υποστάσεις πράττει η αντιησυχαστική θεολογική σκέψη. Βλ. ενδεικτικά Δημήτριος Κυδώνης, Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG Migne 154, 905D-908A.
[17] [47] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἐνθάδε – Ἐπέκεινα, (ἀπόπειρες ὀντολογικής ἑρμηνευτικῆς), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2016, σελ. 70.
[18] [48] Του ιδίου, Ἔξι Φιλοσοφικές Ζωγραφιές, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2011, σελ, 120.
[19] [49] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ τῶν ἰδιωμάτων τῶν ἐν τῷ ἑνὶ Χριστῷ τῷ κυρίῳ ἡμῶν δύο φύσεων, ἐξ ἐπιδρομῆς δὲ καὶ περὶ δύο θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν καὶ μιᾶς ὑποστάσεως, PG 95, 136D.
[20] [50] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 19865, σελ. 76.
[21] [51] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 28, Π. Χρήστου Β’, σσ. 89-90.
[22] [52] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 7.
[23] [53] Όπ.π., 3.
[24] [54] «Βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου».
[25] [55] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 28.
[26] [56] Γρηγόριος Νύσσης, Πρός τά Ἀπολιναρίου Αντιρρητικός, PG 45, 1137BC: «ὁ τοίνυν λέγων ἄνθρωπον εἶναι τὸν προσειλημμένον, ἔμψυχον δὲ τοῦτον διδοὺς οὐδὲν ἕτερον ἢ καὶ νοητὴν αὐτῷ προσεμαρτύρησε δύναμιν, ὅπερ ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης ἐστὶ ψυχῆς, ἐξ αὐτῶν, ὧν παρέθετο ἡμῖν, τῶν τοῦ ἀποστόλου ῥημάτων· ὁ γὰρ εἰπὼν ὅτι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς θεόν (τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται) τῆς προαιρετικῆς τε καὶ διανοητικῆς δυνάμεως ἐναργῆ τὰ ἰδιώματα λέγει· τὸ γὰρ ἐπιπειθῶς ἢ ἀντιτύπως πρὸς τὸν νόμον ἔχειν προαιρέσεως ἴδιον αὐτό τε τὸ τοῦ φρονήματος ὄνομα οὐκ ἄν τις τῆς κατὰ τὸ φρονεῖν ἐνεργείας ἀποχωρίσειεν. τὸ δὲ φρονεῖν ταὐτὸν εἶναι τῷ νοεῖν οὐδ’ ἂν τῶν κομιδῇ τις νηπιαζόντων ἀντείποι· ὅ τε ἀντιστρατευόμενος καὶ αἰχμαλωτίζων πῶς ἂν τῆς ἐνεργείας τοῦ νοεῖν ἀμοιρήσειεν; οὐ γὰρ τὸ πρὸς τὰ φαῦλα κινεῖσθαι τοῖς κακοῖς τὴν προαίρεσιν ἀπόδειξις τοῦ μὴ εἶναι νοῦν ἐν ἐκείνοις ἐστίν, ἀλλὰ καλῆς μὲν διανοίας ἐκτός εἰσι, νοοῦσι δὲ ὅμως· ἐπεὶ καὶ τὸν ὄφιν ἐκεῖνον, ὃν δὴ τῆς κακίας ἀρχηγὸν καὶ εὑρετὴν παρὰ τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, οὐκ ἀνόητον εἶναί φησιν ὁ θεόπνευστος λόγος, πλείονα τῶν ἄλλων προσμαρτυρῶν τούτῳ τὴν φρονιμότητα.
[27] [57] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 101D: «Πᾶσα δ’ ἐλευθερία μία τίς ἐστι τῇ φύσει καὶ πρὀς ἐαυτὴν οἰκείως ἔχει».
[28] [58] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὁμιλία ΜΓ’, 10, ΕΠΕ 11, σελ. 38: «Ἐκεῖνα (δηλαδή τα άψυχα σώματα) μὲν γὰρ τοιαῦτα μένει, οἷα καὶ γέγονεν, ἡμεῖς δὲ ἠχρειώσαμεν ἑαυτοὺς ἐφ᾽ ᾧ γεγόναμεν ἀθετήσαντες, καὶ τὴν τιμὴν εἰς ἀτιμίαν μετεσκευάσαμεν» (στο σημείο αυτό δεικνύεται απερίφραστα το πόσο μη «υπαρξιστής» είναι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
[29] [59] Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων, ΙV, 23, PTS 33, σελ. 172.
[30] [60] J. Wahl, Les Philosophies de l’ Existence, Librairie Armand Collin 103, Boulevard Saint-Michel, Paris 19592, p. 91. Σύμφωνα τον J. P. Sartre, ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μπορεί να γίνει διά των ελευθέρων του επιλογών αυτό που δεν είναι, αρνούμενος συνάμα να είναι αυτό που είναι (ον καθαυτό).

 

 

 

(Πηγή: anastasiosk.blogspot.com [61])

Κοινοποίηση:
[62] [63]