- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Ο Ασωτος υιός (Αλέξανδρος Κοσματόπουλος)

Οι παραβολές δεν κινούνται στο ψυχολογικό επίπεδο, ούτε αποσκοπούν στην ψυχολογική μας εξέλιξη και αποκατάσταση και την εξ αυτών προερχόμενη αυτοδικαίωσή μας, η οποία είναι συνήθως καρπός της αυταπάτης και των ψευδαισθήσεων. Οι παραβολές αποτελούν παραστάσεις της Βασιλείας του Θεού. Μας ομιλούν για την αγάπη του Θεού και Πατρός προς τα πλάσματά του, και για την προετοιμασία, την αναγωγή, και τη μετάθεση του ανθρώπου σε μιαν άλλη κατάσταση. Έτσι κινούν ταυτόχρονα την ελπίδα μας. Δεν μπορούμε να δούμε την παραβολή του ασώτου, όπως και όλες τις παραβολές, σαν απλές καθημερινές ιστορίες. Ωστόσο διατηρούν τον βαθύ ανθρώπινο χαρακτήρα τους. Στην παραβολή αυτή μας γίνεται γνωστή η δικαιοσύνη του Θεού, το περιεχόμενο της δικαιοσύνης του. Καμιά βία, καμιά εκδικητικότητα, καμιά απαίτηση ικανοποίησης δεν υπάρχει στον πατέρα, αλλά διατρανώνεται η αγάπη και η καλοσύνη του.

Κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο, «το έλεος αντιπαρατίθεται στη δικαιοκρισία. Η δικαιοκρισία είναι ισότητα στην οριζόντια κλίμακα, επειδή δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει και δεν κλίνει προς την μία πλευρά ως προς τα πρόσωπα. Το έλεος, από την άλλη, είναι μια θλίψη και μια συμπόνια που προκαλείται από την καλοσύνη…. Δεν τιμωρεί κάποιον που αξίζει το κακό, και σ’ αυτόν που αξίζει το καλό του δίνει διπλή μερίδα. Αν, λοιπόν, το έλεος ανήκει στη μερίδα της δικαιοσύνης, τότε η δικαιοκρισία ανήκει στη μερίδα της κακίας. Όπως δεν μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο χόρτα και φωτιά, έτσι έλεος και δικαιοκρισία δεν μπορούν να συγκατοικούν σε μια ψυχή»*. Ο πατέρας δέχεται τον νεώτερο γιο γιατί άλλη είναι η ουσία της δικαιοσύνης του. Το περιεχόμενό της είναι η αγάπη και το έλεος, που δεν χαρακτηρίζονται από καμιά βίαιη αντίδραση. Αν ήταν η δικαιοκρισία, θα έπρεπε να τον αποδιώξει, ή να τον δεχτεί ως υπηρέτη, καθώς είχε σπαταλήσει το μέρος της περιουσίας που του ανήκε. Κάτι τέτοιο άλλωστε ζήτησε και ο μεγαλύτερος γιος. Η κίνηση του πατέρα προς τον νεώτερο εμπεριέχει το άπειρο της αγάπης, ήγουν την αιωνιότητα, πέρα απ’ το σύμπαν της επιθυμίας, στο οποίο εκείνος κινείται.

Ο νεώτερος γιος φαντάζεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος, αφήνοντας πίσω τους κοινωνικούς, οικογενειακούς και θρησκευτικούς περιορισμούς, η επιθυμία του θα ανθοφορήσει, και η υπέροχη αθωότητά της θα αποδώσει τους καρπούς της. Παίρνοντας την περιουσία που του ανήκει, είναι ελεύθερος πλέον να πραγματοποιήσει τα μύχια όνειρά του, τις πιο κρυφές επιθυμίες του. Όμως διαψεύδεται. Μετά τη σπατάλη όλης της περιουσίας πέφτει στη χώρα όπου βρίσκεται λιμός, και ο ίδιος μετατρέπεται σε ζητιάνο. Στην παραβολή ο λιμός παίρνει τόσο πραγματικές διαστάσεις, η παρουσία του είναι τόσο καταθλιπτική, που μοιάζει να αποκτά σάρκα και οστά, ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο που τον συντρίβει, απείρως ισχυρότερο από τους ηθικούς, οικογενειακούς και κοινωνικούς φραγμούς που ο ίδιος με την πράξη του παραμέρισε. Καταντάει να βόσκει χοίρους για να ζήσει, και δεν του δίνουν ούτε από τα ξυλοκέρατα που τρώνε για να χορτάσει την πείνα του. Μέσα σε τούτη την κατάπτωση έρχεται στον εαυτό του: Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύονται άρτων, εγώ δε λιμώ ώδε απόλλυμαι. Εκείνη τη στιγμή είναι σαν να βγαίνει από την ονειροφαντασία του εαυτού του, και να αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ποιος πραγματικά είναι. Και βρίσκει πως είναι σε χειρότερη θέση και από τους υπηρέτες του πατέρα του. Έτσι υπερπηδά τα εμπόδια που ο ίδιος είχε υψώσει ανάμεσα σ’ εκείνον και τον πατέρα, και επιστρέφοντας στο πατρικό σπίτι πέφτει στα πόδια του, ζητώντας να τον δεχτεί ως υπηρέτη και όχι σαν γιο του. ΄Ερχεται στον εαυτό του όταν έχει χάσει τα πάντα, όταν συντετριμμένος κατανοεί τι σημαίνει απογύμνωση. Η ανέχεια και η ένδεια τον πονούν, αλλά τον συνεφέρνουν από τις θολές επιθυμίες του. Ωστόσο ο νεώτερος γιος ακολουθεί μια τροχιά που δεν θα μπορούσε να αποφύγει. Το τίμημα της αυταπάτης που εκφράζεται μέσω των επιθυμιών, οι οποίες σχεδόν πάντοτε είναι αλλότριες, προέρχονται από αλλού, από τρίτους ή από το περιβάλλον κάθε εποχής, πρέπει να πληρωθεί, ώστε να αγγίξει τον πραγματικό εαυτό του, πέρα απ’ ό,τι προηγουμένως νόμιζε ως εαυτό. Διότι η απαίτηση να του δοθεί το μερίδιό του στην περιουσία δεν ήταν παρά αποτέλεσμα μιας επιθυμίας κατά το μάλλον ή ήττον θολής, ή και δανεισμένης. Εδώ τίθεται το ζήτημα της ελευθερίας. ΄Αραγε αν ο νεώτερος γιος κατάφερνε να επιβιώσει στην ξένη χώρα και να επιτύχει, αν ήταν τόσο «ώριμος» ώστε να «διαχειριστεί επιτυχώς την ελευθερία του», θα είχε δικαιωθεί και θα ήταν πραγματικά ελεύθερος; ΄Η θα περνούσε τη ζωή του μέσα στον ύπνο και το θάνατο, δηλαδή μέσα στο μύθο του εαυτού του;

Πώς θα βρούμε τον δρόμο προς τον πραγματικό εαυτό μας, και θα ελευθερωθούμε απ’ την ψευδαίσθηση της ελευθερίας μας; Τούτο δεν μπορεί να συμβεί αν δεν συντελεστεί μέσα μας μια επανάσταση, μια στροφή προς τα βάθη της ύπαρξης. ΄Ετσι αρχίζουν οι ωδίνες του τοκετού του πραγματικού μας εαυτού.

Ο πατέρας δεν κρατά κανένα δικαίωμα για τον εαυτό του. Όταν ο μικρότερος ζητά το μερίδιο της περιουσίας, του το δίνει χωρίς αντίρρηση. Μόλις τον βλέπει να έρχεται από μακριά, τα σπλάχνα του συγκινούνται και τρέχει να τον υποδεχτεί και να τον αγκαλιάσει, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη συγγνώμη του. Αυτό που δονεί τα πατρικά του σπλάχνα είναι ότι ο γιος του είναι ζωντανός. Αρκεί που τον βλέπει ζωντανό χωρίς να απαιτεί καμιά μετάνοια από μέρους του, ούτε η στάση του αποτελεί επιβράβευση της μετάνοιάς του. Αντιθέτως την αγνοεί. Πουθενά εδώ δεν υπεισέρχεται το στοιχείο της αμαρτίας. Η αμαρτία υπάρχει στη συνείδηση του γιου, αλλά ο πατέρας δεν την συμμερίζεται, μήτε την επικυρώνει. Ο γιος χρειάζεται τη μετάνοια. Χωρίς τη μετάνοια, την στροφή του νου προς τον πατέρα, δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι. Δεν είναι η μεταμέλεια για τις κακές πράξεις του, αλλά η μετάνοια που τον σώζει. Αν μεταμελούνταν χωρίς να μετανοήσει οι τύψεις και οι ενοχές δεν θα τον άφηναν να γυρίσει πίσω. Όμως έρχεται στον εαυτό του και σκέφτεται πως και οι δούλοι του πατέρα του περνούν καλύτερα απ’ αυτόν. Τον πατέρα τον ενδιαφέρει ότι ο γιος του είναι ζωντανός. Η πατρική στοργή ξεπερνά ακόμη και την προηγούμενη τάξη των πραγμάτων.

Καθώς όλοι προσπαθούν να καλύψουν τις αδυναμίες τους, ή να τις εξαλείψουν, εμείς ακολουθούμε την αντίθετη κίνηση. Στον Θεό δεν παραδίδουμε τη δύναμή μας, αλλά την αδυναμία μας. Στον Θεό παραδινόμαστε με όλη την αδυναμία μας, όταν πια έχουμε παραιτηθεί από τα πάντα, και η παραίτηση συμβαδίζει με τον πόθο μας για τον Θεό. Η πίστη κατ’ ουσίαν δεν εξαρτάται απ’ την θεολογία. Όλοι είμαστε ίσοι έναντι της πίστεως, δηλαδή απ’ τον καθένα εξαρτάται η σχέση που δημιουργεί με την πίστη.

Στο χώρο της επιθυμίας κινείται και ο πρωτότοκος γιος. Περιμένει να ανταμειφθεί από τις υπηρεσίες που πρόσφερε. Υπήρξε υπάκουος και εργατικός. Δούλευε πάντα αδιαμαρτύρητα, χωρίς να εγείρει καμιά απαίτηση. Δεν ζήτησε ποτέ κάτι για τον εαυτό του, αλλά δεν κατάλαβε και τον πατέρα. Δεν κατάλαβε εκείνο το, τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σά εστιν. Σκανδαλίζεται, διαμαρτύρεται και μεμψιμοιρεί. Είναι ο άνθρωπος του καθήκοντος, εκείνος που υπάκουσε στις εντολές πιστεύοντας ότι έτσι εξαντλεί το πλήρωμα της αγάπης του πατέρα. Η σχέση του με τον πατέρα έχει έναν οιωνεί δικανικό χαρακτήρα στη συνείδησή του, και γι’ αυτό εξανίσταται. Περιμένει ανταπόδοση. Η «αρετή» του αμφισβητεί την αγάπη του πατέρα. Δεν του έδωσε ποτέ τίποτα, ούτε ένα κατσικάκι να γευτεί με τους φίλους του. Η επιθυμία του αφυπνίζεται όταν ο πατέρας αγκαλιάζει τον άσωτο αδερφό του. Κατά κάποιον τρόπο ο άσωτος μεταβιβάζει στον μεγαλύτερο την δική του επιθυμία, όταν ζήτησε την περιουσία που του ανήκε, μόνο που στον μεγαλύτερο εκδηλώνεται με άλλον τρόπο. Πόσο διαφορετικά θα ήταν αν εν «αφελότητι καρδίας» έπαιρνε κι εκείνος μέρος στο συμπόσιο, χωρίς ίχνος φθόνου στην καρδιά και τον λογισμό του. Βέβαια η παραβολή μας αφήνει ελεύθερους να τοποθετηθούμε και να κρίνουμε. Δεν μας λέει τι συνέβη κατόπιν.

Η δικαιοσύνη του Θεού έγκειται στην αποδοχή του ασώτου, ο οποίος εν συντριβή καρδίας επανέρχεται στον οίκο του Πατρός. Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Και ο πατέρας απαντά: Ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη. Ο πατέρας αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση του κατακρημνισμένου από το βάθρο της κενοδοξίας νεότερου γιου. Ο άσωτος γεύεται την ευσπλαχνία του πατέρα, ενώ ο μεγαλύτερος τον βλέπει σαν δυνάστη. Στα μάτια του είναι άδικος και αυταρχικός, προβάλλοντας επάνω του την δική του εσωτερική κατάσταση. Δεν αισθάνεται ότι η αγάπη δεν είναι απλώς καρπός της τήρησης των εντολών.

Ο νεώτερος γιος θυμίζει το απολωλός πρόβατο που προηγείται της παραβολής του ασώτου. Τις άνθρωπος εξ υμών έχων εκατόν πρόβατα, και απολέσας εν εξ αυτών, ου καταλείπει τα ενενήκοντα εννέα εν τη ερήμω και πορεύεται επί το απολωλός έως εύρη αυτό; Και ευρών επιτίθησιν επί του ώμου αυτού χαίρων, και ελθών εις τον οίκον συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονας λέγων αυτοίς· συγχαρήτε μοι ότι εύρον το πρόβατόν μου το απολωλός (Λουκ. 15, 4-7). Ποιος ποιμένας δεν θα άφηνε τα ενενήντα εννέα πρόβατά του για να αναζητήσει το ένα που έχει απολεσθεί; Η στάση αυτή βρίσκεται στον αντίποδα των λόγων του Καϊάφα, στο συνέδριο των αρχιερέων και Φαρισαίων όπου σχεδίαζαν την θανάτωση του Ιησού. Υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται. (Ιω. 11, 50-51). Τα λόγια του Καϊάφα παραπέμπουν ευθέως στη διαδικασία του αποδιοπομπαίου τράγου ή του εξιλαστήριου θύματος, κάτι που ο Ιησούς παντού και πάντοτε αποδοκιμάζει. Ο Χριστός, ως αθώο θύμα, ως ο μόνος αναμάρτητος, μεταμορφώνεται από αποδιοπομπαίο τράγο σε αμνό του Θεού. Ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου.

* Α΄, Λόγος ΝΗ.

 

 

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Επίγνωση” Ιαν. – Μάρ. 2010, τ. 111)

 

 

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: antifono.gr [1])

Κοινοποίηση:
[2] [3]