- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Η ανάγνωση των ευχών της Θ. Λειτουργίας (Αρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης)

Εἰς προσφάτως ἐκδοθὲν βιβλίον[1] [1] γίνεται ἐκτενὴς ἀναφορὰ εἰς τὸν τρόπον, κατὰ τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀναγινώσκωνται οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας, καί, ἐπειδὴ κατ’ ἐπανάληψιν ἀναφέρεται ἐκεῖ τὸ ὄνομά μου, αἰσθάνομαι τὴν ὑποχρέωσι νὰ δώσω κάποιες ἀπαντήσεις. Ἐξ ἄλλου ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, δὲν συνιστᾶ παρωνυχίδα, ἀλλ’ «ἔκφρασι τῆς θεολογίας τῆς λατρείας», ὡς ἀνέφερε προσφάτως πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος τῆς Λειτουργικῆς, ἤ, ὡς γράφει ὁ αἰδεσιμολογιώτατος συγγραφεὺς τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου, (εἰς τὸ ἑξῆς ὁ π.), τὸ θέμα αὐτὸ «ἀποτελεῖ κλειδὶ τῆς ἐκκλησιολογικῆς μας κατανοήσεως»[2] [2], ἐφ’ ὅσον «πᾶσι τοῖς ὑπὸ τοῦ ἱερέως διὰ πάσης τῆς τελετῆς πραττομένοις, ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος σημαίνεται»[3] [3].

Ἀναφερόμενος εἰς τὴν ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν, ὁ π. ἀναδημοσιεύει ἐν πολλοῖς σχετικὰ ἄρθρα τοῦ περιοδικοῦ «Σύναξη» καὶ ἄλλων συγχρόνων μελετητῶν τοῦ θέματος, καὶ προσπαθεῖ νὰ ὑπερασπισθῇ τὴν «εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ» ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν. Κατανοῶν, ὅμως, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις δὲν ὑπαγορεύεται ὑπὸ τῶν προσωπικῶν ἑκάστου ἐκτιμήσεων, καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία ἐκφράζεται διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων, προσπαθεῖ νὰ εὕρῃ πατερικὰ ἐρείσματα διὰ νὰ στηρίξῃ τὶς ἀπόψεις του.

Κατ’ ἀρχάς, ὁ ἀναγνώστης ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀναφορῶν τοῦ π. εἰς τοὺς Πατέρας. Ὅμως, μετ’ ὀλίγον οἱ ἐντυπώσεις ἀλλάζουν. Ὁ π. χρησιμοποιεῖ πατερικὰ κείμενα, ὄχι ὅμως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς τὴν τάξι τῆς λατρείας, ἀλλὰ ἐκεῖνα ὁποὺ γενικῶς ἀναφέρονται εἰς τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀσφαλῶς, οὐδεὶς ἀντιλέγει ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι ὑψηλῆς ἐμπνεύσεως, ἀλλὰ δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον, τόσον αὐτὰ ὅσον καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, χρήζουν ἑρμηνείας ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων Αὐτῆς, ὥστε νὰ καταφανῇ πῶς ἡ Θεολογία ἐκφράζεται εἰς αὐτὴν ἢ τὴν ἄλλην περίστασιν, εἰ δ’ ἄλλως, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐξομοιούμεθα πρὸς τὴν Προτεσταντικὴ περὶ τῆς Θεολογίας ἀντίληψι, φιλοσοφοῦντες μᾶλλον καὶ ὄχι θεολογοῦντες. Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ περὶ «βασιλείου ἱερατεύματος» διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου[4] [4] ἔχει ἀνάγκη τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας, ἵνα μή, ὑπὸ τῶν ἀφελῶν διαστρεβλουμένη, ὁδηγήσῃ τοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὸν Προτεσταντισμό. Καθὼς ἐπίσης, ἡ περὶ «δημιουργικοῦ λόγου» διδαχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου[5] [5], ἔχει ἀνάγκη τῆς ἐξηγήσεως τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, διὰ νὰ μὴ ὁδηγηθοῦμε εἰς τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό.

Ἄλλωστε, διὰ τὴν προσέγγισι τῶν θεμελιακῶν κειμένων, ὄχι μόνον τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν θύραθεν, ἔχομεν ἀνάγκη τοῦ αὐθεντικοῦ ἑρμηνευτοῦ. Ἕνα Σύνταγμα λ.χ., διὰ νὰ τεθῇ εἰς ἐφαρμογήν, ἔχει ἀνάγκη μιᾶς νομοθεσίας, ἡ ὁποία θὰ συνοδεύεται ὑπὸ σχετικῶν διατάξεων, μιᾶς ὁλοκλήρου ἑρμηνευτικῆς νομολογίας, ὅπου καὶ θὰ ἀποδεικνύεται πῶς ἀκριβῶς ἐφαρμόζεται τὸ Σύνταγμα εἰς αὐτὴν ἢ τὴν ἄλλην περίπτωσιν. Ἔτσι λοιπὸν, καὶ εἰς τὴν περίπτωσι τῆς θεολογίας, οἱ ἅγιοι Πατέρες, διὰ τῶν λειτουργιολογικῶν ἔργων αὐτῶν, ὑπέδειξαν ποία εἶναι ἡ ὀρθόδοξος ἔκφρασις τῆς θεολογίας εἰς κάθε μία πρᾶξι τῆς λατρευτικῆς τάξεως, καὶ μάλιστα οἱ μεταγενέστεροι ἑρμηνεύουν αὐθεντικῶς ὅ,τι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων παρελήφθη ὡς αὐτονόητον, διὰ νὰ μὴ ἐμπίπτωμεν εἰς καινοτομίας, ὁποὺ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξο ἔκφρασι τῆς πίστεως.

Κατόπιν αὐτῶν, φρονῶ ὅτι ὁ π. οὐδὲν προσφέρει διὰ τῆς παρουσιάσεως τόσων πατερικῶν κειμένων, διότι αὐτά, ἀφ’ ἑνὸς μὲν δὲν ἀναφέρονται εἰς τὸν τρόπον ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας καὶ συνεπῶς χρήζουν ἑρμηνείας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν κείμενα ἀναφερόμενα εἰς τὸν τρόπον ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν αὐτῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν τὰ κείμενα τῆς γενικῆς αὐτῆς δογματικῆς θεολογίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφέρονται οἱ παραπομπαὶ τοῦ π., μᾶς διδάσκουν σαφῶς ὅτι οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας ἀναγινώσκονται «μυστικῶς», δηλαδὴ ὄχι εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ[6] [6].

Εἰς τὸ κείμενόν του ὁ π., ἐκτὸς τῶν πατερικῶν ἀναφορῶν, παραπέμπει συχνὰ καὶ εἰς κάποια προβλήματα τῆς λειτουργικῆς πρακτικῆς, καί, μὲ τὸ δεδομένον μιᾶς ὑποθέσεως ἀναποδείκτου καὶ ἀτεκμηριώτου, προσπαθεῖ νὰ οἰκοδομήσῃ ὁλόκληρον θεωρία. Ἐπὶ παραδείγματι, εἰς τὴν μία πρότασι παρουσιάζει κάποιαν ὑπόθεσιν, ὅτι δῆθεν ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν ἐπεβλήθη διὰ λόγους τεχνικούς, ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ ἰσχνόφωνοι ἱερεῖς δὲν ἠμποροῦσαν νὰ γίνουν ἀκουστοί, κ.τ.λ. Εἰς τὴν ἑπομένη πρότασιν, ἡ ὑπόθεσις αὐτή, εὐθὺς ἀμέσως ἄνευ ἄλλης ἀποδείξεως, μεταβάλλεται εἰς ἐπιστημονικὴ θέσιν, ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζεται ἤδη τὸ ἓν σκέλος τῶν ἐπιχειρημάτων του.

Ἀκόμη καὶ ἡ στάσις τοῦ ἱερέως ἐντὸς ἢ ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος καθορίζει, διὰ τεχνικοὺς πάντοτε λόγους, τὸν τρόπον ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, γράφει ὁ π.[7] [7], καὶ φέρει ὡς παράδειγμα τὶς εὐχὲς τοῦ (ἑξαψάλμου τοῦ) ὄρθρου. Δυστυχῶς ὅμως, ὡς φαίνεται, ὁ π. ἀγνοεῖ τὴν τάξι καὶ διὰ τοῦτο ὁδηγεῖται εἰς συμπεράσματα ἄτοπα. Οἱ εὐχὲς τοῦ ὄρθρου ἀναγινώσκονται ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος μόνον ἕως τοῦ τρίτου ψαλμοῦ τοῦ ἑξαψάλμου, δηλαδὴ ἕξ περίπου εὐχές, οἱ δὲ ὑπόλοιπες ἀναγινώσκονται ἐκτὸς τοῦ βήματος, ὅλες ὅμως ἀναγινώσκονται μυστικῶς, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἐνισχύει τὴν ἡμετέραν ἄποψιν ὅτι ὁ π., δι’ ἀναποδείκτων ὑποθέσεων, προχωρεῖ εἰς ἄτοπα συμπεράσματα, ἀσφαλῶς ὄχι λόγῳ κακῆς προθέσεως, ἀλλὰ λόγῳ σχετικῆς ἀγνοίας τοῦ συγκεκριμένου θέματος.

Ἀκόμη καὶ ἡ ἱστορικὴ προέλευσις τῶν εὐχῶν αὐτῶν φανερώνει ὅτι ἀνεγινώσκοντο μυστικῶς, ἐφ’ ὅσον προέρχονται ἐκ τοῦ ἀσματικοῦ λεγομένου Τυπικοῦ, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖον μεταξὺ τῶν ἀντιφώνων παρεμβάλοντο μικραὶ συναπταὶ μετὰ τῶν εὐχῶν καὶ ἐκφωνήσεων, κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης[8] [8]. Δηλαδή, «ἐν ὅσῳ δὲ τῶν αἰτήσεων ὁ διάκονος ἐξηγεῖται … ὁ ἱερεὺς ἔνδον εὐχὴν ποιεῖται ἡσυχῇ καὶ καθ᾿ἑαυτόν … (καὶ) τὴν εὐχὴν τελέσας, τὴν αἰτιολογίαν ταύτην, ὅτι καὶ ἀκροτελεύτιος οὖσα καὶ δοξολογία ἐστίν, εἰς ἐπήκοον πάντων ἀναγινώσκει», ὅπως ἐξηγεῖ εἰς ἀνάλογον περίπτωσιν ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας[9] [9].

Ἀλλὰ τὸ ἑπόμενο βῆμα τοῦ π. εἶναι ἔτι πλέον αὐθαίρετον. Ὑποστηρίζει ὅτι, ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν ὑπηγορεύθη ἀπὸ πρακτικοὺς λόγους, οἱ δὲ θεωρητικοὶ λόγοι, δηλαδὴ ἡ θεολογία τῶν Πατέρων περὶ τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, «ἐκ τῶν ὑστέρων ἔρχονται νὰ δικαιώσουν τὰ γενόμενα»[10] [10]. Δηλαδὴ ὅ,τι ὑποστηρίζουν κάποιοι «ἀδιάβαστοι» εἰς τὴν περίπτωσι τοῦ Σχίσματος, λέγοντες ὅτι τοῦτο εἶναι καρπὸς προσωπικῶν, κοινωνικῶν καὶ πολιτιστικῶν συνθηκῶν, ἡ δὲ θεολογία περὶ τῶν καινοφανῶν καὶ αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῶν Λατίνων εἶναι μεταγενέστερον ἐφεύρημα τῶν Ἁγίων Πατέρων, πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἤδη δημιουργηθείσης καταστάσεως.

Ἐν ὀλίγοις, οἱ Πατέρες συκοφαντοῦνται, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ὡς ἀνέντιμοι, ἐφ’ ὅσον μὲ θεωρίας, ὁποὺ συνέθεσαν, ἔρχονται ὄχι νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας, ὅπως οἱ ἴδιοι διατείνονται, ἀλλὰ σπεύδουν νὰ καλύψουν θεωρητικῶς τὶς ἤδη δημιουργημένες καταστάσεις. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ ἴσως νὰ ἀπαντᾶται εἰς κάποιους ἐξ ἡμῶν, ὄχι ὅμως καὶ εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας, διότι αὐτοὶ «οὐκ εἰσι εὐτελεῖς, ὥσπερ εἰσὶν ἔνδοξοι, οὔτε δὲ ἐλάχιστοι, καθώς εἰσιν ἔντιμοι, οὔτε πάλιν ἀμαθεῖς, διδάσκαλοι δέ εἰσι πάντων, διδάσκαλοι δέ εἰσι πάντων τῶν ἀνθρώπων ἔργοις ἀγαθοῖς· αὐτοὶ γὰρ διδάσκονται ἐξ ἰδίου Δεσπότου … Τέλειοι ὑπάρχουσι, πλήρεις δικαιοσύνης …»[11] [11].

«Τὰ τελούμενα … γίνεται μὲν ἕκαστον τῆς χρείας ἕνεκα τῆς ἐπισταμένης, σημαίνει δὲ καί τι τῶν τοῦ Χριστοῦ ἔργων ἢ πράξεων ἢ παθῶν»[12] [12], (ὅπως τὰ ἐνδύματα μᾶς σκεπάζουν καὶ μᾶς θερμαίνουν ταυτοχρόνως), καὶ δὲν ἐπενοήθησαν «ἐκ τῶν ὑστέρων γιὰ νὰ δικαιώσουν τὰ γενόμενα», ὅπως γράφει ὁ π. Μάλιστα, «εἰσὶ καὶ τῶν τελουμένων ἔνια χρείαν μὲν οὐδεμίαν πληροῦντα, σημασίας δέ τινος ἕνεκα μόνον τελούμενα», ἐνῶ ὅλως ἰδιαιτέρως «τὰ ἐν τῇ τελετῇ τῶν δώρων γινόμενα εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίαν ἀναφέρεται πάντα»[13] [13].

«Ἡ προσπάθεια νὰ ἀποσιωπηθοῦν οἱ εὐχὲς ὁδηγεῖ σὲ κακοποίησι τῆς δομῆς τῆς θείας Λειτουργίας … εἰδικὰ ὅταν δὲν ὑπάρχει διάκονος»[14] [14], γράφει ὁ π. Ἑπομένως ἡ δυσκολία ἀρχίζει νὰ δημιουργῆται ἐκ τῆς ἀπουσίας τοῦ διακόνου, δηλαδὴ ἐκ τοῦ συγχρόνου φαινομένου τῆς παρουσίας εἰς ἕνα ἐνοριακὸ ναὸ δύο ἢ πέντε ἢ ἓξ ἱερέων, συνήθως μετὰ προϊσταμένου φέροντος τὸ ὀφφίκιον τοῦ ἀρχιμανδρίτου, ἀλλ’ οὐδενὸς διακόνου.

Ἀσφαλῶς ἡ συμμετοχὴ τοῦ διακόνου εἰς τὴν θείαν Λειτουργία διευκολύνει τὴν «μυστικὴν» ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν, ἐφ’ ὅσον, «ἐν ὅσῳ τῶν αἰτήσεων ὁ διάκονος ἐξηγεῖται», (προφανῶς διὰ φωνῆς λαμπρᾶς ἐξακουομένης ὑπὸ τοῦ λαοῦ), «καὶ ὁ ἱερὸς λαὸς εὔχεται, ὁ ἱερεὺς ἔνδον εὐχὴν ποιεῖται ἡσυχῇ καὶ καθ᾿ἑαυτόν…», (δηλαδὴ μυστικῶς). Καὶ «τὴν εὐχὴν τελέσας», (δίχως νὰ τὴν ἀκούῃ ὁ λαός), «τὴν αἰτιολογίαν ταύτην, ὅτι καὶ ἀκροτελεύτιος οὖσα καὶ δοξολογία ἐστίν, εἰς ἐπήκοον πάντων ἀναγινώσκει, ἵνα τοῦ ὕμνου κοινωνοὺς ἅπαντας λάβῃ, καὶ ὑπὸ πάσης τῆς ἐκκλησίας ὁ Θεὸς ὑμνηθῇ. Καὶ τοίνυν ἀκούοντες κοινωνοῦσιν αὐτῷ τοῦ ὕμνου. Εἰπόντος γὰρ ἐκείνου καὶ δοξολογήσαντος, οἱ πιστοὶ πάντες τὸ “ἀμὴν” ἐπιλέγουσι», (ὄχι ἐπειδὴ ἤκουσαν τὴν εὐχήν, ἀλλὰ μόνον τὴν δοξολογικὴ κατάληξί της). «Καὶ τοῦτο τὸ ρῆμα βοήσαντες οἰκειοῦνται πάσας τὰς ἐκείνου φωνάς», (τὰς ὁποῖας δὲν ἤκουσαν, ἐπειδὴ ἀνεγνώσθησαν μυστικῶς), ὅπως εὐκρινῶς καὶ κατ’ ἐπανάληψιν σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας[15] [15].

Ὅμως, ὡς θεραπεία τῆς δυσχερείας ἐκ τῆς ἀπουσίας τοῦ διακόνου, δὲν προβλέπεται, ὑπὸ τοῦ π., ἡ μέριμνα ὅπως παρίσταται διάκονος, κατὰ τὴν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ κάλυψις τοῦ χρόνου διὰ τῆς καινοφανοῦς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ … Καίτοι ὀλίγον ἀνωτέρω εἰς τὸ βιβλίον του, εἰς τὴν περίπτωσι τῆς «συμψαλμωδίας», ἀκολουθῶν ὁ π. ἀντίθετον λογικήν, ὑποστηρίζει ἐνθέρμως καὶ ἀνυπερθέτως τὴν «παρουσία ὑπευθύνου καὶ καταλλήλου ψάλτου», ἀνταξία «τῆς πολιτισμικῆς ἀνόδου ποὺ ἔχει φθάσει καὶ στὸ πιὸ μικρὸ χωριὸ τῆς πατρίδος μας»[16] [16].

Ἀναντιρρήτως ἡ ψαλμωδία καταλαμβάνει σημαντικὴν θέσιν εἰς τὴν λατρείαν, κάτι τὸ ὁποῖον ἦταν γνωστὸ καὶ εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας, οἱ ὁποῖοι συνέγραψαν λειτουργιολογικὰ ἔργα. Ὁ π., ὑπερεξαίροντας ἴσως τὸν ρόλο τῆς μουσικῆς κατὰ τὴν τέλεσι τῆς θείας Λειτουργίας, ὑποθέτει ὅτι, ὁ εἰς τὸν ἱερέα ἀναφερόμενος ὅρος «ἐκφώνως» εἶναι «ἕνα εἶδος μουσικοῦ ὅρου»[17] [17]. Ὅμως οἱ Πατέρες καὶ ἐν προκειμένῳ εἶναι σαφεῖς.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας συχνὰ ἀποδίδει τὸν ὅρον «ἐκφώνως» διὰ τῶν ὅρων: «“εἰς ἐπήκοον πάντων ἀναγινώσκει”, “βοήσας”, “εἰς ἐπήκοον πάντων εἰπών”, …»[18] [18], ἐνῶ ἀναφερόμενος εἰς τὴν ψαλμῳδία σημειώνει: «“τῶν ἱερῶν ψαλμῳδιῶν ἀπάρχεται”, “ἐν ὅσῳ ἡ ψαλμῳδία ἐτελεῖτο”, “ἧς (ψαλμῳδίας) ᾀδομένης τὸ Εὐαγγέλιον εἰσάγεται”, …»[19] [19]. Κάποτε μάλιστα, εἰς τὴν αὐτὴν πρότασιν, ἐναργέστατα, ἀντιδιαστέλλει τὴν ἐκφώνησι τῆς μουσικῆς ἀπαγγελίας: «Καὶ ταύτην τὴν αἰτιολογίαν ὡς δοξολογίαν οὖσαν βοήσας (ὁ ἱερεύς) … αὖθις τῶν ψαλμῳδιῶν ἄρχεται καὶ οἱ πιστοὶ συμπληροῦσιν»[20] [20].

Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἀναφερόμενος εἰς τὴν περίπτωσι τοῦ ἐφυμνίου τοῦ κοντακίου, τὸ ὁποῖον ἀπαγγέλλεται ὑπὸ τοῦ ψάλτου παραπλησίως πρὸς τὸν τρόπον ἀπαγγελίας τῶν ἐκφωνήσεων τοῦ ἱερέως, σημειώνει: «ἐν μικρῷ μελῳδήματι»[21] [21], καὶ ἔτσι τὸ διαστέλλει εὐκρινῶς τῆς φράσεως: «εἰς ἐπήκοον ἐκφωνεῖ»[22] [22], τὴν ὁποίαν χρησιμοποιεῖ διὰ τὶς ἱερατικὲς ἐκφωνήσεις τῶν «μυστικῶς … καὶ ἐν σιγῇ … (καὶ) μετὰ σιγῆς»[23] [23] ἀναγνωσθέντων εὐχῶν.

Οἱ εὐχὲς δὲν εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ «ἐν ὅσῳ ἡ ψαλμῳδία ἐτελεῖτο», ὁ ἱερεὺς «ἐφ’ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἐποιήσατο (τὴν εὐχήν) …»[24] [24]. Μάλιστα, εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς θείας Εὐχαριστίας ἡ εὐχὴ ὀνομάζεται «τελεστικὴ» — (κάτι τὸ ὁποῖον βεβαίως ἐγνώριζεν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔσφαλεν, ὡς ἐνόμισεν ὁ π.[25] [25]) : «Καὶ αὐτὸς (ὁ ἱερεὺς) πρὸ τῆς τελεστικῆς εὐχῆς, καθ’ ἣν ἱερουργεῖ τὰ ἅγια, τὴν εὐχαριστίαν ταύτην ποιεῖται πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”. Καὶ πάντων συνθεμένων καὶ “Ἄξιον καὶ δίκαιον” ἀνειπόντων, αὐτὸς ἐφ’ ἑαυτοῦ τὴν εὐχαριστίαν προσφέρει τῷ Θεῷ … καὶ ἡ θυσία τελεῖται πᾶσα …»[26] [26], γνωρίζων καλῶς «τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι»[27] [27], κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειον, καὶ ἀναγινώσκειν «ἀνεκφωνήτως» τὰς «ἐπικλήσεις εἰς τὴν μετουσίωσιν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου», κατὰ τὸν ἅγιον Ἀθανάσιον τὸν Πάριον[28] [28], διότι «αὕτη ἡ τῆς ἱερωσύνης δύναμις, οὗτος ὁ ἱερεύς … Διὰ τοῦτο οὐδεμία τοῖς πιστοῖς περὶ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν δώρων ἀμφιβολία, οὐδὲ περὶ τῶν ἄλλων τελετῶν, εἰ κατὰ τὴν πρόθεσιν καὶ τὰς εὐχὰς τῶν ἱερέων ἀποτελοῦνται», κατὰ τὸν ἁγιον Νικόλαο τὸν Καβάσιλα[29] [29].

Κατόπιν πολλῶν περιπλανήσεων εἰς τὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ὁ π. ἀνακαλύπτει κάποιον ὑποστηρικτὴ τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας: αὐτὸς εἶναι ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης[30] [30]. Ὅμως ὁ π., ἀγνοῶν ἀσφαλῶς ποῖος ἦταν ὁ Νεόφυτος, τὸν ἐχρησιμοποίησεν ὡς συνήγορο, νομίζων ἀφελῶς ὅτι εἶναι κάποιος ἀπὸ τοὺς μακαρίους Κολλυβάδες, τοὺς γνωστοὺς ἐκείνους «ἐναρέτους ἄνδρας», οἱ ὁποῖοι «ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς ὤφθησαν … διατελοῦντες ἄσιτοι καθ’ ὅλην τὴν ἑβδομάδα καὶ οὕτω κοινωνοῦντες τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἐν ἑκάστῃ ἑβδομάδι …»[31] [31].

Ἀναμφιβόλως, ὁ ἐκ Πατρῶν Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης (†1784) εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος ἀνεμίχθη εἰς τὴν ἔριδα τῶν μνημοσύνων τὸ 1754. Ὅμως μετ’ ὀλίγον, τὸ 1760, ἔφυγεν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καί, ἐγκατασταθεὶς ἀπὸ τὸ 1768 εἰς τὴν Βλαχίαν, οὐδεμία πλέον σχέσιν εἶχε σχεδὸν πρὸς τὸν «Φιλοκαλισμόν», καὶ πρὸς τοὺς στερρῶς ἐχομένους τῶν πατρικῶν παραδόσεων ἁγίους Κολλυβάδας, Μακάριον τὸν Κορίνθου, Νικόδημον τὸν Ἁγιορείτην καὶ Ἀθανάσιον τὸν Πάριον, οἱ ὁποῖοι καὶ ὑπεραμύνθησαν διὰ «τὰς ἀνεκφωνήτους ἐπικλήσεις εἰς τὴν μετουσίωσιν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου»[32] [32], τῆς ἀείποτε αὐτῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία «μυστικῶς, καὶ οὐχὶ ἐκφώνως, ὡς τὰ Κυριακὰ λόγια, ἀναγινώσκουσα τὰς εὐχὰς» διετήρησε «τὴν σιωπημένην καὶ ἄγραφον καὶ μυστικὴν ταύτην παράδοσιν»[33] [33].

Ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, γνωστὸς διὰ τὶς σαφῶς αἱρετικὲς αὐτοῦ διδασκαλίες περὶ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν, τὶς ὁποῖες διετύπωσεν εἰς τὸ βιβλίον του «Ἐπιτομή»[34] [34], τὸ ὁποῖον ὡς συνήγορο χρησιμοποιεῖ ὁ π., ἔτυχε τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν Κολλυβάδων, ἐπειδὴ «ἀνεζωοποίησε» τὴν παλαιὰν αἵρεσι τοῦ Σικυδίτου, «ἥτις καὶ συνοδικῶς κατεκρίθη»[35] [35].

Μάλιστα, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ἔγραφε περὶ αὐτοῦ: «Οὐ μόνον ἐν τοῖς δογματικοῖς τούτοις ἰσχυρογνωμονῶν ὤφθη (ὁ Νεόφυτος), ἀλλὰ κἀν τῇ γραμματικῇ αὐτοῦ, ἣν ταῖς ξέναις παρενθήκαις καὶ ταῖς πάνυ περιτταῖς προσθήκαις εἰς τὸ ἄμετρον ἐξογκώσας καὶ συγκαλύψας τὰ χρήσιμα διὰ τῶν ἀχρήστων, ἀμετάπειστος ὤφθη τῇ σοφῇ τοῦ κυροῦ Εὐγενίου ἀξιώσει …»[36] [36]. Ἐπίσης: «Αὐτὸς (ὁ Νεόφυτος) ἑαυτὸν ἔβλαψεν, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἄλλους τῶν ἀπλουστέρων, δι’ ὧν κατέλιπεν ἐναντίων μὲν ὄντων τοῦ εὐσεβοῦς τῆς Ἐκκλησίας φρονήματος, τὴν συγκρότησιν δὲ δοκούντων ἔχειν ἔκ τε τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων, ὡς ἐποίουν πάλαι, καθὰ καὶ προείρηται, οἵ τε τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοὶ καὶ οἱ τούτων συνήγοροι»[37] [37].

Ἐπὶ πλέον, ὁ Νεόφυτος δὲν ἐδίστασε νὰ στραφῇ «κατὰ τοῦ Μάρκου ἐκείνου τοῦ προέδρου τῆς Ἐφέσου, ταὐτὸν εἰπεῖν τοῦ στύλου τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, τοῦ φωστῆρος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, τοῦ ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ τῆς ἀληθείας … κατὰ τοῦ θειοτάτου ἐκείνου διδασκάλου γλῶσσαν ἀκόλαστον καὶ ἀχάλινον ἐπαφῆκε …»[38] [38]. Ἀλλὰ καὶ «τὸν ὀρθοδοξώτατον καὶ τὰ πάντα ἄριστον Μελέτιον τὸν Πηγᾶν», διὰ πλαστογραφήσεως «Χριστεμπαιξίαν αὐτῷ ἐγκαλῶν, … ἀπόβλητον εἰς μαρτυρίαν καὶ βεβαίωσιν κρίνει»[39] [39]. «Ἀλλὰ μετὰ τὸν Πηγᾶν, καὶ Συμεὼν τὸν Θεσσαλονίκης ἀποῤῥαπίζει» ὁ Νεόφυτος, ὁ συνήγορος τοῦ π., «… μετὰ τοῦτον καὶ Δοσίθεον ἀποῤῥαπίζει τὸν Ἱεροσολύμων, καὶ Κορέσιον τὸν θεολογικώτατον, καὶ Μελέτιον τὸν Συρίγον»[40] [40]. Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, δι’ ὃ ὑπὸ τῶν Κολλυβάδων χαρεκτηρίσθη ὄχι ὡς «συνάδελφος», ἀλλὰ ὡς αἱρετικός, ὁ ὁποῖος κατέπεσεν «εἰς μέγαν βόθυνον»[41] [41], καὶ κατεκρίθη ὑπὸ τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως, τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη, τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου …

Τέλος ὁ π. ἀναγκάζεται νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι, ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν μαρτυρεῖται σαφῶς ὡς ἐπικρατοῦσα εἰς τὴν Ἐκκλησία, τὸ ὀλιγώτερον ἀπὸ τοῦ Ε΄αἰῶνος μέχρι τῶν ἡμερῶν μας[42] [42]. Δηλαδὴ ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν, καὶ ὑπὸ τῶν πολεμίων αὐτῆς, ἀναγνωρίζεται ὅτι εἶναι τὸ «ἔθος τὸ κεκρατηκὸς» εἰς τὴν Ἐκκλησία, τοὐλάχιστον κατὰ τὴν διάρκεια τῶν 3/4 τῆς ἱστορίας της! Εἶναι ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων αὐτῆς, τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς περιόδου τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν Σλαύων, τοῦ θεολογικωτάτου αἰῶνος τοῦ Ἡσυχασμοῦ, τῶν μαρτυρικῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας, τοῦ Φιλοκαλισμοῦ, κ.τ.λ. Ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν εἶναι ἡ τάξις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πανταχοῦ, πάντοτε καὶ ὑπὸ πάντων ἀνεγνωρίσθη, ἡ τάξις μὲ τὴν ὁποία λειτουργοῦν σήμερα ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἡ τάξις ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν λειτουργικὴν ὁμοιομορφία τῶν Ὀρθοδόξων, δηλαδὴ ἓν ἐκ τῶν πλέον οὐσιαστικῶν στοιχείων διὰ τὴν φανέρωσι τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας[43] [43].

Τόσον ἡ ἑτεροχρονικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν, ὅσον καὶ ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀπαγγελία τους, συνιστᾷ καινοτομία ἀντιστρατευομένη τὴν ἐπὶ 15 ὁλοκλήρους αἰῶνας — τοὐλάχιστον, κατὰ τὴν ἐκτίμησι τοῦ π. — παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Διερωτῶμαι: Ἄν, καθ’ ὑπόθεσιν, ἀπεφάσιζε σήμερα ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀθετήσῃ τὴν παράδοσιν αὐτήν, τί θὰ τὴν ἐμπόδιζε μετ’ ὀλίγον νὰ ἀθετήσῃ λ.χ. τὸν «Τρισάγιον Ὕμνον», ἐφ’ ὅσον καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι ἀρχαιότερος τοῦ Ε΄ αἰῶνος ; Ἢ τί θὰ τὴν ἐμπόδιζε νὰ ἀθετήσῃ τὴν προσκύνησι τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐφ’ ὅσον καὶ αὐτὴ διετυπώθη μετὰ τὸν Ε΄ αἰῶνα; Ἢ τί θὰ τὴν ἐμπόδιζε νὰ ἀλλοιώσῃ τὸ Εὐχολόγιον, ἐφ’ ὅσον πολλὰ ἐξ ὅσων ἀναγράφονται ἐκεῖ εἶναι νεώτερα τοῦ Ε΄ αἰῶνος; Ἢ τί θὰ τὴν ἐμπόδιζε νὰ προσθέσῃ νέες λειτουργίες, εἴτε δανειζομένη ἐκ τῶν αἱρέσεων, εἴτε ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς δῆθεν θεολογικῆς ἀκμῆς τῶν ἡμερῶν μας, — μία δικαιολογία, ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει ἀσφαλῶς εἰς τὸ αἴσθημα αὐταρεσκείας τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου …

Ἔτσι καὶ πάλιν ἐξασφαλίζεται εἰς τὸν τόπο μας μία νέα λατινικὴ κυριαρχία, ἀντίθετος τώρα ἐκείνης τὴν ὁποίαν ἐμάχετο ὁ Χῖος ἰατροφιλόσοφος καὶ θεολόγος Εὐστράτιος Ἀργέντης[44] [44], ἐφ’ ὅσον, μετὰ τὴν ἀναγνώρισι τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» ὑπὸ τοῦ Βατικανοῦ, προπαγανδίζεται πλέον, γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ[45] [45], ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἔντονος συμμετοχὴ τῶν λαϊκῶν εἰς τὴν τέλεσι τῆς Λειτουργίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ἔκτακτος ἀνθρωπαρέσκεια καὶ θεατρικότης τῶν κληρικῶν[46] [46]

Τὴν ἐπικρατήσασα καί, ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀναγνωρισθεῖσαν καὶ καταγραφεῖσαν ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξι τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν ὁμολογεῖ καὶ ὁ π., ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν τὴν ἀποδέχεται, ὡς δῆθεν πεπλανημένη. Καὶ πάλιν, κατὰ τὴν γνωστὴν μέθοδόν του, καταφεύγει εἰς μίαν τελείως αὐθαίρετον ὑπόθεσιν ὅτι, δηλαδή, ὅσοι Πατέρες ἔγραψαν περὶ τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, ἔπραξαν τοῦτο ὄχι ἐπειδὴ ἀνεγνώριζαν τὸν τρόπον αὐτὸν τῆς ἀναγνώσεως, ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν «τὸ ἔθος τὸ κεκρατηκός»[47] [47]. Δηλαδὴ, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ὡς μὴ ὤφειλε, μέμφεται τοὺς ἁγίους Πατέρας ὡς δειλοὺς καὶ ἀνεντίμους, οἱ ὁποῖοι ἐπλάνησαν τὴν Ἐκκλησίαν χάριν τῆς αὐταρεσκείας των.

Ἀτυχῶς ὁ π., ἀγνοῶν ὡς φαίνεται τὴν ἱστορία, καταλήγει εἰς συμπεράσματα τὰ ὁποῖα καὶ εἰς ἐρευνητὴν ἄσχετον πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Ἁγίων της, εἶναι ἀπαράδεκτα. Διότι λ.χ. ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, καὶ ὡς ἁπλοῦς ἄνθρωπος ἐξεταζόμενος, «τὶ θὰ εἶχε νὰ χάσῃ» μειώνοντας τὴν ἔννοια τῆς ἱερωσύνης καὶ ἐξυψώνοντας τὴν θέσι τῶν λαϊκῶν, ἀπευθυνόμενος εἰς τὸ πλῆρες «ζηλωτῶν» ἐκκλησίασμα τῆς Θεσσαλονίκης; Οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἐδέχθησαν ἁπλῶς τὸ ἔθος τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως «ὡς κεκρατηκός», ἂν καὶ τοῦτο θὰ ἦτο καθοριστικῆς σημασίας διὰ τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά, ὡς ἀναφέρει ὁ π. εἰς ἄλλο σημεῖον τῆς ἐργασίας του[48] [48], καὶ θεωρίαν ἀνέπτυξαν περὶ τῆς μυστικῆς αὐτῆς ἀναγνώσεως, διότι εἶχαν τὴν συνείδησιν ὅτι, ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἶναι «ἔκφρασις τῆς θεολογίας τῆς λατρείας».

Προκειμένου νὰ ἀντιστρατευθῇ τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν  ὁ π. ἐπικαλεῖται μαρτυρίες κάποιων συγχρόνων θεολόγων. Ἀσφαλῶς, σεβόμεθα τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ἀλλ’ ἀδυνατοῦμε νὰ θέσωμε τὶς ἀπόψεις των ὑπεράνω τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, καίτοι εἶναι λόγοι κατὰ κόσμον φιλοσοφημένοι, «κνήθοντες τὴν ἀκοήν»[49] [49], ἐπειδὴ συνετέθησαν «κατὰ τὴν παράδοσι τῶν ἀνθρώπων»[50] [50]. Δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀγροίκους, ἀρκεῖ:

1). Ἡ «Θεωρία» τοῦ ὁμολογητοῦ ἁγίου Γερμανοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (†733), περὶ «τῶν ὑποψιθυριζομένων εὐχῶν»[51] [51], ὅτι «ὁ ἱερεύς, (ὡς τύπος τοῦ Χριστοῦ) … ἀπαγγέλλων τῷ Θεῷ καὶ συλλαλῶν μόνος αὐτῷ … ὥς ποτε Μωσῆς, (ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην) … Καθὼς γὰρ ἐλάλησεν ὁ Θεὸς τῷ Μωσῇ ἀοράτως, καὶ ὁ Μωσῆς πρὸς τὸν Θεόν, οὕτω καὶ ὁ ἱερεύς …»[52] [52].

2). Ἡ «Ἑρμηνεία» τοῦ θεολόγου τῆς θείας Εὐχαριστίας ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα (†1391), ὅτι ὁ ἱερεύς, «τὸ τῆς εὐχῆς ἀκροτελεύτιον, ἣν ἐφ’ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἐποιήσατο εἰς ἐπήκοον πάντων βοήσας … καὶ δοξολογήσας, καὶ αὐτοὺς (τοὺς πιστοὺς) λαβὼν τῆς δοξολογίας κοινωνούς», «ἔνδον τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἐφ’ ἑαυτοῦ, μηδενὸς ἀκούοντος, καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ἀποτεινόμενος εὔχεται», διότι «αὕτη τῆς ἱερωσύνης ἡ δύναμις, οὗτος ὁ ἱερεύς»[53] [53].

3). Οἱ «Ἀποκρίσεις» τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (†1429), ὅτι, «ὁ δεύτερος τῶν ἱερέων … ἔξωθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος εἰς ἐπήκοον ἐκφωνεῖ … ὅμως καὶ ὁ ἀρχιερεύς ταύτην (τὴν εὐχὴν) ἔνδον μυστικῶς πρὸς τὸν Θεὸν ἀναφέρει»[54] [54].

4). Τὸ «Πηδάλιον» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (†1809), ὅτι, «ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας ἀείποτε μυστικῶς, καὶ οὐχὶ ἐκφώνως ὡς τὰ Κυριακὰ λόγια, ἀναγινώσκουσα τὰς εὐχὰς ταύτας, τὴν σιωπημένην καὶ ἄγραφον καὶ μυστικὴν ταύτην παράδοσιν αἰνίττεται»[55] [55].

5). Ἡ «Ἐξήγησις» τοῦ στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγίου Μάρκου μητροπολίτου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ (†1444), ὅτι, «αἱ τοῦ ἱερέως ἐκφωνήσεις … τὰ μὲν οὖν αἰτήματα κοινῇ σὺν τοῖς ἄλλοις ἢ μόνος ὑπὲρ τῶν ἄλλων ἐκείνων ᾀδόντων εἴωθεν ἐκτελεῖν»[56] [56], (δηλαδή, εὔχεται ὁ ἱερεὺς «δι’ ἐκείνους τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι τότε ψάλλουσιν»[57] [57], ἑρμηνεύει ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων), «ἐπὶ δὲ τοῖς ἀκροτελευτίοις αὐτὸς ἀνακρούεται μόνος μεγάλῃ φωνῇ, πρὸς Θεὸν μὲν ἀποτεινόμενος, εἰς ὃν δήπου καὶ ἡ εὐχή, διδάσκων δὲ ἡμᾶς τὰς αἰτίας, ἐξ ὧν ἀκουσθῆναι μέλλομεν … Ἀπόκρισιν οὖν τινα θείαν εἰκονίζει τοῖς αἰτουμένοις ἡ τοῦ ἱερέως φωνή, καὶ πληροφορίαν ἐμβάλλει ταῖς τῶν νοούντων ψυχαῖς, ἅμα δὲ καὶ κοινωνεῖ τρόπον τινὰ τῶν ἡμετέρων ᾠδῶν, δι’ ὧν ἐκφωνεῖ· καὶ ἡμεῖς αὖθις αὐτῷ τῶν εὐχῶν, ἐν οἷς ὑπέχομεν ἐκφωνοῦντι τὰ ὦτα σιγῇ, καὶ προσεπιφωνοῦμέν γε τό, Ἀμήν»[58] [58], (δηλαδή, «κοινωνεῖ τρόπον τινὰ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν ὁ ἱερεὺς τῶν ᾡδῶν καὶ δεήσεων ἡμῶν διὰ τῆς ἐκφωνήσεως, καὶ ἡμεῖς ὁμοίως κοινωνοῦμεν τῶν εὐχῶν αὐτοῦ διδόντες ἀκρόασιν μὲ σιγὴν εἰς τὰς ἐκφωνήσεις, καὶ προσεπιφωνοῦντες καὶ ἡμεῖς κἀν τό, Ἀμήν»[59] [59], ἑρμηνεύει ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων).

 

 

____________________________

[1] [60] «Τὸ ξεχασμένο Μυστήριο. (Ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες τοῦ ἁγίου Χρίσματος)», ἔκδ. «Γρηγόρη», Ἀθῆναι 2003.

[2] [61] «Τὸ ξεχασμένο Μυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 134.

[3] [62] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν», ἔκδ. «SourcesChretiennes», Παρίσι 1967, τ. 4, σ. 60.

[4] [63]Πρβλ. Α΄Πέτρ. β΄, 5.

[5] [64]ἉγίουἸωάννουΧρυσοστόμου, P.G. 49, 380

[6] [65]Πρβλ. ἐκτενὲςἄρθρονὑπὸτὸντίτλον: «ἩἀνάγνωσιςτῶνεὐχῶντῆςθείαςΛειτουργίας», (περιοδ. «Θεοδρομία», ἔτ. Δ´, τ. 1-3, Ἰαν.-Σεπτ. 2002, Θεσσ/κη, σ. 156-200).

[7] [66] «Τὸξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 142.

[8] [67] Ἁγίου Συμεὼν Θεσσ/κης, P.G. 155, 636-642.

[9] [68] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 122-124.

[10] [69] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 142.

[11] [70] Ἁγίου Ἐφραὶμ Σύρου, «Ἔργα», ἔκδ. «Τοῦ περιβολιοῦ τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1989, τ. Β΄, σ. 18.

[12] [71] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 62.

[13] [72] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 64.

[14] [73] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 146.

[15] [74] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 122-124.

[16] [75] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 119, 133.

[17] [76] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 143.

[18] [77] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 122-126.

[19] [78] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 124-126.

[20] [79] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 126.

[21] [80] Ἁγίου Συμεὼν Θεσσ/κης, P.G. 155, 572.

[22] [81] Ἁγίου Συμεὼν Θεσσ/κης, P.G. 155, 301.

[23] [82] Ἁγίου Συμεὼν Θεσσ/κης, P.G. 155, 661, 608, 612.

[24] [83] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 124, 166.

[25] [84] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 200-203.

[26] [85] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 174.

[27] [86] Μεγάλου Βασιλείου, ΒΕΠΕΣ 52, 287.

[28] [87] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Περὶ Παραδόσεως», (ὅρα: Π. Πάσχου, «Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ», ἔκδ. «Ἁρμοῦ», Ἀθῆναι 1996, σ. 87).

[29] [88] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 178.

[30] [89] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 145.

[31] [90] Στ. Παπαδοπούλου, «Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου», ἔκδ. «Ἀκρίτα», Ἀθῆναι 2000, σ. 76.

[32] [91] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Περὶ Παραδόσεως», ἔ.ἀ.

[33] [92] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον», σ. 645.

[34] [93] Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, «Ἐπιτομὴ Ἱερῶν Κανόνων», (ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 2002, ἐπιμελείᾳ Θεοδωρήτου Μαύρου ἱερομονάχου).

[35] [94] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἐπιστολὴ ἀντιρρητική», (ὅρα: Κ. Μανάφη, «Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, Ἀνέκδοτος ἐπιστολὴ ἀντιρρητική», εἰς τὰ «Πρακτικὰ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος», Πάρος 2000, σ. 221).

[36] [95] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἐπιστολή», ἔ.ἀ., σ. 225.

[37] [96] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἐπιστολή», ἔ.ἀ., σ. 226.

[38] [97] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἐπιστολή», ἔ.ἀ., σ. 228.

[39] [98] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἐπιστολή», ἔ.ἀ., σ. 231.

[40] [99] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἐπιστολή», ἔ.ἀ., σ. 233.

[41] [100] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἐπιστολή», ἔ.ἀ., σ. 228.

[42] [101] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 159-160.

[43] [102] Χάριν αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας συνεκροτήθησαν Σύνοδοι πανορθοδόξου κύρους, ἀκόμη καὶ κατ’ αὐτὰ τὰ δυσχερῆ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν Μόσχαν … Πρβλ.: «…Κι ἀφόντης τέλος ἔλαβε προβίβασις ἡ θεία, καθ’ ἕνας τότες ἔλαβε τὴν θείαν λειτουργίαν, ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς κ’ οἱ δύο πατριάρχαι, ὁμοίως καὶ ἡγούμενοι καὶ οἱ ἀρχιμανδρίται. Καὶ μυστικῶς ἐλέγασι πάντες εὐχὰς ἁγίας· ὁ πατριάρχης ἔλεγεν ἐκφώνησεις ἁγίας. Ἀφόντης ἐτελείωσαν τὴν θείαν λειτουργίαν οἱ πάντες ἐμετάλαβαν τὴν θείαν κοινωνίαν…». («Καθίδρυσις Πατριαρχείου ἐν Ρωσσίᾳ», ὑπὸ Σπ. Ζαμπελίου, ἐν Ἀθῆναις 1859, σ. 40).

[44] [103] Πρβλ. τὴν ὑπὸ ἔκδοσιν διατριβὴν τοῦ θεοφιλεστάτου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ: «Εὐστράτιος Ἀργέντης. (Σπουδὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό)», Ὀξφόρδη 1964.

[45] [104] Διότι ἔχουν ἀντιληφθῇ ὅτι πάντες τοὺς ἀποστρέφονται καὶ προσπαθοῦν, δημιουργώντας νέες ἐντυπώσεις, νὰ κερδίσουν τὴν ἐκτίμησι τοῦ κόσμου.

[46] [105] Πρβλ. τὸ γεγονὸς ὅτι, ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα τῶν γυναικείων «Κύκλων», τῶν ἀπ’ εὐθείας ἐξαρτωμένων ἐκ τῆς ἀρχαιοτέρας χριστιανικῆς «Κινήσεως» τοῦ τόπου μας, εἶναι καὶ ἡ ἀπὸ στήθους ἐκμάθησις τῆς ἱερατικῆς «εὐχῆς τοῦ Εὐαγγελίου» ὑπὸ κάθε μιᾶς κυρίας, ὥστε αὕτη νὰ τὴν ἀπαγγέλλῃ «καθ’ ἐαυτὴν» πρὸ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ ἱεροῦ Εὐαγελίου, κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν …

[47] [106] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 205.

[48] [107] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 142.

[49] [108] Πρβλ. Β΄ Τιμ. δ΄, 3.

[50] [109] Κολ. β΄, 8.

[51] [110] Ἁγίου Γερμανοῦ Κων/πόλεως, P.G. 98, 452.

[52] [111] Ἁγίου Γερμανοῦ Κων/πόλεως, P.G. 98, 429.

[53] [112] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἔ.ἀ., σ. 166, 304, 178.

[54] [113] Ἁγίου Συμεὼν Θεσσ/κης, P.G. 155, 301.

[55] [114] «Τὸ ξεχασμένο Mυστήριο», ἔ.ἀ., σ. 645.

[56] [115] Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, P.G. 160, 1189.

[57] [116] Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, «Ἐξήγησις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας», (ὅρα: Ἁγίου Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, «Ἅπαντα», ἔκδ. «Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη ἄ.χ., σ. 459).

[58] [117] Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, P.G. 160, 1189.

[59] [118] Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, «Ἐξήγησις», ἔ.ἀ.

 

 

(Ἐδημοσιεύθη εἰς τὴν ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀρ. φύλ. 1541/5-3-2004 καὶ 1542/12-3-2004)

Κοινοποίηση:
[119] [120]