Γιὰ ὅ,τι καὶ ἂν κάμῃ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, πιστεύει πὼς τὴν πρώτην θέσιν πρέπει νὰ ἔχῃ ἡ καλὴ εἰκόνα, ὁποὺ θὰ δοθῇ πρὸς τὰ ἔξω. Ὁποιαδήποτε πρᾶξις του κρίνεται ὄχι καθ’ ἑαυτήν, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἐντύπωσιν ὁποὺ θὰ δημιουργήσῃ εἰς τὸ εὐρύτερον κοινόν. Ἔτσι, συχνά, κανεὶς λαμβάνει τούτην ἢ ἐκείνην τὴν ἀπόφασιν, ὄχι ἐπειδὴ ἔχει βεβαιωθῆ γιὰ τὴν ὀρθότητά της, ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸν διακαιώνει ἢ ὄχι ἡ κοινὴ γνώμη.
Ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες, τουλάχιστον, ἡ δημοτικότης καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς κοινῆς γνώμης ἦσαν τὰ κριτήρια τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι, εἰς τὶς ἡμέρες μας, ἡ ἀνευθυνότης τῶν κριτηρίων αὐτῶν ἄρχισε νὰ εἰσβάλῃ ἐντὸς τῶν πυλῶν τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ καὶ διάφοροι «ἐκπρόσωποί» της ἀναζητοῦν σήμερα «νέους τρόπους» ἐκφράσεως τῆς Ἀληθείας, «νέους τρόπους» προσεγγίσεως τῶν πιστῶν, μέσα ἀπὸ μία προσπάθεια, τῆς ὁποίας τὴν αἰχμὴν τοῦ δόρατος ἀποτελεῖ ἡ ὑποκριτικῶς ὀνομαζομένη «λειτουργικὴ ἀναγέννησις», γιὰ νὰ ἀποφευχθῇ τεχνηέντως ὁ κακόηχος μέν, ἀλλ’ ἀντικειμενικὸς ὅρος «λειτουργικὴ μεταρρύθμισις».
Ποικίλες εἶναι οἱ πτυχὲς αὐτῆς τῆς μεταρρυθμίσεως, ἀλλὰ πρὸς τὸ παρὸν ἂς σταθοῦμε, μὲ ὀλίγες λέξεις, μόνον εἰς δύο ἀπὸ αὐτές, ὁποὺ ἤδη ἐτέθησαν εἰς ἐφαρμογήν: α΄) Τὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας «εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ» καὶ β΄) Τὴν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας «κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ». Καὶ γιὰ τὶς δύο αὐτὲς ἀλλαγές, προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὸν σκόπελον τῆς μεταρρυθμίσεως, προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἀποτελοῦν παλαιὲς λειτουργικὲς πράξεις. Ὅμως ἀντιμετωπίζουν ἀξεπέραστον ἐμπόδιον τὴν ἔλλειψιν σχετικῶν μαρτυριῶν, γι’ αὐτὸ καὶ περιορίζονται εἰς ἀπροσδιόριστες γενικότητες. Γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι ὅλοι οἱ Πατέρες καὶ λοιποὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ἐπὶ αἰῶνες ὁμιλοῦν περὶ μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, καὶ γι’ αὐτὸ προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἀγνοοῦν, περιοριζόμενοι εἰς γραμματολογικὲς ἢ συντακτικὲς προφάσεις τῶν ἱερῶν κειμένων, ἢ καὶ εἰς προσωπικές τους διαπιστώσεις, ὡσάν, οἱ πρὸ αὐτῶν σοφώτατοι Πατέρες καὶ διδάσκαλοι, νὰ μὴ ἐγνώριζαν τὴν γλῶσσα τους καὶ τὸ ποίμνιόν τους.
Ἴσως θὰ ἄξιζε νὰ ἀναφερθῇ ἐδῶ ἡ συνομιλία μου, ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, μὲ γνωστὸν ὀρθόδοξον ἱεράρχην, μεγάλον θιασώτην τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως. Ἡ συζήτησίς μας εἶχε φθάσει εἰς τὸ σημεῖον τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν. Ὁ ἐπίσκοπος ὑπεστήριζε ὅτι πρέπει νὰ ἀναγινώσκωνται «εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ», ἐνῷ ἐγὼ ἀντέτεινα ὅτι πρέπει νὰ ἀναγινώσκωνται «μυστικῶς». Ὁ ἐπίσκοπος ἐπέμενε, καὶ τότε ἐγώ, ὑποστηρίζων τὶς ἀπόψεις μου, τοῦ εἶπα ὅτι ἡ μυστικὴ ἀνάγνωσις προβλέπεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Ὁ ἐπίσκοπος, προκειμένου νὰ συνεχισθῇ ἡ συζήτησις, ἐζήτησε νὰ προσκομισθῇ ἕνα τουλάχιστον σχετικὸν κείμενον. Τοῦ ἐπρότεινα τὸν Καβάσιλα, τὸν ὁποῖον καὶ ἐδέχθη πολὺ εὐχαρίστως, ἀφοῦ τὸν θεωροῦσε ὡς τὸν λαμπρότερον ἐκπρόσωπον τῆς λειτουργικῆς θεολογίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Εἰς ὀλίγα λεπτὰ τοῦ ἔφερα τὸ κείμενον τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καὶ τοῦ ὑπέδειξα, χάριν διευκολύνσεως, μερικὰ σημεῖα ὁποὺ ἀναφέρονται εἰς τὸ ἐπίμαχον θέμα τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν. Ὁ ἐπίσκοπος μετὰ προσοχῆς ἐδιάβασε τὴν πρώτην, τὴν δευτέραν, τὴν τρίτην … περίπτωσιν, ἐπανεξέτασε, ἐσκέφθη, ἔκλεισε τὸ βιβλίον καὶ μοῦ εἶπε: «Μὲ συγχωρεῖτε, ἀλλ’ ἀγνοοῦσα τελείως ὅ,τι γράφει ὁ Καβάσιλας» … Εἶναι εἰς τιμὴν τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ ἡ εἰλικρίνεια, ἡ ἐντιμότης, ἡ εὐθύτης, ἡ ταπείνωσίς του, καὶ εἰς ἐμὲ ἔδωσε ἕνα πολὺ μεγάλο μάθημα. Πλήν, ὅμως, ἡ περίπτωσίς του σημαδεύει καὶ τὸν βαθμὸν τῶν θεολογικῶν καὶ ἱστορικῶν προϋποθέσεων τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως.
Ἡ ἄλλη πλευρὰ τῆς μεταρρυθμίσεως εἶναι ἡ λεγομένη τέλεσις τῆς θείας Λειτουργίας «κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ». Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ θέμα προσπαθοῦν νὰ εὕρουν Πατερικὴν δικαίωσιν, ἀλλ’ εἰς μάτην. Καταφεύγουν εἰς τὴν χριστιανικὴν ἀρχαιολογίαν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Γνωρίζουν βεβαίως τὴν ἀνάλογον μεταρρύθμισιν, ὁποὺ ἔκαμαν οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ μετὰ τὴν Β΄ Βατικάνειον Σύνοδον (1962-65), ἀλλὰ δὲν ἔλαβαν τὸν κόπον νὰ διαβάσουν οἱ ἴδιοι τί λέγουν οἱ πηγές, ὥστε νὰ ἔχουν καὶ ἰδικήν τους ἄποψιν. Οἱ ἴδιοι οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ θεσμὸς τῆς στροφῆς τοῦ ἱερέως πρὸς τὸν λαὸν εἶναι ἐφεύρεσις τοῦ Λουθήρου καὶ πρωτοδημοσιεύθηκε εἰς τὸ μικρὸν βιβλίον του: «Ἡ γερμανικὴ λειτουργία καὶ ἡ διάταξις τῆς θείας λατρείας» (1526 μ.Χ.). Γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι οὐδέποτε πρὶν εἶχε συμβῇ τοῦτο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ὅτι, μέχρι τὸ 1965, ἀποτελοῦσε ἀποκλειστικὸν προνόμιον τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος, ὡς βικάριος τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ἦταν ξεχωρισμένος ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καί, ὡς ἄλλος «θεός», ἀπευθύνετο πρὸς τοὺς πιστοὺς στρεφόμενος, ὡς ἄλλος «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ἀπὸ ἀνατολῶν πρὸς δυσμάς, κάτι τὸ ὁποῖον ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀποδίδομε μόνον εἰς τὸν Χριστόν.
Ἀσφαλῶς, αὐτὴ ἡ μεταρρύθμισις τῆς Β΄ Βατικανείου δὲν ἦταν ἀναίτιος. Ἀντιμετώπιζε τὴν ἀπομάκρυνσιν τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἐλλείψεως ἱερέων, προσπαθώντας νὰ δημιουργήσῃ κίνητρα προσελεύσεως νέων, τόσον εἰς τοὺς ναοὺς ὅσον καὶ εἰς τὶς τάξεις τοῦ κλήρου. Οἱ παπικοὶ ἐγνώριζαν ὅτι, μέχρις ἐκείνην τὴν στιγμήν, ὁ «ἱερεὺς» προσέφερε τὴν «θυσίαν» ὡς ἀνώνυμος μεσάζων, ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς ἐπικεφαλῆς τῆς κοινότητος, ἑνωμένος μὲ ὅλους καὶ ἐστραμμένος πρὸς τὸν Θεόν. Τώρα πλέον θὰ ἐνεφανίζετο ἐστραμμένος πρὸς τὸν λαόν, ξεχωρισμένος καὶ ὑπεράνω ὅλων, ἕτοιμος νὰ συναντήσῃ τὸν κάθε πιστὸν μὲ τὴν ἄνεσιν τοῦ προσωπικοῦ του ὕφους, μὲ τὴν καταξίωσιν τῆς ἀτομικῆς του προβολῆς, μὲ πολλὲς εὐκαιρίες νὰ ἐκμεταλλευθῇ ὅσο θέλει, περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον, αὐτὴν τὴν νέαν ἡγετικὴν θέσιν του, πρὸς ὄφελος διαφόρων, ἀτομικῶν, κοινωνικῶν ἢ ποιμαντικῶν, ἐπιδιώξεών του. Ἡ διάθεσίς του, ὁ μιμητισμός του, οἱ χειρονομίες του, ἡ ὅλη συμπεριφορά του, μπορεῖ πλέον νὰ κλέπτῃ τὴν προσοχὴν τῶν πιστῶν – θεατῶν, καθηλώνοντας τὰ βλέμματά τους ἐπάνω του, καὶ προσδίδοντάς του κῦρος, ἀξία, ὑπόβαθρον ἐξουσίας, ἐγγύησιν ἀτομικῆς ἀσφαλείας, καταξίωσιν τοῦ ρόλου καὶ τῆς θέσεώς του…
Ἐὰν αὐτά, ὁποὺ ἀκροθιγῶς καὶ εἰσαγωγικῶς ἀνεφέρθησαν, ἡμεῖς τὰ ἀγνοοῦμε εἰς τὴν σημερινὴν Ἑλλάδα, τότε πολὺ εὔκολα γινόμεθα θύματα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ καὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, πρὸς σκανδαλισμὸν τῶν πιστῶν καὶ ἀπώλειαν τῆς ταυτότητος καὶ τῆς Παραδόσεώς μας…
Δείτε περισσότερα άρθρα του ιδίου συγγραφέα πατώντας εδώ [1]