ξήγηση τς Ε΄ δς το Κανόνος το καθίστου μνου.

 

νδρέα Θεοδώρου

 

 

«ξέστη τ σύμπαντα π τ θεί δόξ σου· σύ γάρ, πειρόγαμε Παρθένε, σχες ν μήτρ τν π πάντων Θεν κα τέτοκας χρονον Υόν, πσι τος μνοσι σε, σωτηρίαν βραβεύοντα».

 

 λος κόσμος μεινε κπληκτος γιά τή θεία δόξα σου· διότι σύ, πειρόγαμε Παρθένε, ξιώθηκες νά δεχτες στή μήτρα σου τν Θεό πού βρίσκεται πάνω σ λα τ κτίσματα (κα τ ξουσιάζει), κα χεις γεννήσει τν χρονο Υἱὸ το Πατρός, ποος χαρίζει τή σωτηρία σν βραβεο σ σους μ ελάβεια σ νυμνον.

 

κσταση εναι συνεπαρμς τς ψυχς πού γεννιέται μπροστ στό θαμα. Βλέποντας νθρωπος κάτι μεγάλο, τ ποο περβαίνει τ κοιν μέτρα κα τος νόμους τς φύσεως, κάτι πού δέν μπορε νά ξηγήσει μ τ λογικ πλισμ τς φύσεώς του, κάτι κατανόητο κα κατάληπτο, μένει φωνος, πέφτει σ κσταση, καταπλήσσεται. διαίτερα μάλιστα, ταν βλέπει τ θαμα το Θεο, κυριεύεται π ερ τρόμο κα θαυμασμ κα ξεσπ σ νύμνηση τς θείας μεγαλειότητας κα παντοδυναμίας.

 

Στή σειρ τν Θείων θαυμάτων, πρωτεύουσα θέση καταλαμβάνει σφαλς τ θαμα τς Παρθένου. Πς, δηλαδ, πειρόγαμος Κόρη, χωρς νά λειτουργήσουν σ’ ατν ο νόμοι τς φυσικς συλλήψεως κα τς κυήσεως, μπόρεσε νά συλλάβει κα νά γεννήσει. μεγάλη μως στιγμ το θαύματος ταν, τό πς μπόρεσε νά χωρήσει στή μήτρα της τν πειρη οσία το Θεο, τν κατάληπτη, κατάσχετη, κα τν νέφικτη σ κάθε κτιστή δυνατότητα. Πς μπόρεσε, λήθεια, νά χωρέσει χώρητος κα κατάσχετος Θες στό στεν χωρίο τς Παρθένου; Μήπως εναι λρος (παραμύθια) ατ τ πράγματα; γιά κείνους πού κυριαρχονται μοναχ π τ λογικό, μπορε νά εναι. Ατο μένουν πίσω. Δέν χουν δύναμη κα ντοχή. γκλωβίζονται στά στεγαν διαμερίσματα το κριτικο λόγου, τς διανοίας. Πνευστιον, πεθαίνουν. νεβαίνουν μως κενοι πού πιστεύουν στό θαμα το Θεο, σοι ποδέχονται μ ταπείνωση κα φελότητα καρδίας κενο πού πίμονα ρνεται λογικς νος κα διάνοια. Ατο παθαίνουν τή θεοποι κπληξη, ναγκαλίζονται τν πειρο Θεό!

 

Σ σο μέτρο κπληκτικ εναι κα τό πς χρονος Υός, ατός πού εναι ξω π τ φυσικ ρια το χρόνου, ποος γεμίζει τ χρόνο σ λες τίς στορικς του στιγμς κα συγχρόνως πέρκειται το χρόνου -πού κα ατς προέρχεται π τή δική του φθαρτη νέργεια- μπορε ς οσία κα πόσταση νά εσέλθει κα νά ζήσει στή χρονικ τν νθρωπίνων πραγμάτων σκηνή. Κα δ χουμε μία φοβερ κα λυτη ντινομία, μία στιγμ τόσο φοβερ σκληρ γιά τν νθρωπίνη διάνοια. σοι μως μεγαλύνουν τ νομα τς Παρθένου, δέχονται τν ντινομία το θεομητορικο θαύματος, πιστεύοντας στόν νερμήνευτο Τόκο της, πο τος σώζει π τς δυσκολίες τς φθαρτς φύσεως κα τος χαρίζει τν αώνια ζω στήν ἄῤῥητη μυσταγωγία τς θείας βασιλείας.

 

«δν κυήσασα ζως, χαρε, πανάμωμε, κατακλυσμο τς μαρτίας, σώσασα κόσμον· χαρε Θεονυμφε, κουσμα κα λάλημα φρικτόν· χαρε νδιαίτημα το Δεσπότου τς κτίσεως».

 

Χαρε, πανάμωμε, σύ πού γέννησες τν δό πού δηγε στή ζω κα σωσες τν κόσμο π τν κατακλυσμ τς μαρτίας. Χαρε, Θεόνυμφε, πο εσαι λάλημα κα κουσμα φρικτό· χαρε νδιαίτημα το Δεσπότου τς κτίσεως.

 

Χριστς εναι  δός, λήθεια κα ζωή.  Εναι ποιμένας καλός πού παρέχει σφάλεια στά πρόβατά του. Εναι μυστικ μπελος, ποία τρέφει μ τος χυμος της κα ζωοποιε τ λογικ της κλήματα. Εναι  ρτος τς ζως πού παρέχει ζων αώνια. Τ νερό πού σβύνει τν πνευματικ δίψα το νθρώπου. Τ φς πού τν κατευθύνει στή λυτρωτικ θεία λήθεια. Μακρι π τν Χριστ πάρχει πυκν σκοτάδι, πείνα κα δίψα ψυχς, λιμοκτονία κα θάνατος. Παρθένος Μαρία γέννησε τν δ τς ζως. Δι το μυστηρίου της ο νθρωποι, κερδίζουν τν πόθεσ τους, κενο πού ντιπροσωπεύουν στή γ, σχετα ν πολλς φορς τ γνοον, σιτιζόμενοι μ τ χοιρώδη στοιχεα τς φθορς. Μ τή Θεοτόκο νοιξε δρόμος. ποιος λεύθερα τν κολουθήσει θ βρε τν ληθιν ζωή, θ γευθε τν αώνιο καρπ το δέντρου πού φύτεψε Θες στόν Παράδεισο κα τ κλωνάρια το ποίου κτείνονται στή βασιλεία τν ορανν.

 

Χαιρετίζουμε τν Παρθένο, γιατ μ τή ζωή πού γέννησε σωσε τν κόσμο π τν κατακλυσμ τς μαρτίας. πως στούς λλοτινος καιρούς, Θες σωσε στήν κιβωτ τν Νε π τν πνιγμ το κατακλυσμο πού παρέσυρε κα πνιξε λες τίς μαρτωλς σάρκες τς μαρτίας, τσι κα νέα τς χάριτος Κιβωτός, πείρανδρη Κόρη, στά φωτειν της διαμερίσματα σωσε τ γένος π τν πνιγμ τς φθορς κα το πνευματικο θανάτου.

 

Χαιρετίζουμε τή θεόνυμφη Κόρ, κείνην πού γάπησε περβολικ Θεός, ρασθες το περκοσμίου κάλλους της, γιατ εναι κουσμα κα λάλημα φρικτό. Τ κουσμά της σκορπίζει δέος κα ερ φρικίαση στίς πιστεύουσες καρδιές, γιατ εναι τ νδιαίτημα, κατοικία το Δεσπότου τς κτίσεως. Σ’ ατν δέν κατοικε Θες μ τή χάρη του, πως συμβαίνει στούς λλους εσεβες κα ναρέτους, λλ κατοίκησε λόκληρος μ τν πληρότητα τς φύσεως, τς ποστάσεως κα τς Θείας του νεργείας. Κα μπορε μν τ μυστήριο νά μ τ κατανοομε μ τν πενιχρ μας διάνοια, μως ταπειν τ λατρεύουμε μ τν πιστεύουσα καρδία μας, νοιώθοντας τος γλυκασμος του νά εφραίνουν κα νά ραΐζουν τίς ψυχς μας!

 

«σχς κα χύρωμα νθρώπων, χαρε χραντε, τόπε γιάσματος τς δόξης· νέκρωσις δου, νυμφν λόφωτε· χαρε τν γγέλων χαρμονή· χαρε βοήθεια τν πιστς δεομένων σου».

 

Χαρε, χραντε, πο εσαι σχς κα τ χύρωμα τν νθρώπων, τόπος γιος τς δόξας το Θεο· νέκρωση το δη κα λόφωτε Νυμφνα· χαρε, σύ πού εσαι χαρ τν γγέλων· χαρε, βοήθεια κείνων πού μ πίστη σ πικαλονται.

 

Τ γκώμια το μνωδο συνεχίζονται. Χαιρετίζει τν Παρθένο ς τ χύρωμα τν νθρώπων, παναλαμβάνοντας κενο πού επε σ προηγούμενο τροπάριο. Τν χαιρετίζει ς χραντη, πο κανένας σπίλος μαρτίας, κανένας θικς μολυσμς δέν σκιάζει τν καθαρμένη π τ Πνεμα το Θεο συνείδησή της. Εναι μόνη γυνακα, ραία κα καλή. Στήν γιασμένη κα θεοχώρητη φύση της λάμπει λοκάθαρη δόξα το ορανο, λαμπρότητα τς Θείας Βασιλείας. Μέσα στή μήτρα της νεκρώθηκε θάνατος, ττήθηκε κα καταργήθηκε νέκρωση το δη, πο κυριαρχοσε στά πεσμένα πλάσματα· κα στήθηκε λόφωτος Νυμφνας τν ορανν, που τελονται ο γάμοι το Θεο κα τς Νύμφης, το σώματος τν γιασμένων κα ξαγορασμένων δι το αματος το ρνίου, που πανήγυρη φαιδρ κα χος καθαρς ορταζόντων, που χορο γγέλων κα πνευματικς δύτητες κα γλυκασμοί· που τ Δεπνο τ Μέγα, εωχία τς πέρτατης κα διάδοχης χαρς στά φωτειν σκηνώματα τς Βασιλείας. Μαρία εναι χαρμον τν γγέλων. υλη φύση τους δονεται π τή χάρη το περτάτου μυστηρίου στό ποο θελαν, λλ δέν μποροσαν νά παρακύψουν. Τ μυστήριο τ σεσιγημένο κα πόκρυφο, τ κρυμμένο στήν πειρόσοφη Θεία βουλή, τώρα γίνεται φανέρωση, γίνεται πραγματικότητα, γίνεται τραγούδι πού νυμνον τ πυρίμορφα τάγματα τν γγέλων, βλέποντας στήν Κόρη τς Βασιλείας τ νόημα κα τή χαρά το παντός, τν λόγο κα τς δικς τους πάρξεως. Σκιρτον, λοιπόν, π χαρ κα γιορτάζουν, μνώντας τή Μητέρα τν ποία διάλεξε Θες γιά νά στήσει σ’ ατν τή δόξα τς Βασιλείας του.

 

Μαρία εναι συνάμα κα βοήθεια λων κείνων πού μ πίστη προστρέχουν στή χάρη της γιά νά βρον χάρη κα λεος στίς δυσκολίες κα στή σκληρ πάλη τους κατ τν σκοτεινν δυνάμεων τς μαρτίας κα τν πνευμάτων τς καθαρσίας.

 

«Πυρίμορφον χημα το Λόγου χαρε Δέσποινα, μψυχε Παράδεισε, τ ξύλον, ν μέσ χων ζως τν Κύριον, ο γλυκασμς ζωοποιε πίστει τος μετέχοντας κα φθορ ποκύψαντας».

 

Χαρε, Δέσποινα, σύ πού χρημάτισες χημα πυρίμορφο το Λόγου κα εσαι μψυχος Παράδεισος πού στό μέσο του χει τν Κύριον τς ζως, το ποίου γλυκύτητα ζωοποιε ατούς πού μ πίστη μετέχουν σ’ ατ κα ο ποοι πέκυψαν στή φθορά.

 

Τ γκώμια διαδέχονται τ να τ λλο. ποιητς εναι νεξάντλητος, χρησιμοποιώντας σες εκόνες γνωρίζει π τ ερ κείμενα τς Γραφς κα σες φευρίσκει μπνευσμένη ποιητικ φαντασία του.

 

Τν Μαρία τν παρομοιάζει μ χημα τ ποο βγάζει φωτιά, στό ποο κάθησε Λόγος γιά νά κατέβει στή γ. Τ πυρίμορφο ατ χημα τ τοίμασε προπομπς το Λόγου, τ Πνεμα τ γιο, τ ποον ελογε κα γιάζει τή Θεία νανθρώπηση. ν Λόγος πέμπει τ Πνεμα στόν κόσμο, τ Πνεμα πέμπει μ τή σειρά του τν Λόγο, τοιμάζοντας τ πίγειο σκήνωμά του, δημιουργώντας τν νθρωπίνη φύση του κα χρίοντας τή λυτρωτικ Θεί οκονομία του.

 

Τν παρομοιάζει μ μψυχο Παράδεισο. ναλογία βρίσκεται στήν παλαι οκονομία, στήν πρώτη ρχ τς ζως, τν πίγειο παράδεισο τς δέμ, στό μέσο το ποίου Θες φύτεψε τ δέντρο τς ζως. Παράδεισος τς νέας οκονομίας, ντ το παλαιο δέντρου, χει μέσα του να λλο καινούργιο δέντρο ζως, τν Κύριο, τ ποο ίζωσε στήν χραντη μήτρα τς Παρθένου, φούντωσε κα μ τ κλαδιά του σκέπασε τν κόσμο. Τ δέντρο ατ χει καρπος ζωοποιητικούς. Δέν εναι σν τ παλαι δέντρο τς παρακος, π τ ποο ο νθρωποι τρύγησαν τή νέκρωση κα τ θάνατο. π τος καρπος του πηγάζουν ζω κα φθαρσία. Ο καρπο του δέν λλοιώνονται οτε χάνονται. Δέν τος γγίζει φθορά. Εναι δ καρπο εχυμοι κα γλυκες. Γλυκαίνουν κα μορφαίνουν τίς ψυχς κείνων πού πλησιάζουν στό νέο δέντρο τς ζως, πλώνοντας τ χέρια γιά νά δρέψουν τν καρπ «τν καλν το δεν κα κατανοσαι». Δέν προσέρχονται δ π νοχη πιθυμία κα περιέργεια, πως παλαι Εα, τς ποίας λογιστία νέκρωσε τν κόσμο· προσέρχονται μ πίστη στόν μψυχο Παράδεισο τς Θεοτόκου, γιά νά δρέψουν π τ δέντρο της τ ζωογόνο γλυκασμ τν καρπν το θεομητορικο της θαύματος, ποβάλλοντας τή φθορά, στήν ποίαν πέκυψαν π τν λογιστία τς Προμήτορος. νέα Εα τς χάριτος νίκησε κα μεταμόρφωσε τν πρώτη Εα τς ζως!

 

«ωννύμενοι σθένει σου, πιστς ναβομέν σοι· Χαρε πόλις το Παμβασιλέως, δεδοξασμένα κα ξιάκουστα, περ ς λελάληνται σαφς· ρος λατόμητον, χαρε βάθος μέτρητον».

 

Παίρνοντας σθένος π τή δική σου δύναμη, σο φωνάζουμε μ πίστη· χαρε πόλη το Παμβασιλέως, γιά τν ποίαν πολλ επώθηκαν δοξασμένα κα ξιάκουστα. Χαρε σύ, πο εσαι ρος πού δέν λατομήθηκε ποτέ, κα βάθος μυστηρίου μέτρητο.

 

λυρισμς το μνωδο συνεχίζεται μείωτος. Ο πιστοί, ντλώντας δύναμη π τ σθένος τς Θεοτόκου, τν χαιρετίζουν ς πόλη το Παμβασιλέως, περ τς ποίας πολλ λέχθηκαν –κυρίως π τν παλαι προφητεία– δοξασμένα κα ξιάκουστα. περίσεμνη Κόρη πρξε τ κέντρο τς ρχαίας προφητείας. Σ’ ατν συνέκλιναν «ήσεις προφητν κα ανίγματα», πεμφαίνοντα τή σάρκωση το χραντου Τόκου της. τσι, χαρακτηρίζεται ς ρος λατόμητο. Προσφυέστατη εκόνα μ τν ποία μπορε νά παραβληθε περφυής Τόκος της, φθορη σύλληψη κα παράφθορη γέννηση. πως δηλαδ σ’ να λατόμητο ρος δέν χει δουλέψει ποτ χέρι νθρώπου, δέν χει φαιρεθε κανένα κομμάτι του, παραμένοντας λόκληρο κα κατέργαστο, τσι κα στό ρος τς Μαρίας δέν  πλησίασε νθρωπος γιά ν’ φαιρέσει κάτι π’ ατό, λλ συνέλαβε κα γέννησε περφυς, χωρς νά χάσει τν παρθενία της νά ποστε ποιαδήποτε λλη βιολογικ λλοίωση. Μόνο τ Πνεμα το Θεο γγιζε μ τν πνο του τν χραντο να το Θεο, γιά νά τοιμαστε νά οκήσει σ’ ατν πειρος Λόγος το Πατρός, νοίγοντας μν τή μήτρα της ελογημένης, χωρς στόσο νά καταλύσει τν παρθενία το μητροπάρθενου κλέους της. Ατ κριβς τ μητροπάρθενο κλέος, μητέρα « νευ νδρς τετοκυα», Παρθενομήτωρ, συνιστ βάθος μυστηρίου μέτρητο. Μυστήριο, δηλαδ, πρόσιτο στόν νθρώπινο νο, στόν πυθμένα το ποίου δυνατε νά φθάσει νθρωπίνη διάνοια κα φυσικ πολ λιγότερο νά τ βυθομετρήσει.

 

«Ερύχωρον σκήνωμα, το Λόγου χαρε χραντε· κόχλος τν θεον μαργαρίτην, προαγαγοσα, χαρε πανθαύμαστε· πάντων πρς Θεν καταλλαγή, τν μακαριζόντων σε, Θεοτόκε, κάστοτε».

 

Χαρε, χραντε σύ, πο χρημάτισες τ ερύχωρο σκήνωμα το Λόγου. Χαρε, Πανθαύμαστε, σύ πού εσαι τ στρακο π τ ποο προλθε Θεος μαργαρίτης. Σύ Θεοτόκε, πο εσαι πρς Θεν συμφιλίωση κα καταλλαγή ατν πού κάθε φορ σ μακαρίζουν.

 

« Λόγος σρξ γένετο κα σκήνωσεν ν μν». σκήνωση το Θεο στόν νθρωπο γινε στήν ταπειν Κόρη τς Ναζαρέτ. λήθεια, πς λλις θ μπαινε στήν στορία τν νθρώπων; Πς θ γινόταν ληθινς νθρωπος μ σάρκα, αμα κα στ, ν δέν περνοσε πραγματικ π νθρωπο, ν δέν γεννιόταν π μητέρα, ν δέν εχε ληθιν μάνα; πειρόσοφη βουλ το Θεο βρκε τν κατάλληλη λύση. δωσε μητέρα ληθιν στό Λόγο, χι μως κα πατέρα. Μάνα, γιά νά  εναι  ληθινς νθρωπος, κα χι πίφαση νθρώπου, φάντασμα. χι μως κα Πατέρα, γιά νά κόψει τ εμα τς φθορς πού διαιωνιζόταν μ τή φυσική γέννηση, ποία συνδεόταν μ τή γεννήτρια τς φθορς, τή φύση το προπάτορα τν πεσμένη στή φθορ κα τ θάνατο. Κα τ σκήνωμα το Λόγου ταν ερύχωρο. Μία μικρ μν μήτρα γυναίκας στή βιολογικ της διάσταση, μεγάλη μως στό πειρο μυστηριακ μέγεθος κα τ βάθος της. Μήτρα πλατυτέρα τν ορανν, γιά νά χωρέσει μέσα της νετα τν ποιητή τν αώνων, τν δημιουργ το παντός. Μήτρα πραγματικ θεοχώρητη, πως τν πλάτυνε στήν περαντοσύνη του τ Πνεμα το Θεο.

 

Στή συνέχεια Μαρία παραβάλλεται μ «κόχλον», στρακο π τ ποον προλθε τ μαργαριτάρι το Θεο. ραία πραγματικ παρομοίωση τς Θείας νανθρωπήσεως. πως τ μαργαριτάρι εναι σφηνωμένο στό στρακο γιά νά προέλκει π’ ατ μετ τ νοιγμά του, τσι κα Υἱὸς το Θεο ταν κρυμμένος στή μήτρα τς Παρθένου γιά νά προέλκει π’ ατ μετ τή γέννησή του. Μ τή διαφορά, βέβαια, τι τ μν στρακο μετ τ νοιγμά του παραμένει πάντα νοικτό· ν μήτρα τς Μαρίας νοιξε μν γιά νά προέλθει ξ ατς νσαρκος Λόγος το Θεο, μετ τή γέννηση μως κείνου μεινε παντοτειν κλειστή. ταν δ μαργαρίτης τς Παρθένου σπάνιος κα πολύτιμος, τ στολίδι κα πλοτος τς νθρωπότητας.

 

Θεοτόκος, προβάλλουσα τ Θεο μαργαρίτη, μόρφηνε τν κόσμο, γιατ Τόκος της πέφερε τν καταλλαγ τν πάντων πρς τν Θεό, τή συμφιλίωση το ποστατημένου παιδίου μ τν Πατέρα του. νωσε τ σύμπαντα σ μία πελώρια φιλία, π τν ποίαν φαιρέθηκε τ δηλητήριο τς διασπάσεως, τ κεντρ τς χθρας κα τς ποξενώσεως, πο φύτρωσε στό μοιραο κπο τς δέμ. Θες κα νθρωπος γιναν κκλησία, νωση διάσπαστη κα διαχώριστη, νωση ληθινς φιλίας κα γάπης.

 

 

(Ἀπό το βιβλίο:«Χαῖρε Νύμφη, Ἀνύμφευτε», ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)