ξηγήση τς Δ΄ δς το Κανόνος το καθίστου μνου

 

νδρέας Θεοδώρου

 

 

δ Δ'. Ερμς

 

« καθήμενος ν δόξ, π θρόνου θεότητος, ν νεφέλ κούφ, λθεν ησος πέρθεος, τή  κηράτ παλάμ κα διέσωσε, τος κραυγάζοντας· Δόξα, Χριστέ, τή  δυνάμει σου».

 

Ατός πού κάθεται στήν Τριαδικ δόξα τς θεότητος, λθε μέσα σ κούφη (λαφριά) νεφέλη, ησος πέρθεος, ποος μ τή δύναμη τς κήρατης παλάμης του σωσε (π τν μαρτία) ατούς πού κραυγάζουν δόξα, Χριστέ, στήν θεία σου δύναμη.

 

δόξα πού ποῤῥέει π τή Θεία οσία εναι κοιν κα ες τ τρία πρόσωπα τς γίας Τριάδος. Κάθε Θεία πόσταση εναι σ σο μέτρο φορέας λόκληρης τς Θείας δόξας, πως κα ο λλες δύο ποστάσεις το τριαδικο Θεο. Πατρ δοξάζεται παράλλακτα πως Υἱὸς κα τ Πνεμα τ γιον. ποια μείωση τς Θείας δόξας συνεπιφέρει μείωση κα το τριαδικο τν προσώπων ξιώματος, ποβάθμιση κα κατάργηση τς τάξεως κα τς σοτιμίας στήν Τριάδα.

 

Χριστς λθε στή γ χωρς νά χάσει τίποτε π τ τριαδικ του ξίωμα. λθε ντυμένος λόκληρη τή  δόξα του, ν κα ατ κρυβόταν πίσω π τ παραπέτασμα τς σάρκας, τν ποίαν ατοβούλως προσέλαβε. Ατ τν ννοια εχε κένωση το Λόγου στό πεδίο τς Θείας νανθρωπήσεως: πόκρυψη τς τριαδικς δόξας κα παράλληλα μφίεση τς ταπεινώσεως τς φτωχς κα πίκηρης ζως. Σ' ατ τ θεοδύναμο πλέγμα νυψώνεται ταπείνωση τς γς, γκεντρίζεται στήν φθινη δόξα το Θεο, φτωχς νθρωπος γίνεται μόθεος, ξυψώνεται κα λαμπρύνεται κτίση, νακεφαλαιώνεται πλάση λόκληρη.

 

Χριστός, νδοξος Λόγος το Πατρός, λθε στή  γ πιβαίνων στήν κούφη (λαφριά) νεφέλη τς Παρθένου. Τ χημά του ταν  ταπειν Κόρη τς Ναζαρέτ, τν ποία δέν βάρυνε κανένα στοιχεο τς φθορς. Μ ατν καμε τν εσοδό του στόν κόσμο ϋλος κα ναφς Θεός, πληρν κα συνέχων "παλάμ" τ σύμπαντα. Κα λθε μν κατ τ φαινόμενα ς νας ταπεινς κα σημος νθρωπος, ντυμένος τή  στέρηση κα τν κακοπάθεια το νθρωπίνου πλάσματος· μως παράλληλα ταν  κα κραταις δυνάστης κα Κύριος, ποος μ τή  ζωαρχικ παλάμη του συνέτριψε τ κλεθρα τς φθορς, χαρίζοντας στόν νθρωπο, πο ναγνωρίζει κα νυμνε τν πειρη δόξα του, λύτρωση ψευδ, σώζοντάς τον π τ θανατερ τς μαρτίας γκάλιασμα.

 

 

 

Τροπάρια

 

«ν φωνας σμάτων πίστει, σο βομεν Πανύμνητε· Χαρε πον ρος, κα τετυρωμένον ν Πνεύματι· χαρε λυχνία κα στάμνε, Μάννα φέρουσα, τ γλυκανον τ τν εσεβν ασθητήρια».

 

Μ σματα δυνατά πού βγαίνουν π τν πιστεύουσα καρδιά μας, σο φωνάζουμε Πανύμνητε· χαρε σύ πού εσαι ρος εφορο, τ ποον τυρώθηκε στή χάρη το γίου Πνεύματος· χαρε σύ, πο εσαι πτάφωτη λυχνία κα στάμνα πού φέρει μέσα της τ Μάννα τς ζως, γεύση το ποίου γλυκαίνει τ πνευματικ ασθητήρια τν εσεβν, πο πιστεύουν στή  δόξα σου.

 

Μ σματα πολλά πού διαδονον τος θαλάμους τς ψυχς τους, σοι ποδέχονται τ θεομητορικ θαμα, σοι πιστεύουν στό περινόητο θεανδρικ μυστήριο, κσπον σ νύμνηση τς Θεοτόκου. Τν προσφωνον σν «ρος πον κα τετυρωμένον ν Πνεύματι». Σν βουνό, τ ποον πίανε χάρη το γίου Πνεύματος. Κα πως τ φυσικ γάλα μετ π κατάλληλη διεργασία πήζει κα γίνεται τυρί, τσι κα στό θαμα τς Παρθένου, πόσταση τς περίσεμνης Κόρης, φο δέχτηκε τ γάλα τς Θεότητος μέσα της μ τν πίσκεψη το Παναγίου Πνεύματος, μετατράπηκε σ τυρ χάριτος κα χαρς, πο τρέφει κα πιαίνει σους μ πίστη κα ελάβεια τ γεύονται.

 

Τν προσφωνον πίσης σν λυχνία, σν τν πτάφωτη χρυσ κείνη πού βρισκόταν στή Σκην το Μαρτυρίου, κα σν στάμνα πού φέρει μέσα της τ Μάννα τς ζως. πως δηλαδ στήν παλαι ποχ ο σραηλίτες κατ' ντολ το Θεο διατηροσαν σ εδικ στάμνα πού λεγόταν «μανναδόχος», μέρος π τ Μάννα μ τ ποον τρεφε Θες τ λα κατ τν περιπλάνησή του στήν ρημο, τσι κα Θεοτόκος παρομοιάζεται μ στάμνα πού φέρει μέσα της τ Μάννα το Θεο, τν προαιώνιον το Πατρς Λόγο, ποος λθε κα κρατήθηκε στό παστράπτον δοχεο τς Παρθένου. Κα πως o σραηλίτες δέχονταν π τν οραν τ παλαι Μάννα πού ταν  τροφ πολ εχάριστη κα γευστική, στε νά πορον κα νά δοξάζουν τν Θεό, τσι κα νέος τς χάριτος Λαός, ο σραηλίτες τς Νέας Διαθήκης γευόμενοι τ νέο Μάννα τς ζως, τν ρτο πού κατέβηκε π τν οραν κα γεωργήθηκε στή  μήτρα τς πειρογάμου, ασθάνονται γλυκύτητα στά πνευματικ τους ασθητήρια, δοξάζουν τ πειρο θαμα τς ζως, κπλησσόμενοι δι τν ψίστη κα μεγάλη δωρεά!

 

*

 

«λαστήριον το κόσμου, χαρε, χραντε Δέσποινα· χαρε κλμαξ γθεν, πάντας νυψώσασα χάριτι· χαρε γέφυρα ντως μετάγουσα, κ θανάτου πάντας πρς ζων τος μνοντάς σε».

 

Χαρε, χραντε Δέσποινα, πο εσαι τ λαστήριο το κόσμου· χαρε κλίμακα πού μ τή χάρη σου νύψωσες λους π τή γ στόν ορανό· χαρε γέφυρα πού πραγματικ μετάγεις π τ θάνατο στή ζω λους πού μ κατάνυξη κα ελάβεια σ νυμνον.

 

Κα πάλιν δ δέα το δι τς Θεοτόκου ξιλασμο τν νθρώπων. Ο δέες ατς εναι φυσικ νά συνωθονται στόν κάλαμο το ποιητή κα νά πιζητον τν κφρασή τους. Θεοτόκος εναι πραγματικά, ς Μητέρα το Θεο, ξιλαστήριον το κόσμου. Υἱὸς της ξιλέωσε τν γιο Θε δι τ πολλ το κόσμου παραπτώματα, δι τ μαρτήματα κα τς νοχς τν νθρώπων. Ατ πέτυχε μ τ λυτρωτικ ργο του, τ σεπτ πάθος κα τ θάνατό του, νοίξας τ δρόμο πού δηγε πίσω στόν Θεό.

 

Στή συνέχεια ποιητς παρομοιάζει τν Παρθένο μ κλίμακα κα γέφυρα. πως κλίμακα κείνη πού εδε στόν πνο του ακώβ, τ να της σκέλος εχε στή γ κα τ λλο στόν ορανό, νώνοντας μ τν τρόπο ατ τ δύο μέρη, κα π τν ποίαν νέβαιναν κα κατέβαιναν γγελοι, μνολογώντας τν Θεό, τσι κα Παρθένος Μαρία, σν λλη νοητ κλίμακα, νυψώνει μ τή χάρη της π τή γ κα μεταφέρει στόν οραν λο τ γένος τν νθρώπων. μοια περίσεμνη Κόρη εναι νοητ γέφυρα πού πλώθηκε στήν βυσσο πού νοιξε ποξένωση τς μαρτίας κα στρωσε τ χάσμα, π τν ποία μπορον ο μαρτωλο νθρωποι νά μεταφερθον π τή σκοτεινή χώρα το θανάτου, πο δημιούργησε τ λόγιστο πτασμα το δάμ, στή φωτειν χώρα τς ζως. στήν λόφωτη χώρα το Θεο θ περαιωθον φυσικ λοι κενοι πού μνολογον τή Μητέρα τς ζως. Τή γεφύρωση, βέβαια, ατή πέτυχε Χριστς στό θεανδρικ του Πρόσωπο, ποος πλωσε τς παλάμες στό σταυρ κα «νωσε τ τ πρν διεσττα», δηλαδ Θε κα νθρωπο, τος ποίους ποξένωσε ποστασία το Γενάρχη. Στό Πρόσωπο το Χριστο συνλθαν θεότητα μ τν νθρωπότητα σ μία σύγχυτη κα διάσπαστη νωση, καταργήθηκε τ φράγμα τς χθρότητας κα νθρωπος, παιδ πάλι το Θεο γαπητό, γύρισε πίσω στόν Πατέρα, πο τν δέχτηκε μ στοργ κα γάπη στό πατρικ σπίτι του.

 

*

 

«Ορανν ψηλότερα, χαρε γς τ θεμέλιον, ν τ σ νηδύϊ, χραντε, κόπως βαστάσασα· χαρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βάψασα, ξ αμάτων σου τ βασιλε τν δυνάμεων».

 

Σύ πού εσαι ψηλότερη π τος ορανούς, χαρε χραντε, πο στή γαστέρα σου βάσταξες χωρς κόπον ατόν πού εναι τ θεμέλιο το κόσμου. Χαρε, κογχύλη πού μ τ αμα σου βαψες τή θεία πορφύρ, πο φόρεσε βασιλες τν δυνάμεων.

 

Τ μεγαλεο τς Παρθένου εναι σύγκριτο. δόξα της περβάλλουσα. εναι νασσα τν ορανν, βασίλισσα λόκληρης τς κτίσεως. λόγος το φθιτου ατο μεγαλείου, τς μεγάλης ατς κα ξεπέραστης δόξας, εναι τ θεομητορικ θαμα της. μνωδς τή χαιρετίζει ς οκοδομή, στήν ποία χωρς κόπο κατατέθηκε κα χώρεσε τ θεμέλιο το κόσμου, ποιητς το παντός. Λόγος «δι' ο τ πάντα γένετο», στόν ποον πάρχουν ο "λόγοι" λοι το κτιστο σύμπαντος, λθε κα χώρεσε μέσα σ μι μικρ μήτρα, σ' να χωρίο ταπειν κα λοκάθαρο. Κα ταν φυσικ δόξα το Θεο, τριαδικ αγλη κα λαμπρότητα πού ταν ΐδιο κα ναφαίρετο κτμα το Υο το Πατρός, νά μεταφερθε κα νά χωρέσει στήν ελογημένη Μητέρα, τν ποίαν ατόματα νέδειξε κέντρο φωτοβόλο τς μακαρίας κα φθιτης τριαδικς δόξας. Τ θαμα δέν εναι μικρό, λλ παμμέγιστο, παρ' λον τι μ τ φτωχικ μέτρα τς πίκηρης φύσεώς μας δυνατομε νά τ συλλάβουμε κα νά τ κατανοήσουμε. Τ δεχόμαστε πλ μ πίστη κα τ προσκυνμε μ ερ φρικίαση κα ελάβεια.

 

Τν χαιρετίζει πίσης σν κογχύλη πού μ τ χρμα της -τ γν της παρθενικ αματα- βαψε τν πορφύρα, τ βασιλικ φόρεμα το Υο το Θεο, πο φόρεσε φανείς νθρωπος π τς γς. βασιλικ ατ μφίεση ταν θεοϋπόστατη νθρωπίνη φύση πού κυοφορήθηκε μέσα της μ τή δύναμη το Παναγίου Πνεύματος, φύση ποία, μ τή σειρά της, μελλε νά βάψει μ τ αματά της τ ζωοποι ξύλο το σταυρο, γιά νά τ καταστήσει φοβερ στούς δαίμονες, συντριπτικ τν ντιθέων δυνάμεων τς ποστασίας τς φθορς κα το θανάτου. Στό αμα το Υο κα το νθρώπου φαίνεται σωτηρία κα δόξα το νθρώπου. Τ γν αμα τς Παρθένου, ς δυνατότητα καταβολς τς φύσεως, κα τ σπιλο αμα το Υο το Θεο στόν νθρωπο πο νέλαβε, ς δυνατότητα το μυστηρίου τς λυτρώσεως, ποτελον τ δύο να τς πειρης εδοκίας το Θεο γιά τή σωτηρία το πεσμένου του πλάσματος. θεοχώρητο κα χραντο μυστήριο! Ποία γλσσα νθρωπίνη μπορε, Παρθένε, νά νυμνήσει τ μεγαλεα σου, νά πλέξει τ γκώμιό σου πού γγίζει κα περβαίνει τος ορανος κα ναλύεται στόν ϋλο αἰῶνα το Υο κα Θεο σου;

 

*

 

«Νομοθέτην τεκοσα, ληθς, χαρε Δέσποινα, τν τάς νομίας, πάντων δωρεν ξαλείφοντα· κατανόητον βάθος, ψος ἄῤῥητον, πειρόγαμε, δι' ς μες θεώθημεν».

 

Χαρε Δέσποινα, σύ πού γέννησες ληθς τν Νομοθέτην Κύριον, ποος ξαλείφει χωρς κανένα ντάλλαγμα τίς νομίες λων τν νθρώπων· μνομεν σέ, πειρόγαμε, πο εσαι βάθος κατανόητο κα ψος νέκφραστο καί πού γινες ατία τς δικς μας θεώσεως.

 

παραβάση τς ντολς το Θεο μς κατέστησε λους νόχους νώπιον τς γιότητος κα τς δικαιοσύνης του. Μς κατέστησε παραβάτες το νόμου του, πευθύνους τιμωρίας κα κυρώσεων. Διότι Θες εναι ληθινς κα κριβοδίκαιος νομοθέτης. νόμος του κφράζει τ γιο θέλημά του, τή θεία του νέργεια, πο υθμίζει, διέπει, κυβερν κα συνέχει τ ντα πάντα κα διαίτερα τς λογικς φύσεις. Σ' ατς συγκαταλέγεται κα νθρωπος, ποος πλάστηκε νοερς κα λεύθερος κα στή λογικ του συνείδηση κούγεται φων το Θεο. Σκοπς δ τς ζως του εναι νά θέλει κα νά τελε βίαστα τ θέλημα το Πλάστ του, πο παίρνει τή μορφή νόμων πού πρέπει ατς μ γάπη κα μ ελάβεια ν' κολουθε. ν δέν κάνει ατ νθρωπος, ν ντίθετα καταπατε ναιδς τή θεία νομοθεσία, παραβαίνοντας τς ντολς κα τ προστάγματα το πλαστουργο του, καθίσταται νοχος πέναντι στό θεο Νομοθέτη κα φυσικ πόλογος κα τιμωρίας ξιος. Δέν πάρχει λλη διαφυγή. σοι νόμως μαρτον νόμως κα πολονται. λήθεια ατ εναι τ λφαβητάρι τς θικς τν νθρώπων ζως. Θες μως δέν ντιμέτρησε τ μέγεθος τς γάπης του μ τή φύσ κα τν κταση τν μαρτημάτων τν νθρώπων. Γνωρίζοντας τν σθένεια το πλάσματος κα τι ο πολλς παραβάσεις του, ν μετριονταν κατ λόγο δικαιοσύνης, θ τ φάνιζαν, λθε διος κα σήκωσε τ προσωπικ βάρος τς νοχς λων τν νθρώπων, σχισε τ χρεοφειλέσιο πού πέγραψε Εα στήν δέμ, κα δωσε δωρεν φεση σ λα τ πλάσματά του, πο τ βάρυνε τόση κακοπραγία κα θλιότητα. Τιμωρήθηκε ατς γιά κενα, γιά νά ζήσουν λεύθερα πι στό φωτειν χρο τς μεγάλης του θυσίας.

 

Ατ φυσικ συνιστ νέργεια το Θεο πού δέν μπορε νά μετρηθε κα νά κτιμηθε μ τ κοιν μέτρα τς νθρωπίνης διανοίας. Συνιστ μυστήριο βαθ κα ψηλό πού δέν μπορε νά κφρασθε μ λόγια νθρώπινα, μυστήριο νεξιχνίαστο κα νερμήνευτο. Πίσω δ στό μυστήριο ατ βρίσκεται περίσεμνη Κόρη, προσφέροντας στήν νθρωπότητα τν φθαρτο Τόκο της, ς δωρεν το πύθμενου κλέους κα τς φθαρτης δόξας της. τσι Μάννα πού γάπησε τν Υἱὸν της, γαπ ξ σου κα τ παιδι κείνου πού γέννησε στή μήτρα τς χάριτός του, προστατεύοντάς τα μ τή δαψίλεια τν ελογιν το θεομητορικο της θαύματος. πειρόγαμος, τέλος, Μητέρα το Θεο δέν συνήργησε πλ στή συγχώρηση τν μαρτημάτων τν νθρώπων, λλ' γινε συνάμα ατία θεώσεως τν νθρώπων. Στό θαμα τς Παρθένου ο πιστοί, συνενούμενοι στεν κα ζυμωνόμενοι μ τν φθαρτη χάρη, γίνονται κα ατο ζύμη θεότητος, νέργεια Θεία κα φς κα ϊδιότητα ζως στόν φθαρτον αἰῶνα το Θεο!

 

*

 

«Σ τν πλέξασαν τ κόσμ, χειρόπλοκον στέφανον, νυμνολογομεν χαρε σο Παρθένε κραυγάζοντες, τ φυλακτήριον πάντων, κα χαράκωμα, κα κραταίωμα κα ερν καταφύγιον».

 

νυμνολογομεν σ πού πλεξες γιά τν κόσμο στεφάνι πού δέν τ φτιαξαν χέρια νθρώπινα. Σο πευθύνουμε τ χαρε, Παρθένε, πο εσαι τ φυλακτήριο λων, τ χαράκωμα κα τ κραταίωμα κα τ ερν νθρώπων) καταφύγιο.

 

ποιητς πανέρχεται κα πάλιν στήν δέα το παρθενικο Τόκου τς Μαρίας. Τν παρομοιάζει μ στεφάνι πού δέν πλεξαν χέρια νθρώπινα, λλ' δημιουργικ νέργεια το Πνεύματος το Θεο. Μ τ στεφάνι ατ Παναγία στεφάνωσε τν κόσμο, γιά νά τν στολίζει, νά τν μορφαίνει κα νά μυρίζει τή ζωή του μ τ λουλούδια τς χάριτος κα τς χρηστότητος το Θεο. Γιατ Χριστς εναι μορφι κα δόξα το κόσμου. π Ατν προλθε κα σ' Ατν καταλήγει πλάση λόκληρη. Εναι τ λφα κα τ μέγα τς κτίσεως. ξω π Ατν κόσμος δέν χει νόημα κα σκοπό. Εναι μία μζα σκοτεινή, μορφη κα διάγνωστη. π τότε πού λλαξε στήν δμ ρχέγονη θεομορφία του, κατέστη σκοτεινς κα γνώριστος. λλαξε τ στεφάνι το Θεο μ τ πυκν στεφάνι το θανάτου, τ λουλούδια τς ρχέγονης χάριτος μ τ πικρ γκάθια τς φθορς, τν πρώτη του μορφι μ τν σχήμια το διαβόλου. Μαρία μως κατέβασε π τν κεφαλ το κόσμου τ παλαι στεφάνι τς παρακος, πο πλεξε γιά τν κόσμο προμήτωρ Εα στήν δέμ, κα τ ντικατέστησε μ τ νέο στεφάνι τς χάριτος κα τς χαρς, τ ποον πλεξε μ τή δική της χάρη κα πακο στή φωταύγεια το Πνεύματος το Θεο, μ τν ΐδιο βλαστ το Θεο Πατρός, συνταιριασμένο μ τ νθη το νέου κήπου τς δέμ, πο τόσο μορφα βλάστησαν στή θεοχώρητη κα θεοϋπόστατη μήτρα της.

 

Μ ατ τ ασθήματα ο πιστοί, θαῤῥοντες στίς μεγάλες χάρες τς περευλογημένης, ξωτερικεύουν τ ασθήματα χαρς πού πλημμυρίζουν τν καρδιά τους, κραυγάζοντες πρς τν Θεοτόκο. Χαρε Παναγία μας, πο εσαι τ φυλακτήριο τν νθρώπων, δηλαδ φυλάσσεις τος πιστος π κάθε κίνδυνο κα κακό, κυρίως π τς σταμάτητες πιβουλς το νοητο δράκοντα· εσαι τ χαράκωμα, μπροστ στό ποο ξεσπ κα διαλύεται κακουργία τν πνευμάτων τς καθαρσίας, πο μ λύσσα πολεμον τή χαρά κα τν ετυχία τν τέκνων σου· εσαι τ κραταίωμα, νίσχυση σων παλαίουν κατ τς μαρτίας κα τν δυνάμεων το σκότους κα τς νομίας· εσαι τέλος τ καταφύγιο, τ πήνεμο λιμάνι που καταφεύγουν ο πιστοί, πο νελέητα δέρνονται π τ μανιασμένα κύματα, τς θύελλες κα τος γριους νέμους τς ταραγμένης πίγειας ζως.

 

[Ἀπό τό βιβλίο: ρμηνεία καθίστου μνου, Συγχρόνη Θεολογία (20ος-21ος α.)]

 

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)