Μοναχοῦ Γρηγορίου τοῦ Μολδαβοῦ

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑ

Λόγος περὶ Παίδων καλῆς Ἀγωγῆς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ»

Ἀθῆναι 2005

 


 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑΣ

Ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας κατὰ τὴν βυζαντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ περίοδον ἐστηρίχθη κυρίως εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν(1). Ἡ θέσις αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν χῶρον τῆς παιδείας ὑπῆρξεν ἀδιαφιλονίκητος καὶ αὐτονόητος ἕως τὸν ΙΗʹ αἰ., ὥστε ὄχι μόνον ἡ ὀργανωτικὴ ὑποδομή, ἀλλὰ καὶ τὸ περιεχόμενο καὶ ὁ σκοπὸς τῆς παρεχομένης παιδείας νὰ συνδεθοῦν ἀρρήκτως μετὰ τῆς δραστηριότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τοῦτο συνέβη ὄχι ἐπειδὴ αὐτὴ ἐπεχείρησε νὰ κατακτήσῃ τὸν χῶρον αὐτόν, διὰ τῆς ἐξουδετερώσεως κάποιων ἄλλων φορέων διοικήσεως – ὅπως τῆς πολιτείας, κατὰ τὴν βυζαντινὴν ἐποχήν, ἢ τῆς κοινοτικῆς αὐτοδιοικήσεως, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας – ἀλλὰ ἐπειδή, ἔχουσα πλήρη συνείδησι τῆς εὐθύνης καὶ τῆς ἀποστολῆς της, δὲν ἀπέφυγε νὰ καλύψῃ τὴν οὐσιαστικὴν αὐτὴν ἀνάγκη τοῦ ποιμνίου της, πρὸς διαφύλαξι καὶ περαιτέρω ἀνάπτυξι τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων τῆς Πίστεως.

Ἡ σχέσις αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν παιδείαν ἄρχισε νὰ τορπιλλίζεται «διακριτικὰ» μετὰ τὴν Ἅλωσιν (1453 μ.Χ.), ἀρχικῶς μὲν ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ἀργότερα δὲ καὶ ἀπὸ τοὺς Προτεστάντας (ΙΖʹ αἰ.), οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκαν νὰ ἱδρύσουν σχολεῖα εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν, προσπαθῶντας νὰ ἀναμορφώσουν τὴν μετα-βυζαντινὴ κοινωνία κατὰ τὰ δυτικὰ πρότυπα. Ἐγνώριζαν καλῶς ὅτι ὁ ἀποτελεσματικώτερος τρόπος πραγματώσεως τῶν σκοπῶν τους ἦταν ἡ ἅλωσις τῆς παιδείας, ὄχι μόνον ὑπὸ τὴν εὑρυτέρα μορφὴ τῆς κατηχήσεως καὶ προσηλυτισμοῦ τῶν πιστῶν, ἀλλὰ πρὸ πάντων ὑπὸ τῆς διεισδύσεως ἐντὸς τοῦ φυσικοῦ της χώρου, τοῦ σχολείου. Ἦταν μία πολεμική, ὁποὺ τὴν ἐχαρακτήριζε ἰδιαιτέρα εὐφυΐα καὶ συνετὴ μετριοπάθεια, διὰ νὰ μὴ προκληθῇ ἡ ἀντίδρασις τοῦ «πνευματικῶς ἀνωρίμου», κατ’ αὐτούς, Γένους ἡμῶν, τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων.

Ὅμως, παρ’ ὅλες τὶς ἀντιξοότητες αὐτές, ἡ παιδεία τοῦ Γένους μας κατώρθωνε νὰ διασώζῃ τὴν αὐτοτέλειά της, ἡ ὁποία ἐστηρίζετο εἰς τὶς περὶ ζωῆς καὶ κόσμου ἀντιλήψεις, ὅπως αὐτὲς εἶχαν διαμορφωθῇ κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο, μὲ τὴν ἰσόρροπον ἐναρμόνισι τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς διανοήσεως πρὸς τὴν θεολογικὴ πληρότητα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως καὶ διδασκαλίας(2).

 

Ἐπὶ Τουρκοκρατίας εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία διετήρησε ἀκμαῖες καὶ δημιουργικὲς τὶς ὑψηλὲς παιδαγωγικὲς ἀρχές της, παρ’ ὅτι οἱ ἀπελπιστικὲς δυσχέρειες τῆς ὀθωμανικῆς δουλείας τῆς στεροῦσαν τὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν προϋποθέσεων ὑλικῆς καὶ ὀργανωτικῆς ὑποδομῆς τῶν σχολείων.

Παρὰ τὴν ὀδύνη γιὰ τὴν φυγὴ τῶν λογίων εἰς τὴν δυτικὴν Εὐρώπη, παρὰ τὴν σύγχυσι, ὁποὺ ἐδημιουργοῦσε ἡ ἀπουσία πρωτογενοῦς πολιτειακῆς ἐξουσίας, ἡ Ἐκκλησία κάνοντας χρῆσι τῶν προνομίων τῆς σχετικῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τὰ ὁποῖα τῆς παρεδόθησαν ὑπὸ τοῦ Πορθητοῦ, ὠργάνωσε τὴν ὀρθόδοξο χριστιανικὴ παιδεία τοῦ λαοῦ της(3).

Ἔτσι, «τὴν 12ην Φεβρουαρίου 1593 εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐπὶ Ἱερεμίου Β΄ τοῦ Τρανοῦ, “ὥρισεν ἡ Ἁγία Σύνοδος, ἕκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ φροντίδα καὶ δαπάνην τὴν δυναμένην ποιεῖν, ὥστε τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθεῖν δὲ κατὰ δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καὶ τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐὰν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχωσι”...»(4).

Βεβαίως ἡ ἐποπτευομένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν ἐκπαίδευσις παρουσίαζε ἐνίοτε ἐλλείψεις ἢ παραλείψεις, ἀλλὰ οὐδέποτε παρεθεωρήθη ἡ θεμελιώδης θέσις της, ὅτι ἐκκλησία καὶ σχολεῖο ἀλληλοσυμπληρώνονται εἰς τὴν ὑπηρεσία τοῦ αὐτοῦ σκοποῦ. Ἔτσι, λ.χ., εἰς τὰ «κοινὰ σχολεῖα» τῆς μακρᾶς περιόδου τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, οἱ μαθηταὶ ἐδιδάσκοντο ἀνάγνωσι καὶ γραφή, χρησιμοποιοῦντες ὡς διδακτικὰ ἐγχειρίδια τὰ λειτουργικὰ βιβλία, ὅπως τὴν Ὀκτώηχο, τὸ Ψαλτήριο καὶ τὸ Ὡρολόγιο, μία πρακτικὴ δοκιμασμένη εἰς τὴν παιδεία πολλοὺς αἰῶνες πρὸ τῆς Ἁλώσεως(5).

Ὁμοίως καὶ ἡ γλῶσσα, δὲν ἐδιδάσκετο ἁπλῶς ὡσὰν μία φιλολογικὴ κληρονομία τῶν προγόνων, ἀλλά, τόσον διὰ τῆς μεταφράσεως διὰ συνωνύμων λέξεων ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία, ὅσον καὶ διὰ τῆς χρησιμοποιήσεως αὐτῆς εἰς τὴν καθημερινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἐλάμβανε χαρακτῆραν ἀμεσότητος καὶ εἶχε τὴν ἔννοια τοῦ μοναδικοῦ τρόπου ὀρθῆς διατυπώσεως τῶν ποικίλων ἐννοιῶν, σκέψεων καὶ συλλογισμῶν τῶν ὑποδούλων λαῶν τῶν Βαλκανίων.

Τὴν ἐποχὴν αὐτήν, ὡς γνωστόν, ἡ ἐκπαίδευσις τῶν ἑλληνοφώνων χριστιανῶν διεκρίνετο εἰς δύο κύκλους σπουδῶν: α΄. Τὸ «κοινὸν σχολεῖον», ὁποὺ ἀντιστοιχοῦσε εἰς τὴν σήμερα ὀνομαζομένη στοιχειώδη ἐκπαίδευσι, καὶ β΄. Τὸ «ἑλληνικὸν σχολεῖον», ὁποὺ ἀντιστοιχοῦσε πρὸς τὴν μέσην ἐκπαίδευσι. Ἐν τούτοις ὑπῆρχε ὑποτυπωδῶς καὶ ἕνας τρίτος κύκλος ἀνωτέρων σπουδῶν φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, διὰ τοὺς ἀριστούχους ἀποφοίτους τοῦ «ἑλληνικοῦ σχολείου», οἱ ὁποῖοι προωρίζοντο διὰ τὸν ἱερὸ κλῆρον ἢ τὴν ἐκπαίδευσι(6).

Βεβαίως εἰς τὰ σχολεῖα αὐτὰ δὲν ὑπῆρχε ἑνιαῖο διδακτικὸ πρόγραμμα, ἀλλὰ οἱ Διδάσκαλοι ἐπροσπαθοῦσαν νὰ ἐναρμονίσουν τὰ μαθήματά τους πρὸς ἐκεῖνα τῆς Πατριαρχικῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι(7). Ἐπίσης, τὸ διδακτικὸ προσωπικὸ τῶν σχολείων αὐτῶν, ἂν καὶ κατὰ κανόνα περιωρίσθη εἰς τοὺς ὀλιγογραμμάτους καὶ ταπεινοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς τῶν ἱερῶν Μητροπόλεων καὶ Ἐπισκοπῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, περιελάμβανε ἐν τούτοις καὶ πολλοὺς ἐκ τῶν «προκομμένων καὶ ἐναρέτων» λαϊκῶν διδασκάλων.

Κάθε σχολεῖο ἦταν ὠργανωμένον ὡς ἕνα μοναστηριακὸ Κοινόβιο. Γύρω ἀπὸ τὸ κτήριον, ὅπου ἐγίνετο ἡ διδασκαλία, ὑπῆρχαν κελλία διὰ τοὺς μαθητὰς καὶ τὸν Διδάσκαλον, ὁ ὁποῖος ἦταν συνήθως ἱερομόναχος καὶ κατεῖχε, διὰ τὴν ζωὴ τοῦ σχολείου, τὴν θέσι τοῦ ἡγουμένου εἰς τὸ Μοναστήρι. Βοηθοὶ τοῦ Διδασκάλου ἦσαν ὁ ὑποδιδάσκαλος, ἂν ὑπῆρχε, καὶ ὁ «πρωτόσχολος», δηλαδὴ κάποιος ἀπὸ τοὺς «σεμνούς, προκομμένους καὶ εὐτάκτους» μαθητάς, ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς ἔργο, διὰ τῆς ἀλληλοδιδακτικῆς μεθόδου, «νὰ προσέχῃ, παιδεύῃ, ἢ καὶ διαβάζῃ τὰ παιδία, ὅταν ὁ Διδάσκαλος ἔλλειπε κᾀμμίαν ὥραν ἔξω ἀπὸ τὸ σχολεῖον» (β΄, 61-63 : φ.22α).

Ἡ φοίτησις ἦταν πάντοτε δωρεὰν καὶ μόνον εἰς ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις μεγάλης οἰκονομικῆς δυσχερείας, οἱ ἔφοροι τῆς σχολῆς ἐζητοῦσαν οἰκονομικὴ ἐνίσχυσι ἀπὸ τὰ παιδιὰ κάποιων εὐπόρων οἰκογενειῶν. Οἱ συνθῆκες διαβιώσεως τῶν μαθητῶν ἦσαν, βεβαίως, ἰδιαιτέρως δύσκολες. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρεται ἡ κατάστασις κάποιων σχολείων:

«Ἐντὸς τῶν σχολῶν ... ᾠκοδόμησαν καὶ κελλία τινά, στερούμενα πάσης συσκευῆς, ἐν οἷς κατῴκουν οἱ ἄποροι καί ... ξένοι μαθηταί... Ἕκαστος δὲ τούτων εἶχεν ἰδίαν πήραν (δερμάτινο σάκκο), ἐν ᾗ ἔθετε τὸν ξηρὸν καὶ ἐκ τοῦ χωρίου του ἑκάστοτε φερόμενον ἄρτον καί τινας ξηρὰς ὀπώρας ἢ ξηρὰ ὄσπρια ἢ τυρὸν ἢ ἐλαίας. Ταῦτα ἦσαν τὰ καθημερινὰ ἐδέσματα τῶν μαθητῶν. Σπανιώτατα τὰς Κυριακὰς ἢ Δεσποτικὰς λεγομένας ἑορτάς, συνεταιρίζοντο δύο ἢ πλειότεροι καὶ ἐμαγείρευον ὀλίγον κρέας εἴς τινα φοῦρνον ἢ καὶ ἐν τοῖς κελλίοις αὐτῶν, οἱ μὴ στερημένοι μαγειρικῶν τινῶν σκευῶν. Κλίνη δὲ καὶ στρῶμα καὶ κάθισμα καὶ γραφικὴ τράπεζα ἦσαν ἄγνωστα τοῖς μαθηταῖς. Τὰ μὲν τρία πρῶτα ἐκ τῶν σκευῶν τούτων ἀνεπλήρου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἡ περιώνυμος ἁπλῆ ψάθα, ἐφ’ ἣν οἱ ὁπωσοῦν εὐπορώτεροι ἠδύναντο νὰ στρώσωσι καὶ ἕτερον μάλλινον ὕφασμα. Τὴν δὲ γραφικὴν τράπεζαν ἀνεπλήρου τὸ γόνυ ἑκάστου. Ὁ βίος τῶν μαθητῶν ἦτο τῷ ὄντι κυνικώτατος...»(8).

Οἱ παραδόσεις τῶν μαθημάτων, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν τὴν «κατὰ πεῦσιν (ἐρώτησιν) καὶ ἀπόκρισιν» μέθοδον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐγίνοντο καθημερινῶς, ἐπὶ ἓξ ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, εἰς δύο περιόδους: α΄. Τὸ πρωῒ ἀπὸ τὴν 8η ἢ 9η ἕως τὴν 12η ὥρα, καὶ β΄. Τὸ ἀπόγευμα ἀπὸ τὴν 2α ἕως τὴν 4η ἢ 5η ὥρα. Εἰς κάποια σχολεῖα, ὅμως, εἶχε καθιερωθῇ κάθε Σάββατο νὰ γίνωνται ἐπαναλήψεις καὶ πρακτικὲς ἀσκήσεις, διὰ τὴν καλυτέρα ἐμπέδοσι τῆς ὕλης, ἡ ὁποία εἶχε διδαχθῇ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑβδομάδος. Καθ’ ὅλες τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες ἑορτὲς τὸ σχολεῖο εἶχε ἀργία, καὶ οἱ μαθηταὶ ἐκκλησιάζοντο μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Διδάσκαλο.

Βασικὴ ἐπιδίωξις τῶν σχολείων αὐτῶν ἦταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ παροχὴ ἀγωγῆς, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ἐκμάθησις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ ἡ μετάδοσις στοιχειωδῶν γνώσεων. Ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, ἀκολουθοῦσε τὴν λεγομένη «ψυχαγωγικὴ» μέθοδο, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ἄγνωστες λέξεις τοῦ κειμένου ἑρμηνεύοντο μὲ ἀντίστοιχες συνώνυμες λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Ἡ μέθοδος αὐτή, ἂν καὶ κοπιαστική, «ἀπέβλεπε εἰς δημιουργία γλωσσικῆς συνειδήσεως τῶν τροφίμων, ὥστε νὰ γίνωνται ἐγκρατεῖς τοῦ ἀρχαίου καὶ νεωτέρου λόγου διὰ συγχρόνου πλουτισμοῦ τῶν λεξιλογίων. Ἂς ὑπομνησθῇ ὅτι κατακλεὶς τῆς διαστίχου ψυχαγωγίας ἦταν ἡ διατύπωσις, ὑπὸ μορφὴ τελικοῦ συμπεράσματος, μιᾶς φραστικῆς ἑνότητος, ποὺ ἦταν καὶ τὸ τελικὸ δίδαγμα, ὡς ἐὰν κάτι τέτοιο προήρχετο ὡς πολύτιμο ἁλίευμα τῆς ὅλης καὶ ἐπιπόνου διδασκαλίας μιᾶς ἑνότητος... (Ἔτσι) ἐπετυγχάνετο ἡ ἀρχαιογνωσία δι’ ἀπ’ εὐθείας χρήσεως τῶν πηγῶν καὶ πυκνώσεως τῶν δεσμῶν μὲ τὴν ἀρχαία παράδοσι· περαιτέρω μὲ τὴν πλήρη γνῶσι καὶ χρῆσι τῆς ἑλληνικῆς ἑρμηνείας τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων, ὥστε οἱ μαθητὲς νὰ μορφωθοῦν χριστιανικῶς, νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀποστολή τους, νὰ ὠφεληθοῦν ψυχικῶς καὶ ν’ ἀποβλέψουν εἰς τὴν αἰωνία ζωή... Ὁ διάλογος, ἡ θεματογραφία καὶ ἡ γλωσσικὴ ἐπεξεργασία ἀποτελοῦσαν ἀσφαλῆ μέσα προσπελάσεως τῶν κειμένων· διὰ νὰ μὴ παραμένουν δὲ στεγνὰ τὰ ὅρια τῶν ἀσκήσεων, ἐπροτιμῶντο παραγγέλματα καὶ ἀποφθέγματα ἠθικοῦ περιεχομένου καὶ μονίμου ἀξίας, πρὸς ἀποστήθισι καὶ διδασκαλία...»(9).

Ὁ Διαφωτισμὸς ὅμως, μὲ τὴν ἐμφάνισί του κατὰ τὸν ΙΗʹ αἰ., ἄλλαξε τὰ δεδομένα καὶ εἰς τὴν ἐκπαίδευσι. Ἡ «νέα φιλοσοφία», ὁποὺ ἀνεπτύχθη εἰς τὴν Εὐρώπη, μετὰ τὴν Ἀναγέννησι καὶ τὸν Οὑμανισμόν, ἐπροκάλεσε τὴν προοδευτικὴ ἀνανέωσι τῶν δομῶν τῆς παιδείας, μὲ ἀποκορύφωσι τὸν Διαφωτισμόν, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε, ὡς πρωταρχικὴ ἐπιταγή, τὴν πλήρη αὐτονόμησι τοῦ ἀνθρώπου τῆς «νέας ἐποχῆς» ἀπὸ κάθε αὐθεντία. Δηλαδὴ ἐπεδίωξε τὴν διαμόρφωσι ἑνὸς κόσμου δίχως Θεό, καὶ μιᾶς κοινωνίας, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἔχῃ ἐξουδετερωθῇ κάθε ἴχνος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κλήρου, διὰ τῆς καθιδρύσεως ἑνὸς πανισχύρου καὶ αὐθαιρέτου «κρατικισμοῦ».

Ἔτσι ὁ Διαφωτισμὸς ἐδημιούργησε μία νέαν ἀντίληψι περὶ τῆς ζωῆς, περὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ περὶ τῆς κοινωνίας, μίαν ἀντίληψιν ὁποὺ ἐστηρίζετο εἰς τὴν ἀπόρριψι κάθε ὑπερβατικῆς θείας δυνάμεως καὶ ἀπέβλεπε, διὰ τῆς ἐφαρμογῆς ἀναλόγου ἀθεϊστικῆς παιδείας, εἰς τὴν δημιουργία ἑνὸς αὐτονόμου καὶ λογοκρατουμένου ἀνθρώπου, μεταβληθέντος ἔτσι εἰς «αὐτείδωλον».

Ἐν συνεχείᾳ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀφοῦ ἐμαθήτευσαν καὶ ἐγαλουχήθησαν μέσα εἰς τὴν δυτικο-εὐρωπαϊκὴ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ΙΗʹ αἰῶνος, μετέφεραν τὶς ἀρχές τους καὶ εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή, μὲ τὸν ἴδιον ἐνθουσιασμό, μὲ τὸν ὁποῖον τὶς ἀφωμοίωσαν εἰς τὴν Δύσι, ὡς κάτι τὸ πρωτόγνωρο καὶ ριζοσπαστικό. Συγχρόνως, ὅμως, ἐπεδείκνυαν καὶ μίαν ἐξειδικευμένη μετριοπάθεια καὶ συστολή, χωρὶς ἐμφανῆ τάσι βιαίας ἀνατροπῆς τῶν παλαιῶν θεσμῶν καὶ γενικὴ ἀπόρριψι τῶν ὑπαρχουσῶν δομῶν, ὥστε νὰ ἀποφευχθῇ, κατὰ τὸ δυνατόν, ἡ ἀναμενομένη σθεναρὰ ἀντίδρασις τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν ἀφοσιωμένων εἰς τὴν Ὀρθοδοξία Βαλκανικῶν λαῶν.

Οἱ Διαφωτισταί, κρίνοντες τὰ πράγματα μὲ τὶς ἰδικές τους προϋποθέσεις, διεκήρυσσαν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εὑρίσκετο μέσα εἰς τὸ σκότος τῆς δεισιδαιμονίας καὶ τῆς ἀμαθείας, εἰς κατάστασι δηλαδὴ παραδοσιαρχίας καὶ πνευματικῆς ναρκώσεως(10). Ἡ ὀρθόδοξος Λατρεία, κατ’ αὐτούς, συνιστοῦσε ἕνα παράδοξο σκάνδαλο, μία δεισιδαιμονία καὶ ἕνα θεατρινισμό. Εἰς ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς ζωῆς τῶν Ὀρθοδόξων διεπίστωναν κατάπτωσι καὶ διαφθορά, πλήρη ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον, κατ’ αὐτούς, ἠμποροῦσε νὰ τὸ διακρίνῃ κανείς, τὸ πολύ, κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους μ.Χ. αἰῶνας.

Ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν, κατ’ αὐτούς, μία καθαρὰ εἰδωλολατρία, διότι ἐστερεῖτο τοῦ ἐλλόγου στοιχείου. Ἐβδελύσσοντο τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἐπίκλησι τῶν Ἁγίων, ἀποκαλοῦσαν τὸν ἱερὸ κλῆρο «σκοταδιστῆ, ἀμαθέστατον καὶ φαῦλον», διότι ἐστερεῖτο τῆς κοσμικῆς γνώσεως καὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς παιδείας. Τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὸν αὐθορμητισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων ὠνόμαζαν κατάπτωσι καὶ πληρεστάτη διαφθορά, ἐνῶ, διὰ νὰ μὴ δώσουν τὴν ἐντύπωσι τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀντιπαραθέσεώς τους πρὸς τὸν Χριστιανισμό, ἄφηναν νὰ νοηθῇ ὅτι θὰ ἠμποροῦσαν νὰ συμβιβασθοῦν μόνον μὲ τὶς «ἐκλεπτυσμένες» ἀντιλήψεις πίστεως καὶ καλῆς συμπεριφορᾶς κάποιων Εὐρωπαίων χριστιανῶν, τῶν γνωστῶν παρ’ ἡμῖν «μισσιοναρίων».

Ἤθελαν νὰ καλλιεργήσουν τὶς ἀρετὲς τῆς κοινωνικῆς συνυπάρξεως καὶ νὰ περιχαρακώσουν τὴν Ἐκκλησία, διδάσκοντας τὶς ἀρχές της μέσα εἰς τὰ ὅρια τοῦ λογικῶς ἀποδεκτοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ὑποτιμοῦσαν τὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐνανθρώπησι τοῦ Λόγου, τὰ ἱερὰ Μυστήρια, κ.ἄ. Περιορίζοντο εἰς μία γενικὴ καὶ ἀπροσδιόριστον ἀρχήν: «ἀρκεῖ νὰ πιστεύωμεν τὸ λοιπόν», εἰς μίαν ἀπροσδιόριστον πίστιν, εἰς μία θρησκειοποίησι τῆς πίστεως, ὁποὺ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὁδηγήσῃ εἰς τὴν σωτηρίαν, ἐφ’ ὅσον δὲν ὠθοῦσε εἰς τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκησι, τὴν μόνην ἱκανὴ νὰ καταστήσῃ τὸν ἄνθρωπο δεκτικὸ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παραλλήλως, ἐχαρακτήριζαν ὡς δεισιδαιμονία ὅ,τι ἐδιδάσκετο εἰς τὰ σχολεῖα καὶ προσπαθοῦσαν ἀθορύβως νὰ εἰσαγάγουν τὶς ἀρχὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ εἰς τὴν ἐκπαίδευσι τοῦ Γένους, δίδοντας ἀπεριόριστον ἐμπιστοσύνη εἰς τὸν ἀνθρώπινο λόγο καὶ σκέψι.

Ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς ἐπρόβαλλαν ἑαυτοὺς ὡς σωτῆρας τῶν Βαλκανίων καὶ ἐπίστευαν ὅτι συνέβαλλαν εἰς τὴν ἀναγέννησι τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, ἀπαγκιστρώνοντάς τους ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα, δοκιμασμένα καὶ βιωμένα τόσους αἰῶνας, συνιστοῦσαν τὴν ἰδίαν τὴν ὑπόστασί τους. Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸ ἐπρότειναν, σταθερῶς καὶ μεθοδικῶς, τὴν εἰσαγωγὴ μιᾶς διαφορετικῆς παιδείας, ἀπηλλαγμένης τῆς πίστεως εἰς τὴν ὕπαρξι καὶ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ παραλλήλως κατέβαλλαν προσπάθεια διαβρώσεως τῶν συνειδήσεων, διὰ τῆς διδασκαλίας κοσμολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν ἀντιλήψεων, ὁποὺ ἀναιροῦσαν τὴν ὀρθόδοξο πατερικὴ παράδοσι καὶ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, οἱ Διαφωτισταὶ ἄρχισαν νὰ θεωροῦν ἑαυτοὺς ὡς ἕνα οὐσιαστικὸ συντελεστὴ γιὰ τὴν προαγωγὴ τῆς παιδείας καὶ νὰ ἐγκαινιάζουν μίαν ἀνεπίσημον διαλεκτικὴ σχέσι πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους. Καρπὸς τῆς ἀντιθέσεως αὐτῆς ἦταν ἡ σταδιακὴ ἀπομάκρυνσις τῆς παιδείας ἐκ τῶν παραδοσιακῶν ἀρχῶν καὶ ἡ υἱοθέτησις ἑνὸς μετριοπαθοῦς Διαφωτισμοῦ, κατὰ τὰ πρότυπα τῶν σχολείων τῶν «μισσιοναρίων». Κατὰ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ συστήματος τούτου ἐδόθη τὸ προβάδισμα εἰς ἕνα ἰσχυρὸ νομικισμόν, ὁ ὁποῖος, προκειμένου νὰ ἀπαμβλύνῃ τὴν κακίστη ἐντύπωσι ὁποὺ προκαλοῦσε, προσέλαβε τὸν νοσηρὸν «εὐσεβισμό», τὸν ὑπερτονισμὸ δηλαδὴ μιᾶς ἠθικῆς ἀποσυνδεδεμένης τῶν δογμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὥστε νὰ μεταφερθῇ τὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν βίωσι τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, εἰς τὴν ἀπολογητικὴ καὶ ὀρθολογικὴ κατοχύρωσι τῆς χριστιανικῆς – ὄχι πλέον ὀρθοδόξου – ἀληθείας, καὶ ἀπὸ τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκησιν εἰς τὴν ἐξεζητημένη τεχνικὴ τῆς «καλῆς συμπεριφορᾶς», διὰ νὰ διευκολυνθῇ ἡ ἀπο-ἐκκλησιοποίησις τῆς παιδείας, δηλαδὴ ἡ ἀποσύνδεσις τῆς λειτουργίας τοῦ σχολείου ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία τοῦ ναοῦ.

Κατὰ τοὺς Διαφωτιστάς, διὰ τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων δὲν ἔχει πλέον θέσιν ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς καθάρσεως ὁδηγεῖ τὸν νέον εἰς τὴν χρηστοήθειαν, ἀλλὰ ἔχουν θέσιν ἡ παγκόσμιος ἱστορία καὶ οἱ σημαντικὲς προσωπικότητες αὐτῆς, οἱ ὁποῖες, μὲ τὸ παράδειγμά τους, διδάσκουν τὴν συμπεριφοράν, ὁποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ κάποιος εἰς τὴν δημοσία καὶ ἰδιωτικὴν ζωήν. Οἱ μεγάλες μορφὲς τῆς παγκοσμίου ἀνθρωπότητος, διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τῆς μετριοπαθείας καὶ τῆς διαλλακτικότητος ὁποὺ τὶς διέκρινε, μὲ ἕνα τρόπο εὐχάριστο καὶ διασκεδαστικόν, ὁ ὁποῖος «τυγχάνει νὰ εἶναι περισσότερον ὡσὰν ξεφάντωσις, παρὰ ὡσὰν σπουδή», θὰ ὁδηγήσουν σταδιακῶς εἰς τὴν ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων, ὁποὺ διέπουν τὸν «πολιτικὸν βίον» τοῦ ἀνθρώπου, ἕως ὅτου καταλήξῃ, διὰ τῆς σταδιακῆς ἀπεμπολήσεως τῆς πατρώας εὐσεβείας, ὡς δογματικοῦ καὶ ἀναχρονιστικοῦ ἐπαρχιωτισμοῦ, εἰς τὸν πλήρη ἐκδυτικισμὸ τῶν Βαλκανικῶν λαῶν.

Ἔτσι, τὸ πρόγραμμα τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως προέβλεπε καθιέρωσι τῆς «ἁπλῆς» νεοελληνικῆς ὡς γλώσσης τῆς διδασκαλίας, ἁπλοποίησι τῆς γραμματικῆς, ἐγκατάλειψι τῆς διδασκαλίας τῶν Πατερικῶν κειμένων, ὀρθολογιστικὸ τρόπο ἐπιλογῆς τῶν διδασκομένων ἀρχαιοελληνικῶν κειμένων, κατάργησι τῆς «ψυχαγωγικῆς» μεθόδου, ἐξορθολογισμὸ τῆς διδακτικῆς καὶ ἀπαλλαγὴ αὐτῆς ἀπὸ τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτὸ εἰς τὰ «κοινὰ σχολεῖα» ἔπρεπε νὰ διδάσκωνται: ἀνάγνωσις, γραφή, γραμματικὴ τῆς καθομιλουμένης, λαϊκὰ παραμύθια, μυθολογία, φυτολογία, ζωολογία, γεωγραφία, ἱστορία, ἰχνογραφία, κτλ.

Ἐπειδὴ ἀγνοοῦσαν τὴν ὀρθόδοξο πνευματικὴ ἀγωγὴ «διὰ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως» οἱ Διαφωτισταί, ἐνόμισαν ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ἐφαρμόζονται μὲ μόνην τὴν θέλησι τοῦ ἀνθρώπου(11). Ἔτσι ἡ «κάθαρσις» τῆς καρδίας ἔπρεπε, κατ’ αὐτούς, νὰ ἀντικατασταθῇ μὲ τὴν αὐτονομημένην ἠθική, καὶ ὁ «φωτισμὸς» μὲ τὴν νοησιαρχικὴ κατήχησι, ἐνῶ οἱ πνευματικοὶ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι ἔπρεπε νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ ἠθικολογοῦντας ὀργανωτὰς «ἀξιοπρεπῶν χριστιανικῶν σχολείων». Ὅμως, ὡς γνωστόν, ὁ «φωτισμὸς» τοῦ νοῦ ἐκδιώκει τὸν φόβο, καλλιεργεῖ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, καὶ δίδει δύναμιν εἰς τὸν πιστὸν νὰ ἀντέξῃ ὁποιαδήποτε βασανιστήρια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ, ἐξ αἰτίας τῶν βασανιστηρίων, ἐθεωρεῖτο ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἀρνητὴς δὲν εὑρίσκετο εἰς τὴν κατάστασι τοῦ «φωτισμοῦ», καὶ ἑπομένως δὲν ἦταν ἀληθὲς μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, καθὼς καὶ οἱ Νεο-μάρτυρες τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπέδειξαν ὅτι ἡ δύναμις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα εἰς τὴν καρδία τοῦ πιστοῦ, εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ τὰ δεινότερα βασανιστήρια. Ἀλλὰ αὐτὰ ἦσαν ἄγνωστα εἰς τοὺς Διαφωτιστάς, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνοι ἐξοβέλισαν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξο χριστιανικὴ ἀγωγὴ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ὡς ἀπαράδεκτα μυθεύματα.

Οἱ Κολλυβάδες, μία δρὰξ ὁσίων ἀνδρῶν τὴν ἐποχὴν αὐτήν, βλέποντες ὅτι οἱ «ἀθεώτατοι λιμπερτῖνοι νοθεύουν ἀνεπανόρθωτα τὸ φρόνημα τοῦ Γένους», ἀπεφάσισαν, ὡς ἄλλοι Μακκαβαῖοι, νὰ ἀντιπαραθέσουν εἰς τοὺς Διαφωτιστὰς τῆς Εὐρώπης, τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, καί, εἰς τὴν κατὰ κόσμον σοφία, τὴν ἔνθεο γνῶσι καὶ ἐμπειρία τους.

Οἱ μακάριοι «Κολλυβάδες», γενικῶς, ἀκολουθῶντες τὴν παράδοσι τῶν ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἀρνοῦντο εἰς τὴν φωτισμένην Εὐρώπη, τὴν «Φραγκίαν», ὅπως τὴν ὠνόμαζαν, κάθε σχέσι μὲ τὴν Πατερικὴ παράδοσιν εἰς τὸν χῶρο τῆς πίστεως, τῆς κοινωνίας καὶ τῆς παιδείας. Κατ’ αὐτούς, ἡ κίνησις τοῦ Διαφωτισμοῦ εἶχε γεννήσει «τὸ ἔσχατον καὶ ἀκρότατον τῶν κακῶν», τὴν ἀθεΐαν, ἡ ὁποία προῆλθεν ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ καὶ κατήντησε τὴν Εὐρώπην εἰς τὸ «χάος τῆς ἀπωλείας»(12).

Μάλιστα ὥριζαν διακοπὴ τῶν σχέσεων μαζί της, ἔστω καὶ χάριν ἐμπορικῶν συναλλαγῶν ἢ σπουδῶν, διότι ἡ Εὐρώπη, λόγῳ τῆς «νέας φιλοσοφίας» της, ἦταν ἐκ προοιμίου ἀρνητικὴ διὰ τὴν πνευματικὴ ἐπιβίωσι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κοσμικὴ σοφία καὶ τὰ μαθήματα, ὁποὺ αὐτὴ ἐπρόσφερε, ἦσαν «βλαπτικὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον», διότι ἀπέρριπταν τὴν «ἀναδειχθεῖσαν ὄχι ὠφελίμην ἁπλῶς, ἀλλὰ πολυωφελῆ, βιωφελῆ τε καὶ ψυχωφελῆ, ἀσκητικὴν ζωήν»(13).

Βεβαίως δὲν ἀγνοοῦσαν ὅτι, «οἱ ἔχοντες τὴν ἔξω σοφίαν πολὺ ὠφέλησαν τὴν Ἐκκλησίαν· καὶ πάλιν ἄλλοι, αὐτὴν μεταχειριζόμενοι ἐκ τοῦ ἐναντίον, πολλὴν βλάβην καὶ ταραχὴν ἐπροξένησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Ὥστε ἡ ἔξω σοφία δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἐδικήν της φύσιν, οὔτε κακὴ οὔτε καλή· ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μεταχείρισιν τῶν ἐχόντων αὐτὴν γίνεται καλὴ ἢ κακή»(14). Γι’ αὐτὸ ἐπίστευαν ὅτι, «τὰ κακόδοξα φρονήματα καὶ τὰ παράνομα ἔθη τῶν Λατίνων καὶ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν πρέπει νὰ μισῶμεν καὶ νὰ ἀποστρεφώμεθα· εἴ τι δὲ εὑρίσκεται ἐν αὐτοῖς ὀρθῶς ἔχον καὶ ὑπὸ τῶν Κανόνων τῶν Ἱερῶν Συνόδων βεβαιούμενον, τοῦτο δὲν πρέπει νὰ μισῶμεν καὶ νὰ ἀποστρεφώμεθα»(15). Ἀλλὰ βλέποντες τὸν ὀλέθριο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον οἱ Διαφωτισταὶ μετεχειρίζοντο τὴν νέα φιλοσοφία, δὲν τὴν συνιστοῦσαν καθόλου ὡς μέσον παιδαγωγίας τῶν Ὀρθοδόξων.

Οἱ «Κολλυβάδες», ἀπέναντι στὴν κοσμικὴ σοφία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ(16), ἐπρόβαλλαν τὴν «ἔνθεον γνῶσιν» καὶ τὴν παράδοσι τῶν Ἁγίων ὡς καρπὸν τῆς νηπτικῆς ἐμπειρίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπεδόθησαν κατὰ πολὺν εἰς τὴν ἔκδοσι βίων Ἁγίων. Ἔδωσαν ἰδιαιτέραν ἔμφασιν εἰς τὴν λατρεία, πιστοποιοῦντες ἔτσι τὴν διάσωσιν αὐθεντικῶν πατερικῶν κριτηρίων, ἐπειδὴ ἡ λατρεία εἶναι ὁ χῶρος εἰς τὸν ὁποῖον διασώζεται ἢ ἀλλοτριώνεται ἡ παράδοσις. Γι’ αὐτὸ ἐτόνιζαν τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν λατρεία παραλλήλως μὲ τὴν ἀσκητικὴ πράξι, θεωροῦντες τὰ δύο αὐτὰ ὡς τοὺς δύο κυρίους πόλους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία δὲν κρίνεται μὲ κείμενα, ὡς μηχανικὴ μίμησι τοῦ πατερικοῦ θεολογικοῦ λόγου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμπειρικὴ μετοχὴν εἰς τὴν ἁγιο-πατερικὴ παράδοσι, ὡς ζωὴ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι.

Οἱ μακάριοι «Κολλυβάδες» ἐθεωροῦσαν ὅτι ἡ πίστις, ὡς Ὀρθοδοξία, εἶναι ἡ κυρίαρχος ἀρχὴ εἰς τὴν σύνθεσι ὅλης τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος(17). Σώζοντες, λοιπόν, τὴν νηπτικὴ – ἡσυχαστικὴ παράδοσι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐδημιούργησαν, μὲ ἀφορμὴ κάποια τυπικὰ λειτουργικὰ θέματα, μίαν αὐθεντική, ἀνανεωτικὴ καὶ παραδοσιακὴ πορείαν, ἡ ὁποία εἶχε μεγάλες εὐεργετικὲς συνέπειες γιὰ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

Ἔτσι ἐπροκάλεσαν τὴν «σπουδαία “Φιλοκαλικὴ ἀναγέννησι” τοῦ 18ου αἰῶνος, ἡ ὁποία ἦταν μία γνησία συνέχεια καὶ ἀνανέωσις τῆς ζωντανῆς Πατερικῆς παραδόσεως, καὶ ταυτοχρόνως ἡ ἀπάντησις τῆς Ἐκκλησίας στὰ αἰτήματα τῶν καιρῶν»(18), (κάτι ὁποὺ σήμερα, ὅσο προχωρεῖ ἡ ἀποδέσμευσις ἐκ τῆς ἀντι-κολλυβαδικῆς, διαφωτιστικῆς προπαγάνδας, ἠμπορεῖ νὰ ἀποτιμηθῇ καλύτερα).

«Ἡ φιλοκαλικὴ αὐτὴ ἀναγέννησις ἦταν μία συνέχεια τοῦ Ἡσυχασμοῦ τοῦ 14ου αἰῶνος... Ὁ ἡσυχασμός, μὲ τὴν βαθειὰ πνευματικὴ ἐμπειρία του καὶ μὲ τὴν στηριγμένη σὲ αὐτὴν ἐξ ἴσου βαθειὰ πίστι στὴν πραγματικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία καὶ σὲ ὅλα τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἐστερέωσε τὴν κλονιζομένη ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἀνανέωσε τὴν μοναδικὴ καὶ ἀσάλευτη ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη τους στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἡσυχασμός, λοιπόν, δὲν ἦταν μόνον ὀρθόδοξη θεωρητικὴ ἀπαντησις στὸν σύγχρονό του φιλοσοφικὸ καὶ θεολογικὸ προβληματισμὸ τῆς Δύσεως ἢ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως. Ταυτοχρόνως εἶχε καὶ συγκεκριμένη ἱστορικὴ ἀποτελεσματικότητα, πολύτιμη γιὰ τὴν ἐπιβίωσι τῶν ὀρθοδόξων λαῶν καὶ τὴν διατήρησι τῆς καθολικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, στοὺς καιροὺς τῶν δεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας...»(19).

«Τὴν ὀνομασία τῆς ἀναγεννήσεως αὐτῆς ἐπιβάλλει πρῶτ’ ἀπὸ ὅλα ἡ μνημειώδης ἔκδοσις, ποὺ ἐπεξεργάσθηκαν οἱ λεγόμενοι “Κολυβάδες”, δηλαδὴ ἡ περίφημη “Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν” (1782). Αὐτὴ περιέχει συνοπτικὰ καὶ μεταδίδει τὴν καθολικὴ καὶ αἰώνια ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀποτελεῖ, τρόπον τινά, σύμβολο τῆς πνευματικῆς ἐκείνης ἀναγεννήσεως...»(20).

«Διὰ τῆς “Φιλοκαλίας” ὁμολογουμένως ἠνοίχθη μία νέα ἐποχὴ εἰς τὴν ἱστορία τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Εἰς τὴν ξηρότητα τῆς σκέψεως τῶν δυτικῆς παιδείας λογίων, τῶν ὑπὸ τὴν ἐπίδρασι τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καὶ τῶν προτεσταντικῶν ἀπόψεων θεολογούντων, ἦλθε ὡς ἀντίρροπος δύναμις ἡ ἀναζωογονηθεῖσα παράδοσις τοῦ μυστικοῦ πνεύματος τῶν πατέρων τοῦ Βυζαντίου. (Ἔτσι) ἐπετεύχθη ἐν πολλοῖς ἀναχαίτισις εἰς τὴν ἐπικράτησι, ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ Ἀνατολῇ, τοῦ ἐκ Δύσεως εἰσελαύνοντος θεολογικοῦ ρεύματος...»(21).

Συγχρόνως, ἐπειδὴ τὸ αἴτημα τῆς ἀγωγῆς τῶν παίδων, εἰς τὸ λυκόφως τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ καὶ τὸ λυκαυγὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἦταν καίριον γιὰ τοὺς λαοὺς τῶν Βαλκανίων, γι’ αὐτό, εἰς τὴν θέσι τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀγωγῆς, ὁποὺ ἔφεραν εἰς τὰ σχολεῖα τοῦ Γένους οἱ «ψευδολιμπερτῖνοι» Ἕλληνες Διαφωτισταί, οἱ μακάριοι «Κολλυβάδες» ἐπρόβαλαν μίαν ὀρθόδοξο Παιδαγωγία.

Ἡ «Χριστιανικὴ Παιδαγωγία», τὸ ἀνὰ χεῖρας δηλαδὴ πονημάτιον, εἶναι ἕνα τέτοιο ἔργον, ὁποὺ συνετάχθη εἰς μίαν ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγράφοντο παρόμοια παιδαγωγικὰ ἔργα ποικίλων προϋποθέσεων καὶ κατευθύνσεων, προερχόμενα κυρίως ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ Διαφωτισμοῦ(22). Δὲν εἶναι τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τῆς διδασκαλίας τῶν «κοινῶν σχολείων», δηλαδὴ τῆς πρώτης βασικῆς ἐκπαιδεύσεως, οὔτε ὁ ἐτήσιος κύκλος τῶν μαθημάτων ἑνὸς «κατηχητικοῦ σχολείου», ὑπὸ τὴν σημερινὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Εἶναι μᾶλλον ἕνας ὁδηγὸς βάσει τοῦ ὁποίου οἱ γονεῖς καὶ οἱ διδάσκαλοι θὰ μυήσουν, διὰ πράξεως καὶ θεωρίας, εἰς τὸ πατροπαράδοτο σέβας τὰ παιδιὰ ἡλικίας πέντε ἕως δέκα πέντε περίπου ἐτῶν, παραλλήλως πρὸς τὴν ἐκμάθησι τῆς μητρικῆς γλώσσης.

Διὰ τῆς παρούσης «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας», οἱ μαθηταὶ δὲν ἐδιδάσκοντο ἁπλῶς περὶ τῆς ὑπάρξεως κάποιου ἀγνώστου εἰς αὐτὰ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ, ὅπως ἤθελαν οἱ Διαφωτισταί, ἀλλὰ διὰ τῶν καθημερινῶν λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, ἀμιγῶς μὲν ὀρθοδόξου χαρακτῆρος, προσηρμοσμένων ὅμως εἰς τὶς δυνατότητες τῆς παιδικῆς ἡλικίας, βιώνουν τὴν σχέσι τους μὲ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεόν, τοῦ Ὁποίου ἡ παρουσία ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένῃ ζωντανὴ ἀνάμεσά τους διὰ τῆς θαυματουργίας τῶν Ἁγίων, τῆς ἑνιαίας πατερικῆς διδασκαλίας τῶν Ὁσίων καὶ τῆς ὑπομονῆς τῶν Νεομαρτύρων.

Ἡ «Χριστιανικὴ Παιδαγωγία» φαίνεται νὰ εἶναι ἔργο ἀνθρώπου μεγάλης αὐτοσυνειδησίας. Ὁ συγγραφεύς της γνωρίζει ἀσφαλῶς ὅτι συνέταξε τοῦτο τὸ πονημάτιο ἐμφορούμενος ἀπὸ θεῖον ζῆλο γιὰ τὴν ὀρθόδοξον νεολαία τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ δὲν τοῦ διαφεύγει ὅτι ζῇ «ἐν ἡμέραις πονηραῖς», περὶ τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰῶνος, εἰς τὸ κορύφωμα δηλαδὴ τῆς «κρίσεως ταυτότητος» τῶν τουρκοκρατουμένων ὀρθοδόξων λαῶν τῶν Βαλκανίων, μιᾶς κρίσεως ἰδιαιτέρως αἰσθητῆς καὶ εἰς τὸν χῶρο τῆς Παιδείας.

Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του, ἡ σύγκρουσις Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως σημειώνει ἰδιάζουσαν ἔξαρσιν εἰς τὸν χῶρο τῆς ἀγωγῆς, ἐπειδὴ καθ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο τούτους κόσμους ἔχει πλέον διαμορφώσει ἰδικό του ἀνθρωπολογικὸ καὶ παιδευτικὸν ἰδεῶδες. Ἔτσι ἔχει ἀρχίσει πλέον νὰ ἐπέρχεται ρῆξις μεταξὺ τῆς νέας προσφερομένης γνώσεως καὶ τῶν παλαιῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ὄχι μόνον ὡς ἄμεσος κατάλυσις τοῦ παλαιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὡς νέα, «προοδευτικὴ» νοηματοδότησις καὶ ἑρμηνεία του.

Ὁ Διαφωτισμὸς ἐπηρεάζει πλέον οὐσιαστικῶς τοὺς λογίους τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς καὶ εἰσέρχεται εἰς τὰ σχολεῖα, κυρίως, ὡς ἀμφισβήτησις τῆς παραδόσεως. Ὁ ὀρθολογισμὸς τῶν Διαφωτιστῶν, ἐν συνεργασίᾳ μὲ τὸν εὐσεβισμὸ τῶν «Μισσιοναρίων», ὁποὺ ὤργωναν τότε τὰ Βαλκάνια, ἀρχίζουν πλέον νὰ συνιστοῦν τὶς κατευθυντήριες γραμμὲς πολλῶν σχολείων, δίδοντας ἔτσι καινούργιο προσανατολισμὸ εἰς τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοὶ διδάσκαλοι καὶ γονεῖς ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὶς διάφορες μορφὲς ἀνθρωπισμοῦ - οὑμανισμοῦ, δυσπιστοῦν καὶ ἀμφιταλαντεύονται ὡς πρὸς τὴν πατροπαράδοτον ἀξία τῆς θεοκεντρικῆς προοπτικῆς τῆς ὀρθοδόξου ἀγωγῆς, ἐνῶ τὰ σχολικὰ μαθήματα παύουν πλέον νὰ εἶναι «τὰ ἱερὰ γράμματα», καὶ οἱ μαθηταὶ δὲν διδάσκωνται ὅ,τι οἱ παλαιότεροι χριστιανοί.

Τοῦτο, ἀσφαλῶς, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ συνταχθῇ, μεταξὺ ἄλλων, καὶ ἡ παροῦσα «Χριστιανικὴ Παιδαγωγία». Τὸ ἔτος συγγραφῆς της δὲν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστόν. Ὅμως, εἰς κάποιο σημεῖο της, κάνει μνεία «τοῦ σοφωτάτου καὶ θεολογικωτάτου Πλάτωνος(23), ἀρχιεπισκόπου Μοσχοβίας καὶ διδασκάλου τοῦ ταύτης νῦν βασιλέως Παύλου(24)...» (α΄, 509-511 : φ.19α).

Ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴν μαρτυρία, λοιπόν, εὐκόλως συμπεραίνεται ὅτι αὐτὴ συνετάχθη κατὰ τὸ διάστημα τῆς βραχυβίου βασιλείας τοῦ τσάρου τῆς Ρωσσίας Παύλου Α΄, δηλαδὴ κατὰ τὰ ἔτη: 1797-1801(25).

Παρὰ ταῦτα ἡ «Χριστιανικὴ Παιδαγωγία», ἄγνωστον διατί, δὲν ἐξεδόθη ποτέ.

Ὁ συγγραφεὺς τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας», ὡς ἀναφέρεται εἰς αὐτήν, εἶναι κάποιος «μοναχὸς Γρηγόριος, ἐκ πατρίδος Μολδαβίας», δίχως νὰ παρέχωνται περισσότερα στοιχεῖα περὶ αὐτοῦ(26).

Αὐτός, λοιπόν, ὁ εὐλαβέστατος Μολδαβὸς μοναχὸς Γρηγόριος, αἰσθανόμενος τὸ βαρὺ πνευματικὸ κλῖμα, ὁποὺ τὸν περιέβαλλε, κατελήφθη, ὡς γνήσιος ὀρθόδοξος μοναχός, ὑπὸ ἀμφιβολίας γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεων, ὁποὺ εἶχε ἐκθέσει εἰς τὸ πόνημά του, ἐφοβήθη μήπως καὶ αὐτὸς εἶναι ἴσως προσβεβλημένος ἀπὸ τὴν λοιμικὴν νόσο τῆς «διαφωτίσεως».

Καὶ γι’ αὐτό, ἀκολουθῶντας τὴν παγία μοναχικὴ τακτικήν, ἀνεζήτησε Γέροντα πνευματέμφορο, διὰ νὰ «θεωρήσῃ ἐπιμελῶς» καὶ νὰ θέσῃ ὑπὸ τὴν πεφωτισμένη κρίσι του τὶς παιδαγωγικὲς θέσεις τοῦ βιβλίου του. Ἀνεζήτησε Καθηγητή, ὁ ὁποῖος θὰ ἐγνώριζε σαφῶς τὸ «τέλος», τὸν σκοπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ὥστε μέσα ἀπὸ τὴν κατευθυντήριον αὐτὴν προοπτικὴ νὰ κρίνῃ τὶς παιδαγωγικὲς ἀρχὲς τοῦ βιβλίου του, «πρὸς ὠφέλειαν παντὸς ὀρθοδόξου συστήματος».

Καί, ὡς φαίνεται, τοιοῦτον εὗρε τὸν μεγαλύτερο φωστήρα τῆς ἐποχῆς του, τὸν «ἐν ἀρίστοις διδασκάλοις κύριον Νικόδημον τὸν Νάξιον», τὸν ἅγιον Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1749-1809)(27). Καὶ «ὁ Ἅγιος, ζῶν τὸν μυστικὸν βίον τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ γνωρίζων διὰ πράξεως τὴν ὀρθὴν θεωρίαν περὶ τὰ παιδαγωγικὰ ταῦτα ζητήματα, ἐπῆρε τὸ βιβλίον τοῦτο, τὸ ἔρριψεν εἰς τὴν κάμινον τῆς ὀρθοδόξου ψυχῆς του καὶ τὸ ἀνέσυρεν ἐκεῖθεν ἀψόγως ὀρθόδοξον»(28).

Ἔτσι, οἱ παιδαγωγικὲς ἀρχὲς τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι διάσπαρτες μέσα εἰς τὸ κείμενο τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας»(29). Οὕτως ὥστε θὰ ἠμποροῦσε κάλλιστα νὰ ἐκληφθῇ ἡ «Χριστιανικὴ Παιδαγωγία» ὡς ἕνα ἐπὶ πλέον κεφάλαιο τῆς γνωστῆς «Χρηστοηθείας» του(30), ἢ ὡς ἕνα ἄγνωστο ἔργο του· γι’ αὐτὸ καὶ νεώτεροι ἐρευνηταὶ περιλαμβάνουν τὸ κείμενο αὐτὸ εἰς τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου(31).

Ἡ παροῦσα ἔκδοσις ἀποτελεῖ τὴν πρώτην τύποις δημοσίευσιν τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας». Ἄγνωστον διὰ ποῖον λόγον τὸ ἔργον αὐτὸ παρέμεινε μέχρι σήμερα ἀνέκδοτον, καίτοι εἰς τὴν χειρόγραφον μορφή του ἦταν σχεδὸν ἕτοιμο πρὸς ἐκτύπωσι, (δηλαδὴ εἶχε σελίδα τίτλου, «ἐπίγραμμα εἰς τὴν βίβλον διὰ στίχων πολιτικῶν», ἀφιερωτικὸ πρόλογο, τίτλους κεφαλαίων ... ὅπως συνηθίζετο τότε εἰς τὰ ἐκδιδόμενα βιβλία).

Εἰς τὴν παροῦσα ἔκδοσι, λοιπόν, ἐκρίθη σκόπιμον νὰ προταχθῇ αὐτοτελῶς τὸ πρωτότυπο κείμενο τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας», ὡσὰν νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ ἐπιθυμία τοῦ συγγραφέως καὶ τοῦ «θεωρητοῦ» πρὸς ἔκδοσιν τοῦ ἔργου τους. Ἔτσι ὅλες οἱ σχετικὲς μελέτες καὶ ἀναλύσεις, ἀντὶ προλεγομένων, ἐτέθησαν κατόπιν τοῦ κειμένου.

Θερμαὶ εὐχαριστίαι ὀφείλονται πρὸς τὸν ἱερομόναχο τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος - Ἁγίου Σεργίου (τοῦ Ραντονὲζ) Λεόντιο (Κοσλώφ), ὁ ὁποῖος λίαν φιλαδέλφως ἐμερίμνησε καὶ μᾶς ἐπρομήθευσε τὶς φωτογραφίες τοῦ χειρογράφου τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας», τὸ ὁποῖον σήμερον ἀπόκειται εἰς τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.

Κατὰ τὴν ἔκδοσι τοῦ κειμένου ἠκολουθήθη ἡ ὀρθογραφία τοῦ χειρογράφου, δίχως νὰ διορθωθοῦν τὰ ὀλίγα ὀρθογραφικὰ σφάλματά του, ὀφειλόμενα σαφῶς εἰς τὸν γραφέα του· μόνον ἀνεπτύχθησαν ὁλογράφως οἱ ἐν συντμήσει λέξεις. Ἔτσι δὲν ὑπετάχθη τοῦ κειμένου κριτικὸν ὑπόμνημα, ἀλλ’ ἐτέθη αὐτὸ εἰς οἰκείαν θέσι κατωτέρω, ὅπου ἐσημειώθησαν οἱ ἐλάχιστες ὀρθογραφικὲς ἀποκλίσεις καὶ τὰ χάσματα, καθὼς καὶ οἱ, ὑπὸ τοῦ γραφέως, συμπληρώσεις καὶ διορθώσεις εἰς τὸ διάστιχον ἢ τὴν ὤαν.

Ἐκρίθη μόνον ἀναγκαία ἡ παράθεσις, ἐν εἴδει ὑποσημειώσεων, τῶν παραπομπῶν εἰς τὰ ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ χωρία. Διετηρήθη ὁ ὑπὸ τοῦ συγγραφέως χωρισμὸς τοῦ κειμένου εἰς ἐννέα κεφάλαια, ἀλλ’ ἐτέθησαν πλαγίως τοῦ κειμένου ἡ στιχαρίθμησις ἀνὰ κεφάλαιον, (προεκρίθη μᾶλλον τῆς συνεχοῦς στιχαριθμήσεως ἡ ἀνὰ κεφάλαιον, σημαινομένου δι’ ἑλληνικῆς ἀριθμήσεως τοῦ κεφαλαίου καὶ δι’ ἀραβικῆς τοῦ στίχου), καὶ ἡ ἀρίθμησις τῶν φύλλων τοῦ χειρογράφου, (ἡ ἀλλαγὴ τῶν ὁποίων σημαίνεται ἐντὸς τοῦ κειμένου διὰ δύο καθέτων γραμμῶν).

Χάριν σεβασμοῦ πρὸς τοὺς ἐρευνητάς, κάποιες ἰδικές τους ἐργασίες δημοσιεύονται ἐδῶ αὐτούσιες, ὅπως λ.χ. τοῦ Εὐτυχίου Νησιώτη περὶ τοῦ περιεχομένου (1906) καὶ τοῦ Κωνσταντίνου Παπουλίδη περὶ τοῦ χειρογράφου (1977) τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας». Κάποια ἄλλα ζητήματα, ὅμως, ὅπως αὐτὰ περὶ τοῦ συγγραφέως, τῶν συνιστωμένων ἐγχειριδίων διδασκαλίας, κτλ, ἐλλείψει σχετικῶν μελετῶν, ἔτυχαν τοῦ ἰδικοῦ μας σχολιασμοῦ.

Λόγῳ τῆς αἰσθητῆς, εἰς τὸ κείμενο, παρουσίας τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὡς προανεφέρθη, δημοσιεύονται δύο κεφάλαια, εἰς τὰ «Ἐπιλεγόμενα», ὁποὺ δείχνουν ἐναργέστερον ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὰ κοινά, παράλληλα χωρία μεταξὺ τῶν ἔργων του καὶ τῆς παρούσης «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας», ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὶς παιδαγωγικὲς ἀντιλήψεις τοῦ Ἁγίου.

Τέλος, εἰς τὸ «Ἐπίμετρον» τῆς παρούσης ἐκδόσεως, ἐτέθησαν ὁ «Βίος, ἐν συνόψει, τοῦ ἀοιδίμου Διδασκάλου Νικοδήμου», καὶ ὀλίγα περὶ τῆς διακηρύξεως τῆς ἁγιότητός του πρὸ 50 ἐτῶν.

Τῇ λα΄ Μαΐου ͵βεʹ, Ἰωβηλαῖον διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ Διδασκάλου.

Ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος,

ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης, εἰς Νεζερὰ - Πατρῶν.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Πρβλ. «...Ὅπως συνέβαινε εἰς τὴν ἀρχαιότητα, ἐπίσης καὶ ἡ Βυζαντινὴ πολιτεία δὲν ἠσχολεῖτο μὲ τὴν ἐκπαίδευσι τῶν νέων. Τοῦτο ἦταν ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας...». (Γριτσοπούλου, «Σχολή», σ. 26).

2. Πρβλ. Γριτσοπούλου, «Σχολή», σ. 27-30.

3. Πρβλ. «...Χάρις εἰς τὸ προνόμιον κατέστη συντόμως δυνατὸν νὰ τεθοῦν ἐντὸς τῆς νέας ΚΠόλεως θεμέλια πνευματικῆς ζωῆς, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐστερεώθη προοπτικὴ ἐθνικοῦ μέλλοντος. Ὀρθῶς ἡ ὀργάνωσις παιδείας, ὡς μία ἀπὸ τὶς νέες θέσεις, ἀπέβαινε ἰσχυρὴ προϋπόθεσις αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως τοῦ κλονισμένου ἔθνους...». (Γριτσοπούλου, «Σχολή», σ. 53).

4. Γριτσοπούλου, «Παιδεία», σ. 227.

5. Πρβλ. Κουκουλέ, σ. 55-56

6. Πρβλ. Γριτσοπούλου, «Σχολή», σ. 27

7. Περὶ τῶν διδασκομένων μαθημάτων πρβλ. Σκαρβέλη - Νικολοπούλου Ἀγγ., «Τὰ μαθηματάρια τῶν ἑλληνικῶν σχολείων τῆς Τουρκοκρατίας. (Διδασκόμενα κείμενα, σχολικὰ προγράμματα, διδακτικὲς μέθοδοι)», διδακτορικὴ διατριβή, Ἀθῆναι 1989.

8. Γούδα, σ. 245.

9. Γριτσοπούλου, «Παιδεία», σ. 299, 266

10. Πρβλ.: «...Καὶ βεβαιότατα δὲν πιστεύω νὰ εὑρεθῇ τινὰς ἀπὸ ἐκείνους, ὁποὺ ἔχουσιν εἰς τὴν ψυχὴν κἄποιον ζώπυρον θείου φόβου, τόσον σκληρὸς καὶ ἀτέραμνος ὁπού, ἀκούων τοιαύτας ὕβρεις κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, νὰ μὴ λυθῇ εἰς δάκρυα, ἤδη δὲ καὶ τὰς θρηνούσας νὰ καλέσῃ, κατὰ τὸν προφήτην, ἵνα κλαύσωνται καὶ θρηνήσωσιν ἐπὶ τῷ συντρίμματι τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ του, τῆς ἀσκητικῆς φημι τῶν μοναστῶν πολιτείας...». (Ἁγίου Νικοδήμου, «Πρὸς Θωμᾶν», § 1, σ. 52-53).

11. Πρβλ.: «...Ὁ θεῖος Ἀδελφόθεος, πρῶτον, λέγει, νὰ ἀποβάλλωμεν τὸν μολυσμὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἔπειτα νὰ δεχθῶμεν τὸν ἔμφυτον λόγον, καθ’ ὃν εἴμεθα λογικοί· ὥστε ἐκ τούτου συμπεραίνομεν, ὅτι ἂν ὁ ἄνθρωπος, πρῶτον δὲν καθαρισθῇ ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας καὶ πάθη, λογικὸς νὰ γένῃ τῇ ἀληθείᾳ δὲν δύναται... Διὰ μέσου τοῦ λόγου τῆς θείας διδασκαλίας καὶ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος τὸ φυσικὸν λογικὸν ὁποῦ ἔχασεν. Ὅλος γὰρ ὁ γραπτὸς καὶ παλαιὸς Νόμος, καὶ ὅλη ἡ νέα χάρις τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τοῦτο ἀποβλέπει, εἰς τὸ νὰ καθαρίσῃ τὸν φυσικὸν νόμον, καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον σῶον καὶ ὁλόκληρον τὸ κατὰ φύσιν λογικὸν ὁποῦ εἶχεν... Ἐκ τῶν εἰρημένων δὲ τούτων γίνεται φανερόν, πόσον εἶναι μεματαιωμένοι ἐκεῖνοι ὁποῦ νομίζουν, πῶς ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ καθαρίσῃ τὸ ἔμφυτον λογικὸν καὶ τὴν διάκρισιν ὁποῦ ἔχει, ὄχι μὲ τὴν ἀποχὴν τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς, ὄχι μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ θείου νόμου, ἀλλὰ μὲ τὰ μαθήματα τῆς ἐξωτερικῆς παιδείας καὶ γνώσεως, ἥτις μοναχή, ὄχι μόνον δὲν καθαρίζει τὸ λογικόν, ἀλλὰ καὶ μολύνει αὐτὸ καὶ σκοτίζει, γεμίζουσα αὐτὸ ἀπὸ φυσίωσιν καὶ ὑπερηφάνειαν, καθὼς εἶπεν ὁ Ἀπόστολος· “ἡ γνῶσις φυσιοῖ” (Α΄ Κορ. η΄, 1) ...». (Ἁγίου Νικοδήμου, «Ἑρμηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ καθολικὰς ἐπιστολάς, “Ἰακ. α΄ 21”», σ. 18).

12. Πρβλ. «...Ἡ Εὐρώπη, λόγῳ τῆς ἀθεΐας της, εἶναι γιὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο “τὸ χάος τῆς ἀπωλείας” καὶ “τὸ βάραθρον τοῦ ᾅδου”...». (Μεταλληνοῦ, «Φῶτα», σ. 176).

13. Ἁγίου Νικοδήμου, «Πρὸς Θωμᾶν», § 5, σ. 57.

14. Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Ἀντιφώνησις», § 6. (Ἡ παραπομπὴ μνημονεύεται ὑπὸ Ζήση Θ. πρωτ., «Ἡ ἐπικαιρότης τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου», ἐν «Ἑκατονταπυλιανὴ – Πρακτικά», σ. 398-399).

15. Ἁγίου Νικοδήμου, «Ἑορτοδρόμιον», σ. 584.

Πρβλ.: «...Πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Ἃ μὲν οὖν ἂν συντελῇ πρὸς τοῦτον ἡμῖν, ἀγαπᾶν τε καὶ διώκειν παντὶ σθένει χρῆναί φαμεν, τὰ δ᾽ οὐκ ἐξικνούμενα πρὸς ἐκεῖνον ὡς οὐδενὸς ἄξια παρορᾶν...». (Μ. Βασιλείου, «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», β΄ – P.G. 31, 565 C).

16. Πρβλ. Κρικώνη Χρ., «Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ Διαφωτισμὸς κατὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο», (ἐν «Ἑκατονταπυλιανὴ – Πρακτικά», σ. 467-487).

17. Πρβλ.: «...Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀληθειῶν, μᾶλλον δὲ αὐτὴ ἡ μόνη καὶ ἄκρα ἀλήθεια, ἐν ᾧ πάντες οἱ λόγοι καὶ τὰ παραδείγματα τῶν ὄντων ἀρχικῶς καὶ αἰτιατικῶς συνέχονται καὶ προέρχονται· καὶ ὅποιος διὰ τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς κατὰ νοῦν σχολῆς ἑνωθῇ τῷ Θεῷ, ἑνοειδῶς καὶ συνεπτυγμένως βλέπει τοὺς λόγους τῶν πάντων ἐν τῷ Θεῷ, ὡς ἐν τῇ αἰτίᾳ τὰ ἀποτελέσματα...». (Ἁγίου Νικοδήμου, «Πρὸς Θωμᾶν», § 18, σ. 79).

18. Ἀμφιλοχίου, σ. 17

19. Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 18, 12

20. Ἀμφιλοχίου, σ. 8

21. Ταχιάου, «Παΐσιος», σ. 111-112

22. Πρβλ. Βαϊκούση Ἐμ., «Χρηστοήθειες καὶ διαμόρφωση τῆς συμπεριφορᾶς τῶν νέων στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία (18ος - 19ος αἰ.)», ἐν «Πρακτικὰ τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου: “Ἱστορικότητα τῆς παιδικῆς ἡλικίας καὶ τῆς νεότητος”», ἔκδ. «Γενικῆς Γραμματείας Νέας Γενιᾶς», Ἀθήνα 1986, τ. Α΄, σ. 287-299.

23. «Ὁ μητροπολίτης Πλάτων (Λέβσιν) ἐγεννήθη τὸ 1737 εἰς τὰ περίχωρα τῆς Μόσχας. Ἐσπούδασε εἰς τὸ Σεμινάριο καὶ τὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Μόσχας, ἡ ὁποία κεῖται εἰς τὴν πλησίον τῆς Μόσχας Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ἐν συνεχείᾳ διωρίσθη ἐκεῖ διδάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ καθηγητὴς τῆς ρητορικῆς. Κατὰ τὴν ἐποχὴ ταύτην ἐγένετο μοναχός. Τὸ 1762 ἐγένετο ἱεροκῆρυξ τῆς βασιλικῆς αὐλῆς (τῆς Αἰκατερίνης Β΄) καὶ παιδαγωγὸς τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου Παύλου, πρὸς διδασκαλία τοῦ ὁποίου, τὸ 1765, συνέγραψε τὴν “Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν ἢ ἐπιτομὴν τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας”, τὴν μεταφρασθεῖσα εἰς ὅλες σχεδὸν τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, καθὼς καὶ τὴν ἑλληνικὴ τὸ 1786 [1782]... Ἐξελέγη μέλος τῆς Συνόδου ἀπὸ τοῦ 1768 καὶ ἐπίσκοπος Τβὲρ τὸ 1770... Τὸ 1775, αὐτὸς ὁ διαπρεπὴς λόγιος καὶ θεολόγος ἐξελέγη μητροπολίτης Μόσχας... Ἐκοιμήθη τὸ 1812...

»Ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος διεκρίθη ὡς ρήτωρ καὶ ἱστορικός, συνέγραψε πολλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐξεδόθησαν εἰς 20 τόμους. Ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ἐκδοθεῖσα σύντομος ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ρωσσίας εἶναι ἡ πρώτη εἰς τὴν ρωσσικὴ γλώσσα, (διότι μέχρι τότε ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ λατινική), συστηματικὴ ἔκθεσις τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, οἱ δὲ λόγοι του θαυμάζονται μέχρι σήμερα, παραβαλλόμενοι πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Βοσσουέτου... Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικοτέρους συντελεστὲς ἀνόδου τῆς ἐκκλησιαστικῆς παιδείας κατὰ τὸν 18ο αἰ.».  (Πρβλ. Δυοβουνιώτου Ἰ., «Πλάτων Μόσχας», ἐν «Μ.Ε.Ε», τ. 20, σ. 315 καί, Φλωρόφσκυ Γ., «Σταθμοὶ τῆς Ρωσικῆς θεολογίας», ἔκδ. «Πουρναρᾶ», Θεσσαλονίκη 1986, σ. 219-226).

«...Τὸ ἔτος 1796 ὁ μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων διέταξε τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Pešnoskij τῆς ἐπαρχίας του, ἀρχιμανδρίτη Μακάριο, νὰ ἀποστείλῃ εἰς τὴν Ὄπτινα μοναχὸ ἀπὸ τὴν μονή του, ὁ ὁποῖος θὰ ἦταν εἰς θέσι νὰ ἀνορθώσῃ τὴν παρακμάσασα μονή. Ὁ Μακάριος ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς μοναχοὺς τῆς Ρωσίας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν στενὴ πνευματικὴ ἐπικοινωνία μετὰ τοῦ (ἁγίου) Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, καὶ συνεπῶς οἱ μοναχικὲς ἀρχές του ἐδέσποζαν εἰς τὴν μονὴ Pešnoskij. Ὁ κλῆρος τῆς ἐπανδρώσεως τῆς μονῆς Ὄπτινα ἔπεσε εἰς τὸν γέροντα μοναχὸ Ἀβράμιον, ὁ ὁποῖος, παρ’ ὅλες τὶς δυσκολίες τὶς ὁποῖες ἀντιμετώπισε, κατώρθωσε νὰ θέσῃ νέα πνευματικὰ θεμέλια εἰς τὴν ζωή της. Τὸ 1821, παρὰ τὴν μονὴ Ὄπτινα ἱδρύθη σκήτη, ἡ διοργάνωσις τῆς ὁποίας ἀνετέθη εἰς τοὺς αὐταδέλφους μοναχοὺς Μωϋσῆ καὶ Ἀντώνιο (Putilov), οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαθητὲς τῶν, ἐκ Μολδαβίας ἐλθοντων εἰς Ρωσία, μαθητῶν τοῦ Βελιτσκόφσκι, Δοσιθέου, Ἀθανασίου καὶ Ἀντωνίου...». (Ταχιάου, «Παΐσιος», σ. 132).

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύων «τὰς ἑπτὰ καθολικὰς ἐπιστολὰς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων», παραπέμπει καὶ εἰς «τὸν σοφὸν Πλάτωνα τὸν μητροπολίτην τῆς Μόσχας : σελ. 173 τῆς Ὀρθοδόξου Διδασκαλίας...». («Ἑρμηνεία εἰς τὰς καθολικὰς Ἐπιστολάς, ″Ἰακ. β΄ 17», σ. 31).

24. «Ὁ Παῦλος ἦταν γιὸς τοῦ αὐτοκράτορα Πέτρου Γ΄ (1761-2) καὶ τῆς αὐτοκράτειρας Αἰκατερίνης Β΄ (1762-96)... Τὴν μόρφωσή του ἀνέλαβε ὁ κόμης Ν. Πάτιν, νεαρὸς κρατικὸς λειτουργός, ἄνθρωπος ἐξόχων ἱκανοτήτων καὶ μεγάλης μορφώσεως, ὁ ὁποῖος ἦταν τυφλὸς θαυμαστὴς τῆς Εὐρώπης καὶ θιασώτης τῶν νέων ἰδεῶν... Ὁ Παῦλος ἀνέπτυξε ὑπερβολικὴ ἀγάπη γιὰ τὸν στρατὸ καὶ τὴν στρατιωτικὴ πειθαρχία... Τὴν 6-11-1796, στὴν ἡλικία τῶν 42 χρόνων του, ἀναγορεύθηκε Αὐτοκράτορας καὶ τὴν 5-4-1797 στέφθηκε στὸ Κρεμλῖνο ὡς Παῦλος Α΄... Ἡ πρώτη πράξη του, ἀμέσως μετὰ τὴν στέψη του, ἦταν ἡ δημοσίευση μιᾶς διακηρύξεως (“οὐκάζ”), σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία στὸ ἑξῆς ὁ διάδοχος τοῦ ρωσικοῦ θρόνου θὰ ἐπιλεγόταν ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὰ ἄρρενα μέλη τῆς οἰκογενείας τῶν Ρομάνωφ... Διαθέτοντας τὸν καλύτερο Ρῶσο στρατηγὸ ὅλων τῶν ἐποχῶν, τὸν πρίγκιπα Ἀλ. Σουβόροφ, καὶ τὸν ἐξαίρετο ναύαρχο Φ. Οὐσάκοφ, κατόρθωσε νὰ ἀπελευθερώσει ἀπὸ τοὺς Γάλλους τὰ Ἰόνια νησιά, ὅπως ἐπίσης τὴν Ἑλβετία, τὶς Κάτω Χῶρες, καὶ τὴν Ἰταλία... Δολοφονήθηκε ἀπὸ συνωμότες τὴν 12-3-1801... Τὸν διαδέχθηκε ὁ γιός του Ἀλέξανδρος Α΄...». (Ταχιάου, «Ρωσία», σ. 90-93).

Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ τσάρου Παύλου ὑπὸ τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας» ὡς «χριστιανικωτάτου» ἴσως δὲν ἀφορᾷ τόσον εἰς τὸ πρόσωπό του, ὅσον εἰς τὸ ἀξίωμά του, ὡς βασιλέως δηλαδὴ τῆς μόνης τότε ὀρθοδόξου Αὐτοκρατορίας, καὶ τῆς ἐκ τούτου ἰδιότητός του ὡς προστάτου ὅλων τῶν ὑποδούλων ὀρθοδόξων χριστιανῶν.

25. Ὁ ρουμάνος βυζαντινολόγος N. Iorga ἀναφέρει ὅτι ἡ «Χριστιανικὴ Παιδαγωγία» συνεγράφη τὸ ἔτος 1800. (Iorga N., «Un pedagog “moldovean” pe la 1800». Ἡ πληροφορία αὐτὴ μνημονεύεται ὑπὸ τῆς Camariano-Cioran A., «Les Académies Princières du Bucarest et de Jassy et leurs proffeseurs» (Οἱ Ἡγεμονικὲς Ἀκαδημίες τοῦ Βουκουρεστίου καὶ τοῦ Ἰασίου, καὶ οἱ καθηγητές τους), «Institute for Balkan Studies - 142», Θεσσαλονίκη 1974, σ. 345), καὶ ἐξ αὐτῆς ἐπαναλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Citterio E., «Nicodemo Agiorita» (en «La théologie Byzantine et sa tradition», II, Turnhout, Brepols publishers, 2002, p. 939).

26. Περὶ τοῦ συγγραφέως τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας» ὅρα κατωτέρω τὸ σχετικὸν κεφάλαιον: «Ὁ συγγραφεύς».

27. Περὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ὅρα κατωτέρω τὸν «ἐν συνόψει Βίον» του, (εἰς τὸ «Ἐπίμετρον» τῆς ἀνὰ χεῖρας βίβλου).

28. Πρβλ. Θεοκλήτου, σ. 192, (κατ’ ἀναλογίαν τῆς ἐργασίας τοῦ ἁγίου Νικοδήμου πρὸς ἄλλα γνωστὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητα πονήματα τῆς θεοπνεύστου γραφίδος του, ἂν καὶ ὁ ἴδιος εἶχε πάντοτε τὴν μοναχικὴ συνείδησι τοῦ «ταπεινοῦ καὶ ἐλαχίστου», «διορθωτοῦ», «μεταφραστοῦ», κτλ. Πρβλ. κατωτέρω τὸ κεφάλαιον τῆς ἀνὰ χεῖρας βίβλου: «Ὁ συγγραφεύς»).

29. Πρβλ. κατωτέρω τὰ κεφάλαια: «Χωρία παράλληλα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου», καὶ «Παιδαγωγικὲς ἀντιλήψεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου», (εἰς τὰ «Ἐπιλεγόμενα» τῆς ἀνὰ χεῖρας βίβλου).

30. Σημειωτέον ὅτι ἡ «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν» ἔχει παρομοία δομὴ μὲ τὴν «Χριστιανικὴ Παιδαγωγία», κοινὸ ὕφος, καὶ ἔχει γραφῇ τὴν ἰδίαν χρονικὴ περίοδο. (Πρβλ. Νικολοπούλου Π., «Βιβλιογραφικὴ ἐπιστασία τῶν ἐκδόσεων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου», ἐν «Νικοδήμου Ἁγιορείτου – Πρακτικά», σ. 406-410, 527-528). Πρβλ. ἐνδεικτικῶς τὸ Ἐπίγραμμα τῆς «Χριστιανικῆς Παιδαγωγίας»: «...Ἡ βίβλος αὕτη ... τοὺς μαθητάς ... ἤθεσι τοῖς προσήκουσι χριστιανοῖς ῥυθμίζειν...» (φ.1β), πρὸς τὸ ἀντίστοιχο Ἐπίγραμμα τῆς «Χρηστοηθείας»: «...Ἤθη ... χριστιανῶν ... ἡ σεπτὴ Χρηστοήθεια αὕτη ... ῥυθμίζουσα πρὸς τ’ ἀγαθόν...» («Χρηστοήθεια», σ. 10).

31. Πρβλ. Μαρνέλλου, «Nicodème», σ. 153-154 καὶ Citterio, ἔ. ἀν., σ. 939.

 

 

 

 

«Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»