ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΙ

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ ΖΩΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

 

Δαμασκηνού Μοναχού Αγιορείτου

 

 

Κεφάλαιο Γ.3.2.3.

 

Κριτική του Πρωτ. Κων/νου Στρατηγοπούλου

στα λεγόμενα περί μεταμοσχεύσεων του βιβλίου με τίτλο

'Ελεύθεροι από το γονιδίωμα"

 

 

 

Στο περιοδικό ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗ­ΚΗ (*), δημοσιεύθηκε άρθρο του π. Κων/νου Στρατηγοπούλου, ο ο­ποίος, αναφερόμενος στο βιβλίο με τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα», που εξέδωσε το Κέντρο Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντο­λογίας της Εκκλησίας της Ελλά­δος, λέει τα εξής:

 

«Το θέμα των μεταμοσχεύσεων οργάνων είναι σπουδαίο και πρέ­πει να λειτουργήσει, γύρω απ' αυ­τό, ουσιαστική θεολογική σκέψη και διάλογος, προκειμένου η Εκ­κλησία, σε πανορθόδοξο επίπεδο, και όχι απλώς σε τοπικό, να κατα­θέσει λόγο ουσιαστικό. Ο μέχρι σήμερα προβληματι­σμός είχε ως κεντρικό του άξονα το ζήτημα των κριτηρίων του εγκε­φαλικού θανάτου. Είναι ισχυρά τα δεδομένα αυτού του κριτηρίου, όπως ορίστηκε στο Harvard; Γιατί, υπάρχουν, κατά τα νέα δεδομένα, δύο θάνατοι, εγκεφαλικός και κλι­νικός; Γιατί λαμβάνονται τα όργα­να του δωρητού πριν τον κλινικό θάνατο και μετά τον εγκεφαλικό;

Είναι γνωστό, πως τα όργανα, εκτός από εξαιρέσεις, δεν μπορούν να ληφθούν από πτωματικό δότη, αφού, στις περισσότερες περιπτώ­σεις, μετά την παύση της καρδιάς είναι άχρηστα. Είναι βέβαιο πως λαμβάνονται από ζωντανό οργανι­σμό, του οποίου δεν λειτουργεί ο εγκέφαλος, κατά τα διαβλητά κρι­τήρια του Harvard. Ποιος μπορεί να γνωρίζει την ώρα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα; Ποιος μπορεί να ορίσει το μυστήριο του θανάτου; Μπορεί η Εκκλησία να συνηγορήσει στην λήψη των οργάνων πριν από την οριστική διάλυση της συναφείας ψυχής και σώματος; Η Εκκλησία, δεν πρέπει να λάβει υπ' όψιν Της την αντίδραση πολλών επιστημόνων, στην Ελλάδα και το Εξωτερικό, κατά των κριτηρίων του Harvard και κατά της καθιερώσεως διπλού θανάτου, εγκεφαλικού και κλινικού;

Όλα τα προαναφερόμενα, αφορούν τα δεδομένα της μέχρι τούδε προβληματικής. Εμείς, προσωπικά, δεν δυνάμεθα να δεχθούμε παρέμβαση λήψεως οργάνων πριν τον οριστικό θάνατο, εφ' όσον αντιστοιχεί σε αφαίρεση ζωής, έστω κι αν ο σκοπός είναι η θερα­πεία κάποιου ασθενούς. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Το μυστήριο του θανάτου θα παραμείνει για πάντα μυστήριο. Κανείς δεν πρέ­πει να το αποσυνθέσει και να το ορίσει κατά τις προσωπικές του ιατρικές ή θεολογικές αντιλήψεις.

Κι ενώ η όλη συζήτηση βρισκό­ταν στα πλαίσια των προηγουμέ­νων σκέψεων, ήρθε στην κυκλοφο­ρία ένα βιβλίο που άλλαξε όλο το επίπεδο της ευρέσεως λύσεως, που, στο τέλος, θα προσκρούει στο μυ­στήριο του θανάτου. Το βιβλίο εί­ναι γραμμένο από τον αρχιμ. Νικόλαο Χατζηνικολάου και εκδόθη­κε από το «Κέντρο Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντολογίας» και έ­χει τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα».

Στο κεφάλαιο «Πνευματική η­θική και παθολογία των μεταμο­σχεύσεων» (σελ. 315-345) εμφανί­ζονται θέσεις που ξεπερνούν την μέχρι τούδε προβληματική. Τις καταθέτουμε, αναμένοντας και α­πάντηση στα ερωτήματα που υπο­βάλλονται μέσα από αυτό εδώ το κείμενο. Στην σελίδα 318 αναφέ­ρονται τα ακόλουθα:

«Η ζωή είναι δώρο του Θεού, αλλά δεν είναι δώρο που ανήκει μόνο στον δωρητή. Ανήκει και στον αποδέκτη της. Είναι και δι­κή μας. Αποτελεί το κατ' εξοχήν πεδίο εξάσκησης του αυτεξουσί­ου μας. Δεν μας χαρίζεται για να βιώνουμε την φιλαυτία και την κτητικότητά μας, αλλά μας προσ­φέρεται για να είναι τόσο δική μας, ώστε να μπορούμε ακόμη και να την προσφέρουμε. Γι αυτό και την αγαπούμε και την προστατεύ­ουμε περισσότερο απ' ο,τιδήποτε άλλο. Με περίσκεψη μεν, γιατί εί­ναι του Θεού, αυθόρμητα δε, γιατί είναι δική μας. Ο καλύτερος τρόπος επιστροφής της στον Θεό είναι η προσφορά της στον πλησί­ον. "Ουκ έστιν άλλως σωθήναι, ει μη δια του πλησίον" (άγιος Μα­κάριος ο Αιγύπτιος)».

 

Ερώτημα 1. Η ζωή μας και φυσικά είναι πεδίο εξασκήσεως του αυτεξουσίου μας. Αν, όμως, το αυτεξούσιο δεν μας οδηγεί στον Θεό, η προσφορά αυτή δεν είναι οριζόντια και απλώς ανθρωπιστι­κή;

Ερώτημα 2. Μήπως η φράση για την ζωή, που είναι «και δική μας», δώσει θεολογικό δικαίωμα για να κάνουμε την ζωή μας ό,τι θέλουμε;

Ερώτημα 3. Τί νόημα έχει η λειτουργική φράση «και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»;

Ερώτημα 4. Μήπως ο συγγρα­φέας του κειμένου συγχέει την λέ­ξη «διακονία» (εις τους αγίους, Β' Κορ. 8, 4) με την λέξη «παρατίθημι», όπως «εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα» (Λουκ. 23, 46), ή και το «παρέθεντο εαυτούς τω Κυρίω» (Πράξ. 14, 23), ή και το «πιστώ κτίστη παρατιθέσθωσαν τάς ψυχάς αυτών εν αγαθοποιΐα» (Α' Πέτρου 4,19);

Ερώτημα 5. Πώς χρησιμοποιεί­ται αυθαίρετα το χωρίο του αγίου Μακαρίου για σκοπούς που δεν ήταν μέσα στις προοπτικές του, όταν ζούσε;

Ερώτημα 6. Η αυθαίρετη και αποσπασματική χρήση του χωρί­ου του αγίου Μακαρίου δεν κινδυ­νεύει να ανοίξει τον δρόμο για να θεωρηθή η ανθρωπιστική προσφο­ρά, σωτηριολογική, από μόνη της, και να θεωρηθεί περιττή η εν τω μυστηρίω ζωή μέσα στην Εκκλη­σία; Μήπως η ισορροπία του χω­ρίου του απ. Πέτρου, που προανα­φέραμε στο ερώτημα 4, δίνει την ολοκληρωμένη απάντηση, χωρίς επικίνδυνες πολωτικές θέσεις;

Ερώτημα 7. Αφού το κείμενο ομιλεί για προσφορά και αγάπη, μήπως, ταυτόχρονα, ομολογεί το γεγονός της λήψεως των οργάνων και από ζωντανό άνθρωπο, εφ' όσον οι νεκροί, ή και οι κατ' αυτούς εγκεφαλικά νεκροί, δεν έχουν την δυνατότητα του αυτεξουσίου για προσφορά και αγάπη;

Ερώτημα 8. Μήπως, με ωραίες λέξεις, προσπαθούμε να πείσου­με τον λαό του Θεού για να κάνη μία προσφορά, που δεν είναι προσ­φορά, ή, αν είναι ζωντανός ο δό­της, δεν αφήνει το γεγονός του θανάτου στον Κύριο της ζωής και του θανάτου;

Στην σελ. 319, ομολογείται ευ­θαρσώς πως η λήψη των οργάνων θα γίνει από ζωντανό οργανισμό, με την φράση:
«Ο σεβασμός και η αναγνώρι­ση της αξίας της ζωής που εκφράζονται περισσότερο; Απέναντι στον δότη, που αμετάκλητα αναχω­ρεί, ή, στον λήπτη, που μπορεί να ζήσει;».

Ερώτημα 9. Πώς ο συγγραφέ­ας είναι σίγουρος για το «αμετάκλη­το»; Ο Θεός δεν μπορεί να παρέμ­βει και στα δικά μας «αμετάκλητα»;

Ερώτημα 10. Γιατί ο συγγραφέ­ας διερωτάται για το «που» εκφρά­ζεται περισσότερος σεβασμός, ανά­μεσα στον δότη και στον λήπτη; Η Εκκλησία κάνει αξιολογήσεις στο μέτρο του σεβασμού προς ο­ποιοδήποτε πρόσωπο;

Ερώτημα 11. Ο συγγραφέας δέχεται και πάλι το γεγονός του ζωντανού δότη, εφ' όσον ομιλεί για αμετάκλητη αναχώρηση. Δέχε­ται, άρα, την αφαίρεση της ζωής κάποιου; Μπορεί η Εκκλησία να συνεργήσει στην αφαίρεση μιας ζωής;

Στην ίδια σελίδα 319, ο συγγρα­φέας κάνει λόγο περί «ενός απίθα­νου θαύματος, διότι περί αυτού πρόκειται».

Ερώτημα 12. Υπάρχει άρνη­ση και στην δυνατότητα του θαύμα­τος; Μα, όλα τα θαύματα είναι, α­πό την φύση τους, «απίθανα» γεγο­νότα. Πως ο συγγραφέας προκαθορίζει (αποκλείει) την ελεύθερη παρέμβαση του Θεού για να κά­νει θαύμα; Πώς αποκλείεται ο Θεός μια για πάντα από το θαύμα; Φοβάμαι, πως ο Λάζαρος, ο νε­κρός της πόλεως Ναΐν, και η κό­ρη του Ιαείρου δεν θα προλάβαι­ναν να αναστηθούν, αν ζούσαν σήμερα, αφού και με τις ευλογίες των ποιμένων της Εκκλησίας θα τους είχαν αφαιρεθή τα όργανα, για λόγους «προσφοράς».
Στην σελίδα 320, αναφέρεται η φράση: «Η Ιατρική αντιμετωπίζει το δίλημμα και καλείται να τολμή­σει την αγάπη μπροστά σε δύο αν­θρώπους που πεθαίνουν. Σε δύο ανθρώπους, που, τελικά, ο ένας μπορεί να οικοδομήσει την ζωή του από τα ερείπια, τα απομεινά­ρια, της ζωής ενός άλλου».

Ερώτημα 13. Τί είδους «αγά­πη» είναι αυτή, αφού σκοτώνει κάποιον για να ζήσει ο άλλος; Επι­τρέπεται να σκοτώνω εν ονόματι της αγάπης;

Ερώτημα 14. Μήπως ανοίγει, με όλα αυτά, ο δρόμος για μια «θεολογία» της ευθανασίας, ή, και μεταγενέστερα, της αυτοκτονίας;

Στην σελίδα 323, διαβάζουμε: «Η "συνειδητή συναίνεση" για την διάθεση του σώματος μετά θά­νατον, αποτελεί μία κατ' εξοχήν ιερή πράξη αυταπάρνησης και αγάπης, διότι η παροχή της σημαί­νει, ότι ο δότης έχει την ευκαιρία:... Τέλος, να εκχωρήσει, από τις στιγμές της ευδαίμονος νηφαλιό­τητάς του, το δικαίωμα, και συνε­πώς την εμπιστοσύνη στους για­τρούς και στους δικούς του, αντί να σταματήσει λίγο αργότερα, από μόνη της, να του σταματήσουν αυ­τοί, την καρδιά, εκείνην την στι­γμή πού αυτοί κρίνουν, οντάς βέ­βαιος πώς μόνο το καλό του θέλουν»(!)

Ερώτημα 15. Το κείμενο δεν βρίσκεται σε καίρια νοηματική αντίφαση, αφού, ενώ στην αρχή τονίζει το «μετά θάνατον», μετά ομιλεί για πράξη αγάπης; Υποβάλ­λεται και πάλι το ερώτημα για το «πώς μπορεί κάποιος να αγαπά μετά θάνατον»;

Ερώτημα 16. Ο συγγραφέας δεν αυτοαναιρείται ομιλώντας, με­τά από λίγο, για «ευδαίμονα νηφα­λιότητα»; Ο νεκρός έχει νηφαλιό­τητα;

Ερώτημα 17. Ποιος Ορθόδοξος ορισμός, ή σκέψη, ή παράδοση δίνει το δικαίωμα σε κάποιον για να παρακαλέσει να του σταματή­σουν την καρδιά «αντί να σταματή­σει λίγο αργότερα, από μόνη της»; Το κείμενο είναι πεντακάθαρο. Προτείνεται στην Εκκλησία να δώσει ευλογία για παρέμβαση σε ζωντανό οργανισμό. Ποιος θα πά­ρει τέτοια ευθύνη; Ποια «θεολο­γία» θα συντονιστεί με τα μέτρα των αθεολογήτων αυτών παραλογισμών;

Στην σελίδα 331, τα κείμενα είναι ξεκάθαρα: «Υπάρχει, πάλι, περίπτωση, που σεβασμός στον άνθρωπο σημαί­νει, ότι όχι απλώς του επιτρέπουμε, αλλά ακόμη και τον διευκολύνουμε να πεθάνει»(!)

Ερώτημα 18. Που διδάχθηκε ο συγγραφέας, στον χώρο της Ορ-θόδοξης Εκκλησίας, τα περί «διευ­κολύνσεως» για να πεθάνει κά­ποιος;

Ο συγγραφέας, στην συνέχεια, προσπαθώντας να δώσει χροιά Ορθόδοξη στην πρωτοφανή και απαράδεκτη «θεολογία» του, επικα­λείται την «Ευχή εις ψυχορραγούντα» του Μικρού Ευχολογί­ου. Επικαλείται, μάλιστα, την πρό­ταση: «Λύσον τον δούλον Σου της αφορήτου ταύτης οδύνης και της συνεχούσης αυτόν πικράς ασθενεί­ας, και ανάπαυσον αυτόν ένθα των δικαίων τα πνεύματα».

Ερώτημα 19. Ποια σύγκριση υπάρχει μεταξύ της ευχής που πα­ρακαλεί για «λύση της οδύνης», και της διαδικασίας της αφαιρέσε­ως οργάνων, που, εφ' όσον ο οργα­νισμός είναι ζωντανός, κατά τις προηγηθείσες σκέψεις του συγγρα­φέα, θα επιφέρει αφόρητο πόνο στο σώμα, και θα κάνει πιο οδυνη­ρό το γεγονός του θανάτου;

Ερώτημα 20. Με την βίαιη παρ­έμβαση για την λήψη των οργά­νων από τον ζωντανό δότη, δεν α­ναιρείται η προσευχή για «ειρηνι­κά τα τέλη της ζωής ημών»; Πώς η Εκκλησία προσεύχεται για «ειρη­νικά τέλη», και, ταυτόχρονα, προτεί­νει «βίαια τέλη»;

Η αντιφατικότητα του κειμένου φαίνεται στις 'καλές' στιγμές του.
Στην σελίδα 330, αναφέρεται: «Στο σώμα παρεμβαίνουμε μό­νο θεραπευτικά. Κάθε κίνηση που συνηγορεί στην φθορά του, προσ­βάλλει και την ψυχή, και είναι εφάμαρτη. Γι αυτό, και η διαδικα­σία της φθοράς πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξηναγκασμένη».

Και, στην σελίδα 329, διαβάζουμε: «Επ' ουδενί λόγω πρέπει να ε­πιταχύνεται ο θάνατος. Δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε, ούτε την συζυγία της ψυχής με το σώμα της να διασπάσουμε, ούτε και τον χρόνο της ψυ­χοσωματικής συμφυΐας κάποια στιγμή να αφαιρέσουμε».

Ερώτημα 21. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να ξεκαθαρίσει τι θέση έχουν αυτές οι γραμμές περί «μη επιταχύνσεως του θανάτου», και περί «φυσικής και ποτέ εξηναγκασμένης διαδικασίας φθοράς», αφού πριν από λίγο μιλούσε για «διευκόλυνση» στον θάνατο; Ο συγγραφέας έχει θέσεις συγκεκρι­μένες, που φαίνονται με τα τελευ­ταία αυτά κείμενα να αυτοαναι­ρούνται. Μήπως γίνεται (εσκεμμέ­νη) προσπάθεια αποπροσανατολι­σμού και με κάποιες σωστές θεολογικές σκέψεις;

Ερώτημα 22. Με την φράση «δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε», ο συγγρα­φέας αρνείται και την μεταμόσχευ­ση των διπλών οργάνων από ζωντα­νό δότη σε ζωντανό λήπτη; Αρνεί­ται την μεταμόσχευση του μυελού των οστών; Αρνείται, τέλος, και την μετάγγιση του αίματος;

Στην σελίδα 325, αναφέρονται τα κάτωθι: «Η μεταμόσχευση δεν έχει τό­ση αξία για τον λήπτη -σ' αυτόν δίνει βιολογική ζωή-, όσο για τον δότη -αυτός δίνει όργανα-, παίρ­νει χυμούς πνευματικής ζωής».

Ερώτημα 23. Αφού η μεταμό­σχευση δεν έχει τόση αξία για τον λήπτη, γιατί τόση επιχειρηματολο­γία περί αγάπης και προσφοράς; Μήπως θέλουμε να κερδίσει πνευματικά ο δότης;

Ερώτημα 24. Τί σημαίνει η φράση «παίρνει, ο δότης, χυμούς πνευματικής ζωής»; Εδώ, διδά­σκεται μία νέα Ασκητική της Εκ­κλησίας; Πνευματική ζωή αποκτούμε δια της ασκήσεως μέσα στον χώρο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή, από τώ­ρα και μετά, ο άνθρωπος, θα έχει πνευματική ζωή, όταν δίνει, ζωντανός, τα όργανά του; Θα γίνεται «πνευματικός άνθρωπος» (στιγ­μιαία) την ώρα που πεθαίνει (κατ' αυτόν τον τρόπον);

Στην σελίδα 335, διαβάζουμε: «Ο ίδιος ο Κύριος, στις υποθή­κες Του στους αγίους Αποστό­λους, κατά την διάρκεια του Μυστι­κού Δείπνου, ως μείζονα έκφραση της αγάπης παρουσιάζει την προσ­φορά και αυτής της ζωής μας για τον άλλο: "Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού" (Ιωάν. 3, 16)».

Ερώτημα 25. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε τα χωρία για να εξυπηρετούν τις θεολογικές απαιτή­σεις μας;

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος, ερμηνεύοντας το «και την ψυ­χήν μου τίθημι υπέρ των προβά­των» (Ιωάν. 10, 15), γράφει: «Συνεχώς αυτό λέγει δια να δηλώση, ότι δεν είναι πλάνος» (ΕΠΕ, 14, 121).

Στο κείμενο του κατά Ιωάν­νην (10, 17-18) «... ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν ου­δείς αίρει αυτήν απ' εμού, αλλ' ε­γώ τίθημι αυτήν απ' εμαυτού. Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν», πά­λιν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος γράφει:

«Ας προσέχωμεν δε με όλην την προσοχήν μας εις το λεγόμενον "Εξουσίαν έχω να θυσιάσω την ζωήν μου", λέγει. Και ποιος δεν έχει εξουσίαν να θυσιάση την ζωήν του; Διότι, ο καθένας που θέ­λει, ημπορεί να θανατώση τον ε­αυτόν του. Αλλ' όχι έτσι, λέγει. Αλλά, πώς; Έχω τέτοιαν εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου, ώστε κανείς να μην ημπορέση, εάν δεν το θέλω εγώ, να το κάνη αυτό, πρά­γμα που δεν είναι δυνατόν να γίνη εις τον άνθρωπον· διότι ημείς δεν έχομεν εξουσίαν να θυσιάσωμεν την ζωήν μας κατ' άλλον τρόπον, αλλά θανατώνοντες μόνον τον εαυ­τόν μας. Εάν δε ηθέλομεν πέσει εις ανθρώπους που μας επιβουλεύ­ονται και που ημπορούν να μας φονεύσουν, δεν έχομεν τότε εξουσίαν να θυσιάσωμεν ή όχι την ζωήν μας, αλλά χωρίς να το θέλωμεν εκείνοι μας την αφαιρούν. Εις την περίπτωσιν του Κυρίου όμως δεν έχει το πράγμα έτσι, αλλά, αν και τον επεβουλεύοντο άλλοι, ο ίδιος ήτο κύριος να μη θυσιάση την ζωήν του.

Αφού είπε, λοιπόν, ότι "κανείς δεν ημπορεί να την αφαιρέση από εμένα", τότε προσέθεσεν "έχω εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου", δηλαδή "μόνον εγώ είμαι κύριος να θυσιάσω αυτήν", πράγμα που εσείς δεν ημπορείτε να το κά­νετε· καθ' όσον και πολλοί άλλοι είναι κύριοι να αφαιρέσουν την ζωήν σας από εσάς. Αλλ' αυτό, δεν το είπεν από την αρχήν (ούτε βέβαια επρόκειτο να πιστευθή ο λόγος), αλλά, όταν έλαβε την μαρτυρίαν από τα ίδια τα πράγματα, και τον επεβουλεύθησαν πολλές φορές και δεν ημπόρεσαν να τον συλλάβουν (καθ' όσον έφυγε από τα χέρια των μυρίας φοράς), τό­τε, πλέον, λέγει: "Κανείς δεν ημπο­ρεί να αφαίρεση την ζωήν μου".

Εάν δε αυτό είναι αληθές, συν­άγεται, ότι και εκείνο είναι, το, ό­ταν θέληση να την λάβη, θα ημπορέση και πάλιν· διότι, εάν ο θάνα­τός του ήτο ανώτερος από τον θάνατον των ανθρώπων, μη αμφιβάλλης, λοιπόν, και δι' εκείνο· καθ' ό­σον, το ότι αυτός μόνος είναι κύρι­ος να θυσιάση την ζωήν του, δεί­χνει, ότι είναι κύριος, από την ιδίαν εξουσίαν, το να λάβη αυτήν. Βλέ­πεις, πως από το πρώτον απέδει­ξε και το δεύτερον, και από τον θάνατον έδειξε και την ανάστασιν αναμφισβήτητον;» (ΕΠΕ, 14, 125-127).

Στο «τιθέναι τάς ψυχάς υπέρ των αδελφών», ο άγιος Ιωάννης απαντά, λέγοντας: «Είπεν ο Κύριος, ότι "αυτά, σας τα είπα διά να αγαπάτε ο ένας τον άλλον", δηλαδή, "δεν τα λέγω αυτά δια να σας κατηγορήσω, ότι θυσιάζω δηλαδή την ζωήν μου, αφού πρώτα επεδίωξα την γνωριμίαν μου με εσάς, αλλά δια να σας οδηγήσω εις την φιλίαν". Έπει­τα, επειδή ο διωγμός εκ μέρους των πολλών και αι κατηγορίαι ή­σαν κάτι το φοβερόν και ανυπόφορον και ικανόν να ταπεινώση και την υψηλόφρονα ψυχήν, διά τούτο, αφού τους προείπε πάρα πολλά, τότε πλέον ανέφερεν ο Χριστός αυτό· αφού δηλαδή προητοίμασε την ψυχήν των, τότε έρχεται εις αυτά και δείχνει με αφθονίαν, ότι αυτά λέγονται δι' αυτούς...» (ΕΠΕ, 14, 481).

Με θεολογικούς ακροβατισμούς ή ακροβολισμούς, δεν μπορούμε να πείσουμε το πλήρωμα της Εκ­κλησίας. Η ευθύνη είναι μεγάλη και κανείς δεν μπορεί να προκα­λεί, με αντιφατικές θέσεις, την απο­δοχή ενός γεγονότος, που, αν δεν αντιμετωπισθεί με θεολογική σύνε­ση, μπορεί να οδηγήσει σε δύσκο­λες στιγμές την στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στον σεβασμό του κάθε προσώπου και στο μυστήριο του θανάτου».

 

 

________

 

(*) Τεύχος Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2002, σελ. 17