κοινωνία τς ρήμου καί ρημία τν πόλεων»

 

μοναχο Μωυσέως γιορείτου

 

 

Βρισκόμαστε, γαπητοί μου, στήν ποχή πού προφήτευσε γιος, πώς νθρωπος θά κάνει μέρες δρόμο γιά νά βρε ναν νθρωπο καί σάν τόν συναντήσει θά τόν σπάζεται ς δελφό του. Τοτο παράδοξα συμβαίνει προτο πραγματοποιηθε κριβς, πως τό λέει γιος Κοσμς Ατωλός, στερα πό ναν, ς πομε, περχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Μόνος σημερινός νθρωπος γχεται, γωνι, πάσχει, ταλαιπωρεται καί ταλαιπωρε. Γιατί; Μιά κάποια πάντηση θά προσπαθήσει νά δώσει παροσα μιλία μεταφέροντας τό ρωμα τς κοινωνίας τς ρήμου στήν ρημία τν συγχρόνων μεγαλουπόλεων.

 

Μοναξιά εναι δυναμία παφς καί πικοινωνίας. νικανότητα νά δημιουργηθε καί νά πάρξει δεσμός, σχέση μέ τούς λλους. σύγχρονος πολιτισμός καί ο δομές τς σημερινς κοινωνίας, τά τηλεκατευθυνόμενα πό τήν προπαγάνδα μέσα πικοινωνίας, κόμη καί τά παιχνίδια τν παιδιν, δηγον στήν κοινωνική λλοτρίωση στήν πολιτική ποξένωση στήν τομική πομόνωση, καθώς ναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.). νθρωπος τσι, πό νωρίς ρχίζει νά διακατέχεται πό ασθημα βαρεις δυναμίας καί κνηρίας, νά χάνει τό νόημα τς ζως καί τόν σκοπό της, νά ζε δίχως δανικά καί κανόνες, συνεχς νά ποπτεύεται καί ν’ μφιβάλλει.

 

Μόνος καί νασφαλής, νήσυχος καί κατάστατος, διαίτερα σημερινός νέος, προσπαθε ν’ πλώσει γέφυρες, νά ψώσει σημεα, νά φωνάξει. Δίχως δηγό μέ κακούς δηγούς πογοητεύεται σύντομα καί γίνεται σκληρός κι πιθετικός, πιόνι κμεταλλευτν πολιτικν ρχομανν ναρχικν. Κι πόθος γιά λευθερία γίνεται πικρός θάνατος τς λευθερίας του. Συμβιβαζόμενοι ο νέοι, ατοί πού λεγαν πώς ποτέ καί μέ κανένα δέν θά συμβιβαστον, καταφεύγουν σ’ ξεγέρσεις καί καταλήψεις, γίνονται παναστάτες στήν προσπάθειά τους ν’ παλλαγον πό τό βάρος τς μοναξις τους, δίχως νά ννοον πώς ποδουλώνονται τώρα βαρύτερα. Δυστυχς λα τοτα συμβαίνουν κι κε πού ποτέ δέν θά τό περίμενες σέ νέους μέ καλή μόρφωση, σπάνια εφυΐα, δύναμη καί ταλέντο. νικανοποίητος νέος ατός πό τήν λική εδαιμονία καί τή συχνή ποκρισία τν μεγαλυτέρων του, γωνίζεται γιά μιά πλότητα στή ζωή, γιά μιά ποιότητα γιά να νώτερο φος, μά δέν βάζει τό νερό στό αλάκι πού πρέπει.

 

τέχνη συνήθως κάνει τήν μφάνισή της μ’ νδυμα λίαν πομονωτικό κι ντί νά φωτίζει καί ν’ νοίγει παράθυρα πρός τούς λλους καί τόν ορανό σέ κλείνει καί σέ σκοτίζει περισσότερο. πομονωμένος νθρωπος δέν θ’ ργήσει νά παραμιλ, νά μιλ μέ τ’ λογα ζα, τίς σκιές, τούς νεκρούς. Εναι πιά βαρειά κι νίατα σθενής. μελαγχολία, κοσμοφοβία, καχυποψία φεραν τήν ψυχοπάθεια. νας πό τούς πιτυχέστερους χαρακτηρισμούς το αώνα μας εναι, ς αώνας τν ψυχιάτρων. Σύμφωνα μέ περσινή στατιστική το Παγκοσμίου ργανισμο γείας περισσότερα πό 400 κατομμύρια τομα στόν κόσμο πάσχουν πό κατάθλιψη. πό ατά περίπου 400.000 κάθε χρόνο ατοκτονον. ς σημειωθε τι στατιστική φορ τίς λεγόμενες προηγμένες χρες! νθρωπος μόνος κι ρημος μαστίζεται δυσώπητα πό τόν γωϊσμό καί τήν περηφάνεια, πού εναι ο φυσικοί γονες τς μοναξις του.

 

ν ατοί εναι ο γονες τς μοναξις τότε ληθινή ταπείνωση, παρά τήν ποια κακομεταχείριση καί φθορά τς λέξεως πό τούς ταπεινόλογους, εναι τό κλίμα πού δέν τήν φήνει νά εδοκιμήσει. δού πώς λαλε καλή μητέρα, ριστη φιλόσοφος καί θεολόγος ρημος περί τς φονεύτριας τς μοναξις, τς γίας ταπεινώσεως καί τν κεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.

 

ταπεινός νθρωπος, κατά τόν ββ Ποιμένα, εναι ναπαυμένος σ’ ποιον τόπο κι ν καθίσει. Ατός πού μικραίνει τόν αυτό του σέ λα, θά ψωθε πάνω π’ λους, λέει ββς σαάκ. Καί συνεχίζει γλυκεία καί διακριτική γλώσσα του. Μίσησε τήν τιμή, γιά νά τιμηθες. κενος πού τρέχει πίσω πό τήν τιμή, φεύγει τιμή πό μπροστά του. ν καταφρονες ποκριτικά τόν αυτό σου γιά νά ταπεινωθες, θά σέ φανερώσει Θεός.

 

Στό Γεροντικό ναφέρεται πώς ταπεινόφρων δέν εναι ατός πού ατοεξευτελίζεται καί ταπεινολογε, λλά κενος πού πομένει μέ χαρά τίς τιμίες πού προέρχονται πό τόν πλησίον. Καί σέ λλο σημεο ναφέρεται πώς κενον πού τιμον ο νθρωποι περισσότερο π’ σο ξίζει ζημιώνεται, κενος μως, πού δέν τόν τιμον καθόλου ο νθρωποι, θά δοξαστε στούς ορανούς πό τόν Θεό.  ββς Ποιμήν συμβουλεύει: ποιαδήποτε στενοχώρια, πού θά σο συμβε, θά νικηθε μέ τή σιωπή. Μαζί του συμφωνε κι ββς σαΐας. Μέχρις του ρεμήσει καρδιά σου μέ τήν προσευχή, μήν κάνεις καμιά ξήγηση μέ τόν δελφό σου. Μελετώντας τίς γραφές τν γίων πατέρων τς ρήμου παρατηρε εκολα κανείς μιά σύμπνοια, μιά εγένεια, μιά νθρωπιά, μιά κατανόηση, μιά σοφία. Στάλες γιοπνευματικές που νθισαν στήν πρόσιτη νυδρη ρημο, στερα πό γνες μακρούς κι δωσαν νθη πού εωδίασαν κοινωνίες νθρώπων πόλυτα δοσμένων στόν Θεό κι εωδιάζουν κόμη τίς ψυχές πού πράγματι διψον.

 

ββς σαΐας, μέγας νος, σημειώνει μέ διαίτερη χάρη καί λεπτότητα: Ατός πού ταπεινώνεται νώπιον το Θεο, καθίσταται κανός νά πομένει κάθε προσβολή. ταπεινός δέν νδιαφέρεται τί λένε ο λλοι γι’ ατόν. κενος πού μπορε νά ποφέρει γιά τόν Θεό, ατός εναι ξιος ν’ ποκτήσει τήν ερήνη.

 

ββς Μρκος, στό μεγάλο κι νδιαφέρον ατό κεφάλαιο τν σχέσεών μας μέ τόν αυτό μας καί μέ τούς λλους, πού καθημερινς σκουντουφλμε, προχωρε καί σημειώνει χαρακτηριστικά: ταν ντιληφθες μέσα σου τή σκέψη νά σο παγορεύει νθρώπινη δόξα, νά γνωρίζεις καλά πώς σκέψη ατή σο τοιμάζει ντροπή. Κι ν δες κάποιον νά σ’ παινε ποκριτικά, νά περιμένεις τήν δια στιγμή καί τήν κατηγορία πό μέρους του. Καί συνεχίζει μέ τόλμη χειρούργου ψυχοανατόμος ββς: ταν δες κάποιον νά κλαίει γιά τίς πολλές προσβολές πού το γιναν, νά γνωρίζεις πώς πειδή κυριεύθηκε πό λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς νά τό ασθάνεται τούς καρπούς τν κακν τς καρδις του. ποιος γαπ τήν δονή, λυπται γιά τίς κατηγορίες καί τήν κακομεταχείριση, ντίθετα κενος πού γαπ τόν Θεό λυπται γιά τούς παίνους καί τίς λοιπές πλεονεξίες. ταπείνωσή μας κρίνεται πό τή συκοφαντία. Μή νομίσεις πώς χεις ταπείνωση, τονίζει ββς σαάκ, ταν δέν νέχεσαι τήν παραμικρή κατηγορία. ββς Ζωσιμς προχωρε πιό ψηλά: Ατόν πού σ’ νέπαιξε σέ στενοχώρησε σέ ζημίωσε τιδήποτε κακό σο κανε, νά τόν θυμηθες ς ατρό σου. Χριστός τόν στειλε γιά νά σέ θεραπεύσει, μή λοιπόν τόν θυμσαι μέ θυμό. Κι Εάγριος εεργέτες του θεωροσε τούς κακολόγους του.

 

χουν μεγάλη σημασία τά παραπάνω ναφερόμενα πό τούς θεόσοφους ατούς ατρούς τς ρήμου στό θέμα πού μς πασχολε. Τό νά πε κανείς πώς ατά ναφέρονται πό μοναχούς καί μόνο γιά μοναχούς, τό λιγότερο εναι ρκετά πιπόλαιος. Γιατί, πως πολύ καλά ντιλαμβάνεσθε καί παρατηρετε, ποτέλεσμα ταπείνωτου φρονήματος, ποτυχημένων λαθεμένων διαπροσωπικν σχέσεων, νικανοποίητων γωϊσμν, νενέργητων φιλοδοξιν, κενοδοξίας, καυχησιολογίας, παινοθηρίας, φιλαυτίας κι πιθυμίας δικαιώσεως καί διαφημίσεως εναι πιδημία τς μοναξις.

 

Βεβαίως πάρχει καί λλη μοναξιά. Μά ατή δέν εναι καθόλου ρρωστημένη. Εναι φυσικός χωρισμός τν μοναχν πό τόν κόσμο. Δίχως νά χουν διόλου μίσος γιά τούς νθρώπους, νά χουν παιτήσεις πό τούς λλους. μοναξιά τους εναι δημιουργική. χι πώς δέν τούς νδιαφέρουν ο λλοι πώς εναι νώτεροί τους ατοί, δέν χουν κανένα κοινό σημεο. Μά θά πανέλθουμε στό σημεο ατό.

 

Εναι δυνατή μοναξιά ν’ ρρωστήσει καί νά ξουθενώσει τόν νθρωπο. Μά γάπη εναι πιό κραταιή, νά γιάνει καί ν’ ναστήσει τόν κόσμο λο. κατανίκητη νάγκη το νθρώπου γιά πικοινωνία πρέπει νά διοχετευθε σωστά. Πρτα-πρτα πρέπει νά πιάσουμε κάποτε κουβέντα μέ ατόν τόν γνωστο αυτό μας. Κουβέντα ελικριν, τίμια, θαρρετή. Νά βρομε στά βάθη μας τήν κριμένη θωότητα τν παιδικν μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο πρός πρόσωπο, δίχως προσωπεο, μέ τόν να, μόνο, ληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα μέ τούς λλους, τούς ποιους, τούς χειρότερους, τούς καλύτερους, τούς πλησίον, τούς μακράν, τούς δελφούς μας ν Κυρί. τσι διαλύονται ο στοί τς μοναξις, φωτίζονται τ’ δυτα κι νήλια πόγεια τν καρδιν, σπάει τό καβούκι το γώ, χαίρεται νθρωπος, λευθερώνεται, ζωογονεται, ναπνέει, ζε, ρνεται τή μοναξιά το θλιου γωϊσμο. λήθεια μέ πόσα λίγα κι πλά μέσα μπορε νθρωπος νά ζεσταθε, νά ξαναενωθε μέ λο τόν κόσμο. Δέν χρειάζεται νά ψάξει κανείς πολύ γιά νά ξαναβρε τήν λπίδα, τήν νάταση, τ’ νείπωτα πανηγύρια τς καρδις, τίς ορτές τν ορτν καί τίς πανηγύρεις τν πανηγύρεων.

 

πάρχει καί μιά λλη μοναξιά, ζωηφόρα καί χαριτόδοτη. Μιά μοναξιά πού ξίζει πολύ νά τς φιερώσει κανείς ρκετό χρόνο. να ποσυρμό πό τή βουή το πλήθους μέ τήν τόση διάχυση, περίσπαση κι ξωστρέφεια νωφελ. Μιά μοναξιά γι, ραία, καλή. Μακριά πό τή μορφή πικοινωνίας κείνη τή συνεχ μέ τούς πολλούς, γιά νά μή μείνουμε ποτέ μέ τόν να, τόν αυτό μας, καί νά μήν ναχθομε, πό φόβο, δειλία γνωσία, στόν λλο, τόν πάντα ναμένοντα, τόν να, τόν νανθρωπήσαντα Θεό Λόγο. Νά βρομε τόν τρόπο, τόν τόπο, τήν ρα, τόν χρόνο γι’ ατή τήν ερή στιγμή, γι’ ατή τήν λλη πικοινωνία. Μέ γνώση, μέ τάξη, μέ πρόγραμμα. Δέν μιλμε γιά μιά διαφυγή μερικν, ρκετν, πό τίς πολλές τους σχολίες γι’ νάπαυλα, θέα το λιοβασιλέματος καί το ναστρου ορανο. Τούς ρομαντικούς ατούς βιαστικά τούς ντιπαρερχόμαστε. Τούς χαιρετομε ς κουρασμένους πού ξεκουράζονται λλ’ χι ς πνευματικούς νθρώπους, πως σως θέλουν νά νομάζονται. Δέν μιλμε γι’ ατούς πού καμώνονται πώς ατοσυγκεντρώνονται μέ τεχνικές μφίβολης προελεύσεως καί ποτελεσματικότητος λλους πού φιερώνουν λίγο χρόνο σέ φευγαλέες κι πιπόλαιες νειροπολήσεις καί νομίζουν πώς μετανοον, γιά κάποια συντριβή πού εχαν, νθυμούμενοι τ’ τοπήματά τους στό ταξίδι πού εχαν στό παρελθόν τους. Πρόκειται μλλον γιά ψετες φυγάδες τς ζως, νειροπαρμένους καί φαντασιόπληκτους. Οτε, πιτρέψτε μας νά πομε, ναφερόμαστε στούς γαθούς, σο τολμηρά φελες κείνους πού νομίζουν πώς ζον τήν πνευματική ζωή καί τήν ερά συχία, σεργιανίζοντας μ’ να κομποσχοίνι στό χέρι, σέ κρογιαλιές καί πλαγιές ραίων βουνν, κούοντας καλή μουσική χοντας τά νέα βιβλία, τή γαστέρα πεπληρωμένη καί συντροφιά τούς φίλους πού δέν φέρνουν ντιρρήσεις. Κι κόμη ατούς πού κάνουν πνευματικό τουρισμό πισκεπτόμενοι καί ερούς τόπους καί συνομιλώντας μέ παρρησία μέ γίους νθρώπους, μά πού δέν βγαίνουν διόλου ποτέ πό τό θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλομε, μά φοβόμαστε πώς δέν εμαστε καθόλου περβολικοί.

 

ναφερόμαστε, γαπητοί μου, στήν γία κείνη συχία, πού ξίζει κάθε κόπος καί μέριμνα γιά νά δώσουμε τή σημαντική ατή εκαιρία στόν αυτό μας καί μέσα στή θορυβώδη ατή πολιτεία καί μέσα στό στατο σπιτικό μας καί μέ ατά τά χάλια τς ζως μας καί το χαρακτήρα μας. νάγκη πσα νά λευθερωθομε στήν γία ατή μοναξιά. Χρειάζεται σκηση, πομονή, μόχθος, μέχρι νά σβήσουν τά σκοτάδια πού μς κουράζουν στήν ργασία ατή. Νά βρομε τίς ρίζες καί τά ρια τς πάρξεώς μας. Νά μάθουμε νά προσευχόμαστε. Νά γίνει σιωπή, πηγή, βροντή, σιντριβάνι, φς, καθώς λέει γλυκύτατος ποιητής γιος Συμεών Νέος Θεολόγος.

 

Χρειάζεται γρύπνια, γρήγορση συνεχής, κινησία, γαλήνη. Θεός εναι πλάι μας. Ατός μέ δηγε. Σ’ ατόν δηγομαι. Τί χω νά φοβηθ; πελπισμένος πό τίς φιλίες, τίς γνωριμίες, τίς τέχνες, τίς τεχνικές, τίς δεολογίες, τίς φλυαρίες, τίς κοινοτυπίες, φθάνω στήν προνομιοχο σχάτη πελπισία, καί καθώς εμαι τσι γυμνός, διος Θεός μέ ντύνει τήν πιό γνήσια λπίδα. Μέ στηρίζουν σέ ατό τό θαμα Παναγία καί λοι ο γιοι.

 

ντός ατς τς θείας μοναξις, παλλάσσομαι πό τό προσωπεο πού ναγκάσθηκα νά φορέσω μο φόρεσαν. μουν τρομοκρατημένος καί κάθε βράδυ πήγαινα καί σέ λλη συγκέντρωση, λλη μάδα, γιατί, πρεπε κάπου νά νταχθ, λλάσσοντας συνεχς προσωπεο. νδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποι, ασθάνομαι παιδί το Θεο, βρίσκω, ποκαλύπτω τήν ταυτότητά μου, τό πρόσωπό μου, τό μοναδικό κι νεπανάληπτο. Παρατηρ τίς κινήσεις τν παθν. Βλέπω καί βρίσκω τά ριά μου, τά τάλαντά μου, τίς δυνατότητές μου, λυτρώνομαι πό τίς πλάνες, τούς φανατισμούς, τό πέρμετρο, τό ποτονικό.

 

Θέλει δυνατή βούληση νθρωπος γιά νά δηγήσει τά βήματά του σέ τακτά διαστήματα στό γιο ατό βμα τς ατογνωσίας καί θεογνωσίας. Γιατί μοναξιά ατή εναι ντρύφηση γιά τούς δυνατούς καί φόβος γιά τούς δύναμους. Το ερο ατο βήματος ξέρχεται κανείς μέ λιγότερη τομικότητα, μέ περισσότερη γάπη γιά τούς λλους, μέ δύναμη γιά μεγαλύτερους γνες, μέ νωπά τά δάκρυα γιά τόν πόνο τν δελφν του. τσι νθρωπος το Θεο δέν μπορε ποτέ νά εναι μόνος, δέν μπορε ποτέ νά πάσχει πό μοναξιά. χει διάλογο μέ τόν αυτό του, ταν εναι μόνος καί μέ τόν Θεό του. Μέσα πό τήν σπαρακτική μοναξιά το νθρώπου, πό τά τσαλαπατήματα πού το καναν πρόσεκτοι στό δρόμο, στό λεωφορεο, στήν ργασία, στό σχολεο, πατήματα πού πέρασαν στήν ψυχή του, ψώνεται πό τά βάθη φωνή πού σχίζει νέφη κι ρχεται στόν Τριαδικό Θεό, πού πάντα κούει καί πάντα παντάει.

 

νθρωπος το Θεο μόνο νά θερμαίνει τή φωνή του γνωρίζει, νά χαίρεται πού στέκεται δεύτερος, νά εναι φίλος καί μέ τόν ξένο, ν’ ρκεται στό λίγο, νά κουράζεται στό πολύ, νά πλένει μέ δάκρυα τούς πληστους, τούς σωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, κόμη κι ταν τόν γκαταλείπουν ατοί πού ποτέ δέν θά τό περίμενες: συγγενες, φίλοι, μοϊδεάτες.

 

Μακριά πό τήν τύρβη, τήν γορά καί τή σύγχυση, στό ταμεο σου, πού τό διάλεξες βίαστα κι λεύθερα, φαίνεται νά μή προσφέρεις τίποτε στούς λλους, νά εναι μιά πράξη γωϊστική, μόνο γιά τόν αυτό σου, τή στιγμή μάλιστα πού ο λλοι λένε σ’ χουν νάγκη καί πάσχουν πό τήν δυνηρή μοναξιά. Ατά, πως θά χετε κούσει, προσάπτουν καί στούς μοναχούς. πρώτη ατή ντύπωση δέν εναι κριβής. μοναξιά ατή εναι ργο πίπονο, θέλει δύναμη, ρωϊσμό, πιμονή. Εναι ργασία μακρά κι τελείωτη, πού κάποτε μπορε νά εναι καί προεργασία γιά μιά πιστροφή σέ ατούς πού φήσαμε ξω πό τό κελλί μας, δίχως ατό βεβαίως νά εναι σκοπός το μονασμο μας.

 

λοι ο γιοι τς κκλησίας μας, κόμη καί ο πιό φλογεροί εραπόστολοι, κι διος Κύριος στήν πίγεια ζωή του ζησαν τό μυστήριο τς θείας ατς μοναξις. ο μεγάλες κενες μορφές τν Προφητν τς Π. Διαθήκης Μωυσς, λίας, σαΐας καί ωάννης Πρόδρομος.

 

πανερχόμενοι στόν κόσμο το αώνα μας τόν βρίσκουμε τραγικά μόνο, πελπισμένο, παισιόδοξο, νά τά χει συγκρούσει, παρ’ λες τίς προσπάθειές του γιά κάτι λλο, μέ λους καί λα, συναδέλφους, γονες, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, ργασίες καί προπαντός μέ τόν αυτό του καί τόν Θεό, πού ατο ποτέ δέν το μίλησε, δέν το επε τίποτε. πιό σκληρή μοναξιά εναι νά εσαι πλάι στή σύζυγό σου καί νά μή μπορες νά τς μεταδώσεις τά ασθήματά σου, τήν δια στιγμή πού να μήνυμα μεταδίδεται πό τή μιά πειρο στήν λλη, νά πάρχουν πολυετ μυστικά μεταξύ τν συζύγων, νά εναι γνωστος κι νύπαρκτος διάλογος τν παιδιν μέ τούς γονες, τούς δασκάλους, τούς κληρικούς. Δέν πάρχει πιό γρια μοναξιά πό μιά οκογένεια νά κάθεται ρες μίλητη μπροστά στήν τηλεόραση. Βρισκόμαστε σέ δύσκολα τη. μοναξιά σέ ξαρση. νθρωπος χει χαθε. Θεός δέν μιλ.

 

Μέσα σέ ατή τήν ρημία τν πόλεων, τή φαινομενική σιωπή καί πουσία το Θεο καλεται νθρωπος νά συνάξει τούς λογισμούς του, νλθει στά συγκαλά του, πως λέει λαός, ν’ φήσει τήν τόση κοσμική δραστηριότητα καί ν’ πέλθει στό προσκυνητάρι του λαλος, γυμνός, νήπιο, γιά νά μπορέσει Θεός νά το μιλήσει, νά τόν ντύσει, νά τόν νδρώσει. μοναξιά του τότε θά γίνει πελευθερωτική καί θά ασθάνεται πλήρης. Μόνο μιά τέτοια ριζική μοναξιά δηγε σέ μιά ριζική σύλληψη το Θεο, πού καταργε κάθε δισταγμό, μφιβολία καί ταλαιπωρία.

 

Μέσα στήν ερή μοναξιά βρίσκεται νθρωπος ν’ ντικρίζει τήν παρξιακή του πενία καί τόν φόβο το θανάτου, πού ατή προκαλε. τσι θέτει ς λύση τή φυγή, τήν ναβολή, συχάζοντας τσι τόν πανικόβλητο αυτό του μπροστά στό μέγα κενό πού συναντ ντός του. ρχίζει τότε να τρεχαλητό σταμάτητο, πού ξαντλεται σέ συνεχες κοινωνικές ποχρεώσεις, διασκεδάσεις ποικίλες καί προγράμματα περαπασχολήσεων, στε ο λλοι καί τά πράγματα, ο ργασίες καί ο περωριακές πασχολήσεις, νά γίνονται κάλυμμα τς μεγάλης νδείας του. Καί ατό πού εμαστε μες εναι λος κόσμος· περιφέρεται, στροβιλίζεται, καταταλαιπωρεται, ρωτοτροπε μέ τό σπρο καί τό μαρο, μάχεται σπαράσσεται, ξοντώνεται.

 

δουλειά γίνεται δουλεία, γωνία το εκολου καί πολλο κέρδους νόσος νίατη καί βασανιστική. φόβος γιά τό μέλλον ατία πλεονεξίας, φιλαργυρίας, θησαυρισμο, ξόδου πό τό μέτρο, λησμονιά το Θεο. δού πώς ββς Μάρκος μιλε περί το πς νθρωπος δέν θά γίνει δολος τς δουλεις, λλά λεύθερος δολος το Θεο: ποιος ποβάλλει τήν νήσυχη μέριμνα γιά τά πρόσκαιρα κι λευθερωθε πό κάθε νάγκη θά δώσει λη τήν πίστη του στόν Θεό καί τά αώνια γαθά. Κύριος δέν παγόρευσε τήν παραίτητη καθημερινή φροντίδα γιά τή σάρκα μόνο μς πέδειξε ν’ σχολούμεθα μόνο μέ τή σημερινή μέρα. Τό νά περιορίσουμε τά πολλά στά πολύτως ναγκαα μέ προσευχή κι γκράτεια εναι δυνατόν, μά νά τά παραβλέψουμε εναι δύνατον. Συνοψίζοντας τά το διακριτικο καλάμου το ββ Μάρκου, θά παρακαλούσαμε νά εχαμε τήν προσοχή σας πιό τεταμένη σ’ να λεπτό σημεο πού πασχολε πολλούς πιστούς. Τίς παραίτητες πηρεσίες, πού μς πιβάλλονται, πρέπει πωσδήποτε νά τίς δεχόμαστε, ν’ φήνουμε μως τίς σκοπες πασχολήσεις, γιά νά προτιμμε τήν προσευχή, ταν μάλιστα ατές μς παρασύρουν στήν πολυτέλεια καί τήν πλεονεξία τν χρημάτων. Γιατί σο μπορέσει κανείς νά περιορίσει, μέ τή δύναμη το Θεο ατές τίς πασχολήσεις καί περικόψει τό λικό πού τίς τροφοδοτε, τόσο καί περισσότερο συμμαζεύει τό νο του πό νήσυχες περιπλανήσεις. ν πάλι κανείς πό λιγοπιστία πό κάποια σθένεια δέν μπορε νά τό κάνει ατό, τουλάχιστον ς γνωρίσει καλά τήν λήθεια κι ς προσπαθε, σο μπορε, νά μέμφεται τόν αυτό του γιά τήν δυναμία ατή καί τή νηπιακή κατάσταση στήν ποία κόμη βρίσκεται. Γιατί εναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί περηφάνεια. Τό παναλαμβάνουμε. Γιατί εναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί περηφάνεια.

 

Παίζεται να δράμα στόν νθρωπο πού μέ νταση συνεχς ξέρχεται το αυτο του γιά νά βρε τήν νάπαυση καί τήν πληροφορία πού ντός του θά βρε. Εναι λήθεια πώς πιστρέφοντας στόν αυτό του πρέπει νά εναι τοιμος νά φιλοξενηθε κατ’ ρχάς σ’ ναν τόπο ξένο που μως κε θά βρε τήν διαιτερότητα το προσώπου του καί θά τή ζήσει. δ βρίσκεται ληθινή νθρώπινη μοναξιά, πού πηγή της χει τή γνώση τς διαιτερότητός μας. κε νθρωπος ποφασίζει, μετρ, ναλαμβάνει τίς εθύνες του. μυστική ατή μπειρία το τί εμαστε, τί μπορομε νά κάνουμε, τί θέλουμε καί τί ζητμε, εναι μιά συνταρακτική καί καίρια στιγμή τς ζως μας. ντός ατς τς συχίας σωζόμαστε, σώζουμε τό πρόσωπό μας, σώζουμε τήν γάπη πό τόν παρασυρμό καί τόν διασυρμό μις θεης, πρόσωπης, προσωρινς γάπης. γάπη, πως επαμε, νικ τή μοναξιά το γώ καί φέρνει τό φς το μες.

 

Κουρασμένοι πό τίς ματαιότητες, τίς πικρότητες, τό πηγαινέλα, τίς χαρες χαρές πού γέμισε ζωή μας ς λθουμε στήν πηγή τήν ελογημένη ατς τς μοναξις γιά νά ξεδιψάσουμε σο θέλουμε. ν δέ μείνουμε κούσια καί πεύθυνα μόνοι, θά γνωρίσουμε τά πάντα καί θ’ γνοομε τόν αυτό μας. Σ’ να κόσμο σάν τόν κόσμο μας, πού κυβερνον ο σοφιστές, ο σοφοί ξορίστηκαν, αδώς πωλέσθη πού κυβερνιέται πό τό ψεδος καί τήν πάτη, μέ ποτέλεσμα στορία μας νά παραχαράσσεται, τό Εαγγέλιο νά παρερμηνεύεται, τά σχολικά γχειρίδια νά διαπλάθουν μαριονέτες τν δεν τν κάστοτε κρατούντων, γλσσα νά κατακρεουργεται κι σεβασμός τς παραδόσεως, το θους καί τς ρθοστασίας ν’ ναζητονται ματαίως μετά το πολεσθέντος κάλλους το φους τν λλήνων, πού θέλουν λευθερία δίχως ρετή καί τόλμη. Μόνη τελικς καταφυγή στν καιρν μας τόν πιθηκισμό καί τή δυτικοπληξία, τόν εσεβισμό καί τόν νώδυνο κοινωνικό νεοχριστιανισμό, στήν γνοια τς ζωηφόρου ερς Παραδόσεως τς ζως τς κκλησίας καί το θνους τό στήσιμο το θυσιαστηρίου το καθενός που μπορε. Ατή εναι καλύτερη μορφή ντιστάσεως στήν κατρακύλα καί τόν ποχρωματισμό. Τό νά μένει κανείς θεληματικά μόνος σέ μιά κοινωνία πού τόν θέλει νά τή χειροκροτε καί νά τόν συγχωνεύει εναι πράξη ρωϊκή. Λέγετε δελφοί μου, «μή μου πτου», στόν κόσμο πού τήν πάτη θεωρε εφυΐα καί τήν τιμιότητα λιγόνοια.

 

Εναι πολλοί κρυμμένοι πού σς κολουθον καί σς νισχύουν μέ τίς δικές τους προσευχές. Μοναχοί τν ρέων, δοσμένοι λοι στόν Θεό, πού γρυπνον γιά σς, πού σκέπτονται καί σς πολύ καί σς μελετον καί μνημονεύουν κι ς μή σς μιλον κι ς μή τούς εδατε, σιωπηλοί καί γκλειστοι, ζντες καί κεκοιμημένοι, μέ ψωμένα τά χέρια, μέ γόνατα καί δάχτυλα πού βγαλαν κάλους πό τίς μετάνοιες, πού τήν σφύ τους χουν πάντα κυρτωμένη στόν Θεό το λέους, τς γάπης καί τς Συγγνώμης.

 

Φτιάχνοντας νθρωπος τόν σωτερικό του κόσμο γίνεται πρόσβλητος στίς ργανωμένες πιθέσεις το κακο, φοβος σέ ποια φοβέρα, προσβολή καί βρη κι ν κούσει. ναποθέτοντας κανείς πσα τή ζωή του στά πόδια το Θεο, παρακαλώντας τον γι’ ατή τήν πεύθυνη καί σωστή ζωή πού θέλει νά ζήσει, θά φωλιάσει ζεστασιά τς βεβαιότητας μις γλυκύτατης παραμυθίας, καρδιά θ’ ποκτήσει φάνταστο ερος, νθρωπος τότε προγεύεται τήν θανασία, δέν εναι πιά ποτέ μόνος, μά παρέα μέ τόν Χριστό καί τούς φίλους του, τούς γίους. σωτερική τότε ατάρκεια το νθρώπου φυγαδεύει μέσως καί βίαια τή μοναξιά.  νθρωπος πιστός δέν συνθλίβεται πό να πρόσωπο, κοσμο κόσμο, τή βουή τν μηχανν, τό φραγγέλιο τν νόμων, τήν παντοδυναμία τς τεχνικς, τν διαστημικν κατακτήσεων, τν λεκτρονικν γκεφάλων, τν χθρικν καί νάπηρων κοινωνιν, τν βάρβαρων καί μαζοποιημένων πολιτειν. Τό χντο το Θεο πού γγιξε τόν πιστό στίς ρες τίς σιγς του θά τόν κάνει δυνατό ν’ νταπεξέρχεται τή μηδενισμένη ζωή, τήν νεξάντλητη μοναξιά το κόσμου μέ τό θρυμματισμένο πρόσωπο. πιτυχία το νθρώπου πάρχει στερα πό μιά προσωπική σχέση τς πάρξεώς του μέ τόν Θεό. Ο δυσκολίες τς ζως καί τά ρήγματά της ξεπερνιονται τώρα εκολα. Τό κενό ξαφανίζεται καί μοναξιά δύει. Στίς θωπεες τς γκάλης το Θεο λλά καί τίς πιπλήξεις, νθρωπος σορροπε καί γωνία τς πάρξεως παύει.

 

Επαν πώς κάθε νθρωπος κουβαλ τή μοναξιά του. σαλός χει μιά πικίνδυνη μοναξιά. σθενής μιά ναγώνια μοναξιά. δικος πλούσιος μιά πικρή σο σχημη μοναξιά. Μά πιστός χει μιά μόνιμη, γιάτρευτη καί κορυφαία μοναξιά: πς θά σωθε. Συνηθίζουμε νά λέμε μοναξιά το πόβραδου, το πένθους, τς ξενιτεις. Κι καθένας τήν κάθε μιά περίπτωση τήν ντιμετωπίζει κατά πς δύναται. Μά μες, μπροστά στό αώνιο ανιγμα τς πάρξεως, ο υοί το Θεο, κατά χάριν καί κατά μέθεξιν, ο κατ’ εκόνα καί καθ’ μοίωσιν, τά φωτόμορφα τέκνα τς κκλησίας, πότε θά τολμήσουμε νά ριψοκινδυνεύσουμε να ποτίναγμα τν δεν καί τν πολλν συζητήσεων καί νά σταθομε νώπιοι νωπί μέ μιά πόφαση γιά μιά ριζική τς ζως μας λλαγή; Μέχρι πότε θά περιστρεφώμεθα, θά περιτριγυρίζουμε περί τό θέμα καί ποτέ δέν θά εσερχόμεθα ντός; Δέν χουμε δυστυχς πολλά περιθώρια. Ο κινήσεις μας εναι συνεχς παλινδρομικές κι μφιταλαντευόμενες. Μιλμε περί Θεο καί τόν Θεό δέν τόν γνωρίζουμε. Τόν πιθυμομε καί δέν τόν χουμε. Προχωρμε πρός ατόν καί τήν τελευταία στιγμή βρίσκουμε να παραπόρτι κι λοταχς το ξεφεύγουμε. γαπμε κακς, πέρ το δέοντος τόν αυτό μας. Εμαστε ξιοδάκρυτοι, δικαιολόγητοι, νωχελες. Δέν τόν ντέχουμε τόν Θεό. Τόν φοβόμαστε, τόν κοροϊδεύουμε, δηλαδή κοροϊδευόμαστε, κι εμαστε πλήρεις ραίων καί πειστικν προφάσεων. Φθάνουμε νά γαπομε τό ψέμα μας, νά μή ντρεπόμαστε, οτε κν νά μή τό δικαιολογομε. μως κι Θεός δέν κουράζεται διακριτικά νά μς κυνηγ καί νά μς θυμίζει τήν παρουσία του, στούς πόνους καί τίς χαρές μας, στά λάθη καί τίς νίκες μας.

 

Εναι ναγκαο πιστός νά ξαναρχίσει τήν δό το Κυρίου. ς φήσει τά πλήθη ν’ λαλάζουν, μή τόν κανακεύουν κι πηρεάζουν ο λόγοι τους. δός του εναι στενή, νηφορική, μαρτυρική καί μοναχική μά σωτήρια, πως σαφς τό δήλωσε. Πρέπει πιτέλους κάποτε πιστός νά προσκολληθε μέ γάπη στά παραίτητα καί οσιαστικά γιά τήν προσωπική του παρξη, λησμονώντας ποφασιστικά κι μετάκλητα τά δευτερεύοντα καί περιττά. λόγος τς ποκαλύψεως εναι φοβερός. Τούς χλιαρούς θά τούς μέσω, λέει Θεός. Τό ρμα πού χρησιμοποιε εναι λίαν δηλωτικό τς πέχθειάς του πρός τούς δίψυχους. συντροφιά το νθρώπου μέ τόν Θεό εναι χαρά γιά τόν πρτο καί μεγαλύτερη λευθεροποιός μακαριότητα γιά τόν δεύτερο. γνωριμία καί συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό δέν μπορε νά εναι ποκομμένη πό ατή το αυτο μας καί τν δελφν μας. Ατά πνε πάντα ντάμα. φίλος το Θεο εναι φίλος καλός το αυτο του καί τν λλων, δίχως σέ ατές τίς σχέσεις νά πάρχει παρση, πομονωτισμός, δονή τς ατολατρείας, φιλοθεΐα νά γίνει φαρισαϊκή καί φιλανθρωπία καθηκοντολογία. Τό νοιγμα ατό πρός τίς τρες πλευρές γίνεται σύμμετρα, σορροπημένα, μέ γνώση, λευθερία κι γάπη. παθολογική γάπη πρός τόν αυτό μας καί τούς λλους εναι μπόδιο τν σχέσεών μας μέ τόν Θεό, λέγει μεγαλόπνοος ββς σαΐας, διδάσκαλος τς ρήμου το 4ου αώνα.

 

Κικέρων λεγε: Μεγάλη πολιτεία, μεγάλη μοναξιά! Τή ρήση του παναλαμβάνουν γωνιωδς μυριάδες στόματα σήμερα. Ατή μοναξιά, βαριεστιμάρα, χαλαρότητα, χλιαρότητα, ποτονικότητα, βραδύτητα, συνεχής μελλοντολογία, δίχως νά κάνεις σήμερα τίποτε, νικανοποίηση, κορεσμός, τό ασθημα φυγς, ντιηρωϊσμός, στήν σκητική γραμματεία νομάζονται κηδία καί μαστίζει λύπητα καί συχνά καί κάθε πρόσεκτο μοναχό. γιος Μάξιμος μολογητής, μέγας ατός Βυζαντινός Θεολόγος, νά πς μιλ γι’ ατή: λες τίς δυνάμεις τς ψυχς τίς σκλαβώνει καί μαζί κι μέσως φουντώνει λα σχεδόν τά πάθη, γιατί π’ λα τα πάθη εναι τό πιό βαρύ. γιος ωάννης τς Κλίμακος, βαθύς ατός γνώστης καί τν λεπτότερων κινήσεων τς ψυχς, σέ μοναχούς πού το ζήτησαν πληροφορίες, τή χαρακτηρίζει μέ βαρειά λόγια: Εναι χαλάρωση τς ψυχς, ξεστράτισμα το νο, μέλεια τς σκήσεως, μίσος το μονασμο, κοσμικν μακαρίστρια, σέβεια το Θεο, λησμονιά τς προσευχς. Εάγριος ναφέρει πώς νυπόφορη ατή ψυχική κατάσταση κάνει τό θύμα της νά μή ξέρει τί νά κάνει, νά βλέπει νά μήν περν ρα, πότε θά ρθει ρα το φαγητο, πού ργε. ντίοχος, πού ζησε τόν 7ο αώνα, γίνεται πιό παραστατικός καί κριβής: κατάσταση ατή σο φέρνει γωνία, πέχθεια γιά τόν τόπο πού μένεις, λλά καί πρός τούς δελφούς σου καί γιά κάθε ργασία καί γι’ ατή τήν γία Γραφή ηδία καί συνεχ χασμουρητά. κόμη σέ κάνει νά πεινς καί νά στριφογυρίζεις, πότε θά ’ρθει ρα το φαγητο. Καί φο ποφασίσεις νά πάρεις να βιβλίο, νά διαβάσεις λίγο, τό παρατς, κι ρχίζεις νά ξύνεσαι καί νά κυττς π’ τά παράθυρα καί πάλι λίγο διαβάζεις, μετά, μετρς τίς σελίδες καί βλέπεις τούς τίτλους τν κεφαλαίων. Τέλος παρατς τό βιβλίο καί κοιμσαι, καί φο λίγο κοιμηθες πάλι σηκώνεσαι. Κι ατά λα τά κάνεις γιά νά περν ρα… γιος ωάννης Δαμασκηνός ναφέρει πώς εναι πολύ βαρύς καί σκληρός ατός πόλεμος γιά τούς μοναχούς. Καί γιος Θεόδωρος Στουδίτης λέει πώς τό πάθος ατό μπορε νά σέ πάει στόν βυθό το δη.

 

πατερικός Ντοστογιέφσκυ δίδοντας μιά λύση βάζει στά χείλη το στάρετς Ζωσιμ νά μς πε πώς πρέπει νά καταστήσουμε τούς αυτούς μας πεύθυνους γιά τίς μαρτίες λου το κόσμου. ασθηση ατή γιά τή σωτηρία μας μέσ τν λλων μς δίνει νά καταλάβουμε πώς γάπη δέν ξαντλεται μόνο νά δίνει τό καλό, λλά νά κάνει δικές της τίς γωνίες καί τούς πόνους τν λλων. Ο μοναχοί καθημερινς προσεύχονται πέρ τς σωτηρίας παντός το κόσμου. Πλασμένοι κατ’ εκόνα Θεο εμαστε λοι δικοί του, εμαστε δέλφια, παιδιά του. μοναξιά καταργεται ν Θε. Εμαστε λοι «λλήλων μέλη» κατά τόν πόστολο Παλο. τσι ο μαρτίες καί ο ρετές μας χουν πίδραση καί στούς λλους, φο πως επαμε, εμαστε μέλη νός σώματος. κηδία γίνεται φορμή ντονώτερης προσευχς, ο δυσκολίες εκαιρία ριμάνσεως καί προόδου πνευματικς.

 

Μέ τήν λπίδα πώς δέν γινόμαστε κουραστικοί θά παναλάβουμε πώς φυγή κ το κόσμου, ντός κτός ατο πού τόσο χει κατηγορηθε ς λιποταξία, εναι πράξη γενναία καί παραίτητη, πράξη ντιστάσεως στόν σοπεδωτισμό πού σαρώνει τά πάντα. Μέσα τήν γία συχία βρίσκοντας νθρωπος τήν αθεντικότητά του, τήν ραιότητα τς μοναδικότητας το προσώπου του ξεχωρίζει πό τήν κφυλισμένη μάζα. Κονταροχτυπημένος πό τόν Θεό πανέρχεται στά κοινά ζωηρότερος καί δυνατώτερος γιά δημιουργία καί λοκάρδια προσφορά.

 

Επε ββς λώνιος: ν δέν πε στήν καρδιά του νθρωπος τι γώ μόνος καί Θεός εμαστε σατόν τόν κόσμο, δέν θά βρε ποτέ νάπαυση. γιος ωάννης Χρυσόστομος λέει πώς συχία στή μοναξιά δέν εναι μικρή διδασκαλία ρετς. Καί λλο σημειώνει χρυσορρήμων ποταμός: που κι ν εσαι, μπορες νά στήσεις τόν βωμό σου. Μόνο καθαρή προαίρεση νά δείξεις καί οτε τόπος σ’ μποδίζει, οτε καιρός καί χωρίς νά γονατίσεις καί χωρίς τό στθος σου νά κτυπήσεις καί τά χέρια σου στόν ορανό νά ψώσεις, τή διάνοιά σου μόνο νά χεις θερμή καί τότε εσαι λος πηρτισμένος. Δέν νοχλεται πό τόν τόπο Θεός, να μόνο ζητ διάνοια θερμή καί ψυχή πού πιθυμε τή σωφροσύνη. γιος Μακάριος Αγύπτιος στίς πνευματικές του μιλίες γίνεται πιό στοργικός: Κι ν πτωχεύσεις πό πνευματικά γαθά, λύπη καί πόνο συνεχ νά χεις, γιατί εσαι ξω πό τή βασιλεία Του καί σάν τραυματισμένος φώναζε στόν Κύριο καί ζήτα Του γιά ν’ ξιωθες καί σύ τς ληθινς ζως. Παρακάτω σημειώνει: Κλαίει Θεός καί ο γιοι γγελοι τίς ψυχές πού δέν χορταίνουν μέ οράνια τροφή. Καί συνεχίζει μέ τ’ ξιοσημείωτα καί ξιομνημόνευτα: λα εναι πολύ εκολα σ’ ατούς πού θέλουν νά μεταμορφωθον ψυχικά, μόνο ν’ γωνίζεται κανείς νά γίνει φίλος καί εάρεστος στόν Θεό καί θά λάβει περα καί ασθηση τν ορανίων γαθν καί μακαριότητα νέκφραστη καί ληθινά μεγάλο θεο πλοτο.

 

γευστος μιλν τελείως τν πνευματικν ατν καταστάσεων θά πρεπε μλλον νά σιωπ καί νά ργάζεται στή φίλη ρημο τό ξερίζωμα τν παθν. μιλητς μως θέλει ν’ ναφέρεται σέ νθρώπους πού εδε κι κουσε, κατοίκους τς ερς θωνικς χερσονήσου, τν ρεμων πλαγιν τν πενιχρν καλυβν, τν ταπεινν κελλίων, που ζον τά μυστήρια το Θεο. Μοναχοί χαρισματοχοι καί ορανότρωτοι, χριστοφόροι καί θεοφιλες, λάτρεις τς συχίας, τς μονώσεως, ργάτες βροντεροί τς σιωπς, μόνοι μά δίχως μοναξιά, πού στή μοναξιά τους θυμονται τίς μοναξιές λου το κόσμου καί τίς ρες πού κούσια λλοι πάσχουν πό ϋπνίες κι λλοι ξαγρυπνον νούσια, νέστιοι καί νέραστοι, σέ τόπους ξένους, ατοί κούσια γρυπνον προσευχόμενοι, πέρ γείας, σωτηρίας, λέους καί θείας βοηθείας σύμπαντος το κόσμου.

 

περιβόητος σκητής το θω Χατζη-Γεωργης, στό θαυμάσιο βιβλίο νός σύγχρονου ρημίτου, πού πρόσφατα κυκλοφόρησε, ναφέρεται ς πιστός φίλος τς συχίας τν σπηλαίων, τς ρήμου, φιλότιμος γωνιστής, μεγάλος νηστευτής, που τήν νάπαυση βρισκε στήν γρυπνία, τήν προσευχή καί τή μόνωση. ρημος δέν τόν γρίεψε μά τόν μόρφυνε πιό πολύ. Γράφει σεβαστός βιογράφος του: Χατζη-Γεωργης εχε πολλή γάπη γιά λους, δολη. ταν πάντοτε ερηνικός, νεξίκακος καί συγχωροσε. Εχε μεγάλη καρδιά, γι’ ατό λα καί λους τούς χωροσε, πως ταν. Εχε ξαϋλωθ κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας τήν γγελική ζωή, γινε γγελος καί πέταξε στούς Ορανούς, διότι δέν κρατοσε τίποτε, οτε ψυχικά πάθη οτε λικά πράγματα. λα τά πετοσε, γι’ ατό καί πέταξε ψηλά.

 

Κατουνακιώτης συχαστής Γέροντας Γεράσιμος καμε 17 τησημειώνει συνασκητής τουες τήν κορυφή το Προφήτου λιο παλεύων μέ δαίμονας καί κεραυνιζόμενος πό τούς καιρούς, μεινε σειστος στύλος πομονς. Εχε τά δάκρυα συνεχ. Γλυκαινόμενος μέ τή μελέτη το ησο ξετέλεσε τόν μέριμνον καί σύχιον βίον του.

 

πίσης Κατουνακιώτης συχαστής Καλλίνικος γάπησε τόν πόνο, τόν κόπο καί τήν συχία πέρμετρα. Νιβόταν μέ τόν δρώτα καί τά δάκρυά του. Τά τελευταα 45 τη τς ζως το τά ζησε γκλειστος προσευχόμενος διαλείπτως. Τό πρόσωπό του φθανε νά λάμπει σάν το Μωυσ κατερχόμενου πό τό Σιν.

 

Καθώς πίσης πνευματικός γνάτιος, που κλεινε τά παντζούρια το κελλιο του γιά νά μήν βλέπει τόν ρχομό τς μέρας καί νά συνεχίζει τήν προσευχή του. Τόν κάθε πισκέπτη του τόν παρακαλοσε λέγοντας: γάπησε τόν Θεό πού σέ γάπησε. Λησμονοσε νά πλυθε, νά χτενιστε, νά φάει καί τό κομποσχοίνι δέν τό φηνε. Σάν χασε τό φς του γινε πιό φωτεινός. Εωδίαζε ν ζω, εωδίασε καί μετά τήν κοίμησή του. νομαστός Μικραγιαννανίτης παπα-Σάββας Πνευματικός τή δύναμή του ντλοσε πό τίς καθημερινές νδακρεις θεες λειτουργίες του, που μνημόνευε πί τρες ρες χιλιάδες νόματα καί πό τίς λονύκτιες στάσεις του.

 

Ατή εναι κοινωνία τς ρήμου σιωπηλή, προσευχομένη, γαληνισα, μακαρία. Δέν προσπαθήσαμε νά ραιοποιήσουμε δανικές καταστάσεις ξαιρέσεων. Ατή εναι ζωή τς ρήμου. Βεβαίως άν νας μοναχός δέν χει μιά ντονη πνευματική ζωή καί μιά συνεχ γρήγορση θά περιπέσει σέ μύριους πειρασμούς, κηδία θά τόν δηγήσει στήν πομόνωση καί τότε θά γίνει περίγελως γγέλων καί δαιμόνων, κτηνώδης καί θηριώδης, χειρότερος το χειροτέρου κοσμικο καί ρημία τς ρήμου βάσταχτη.

 

Ο πόλεις γίνονται λο καί πιό ρημες καί θά γίνονται κι ο ρημοι θά πολίζονται καί κανείς μετανόητος δέν θά δύναται νά μποδίζει τή μετάνοια τν θελόντων, τήν κεσία τν πιστν, τή δέηση τν πενήτων. Οδείς δύναται νά μποδίζει τόν κάθε λεύθερο ν’ ατοφυλακίζεται, νά ατοεξορίζεται, νά ζε τό μυστήριο το ζντος Θεο, τό θαμα μέσα στό μαρτύριο καί τήν ταπείνωση, κε που πάντα νθε τό ρθόδοξο βίωμα. ντός τς σιγς, τς σιωπς καί τς προσδοκίας, ζωντας τήν πέρβαση το χριστιανισμο, πού γκειται, χι στήν ξαφάνιση το κακο, λλά στήν τίμια παραδοχή το αυτο μας καί τν λλων, βιώνοντας τήν πενία το πλούτου, τόν πλοτο τς πενίας, τήν γεία τς σθένειας, τήν ελογία τς δοκιμασίας, τή δύναμη τς δυναμίας, τή χαρά τς πομονς, τή νίκη τς ττας, τήν τιμή τς δοξίας, τήν λευθερία το γκλεισμο, τή μεγαλειότητα τς σμίκρυνσης, τήν ντίσταση στόν θάνατο, τήν νανθρώπηση το Θεο, τή θέωση το νθρώπου. Καί τοτα κανείς ς ναμένει χι πό τήν ξουσία τν ρχν το κόσμου, λλά πό τήν ξουσία πί το αυτο μας, καί τή δημιουργία γιν καί φωτεινν μικρν στιν, πού νομάζονται κκλησία, κελλί, ργαστήρι, γραφεο, αθουσα, δωμάτιο. τσι ρημία τν πόλεων θά συνεχίζει νά πάρχει, λλά δέν θά περν στήν καρδιά. τσι λλάζει κόσμος. σωθεν καί χι ξωθεν καί νωθεν. Μή θεωρεται μεγάλος εραπόστολος τς φρικς καί κάθε φευρέτης. Μέγας εναι μικρός πού πομένει τήν παραφροσύνη, τήν δικία, τόν κατατρεγμό, τόν πόνο το πλησίον καί τόν δικό του. Μεγαλύτερος εναι, κατά τόν ββ σαάκ, ατός πού γνώρισε καί νίκησε τά πάθη του πό ατόν πού νασταίνει νεκρούς.

 

λοι σοι ναζητον τή λύτρωση πό τό γχος, τή θλίψη, τό κενό καί τή μοναξιά καλονται προφάσιστα νά κλείσουν μιά συνάντηση, να ραντεβο, ν θέλετε, πιτέλους, μέ τόν αυτό τους, να ραντεβο πωσδήποτε μέ τόν Θεό καί τότε ς θυμηθον καί τήν λαχιστότητά μας, πού προσπάθησε νά μή σς κουράσει μά νά πού δυστυχς, φαίνεται, δέν τά κατάφερε. δαής πολύ πάρχων μετέβαλε μιλητής τό βμα σέ μβωνα καί μάλιστα νώπιον φωτισμένων καί διακεκριμένων προσώπων.

 

 

κοινωνία τς ρήμου καί ρημία τν πόλεων» Τ πρτο κεφάλαιο π τ μώνυμο ΠΡΩΤΟ βιβλίο, το μακαριστο μοναχο Μωυσέως γιορείτου, κδόσεις «Τνος», θναι 1987)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: christianvivliografia.wordpress.com)