Εν είδει επιμέτρου προς τα προηγούμενα άρθρα, παραθέτουμε και τα ακόλουθα:

 

 

ε) Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

 

Είχαμε παραθέσει θέση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με την οποία, όπως είπαμε, κατεδαφίζει ολοκληρωτικά το Ισλάμ, γιατί διαπιστώνει ότι και η πίστι τους και η ζωή τους είναι θεομισείς. Επειδή δεν επίστευσαν στον Χριστό ως Θεό και αστόχησαν, παραδόθηκαν και εις πάθη ατιμίας. Κατά την πρώτη του επικοινωνία με τους Μουσουλμάνους στη Λάμψακο γράφει ότι πολλοί από αυτούς έδει­ξαν άγριες διαθέσεις εναντίον του, τον προ­σέβαλαν και φιλονικούσαν μαζύ του προβάλ­λοντας την αιχμαλωσία του ως απόδειξη της μη αληθούς πίστεως των Χριστιανών. Προ­σθέτει μάλιστα ότι τον περιτριγύριζε και πολύ πλήθος Χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, από τους οποίους άλλοι ήθελαν να εξομολογηθούν, άλλοι να ερωτήσουν για διάφορα θέματα της πίστεως, ενώ οι περισ­σότεροι ζητούσαν να μάθουν την αιτία, για την οποία ο Θεός εγκατέλειψε το Γένος μας, προφανώς επηρεασμένοι από όσα έλεγαν οι Μουσουλμάνοι. Μερικοί μάλιστα έκλαιγαν από συμπάθεια για την αιχμαλωσία του Αγί­ου Γρηγορίου. Έμειναν επτά ημέρες στη Λάμψακο και την όγδοη ανεχώρησαν για την πόλη Πηγές. Κατά τη διαδρομή ο ομολογητής Άγιος υπέστη απερίγραπτες ταπεινώ­σεις και βασανιστήρια, όπως γράφει· «Και τα της οδού ταύτης πάθη βουλομένω μοι καταλέγειν ούτε μέλαν, όσον νυν ευπορώ, ούτε ο χάρτης αρκέσει» (Αυτόθι 9, ΕΠΕ 7,168).

Μετά από τρεις ημέρες έφθασαν στις Πη­γές. Ταλαιπωρημένους από την οδοιπορία τους άφησαν να διανυκτερεύσουν στην ύπαιθρο, μολονότι είχε πολύ ψύχος· ήταν Μάρτιος μήνας. Ξεχώρισαν τον Άγιο μαζί με μερικούς μοναχούς· τους εφοβέριζαν με ανήκουστες απειλές, για να αυξήσουν τα ποσόν των λύτρων, τα οποία όμως δεν είχαν να προσφέρουν, για να απελευθερωθούν. Τελικώς τους φιλοξένησε κάποιος Χριστια­νός και τους περιέθαλψε επί τρεις μήνες στις Πηγές, όπου στην Εκκλησία του Χριστού συγκεντρώνονταν και οι ντόπιοι και οι αιχμά­λωτοι, για να ακούσουν την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου.

Μετά την πάροδο τριών μηνών οδηγήθη­καν στη Προύσα. Στα περίχωρα της Προύσας σε ένα λοφώδη τόπο, όπου οδηγήθηκαν, διε­ξήγαγε ο Άγιος Γρηγόριος διάλογο με τον Ισμαήλ, γιο του μεγάλου αμηρά. Μεταξύ άλλων τον ερώτησε ο Ισμαήλ, αν οι Χριστιανοί δεχόμαστε και αγαπούμε τον προφήτη τους Μωάμεθ· «εκείνος ήρετο πάλιν, εισδεχόμεθα και αγαπώμεν και ημείς τον προφήτην αυτών Μεχούμετ» (Αυτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172). Σημερινοί πατριάρχες, αρχιερείς και θεολόγοι δεν χρειάζεται καν να ερωτηθούν, ούτε βέβαια να υποστούν τις ταλαιπωρίες της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου· σπεύδουν μόνοι τους να απαντήσουν θετικά, όχι ασφαλώς, για να αποφύγουν διώξεις και ταλαιπωρίες, αλλά ως «προοδευτικοί» και παγκοσμιοποιημένοι, για να δείξουν ότι αυτοί έχουν υπερβή όλες τις διακρίσεις, που χωρίζουν τους ανθρώπους, ακόμη και τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις, δεν είναι ρατσιστές και φανατικοί, σαν τον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος αμέσως απάντησε χωρίς να σκεφθεί τις οποιεσδήποτε συνέπειες, ότι ούτε τον δεχόμαστε ούτε τον αγαπούμε τον Μωάμεθ. Όταν ο Ισμαήλ του εζήτησε τον λό­γο αυτής της αρνήσεως και απορρίψεως, ο Άγιος Γρηγόριος είπε ότι δεν πιστεύουμε στην διδασκαλία του, απορρίπτουμε την δι­δασκαλία του, και επομένως για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να τον δεχθούμε και να τον αγαπήσουμε ως διδάσκαλο και προφήτη· «τω μη πιστεύοντι τοις του διδασκάλου λόγοις ουκ ένι τον διδάσκαλον ως διδάσκαλον αγαπάν» (Αυτόθι 172 -174). Συνεζήτησαν και επί άλλων θεμάτων κατά την συζήτηση ήταν εμφανής η σκωπτική διάθεση του Ισμαήλ· δεν συμπεριφέρθηκε πάντως άγρια, μολο­νότι, όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οι τούτον ειδότες, ούτος εστί των απηνών και κατά Χριστιανών μεμηνότων τα πρώτα» (Αυτόθι 15, ΕΠΕ 7,174).

Στη συνέχεια τους οδήγησαν στην Νικο­μήδεια ενώπιον του ιδίου του αμηρά Ορχάν, ο οποίος, επειδή εντυπωσιάσθηκε από το ενδιαφέρον του Χριστιανού γιατρού του Ταρωνείτη για τον Άγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τίς ποτε και οίός εστίν ο καλόγερος ούτος;». Όταν του εξήγησε σχετικώς ο ιατρός, ο αμηράς απήντησε ότι έχει και αυτός σοφούς θεολόγους, οι οποίοι θα συζητήσουν μαζύ του. Έστειλε και εκάλεσε αμέσως τους Χιόνες, εξισλαμισθέντες Χριστιανούς, για τους οποίους ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι τί­ποτε άλλο δεν είχαν μάθει από τον Σατανά, από το να βλασφημούν και να ασεβούν στο πρόσωπο του Χριστού· «ανθρώπους μηδέν άλλο μελετήσαντας και παρά του Σατανά διδαχθέντας ή βλασφημίαν και αναισχυντίαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον του Θεού Υιόν» (Αυτόθι 17, ΕΠΕ, 7,176). Την ίδια στάση τηρούν απέναντι της θεότητας του Χριστού οι Μουσουλμάνοι όλων των εποχών και οι σημερινοί, που μετέχουν στους διαθρησκειακούς διαλόγους· έγραψε όμως πο­τέ κανείς από τους ιδικούς μας διαλεγομένους ότι η πίστη τους αυτή είναι βλασφημία και αναίδεια, διδαγμένη από τον Σατανά;

Τα πρακτικά της συζητήσεως με τους Χιόνες τα διέσωσε ο ιατρός Ταρωνείτης· ο Άγιος Γρηγόριος δεν αναφέρει λεπτομέρει­ες από την συζήτηση αυτή γράφοντας Προς την εαυτού Εκκλησίαν· παραπέμπει στην ανάγνωση των πρακτικών που διαδόθηκαν με αντίγραφα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά ο Άγιος Γρηγόριος, διεξάγει στην Νικομήδεια τον δεύτερο διάλογο με τους Μουσουλμά­νους, μετά από εκείνον με τον Ισμαήλ. Είναι πάντως και αυτό χαρακτηριστικό ότι ο ιατρός Ταρωνείτης, που διέσωσε αυτόν τον διάλο­γο, χαρακτηρίζει τους Μουσουλμάνους ως «αθέους», δείγμα και αυτό του πόσο ταιριά­ζουν οι διάλογοι των Αγίων με τους σημερι­νούς διαλόγους, οι οποίοι ξεκινούν από την εκτίμηση ότι έχουμε τον ίδιο Θεό· είναι αδια­νόητο στους σημερινούς διαλόγους της διαθρησκειακής διαπλοκής να χαρακτηρισθούν οι Μουσουλμάνοι ως άθεοι. Όμως ο τίτλος του σχετικού έργου γράφει· «Διάλεξις προς τους αθέους Χιόνας, συγγραφείσα παρά του ιατρού τού Ταρωνείτου».

Κατά τη συζήτηση εδόθη εν πρώτοις ο λό­γος στον Άγιο Γρηγόριο, ο οποίος παρου­σίασε τα βασικά θέματα της Χριστιανικής πί­στεως, τονίζοντας εκείνα εις τα οποία διαφέ­ρει ο Χριστιανισμός από το Ισλάμ, την διδα­σκαλία δηλαδή περί Αγίας Τριάδος και περί της θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, απαντών σε σχετικές ενστάσεις των Μουσουλμάνων. Ο παριστάμενος στη θέση του αμηρά άρχων Παλαπάνος, γνωρί­ζοντας προφανώς την απάντηση που είχε δώσει ενωρίτερα ο Άγιος Γρηγόριος στον Ισμαήλ υπέβαλε τώρα την ίδια ερώτηση, συμπληρωμένη όμως με κάποια διαπίστωση ελλείψεως αμοιβαιότητας και αλληλοκατανοήσεως με ευθύνη των Χριστιανών, διότι ενώ οι Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό, τον τιμούν και τον αγαπούν, όπως και την μη­τέρα του, δεν πράττουν το ίδιο και οι Χρι­στιανοί για τον Μωάμεθ· «Ο αυθέντης ορίζει σε ειπείν πως ημείς μεν δεχόμεθα τον Χριστόν και αγαπώμεν και τιμώμεν και λέγομεν αυτόν είναι του Θεού Λόγου και πνοήν, έχομεν δε και την μητέρα αυτού πλησίον του Θεού, υμείς ου δέχεσθε τον προφήτην ημών, ουδέ αγαπάτε αυτόν;» (Διάλεξις προς τους αθέους  Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222).

            Τώρα και η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι συμπληρωμένη και ολοκληρωμένη σε σχέση με την απάντηση, που έδωσε στον Ισμαήλ. Δεν πιστεύουμε στη διδασκαλία του Μωάμεθ, «δια τούτο ουκ αγαπώμεν ημείς τον Μεχούμετ». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εδίδαξε ότι θα έλθει πάλιν, για να κρίνει όλον τον κόσμον και μας παρήγγειλε να μη δε­χθούμε κανένα άλλον προ της δικής του πα­ρουσίας. Έλεγε επίσης προς όσους δεν επίστευαν εις αυτόν, ότι ήλθεν εξ ονόματος του Πατρός και δεν τον εδέχθησαν·        εάν έλθει κά­ποιος άλλος στο δικό του όνομα, αυτόν θα τον δεχθούν. Είναι σαφής εδώ ο υπαινιγμός ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτόκλητος και όχι θεό­κλητος, απόστολος του εαυτού του και όχι του Θεού, και όμως τον εδέχθησαν οι Μου­σουλμάνοι. Προσθέτει ο Άγιος Γρηγόριος, για να αιτιολογήσει την εκ μέρους των Χρι­στιανών απόρριψη του Μωάμεθ, όσα γράφει ο απόστολος Παύλος προς τους Γαλάτας· «Καν άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσηται υμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Αυτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222, Γαλ. 1,8).

Επιτυχέστατες είναι οι απαντήσεις του Αγίου Γρηγορίου στα ερωτήματα, γιατί δεν περιτέμνονται οι Χριστιανοί και γιατί τιμούν τις Άγιες εικόνες, ενώ η Αγία Γραφή απαγο­ρεύει κάτι τέτοιο. Και ενώ οι άρχοντες μετά τη συζήτηση χαιρέτησαν με σεβασμό το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και απεχώρησαν, ένας από τους Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης» (Αυτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224). Πόσες ύβρεις και πληγές δέχονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαλόγους, που τολμούν να ισχυρίζον­ται ότι μιμούνται τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά;

Από την Νικομήδεια μετέφεραν τον Άγιο Γρηγόριο στην Νίκαια, την ιστορική πόλη των δύο οικουμενικών συνόδων, της πρώτης (325) και της εβδόμης (787). Προβαίνει σε ενδιαφέ­ρουσα σύντομη περιγραφή της πόλεως. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στην Ιερά Μονή του Υα­κίνθου, όπου και εγκατεστάθηκε μόνος, διότι ήδη και τα μέλη της συνοδίας του, οι συναιχμάλωτοί του κληρικοί και μοναχοί, είχαν κα­τορθώσει να ελευθερωθούν με καταβολή λύτρων, τα οποία γι' αυτούς ήταν λιγώτερα. Κάποια μέρα λοιπόν εξήλθε, για περίπατο έξω από την πόλη από την ανατολική πύλη. Συνέπεσε τότε να κηδεύουν οι Μουσουλμάνοι κά­ποιον ομόπιστό του· εκ του μακρόθεν παρα­κολούθησε τα τελούμενα και ο Άγιος Γρη­γόριος. Όταν επέστρεφαν, κάθησαν μαζί με ένα τασιμάνη, ένα Μουσουλμάνο κληρικό δηλαδή, στο μέρος όπου καθόταν και ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος, αφού ζήτησε κά­ποιον που να γνωρίζει και τις δύο γλώσσες, με δική του πρωτοβουλία άνοιξε συζήτηση με τον τασιμάνη, πολύ ενδιαφέρουσα. Με αφορ­μή τα τελεσθέντα κατά την κηδεία ο διάλογος περιεστράφη γύρω από την σχετική τελε­τουργία και την μέλλουσα κρίση. Ό Άγιος Γρηγόριος παρετήρησε ότι θα έπρεπε οι ευχές τους, να αναπέμπονται προς τον Χρι­στό, εφ' όσον όπως και οι ίδιοι, πιστεύουν, κριτής όλων θα έλθει ο Χριστός. Σύμφωνα μά­λιστα με τον Αβραάμ ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη, όπως και σύμφωνα με τον προφή­τη Δανιήλ. Επομένως ο Χριστός ως Θεός θα κρίνει την οικουμένη, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως δεν είναι διαφορετικό από τον ήλιο το ηλιακό απαύγασμα. Ο τασιμάνης φάνηκε να δυσα­νασχετεί. Ανέπτυξε και τις δικές του θέσεις, ενώ εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι, για να παρακολουθή­σουν την συζήτηση. Είπε λοιπόν ότι οι Μου­σουλμάνοι δέχονται όλους τους προφήτες και τον Χριστό, πιστεύουν δε και το Ευαγγέ­λιο του Χριστού είναι θεϊκή αποκάλυψη, κατήλθεν εξ ουρανού. Στραφείς δε προς τον Άγιο Γρηγόριο τον ερώτησε: «Υμείς δε πως ου δέχεσθε τον ημέτερον προφήτην, ουδέ πι­στεύετε τω τούτου βιβλίω, εξ ουρανού και αυτό καταβάντι» (Προς την εαυτού εκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7,182-184).

Η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου είναι πλήρης, θαρραλέα και αποφασιστική, όπως θα δούμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση της σχετικής διδασκαλίας των προ αυτού αγίων, ιδιαίτερα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκη­νού. Είναι και αυτό αξιοπρόσεκτο σημείο των τότε διαθρησκειακών διαλόγων σε σχέση με τους σημερινούς. Τότε ελάμβαναν υπ' όψιν την προηγούμενη πατερική Παράδοση· εστηρίζοντο στους προ αυτών Αγίους Πατέρες, δεν μιλούσαν από κοιλίας, αυτοσχεδιάζοντας και αυτοφωτιζόμενοι. Λέγει λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος, απαντώντας στον τασιμάνη, ότι είναι παλαιότερη συνήθεια να μη δεχόμαστε τίποτε ως αληθές, αν δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες είναι δύο ειδών· το ένα είδος μαρτυρίας είναι τα ίδια τα έργα και τα πράγματα, το άλλο οι μαρτυρίες από αξιόπιστα πρόσωπα. Αναφέρεται στον Μωυσή και στις μαρτυρίες που υπάρχουν γι' αυτόν μέσα στην Αγία Γραφή, όπως και στον Χριστό, ο οποίος «μετά των εξαισίων ων ειργάσατο πολλών και μεγάλων, και παρ’ αυτού Μωσέως και των άλλων προφητών μαρτυρείται». Δεν ισχύει το ίδιο και για τον Μωάμεθ, ο οποίος ούτε μαρτυρείται από τους προφήτες ούτε έκανε κάποιο θαύμα αξιόλογο· «Τον δε Μεχούμετ ούτε παρά των προφητών ευρίσκομεν μαρτυρούμενον ούτε τι ξένον ειργασμένον και αξιόλογον προς πίστιν ενάγον. Δια τούτο ου πιστεύομεν αυτώ ουδέ τω παρ' αυτού βιβλίω» (Αυτόθι 23-24. ΕΠΕ 7, 184).

Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε· απολογήθη­κε όμως προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχαν μαρτυρίες για τον Μωά­μεθ, αλλά τις έσβησαν, τις εξαφάνισαν οι Χρι­στιανοί, και ότι δείγμα της θεϊκής ευλογίας και αποδοχής του Μωάμεθ είναι ότι διαρκώς από την ανατολή μέχρι τη δύση, σε όλη δηλα­δή την οικουμένη, ο Θεός του χαρίζει νίκες εναντίον των άλλων εθνών· «Αλλά και εξ άκρας ανατολής εξελθών ηλίου, μέχρι και της αυτού δύσεως, ως οράς, νικών κατήντησεν».

Είναι συντριπτική η απάντηση του Αγίου Γρηγορίου στα επιχειρήματα αυτά του τα­σιμάνη. Λέγει εν πρώτοις ότι από το Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ούτε τροποποιήθηκε το παραμικρό. Υπάρχουν γι' αυτό φρικτές εντο­λές· όποιος τολμήσει να αποκόψει κάτι ή να το αλλάξει αποκόπτεται από το Χριστό. Κα­νείς Χριστιανός δεν θα τολμούσε να αποκό­ψει ή να αλλάξει τα θεοχάρακτα λόγια του Χριστού. Άλλωστε και οι πολλές μεταφρά­σεις του Ευαγγελίου μαρτυρούν γι' αυτό· θα είχε γίνει αντιληπτή η οποιαδήποτε παραχάραξη. Ακόμη και πολλοί αιρετικοί, που συμφωνούν σε μερικά με τους Μουσουλμά­νους, δεν έχουν να δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Ευαγγέλιο. Στο Ευαγγέλιο άλλωστε υπάρχουν εμφανώς διδασκαλίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ· πως λοιπόν θα μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο για τον Μωάμεθ; Επί πλέον δεν υπάρχει στο Ευαγγέ­λιο τίποτε σχεδόν που να μην έχει προλεχθή από τους προφήτες· αν λοιπόν υπήρχε γραμμένο κάτι για τον Μωάμεθ, θα το είχαν προείπει και οι προφήτες. Αντίθετα μέσα στο Ευαγ­γέλιο υπάρχει γραμμένο και όχι σβησμένο ότι «ελεύσονται πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και πολλούς πλανήσουσι». Γι' αυτό και παραγγέλλει: «Μη ούν πλανηθήτε οπίσω αυτών» (Αυτόθι 24-25, σελ. 186).

Είναι βέβαια σωστό ότι ο Μωάμεθ προχώ­ρησε από την Ανατολή μέχρι τη Δύση νικώντας τους άλλους λαούς. Πώς το κα­τόρθωσε όμως αυτό; «Πολέμω και μαχαίρα και λεηλασίαις και ανδραποδισμοίς και ανδροκτασίαις ων ουδέν εκ Θεού του αγαθού προηγουμένως εστί, του εξ αρχής ανθρωποκτόνου δε μάλλον προηγούμενον θέλημα». Και ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Δύση και κατέκτησε την Ανατολή. Και πολλοί άλλοι σε διάφορες εποχές με τα στρατεύμα­τα τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της οικουμένης. Σε κανένα όμως απ' αυτούς δεν εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι τις ψυχές τους, όπως εσείς στον Μωάμεθ. Άλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ο Μωάμεθ τη βία και κολά­κευε τις ηδονές, εν τούτοις δεν κατέκτησε και ολόκληρη την οικουμένη. Αντίθετα η δι­δασκαλία του Χριστού, μολονότι απομα­κρύνει απ' όλες τις ηδονές της ζωής, εξαπλώ­θηκε στα πέρατα της οικουμένης, χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, αλλά μάλλον νικώντας την βία που άλλοι ασκούσαν εναντίον της, ώστε πράγματι μόνον αυτή να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η νίκη που νίκησε τον κόσμο. Είναι κλασικό απολογητικό κείμενο και αξίζει να το παραθέσουμε «Τι δε και Αλέξανδρος ουκ εκ δύσεως κινήσας την ανατολήν υπηγάγετο πάσαν; Αλλά και άλλοι άλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοί της οικουμένης επεκράτησαν πάσης. Ουδενί δε τούτων ουδέν γένος τας εαυτών ενεπίστευσαν ψυχάς, ως υμείς τω Μεχούμετ. Καίτοι ούτος, ομού τε βίαν επάγων και τα καθ' ηδονήν προτεινόμε­νος, ουδέ μέρος εν όλον της οικουμένης προσηταιρίσατο· η δε του Χριστού διδασκαλία, καίτοι των του βίου σχεδόν απάντων ηδέων απάγουσα, πάντα τε περιέσχε της οικουμέ­νης τα πέρατα και μεταξύ των αυτή πολεμούντων κρατεί, μηδεμίαν αύτη βίαν επάγουσα, νικώσα δε μάλλον την αντεπαγομένην βίαν εκάστοτε, ως και ούτω ταύτην είναι την νίκην την τον κόσμον νικήσασαν» (Αυτόθι 28, σελ. 188-190).

Η συντριπτική αυτή και θαραλλέα απάντη­ση του Αγίου Γρηγορίου εξόργισε τους Τούρκους. Οι παρατυχόντες Χριστιανοί παρατήρησαν τις κακές διαθέσεις τους και με νόημα προέτρεψαν τον Άγιο Γρηγόριο να μετριάσει τους λόγους, ο οποίος πράγματι χαμογελώντας με ιλαρότητα είπε ότι είναι φυσικό να διαφωνούμε, γιατί διαφορετικά θα είχαμε την ίδια πίστη (Αυτόθι).

Ανταπροκρινόμενος στην τελευταία αυτή εξ ανάγκης προκληθείσα συναινετική ατμόσφαιρα κάποιος από τους Τούρκους είπε ότι θα έλθει κάποτε καιρός που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Έσται ποτέ ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Στην διαπίστωση αυτή συνεφώνησε και ο Άγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ' οικονομίαν τόπο στην οργή των Τούρκων, και ασφαλώς χωρίς ποτέ να πι­στεύει ότι είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι (Αυτόθι).

Είναι μάλιστα ευτύχημα ότι το διευκρινίζει αυτό στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος, για να προλάβει τυχόν παρανοήσεις, όπως πράγματι έγινε στον σύγχρονο διαθρησκειακό διάλογο, όπου η φράση αυτή του Αγίου Γρηγορίου, πα­ρερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε ότι τάχα συνεφώνησε ο Άγιος Γρηγόριος ότι «θα έλθη ποτέ ο χρόνος καθ' όν θα επέλθη η μεταξύ αυτών (Ορθοδόξων και Ισλάμ) αλληλοκατανόησις», πράγμα που ευχήθηκε να γίνει σύντομα (Βλ. Επίσκεψις 510 (31.10.1994) σελ. 7. Ορθοδοξία και Ισλάμ, Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2000, σελ. 20-21). Με αυτήν την πα­ρερμηνεία οι υποστηρικτές των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων καθησυχά­ζουν την συνείδησή τους, ότι τώρα ήλθε η εποχή της αλληλοκατανοήσεως και ότι αυτοί δεν κάνουν τίποτε από το να πραγματοποιούν αυτό που ευχήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος.

Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν, διότι στη συνέχεια ο Άγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ότι την συμφωνία αυτή μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ την βλέπει να πραγματοποιείται όχι στο ιστορικό επίπεδο, σε κάποια μελλον­τική περίοδο της ιστορίας, άλλα σε υπεριστορικό επίπεδο, μετά την Δευτέρα Παρου­σία του Χριστού. Ευχήθηκα, λέγει πράγματι να έλθει ο καιρός εκείνος: «Συνεθέμην γαρ μνησθείς της του αποστόλου φωνής, ότι επί "τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός"· τούτο δ' έσται πάντως εν τη Δευτέρα Παρου­σία, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Προς την εαυτού εκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190).

Ποια σχέση λοιπόν έχουν οι διάλογοι του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος αιχμάλωτος και ταλαιπωρημένος ενώπιον αγρίων και βαρβά­ρων συνομιλητών, δεν εδίστασε να ομολογή­σει και να μαρτυρήσει ότι το Ισλάμ είναι παν­τελώς ξένο προς το Ευαγγέλιο και ο προφή­της τους, ο Μωάμεθ, ένας απλός στρατιωτι­κός ηγέτης που επεβλήθη με τη στρατιωτική βία και κολακεύοντας τις ανθρώπινες αδυνα­μίες, με τους σημερινούς διαλόγους των υποχωρήσεων, των εξισώσεων, όπου λείπει παντελώς η διάθεση ομολογίας και μαρτυρίας; Τουλάχιστον να σεβόμαστε την αλή­θεια και να μη διαστρέφουμε την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων. Να έχουμε το θάρρος να δεχθούμε ότι όσα γίνονται στους διαθρησκειακούς διάλογους είναι άρνηση του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων, ιδιαί­τερα των Μαρτύρων και Νεομαρτύρων, στους οποίους θα αναφερθούμε στο τελευ­ταίο το έβδομο τμήμα, αυτού του άρθρου μας, με το οποίο και θα τελειώσουμε.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 

 

στ) Ιωσήφ Βρυέννιος και Γεννά­διος Σχολάριος

 

Ενδιαφέρουσες κρίσεις και εκτιμή­σεις για το Ισλάμ, στην ίδια πάντοτε γραμμή των προ αυτών Αγίων Πατέρων, έχουν διατυπώσει ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, ολίγα χρόνια προ της αλώ­σεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, όπως και ο πρώτος μετά την άλωση πατριάρχης και εθνάρχης Γεννά­διος Σχολάριος. Ο δεύτερος μάλιστα διεξήγαγε τρεις διάλογους διαθρησκειακούς με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ και ένα με Τούρκους αξιωματούχους στην πόλη των Σερρών.

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του Αγίου Μάρκου Ευγενικού και του Γεν­ναδίου Σχολαρίου, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας έναντι των επιδιώξεων του πά­πα, διατυπώνει τις εκτιμήσεις του για το Ισλάμ σε επιστολή, που στέλνει προς κάποιον Μάξιμο, ο οποίος εγκατέλειψε την Ορθοδοξία και προσεχώρησε στον Παπισμό. Επιχειρούσε μάλιστα δι' επι­στολών να πείσει και άλλους να προσχω­ρήσουν στον Παπισμό, ενδιαφερόμενος τάχα για τη σωτηρία τους, περισσότερο όμως, όπως εκτιμά ο Βρυέννιος, αγωνιζόμενος να πείσει τον εαυτό του γι' αυτό που έκανε και να διαφύγει τον έλεγχο της συνειδήσεως για την αποστασία του. Παρόμοια επιστολή έστειλε και στον Βρυέννιο, ο οποίος του ανταπέστειλε επιστολή, με τίτλο «Τω από Γραικών Ιταλώ αδελφώ Μαξίμω της τάξεως των κηρύκων» (Ιωσήφ Βρυεννίου. Τα Παρα­λειπόμενα, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, τόμ. Γ σελ. 152 - 158, Θεσσαλονίκη 1991). Με­γάλο μέρος από τις απαντήσεις αυτές του Βρυεννίου έχει ενσωματωθή και σε άλλο έργο του με τίτλο «Λόγος Συμβουλευτικός περί της ενώσεως των εκ­κλησιών» (Ιωσήφ Βρυεννίου. Τα Ευρε­θέντα, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, τόμ. Α', σελ. 400-423, Θεσσαλονίκη 1991).

Ανάμεσα στα επιχειρήματα του απο­στάτη Μαξίμου εναντίον των Ορθοδόξων ήταν η ευπραγία των Δυτικών και η δυστυχία των Ορθοδόξων, που ερμηνευ­όταν ως εγκατάλειψή τους από τον Θεό. Απαντά λοιπόν ο διδάσκαλος Ιωσήφ ότι, αν όντως έτσι είναι τα πράγματα, τότε ευσεβέστεροι όλων πρέπει να θεωρη­θούν οι Αγαρηνοί, οι Μουσουλμάνοι, τους οποίους χαρακτηρίζει ως μιαρό και άθεο έθνος λέγοντας: «Ει εκ της κατά τον βίον ευπραγίας, ώ Μάξιμε, τεκμαίρη του δόγματος την ορθότητα, ώρα σοι και Αγαρηνούς και Ισμαηλίτας ευσεβέστερους ημών υπειληφέναι, εφ' οίς ευετηρούσε σήμερον, το μιαρόν έθνος και άθεον· το τα ασεβέστατα κατά Χριστού του Θεού ημών αθυροστομούν· το ταις παρά φύσιν όσαι ώραι καταχραινόμενον μίξεσι· των ει μη τι άλλο προσήν ημίν των καλών, τη γούν εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστει σεμνυνομένων και τω εις αυτόν αγίω τε­τελεσμένων βαπτίσματι». Βλέπομεν όμως αυτούς τους «εξαγίστους», τους μιαρούς και αθέους, να επιτίθενται και να κομπάζουν όχι μόνον εναντίον μας άλλα και εναντίον των Λατίνων. Θεωρεί ότι το άθεο αυτό έθνος πολεμεί συγχρόνως εναντίον του Θεού των Χριστιανών, και ότι πάσχοντες δεινά οι Ορθόδοξοι από αυτούς τους «αλιτηρίους» καθίστανται μάρτυρες· ο θάνατός τους υπολογίζεται από το Θεό ως μαρτύριο, διότι αρνούνται να δεχθούν την πίστη και τον μιαρό τρόπο της ζωής τους και προτιμούν ακό­μη και να αποθάνουν για τον Χριστό. «Ός γαρ, ενόν εις τα εξάγιστα και άθεα εκεί­νων ήθη μεταβαλείν και ενοπόνδους αυτούς σχείν τούτους, μάλλον δε και της παρ' εκείνοις ραστώνης και ανέσεως μεθ' όσης τιμής απολαύειν· ταύτα παρά φαύλον τιθέμενος, μισείσθαι παρ' εκείνων ανέχεται και ελαύνεσθαι, και αυτό βιαίως το ζην αφαιρείσθαι δια Χριστόν πάντα πά­σχει τα ειρημένα. Του δε δια Χριστόν πάσχειν τι άρα μακαριώτερον;». Δεν θα πα­ρουσιάσουμε εδώ την σύγκριση, που κά­νει ο μοναχός Ιωσήφ της πνευματικής καταστάσεως των Λατίνων και των Ορ­θοδόξων, οι οποίοι παρά την δυσπραγία και την υποδούλωση πολλών εξ αυτών στους αλλοπίστους εξακολουθούν να διατηρούν απαρασάλευτη την πίστη τους και να ιερουργούν τα θεία μυστήρια και να έχουν εναργή την παρουσία του Θεού, όπως αυτό φαίνεται στο θαύμα του αγια­σμού του ύδατος· «Και το ύδωρ ευχή και σφραγίδι παρά των κατά τόπον ιερέων αγιαζόμενον, εναργή της χάριτος σώζει τα σύμβολα, ως εκ της ορωμένης διαυ­γείας και καθαρότητος, μηδέν πάσχον όσα εικός ύδωρ ακινητούν, την αόρατον πιστούσθαι εν αυτώ του Πνεύματος επιφοίτησιν και οία παρ' ημίν οία τέ έστιν ιερωσύνη τελείν παρίστησι τηλαυγώς». Μας ενδιέφερε να δείξουμε πως εκτιμά και πως εκφράζεται ο Ιωσήφ Βρυέννιος, για το Ισλάμ, διότι και σ' αυτόν αναφέ­ρονται, ως πρότυπο, μερικοί σημερινοί θεολόγοι της πανθρησκείας, πλανώντες και πλανώμενοι.

0ι συζητήσεις, που έκανε ο Γεννάδιος Σχολάριος για το Ισλάμ, ομοιάζουν με τις συζητήσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, όχι μόνον ως προς τα επιχειρή­ματα αλλά και ως προς το ότι συζητά ως υπόδουλος και κατακτημένος, υπό δυ­σμενέστατες δηλαδή ιστορικές συγ­κυρίες, και μάλιστα στους τρεις από τους τέσσερις διάλογους με τον ίδιο τον πορθητή Μωάμεθ. Τρία συγγράμματα του Σχολαρίου περιέχουν αυτές τις συ­ζητήσεις. Προκύπτει λοιπόν από αυτά ότι ο πορθητής πραγματοποίησε αιφνι­διαστική επίσκεψη στην Ι. Μονή Παμμα­καρίστου, όπου είχε μεταφέρει το Πα­τριαρχείο ο Σχολάριος από τον ναό των Αγίων Αποστόλων. Εζήτησε δε από τον πατριάρχη να μάθει για την πίστη των Χριστιανών. Στην συνάντηση αυτή βλέ­πει κανείς το πνεύμα μιας χιλιετούς πα­ραδόσεως να στέκεται αντιμέτωπο μπροστά στο σπαθί και στην εξουσία ενός φοβερού πολεμάρχου. Ο πατριάρ­χης δεν εδειλίασε ούτε προέβη σε εκπτώσεις από την πίστη και σε απόκρυ­ψη της αληθείας, όπως κάνουν στις ση­μερινές διαθρησκειακές συναντήσεις και στους διάλογους. Εξέθεσε με παρ­ρησία τους λόγους της υπεροχής του Χριστιανισμού, τον οποίο παρουσίασε ως την μοναδική οδό σωτηρίας. Εντυ­πωσιάσθηκε ο Μωάμεθ και οργάνωσε δεύτερη και τρίτη συζήτηση παρόντων και Μουσουλμάνων θεολόγων. Από τις ιστορικές πηγές πληροφορούμεθα ότι το αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν πολύ αποδοτικό. Εθαύμασε ο Μωάμεθ την σοφία του πατριάρχη και αισθανό­ταν καύχηση γιατί έγινε αρχηγός τόσο σπουδαίου λαού· η προσωπική εκτίμηση προς τον πατριάρχη είχε επιπτώσεις στην γενικότερη ευνοϊκή στάση του απ­έναντι στους κατακτηθέντες, όπως φαί­νεται από τα παραχωρηθέντα προνόμια. Ορισμένες μάλιστα ιστορικές πηγές, όπως η Τurcograecia, προχωρούν τόσο πολύ την επιτυχία των συζητήσεων, ώστε να ισχυρίζονται ότι «ενωτισθείς και πληροφορηθείς τα περί της αληθούς πίστεως των Χριστιανών εν αμφιβολία ην περί της εαυτού». Υπάρχει ανάλογο αποτέλεσμα η θα υπάρξει ποτέ από τους σημερινούς διαθρησκειακούς διάλο­γους των εξισώσεων και των ισοπεδώσε­ων; Οι συζητήσεις αυτές περιέχονται στο σύγγραμμα του Σχολαρίου «Περί της μόνης οδού προς σωτηρίαν των αν­θρώπων», θα ήμασταν ευχαριστημένοι, αν σε κάποιον από τους διαθρησκεια­κούς διάλογους ελέγετο ότι ο Χριστιανι­σμός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας, διότι από αυτό προκύπτει πως ούτε ο Ιουδαϊσμός ούτε το Ισλάμ είναι οδοί σωτηρίας.

Αναπτύσσει ο πατριάρχης την θεία παιδαγωγία και οικονομία που την βλέ­πει να προχωρεί βαθμιαία μέσω τριών σταδίων του φυσικού εν πρώτοις νόμου, του μωσαϊκού κατόπιν και τελικώς του ευαγγελικού, ο οποίος είναι ολοκλήρωση και συμπλήρωση του μωσαϊκού και τελειότατος νόμος· μετά από αυτόν δεν μπορεί να δεχθεί κανείς άλλη τελει­ότερη διδασκαλία· «ούτε χρη διδασκαλίαν άλλην εκδέχεσθαι τελειοτέραν, ούτε πειστέον αν είη τοις λέγουσιν από Θεού τι νομοθετείν τελειότερον, και πολλώ μάλλον ει φαίνοιντο φθείροντες εν πάσιν ή τοις πλείοσι την του Ιησού και των Αποστόλων διδασκαλίαν». Ο Μωά­μεθ και το Κοράνιο τίθενται στο περιθώριο, αχρηστεύονται μέσα στο σχήμα αυτό των τριών σταδίων, των τριών φά­σεων της Θείας Οικονομίας, την οποία ολοκλήρωσε το Ευαγγέλιο. Μετά την τέ­λεια διδασκαλία του Χριστού δεν υπάρ­χει χώρος για άλλη διδασκαλία. Ο υπαινιγμός περί του ότι το Κοράνιο κατέ­στρεψε σε όλα ή στα περισσότερα και έφθειρε τη διδασκαλία του Χριστού εί­ναι σαφέστατος. Και αυτά ελέχθησαν ενώπιον του πορθητού Μωάμεθ. Τουλά­χιστον πρέπει να ντρέπονται όσοι ψά­χνουν να βρουν πρότυπα των σημε­ρινών διαλόγων στην προηγουμένη πατερική παράδοση. Ας παραδεχθούν ότι δεν έχουν το θάρρος και την παρρησία να σηκώσουν τα βάρος αυτής της παρα­δόσεως και ας μη την ευτελίζουν, μόνο και μόνο, για να μη διαταράξουν την ραστώνη και την ευημερία τους. Δεν είναι αυτό ούτε αποστολικό, ούτε μαρτυρικό φρόνημα (Περί όλων αυτών βλ. Θεοδώ­ρου Ζήση. Γεννάδιος Β' Σχολάριος Βίος - συγγράμματα - Διδασκαλία. Ανάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 217-219 και 295 - 298. Βλ. επίσης Γεν­ναδίου Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρι­σκόμενα, εκδ. L. Ρetit, κ.ά. Ρaris 1930, σελ. 444: «Ούτως αρχή μεν της ανθρωπι­νής καταστάσεως ως φυσικός ην νόμος, μεσότης δε ο δια Μωϋσέως δοθείς, πέ­ρας δε και τελειότης ο του Χριστού, και ταύτη τη τελειότητι αμέσως επακολουθήσειν πιστεύομεν την εν εκείνω τω μέλλοντι βίω τελειοτέραν κατάστασιν»).

Υπάρχει και ένα δεύτερο κείμενο του Σχολαρίου για το Ισλάμ, το οποίο μάλι­στα περιελήφθη και στα συμβολικά βι­βλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον τίτλο «Ομολογία Σχολαρίου». Πρό­κειται για σύντμηση και περίληψη του προηγουμένου συγγράμματος, την ο­ποία έκανε ο ίδιος ο Σχολάριος μετά από αίτημα του Μωάμεθ, ώστε να είναι «σα­φές και ευπαράδεκτον τοις αμυήτοις». Η Ομολογία έχει δημοσιευθή και στο γνωστό έργο του καθηγητού Ι. Καρμίρη «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» (Τόμος Α'. σελ. 429-436). Ο προσεκτικός αναγνώστης διαπιστώνει ότι η έκθεση των αληθειών της πίστεως γίνεται κατ' αντιπαράθεσιν των αντιστοίχων του Κο­ρανίου, χωρίς αυτό να ονοματίζεται. Υ­πάρχει και τρίτο σχετικό κείμενο το οποίο συνέγραψε ο Σχολάριος στην Ι.Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, με­τά από συζήτηση που είχε με δύο ανω­τάτους Τούρκους αξιωματικούς, οι ο­ποίοι έστειλαν στη μονή στρατιώτη με έγγραφη προσταγή να κατέλθει ο Σχο­λάριος στη πόλη των Σερρών, για να συ­ζητήσουν μαζί του, χωρίς βέβαια να γρά­φουν στο έγγραφο τον σκοπό αυτής τους της ενεργείας. Το έργο φέρει τον τίτλο· «Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».

 

 

ζ) Οι Άγιοι Νεομάρτυρες

 

Και ερχόμαστε στους Αγίους Νεο­μάρτυρες της περιόδου της Τουρκο­κρατίας, οι όποιοι αποτελούν την νέα δόξα, την νέα καύχηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία έτσι επανασυνδέ­ουν με την Εκκλησία του Χριστού, εν­τός της οποίας γεννώνται νέοι Άγιοι που ευαρέστησαν το Θεό με την ομολο­γία και το μαρτύριό τους, και δοξάσθηκαν με τα θαύματα που επιτελεί δι' αυ­τών η Θεία Χάρη. Δεν υπάρχει εδώ πο­λύς χώρος για να παραθέσουμε όσα α­ναπτύσσει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιο­ρείτης στο προοίμιο του «Νέου Μαρτυρολογίου», όπου παρουσιάζει αυτό το νέο θαύμα, το να βλέπει κανείς μέσα στην καρδιά του χειμώνος της απιστίας τους Νεομάρτυρες ως εαρινά άνθη και τριαντάφυλλα, μέσα στην βαθύτατη νύ­κτα ημέρα και ήλιο, μέσα στο ψηλαφητό σκοτάδι φώτα λαμπρότατα, στον καιρό της αιχμαλωσίας ελευθερία, της ασθέ­νειας και της αδυναμίας υπερφυσική δύναμη.

Όλοι σχεδόν οι Νεομάρτυρες κατά την προσαγωγή τους μπροστά στους Τούρκους άρχοντες και δικαστές έπρε­πε να απαντήσουν σε ερωτήσεις που τους υπέβαλλαν για το Κοράνιο και τον Μωάμεθ, να δικαιολογήσουν γιατί δεν γίνονται ή γιατί δεν παραμένουν Μου­σουλμάνοι, όταν επρόκειτο περί αρνησιχρίστων, οι οποίοι μετανοούσαν για την αποστασία τους. Πρόκειται για αληθι­νούς διαθρησκειακούς διάλογους, για διάλογους, που αναβίωσαν το παράδει­γμα του πρωτομάρτυρος Χριστού, του μαρτυρήσαντος επί Ποντίου Πιλάτου, του εν ανθρώποις πρωτομάρτυρος διακόνου Στεφάνου, των Αγίων Αποστόλων των αρχαίων μαρτύρων και των Αγίων Πατέρων και ομολογητών.

Δεν υπολογίζουν τιμές, αξιώματα, πλούτη και απολαύσεις, που τους υπό­σχονται, όπως ουσιαστικώς γίνεται σήμε­ρα στους διαθρησκειακούς διάλογους, όπου βέβαια δεν έχουμε άρνηση της πί­στεως, έχουμε όμως απόκρυψη της αλη­θείας και εξίσωση με την πλάνη που είναι σχεδόν το ίδιο. Αν όμως η πλάνη και η αλήθεια, το σκότος και το φως, ο Χριστός και τα είδωλα ή ο Μωάμεθ είναι το ίδιο, τότε γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί μαρτύρησαν οι Απόστολοι και οι μάρ­τυρες, οι παλαιοί και οι νέοι; Δεν αποτελούν οι διαθρησκειακοί διάλογοι, όπου δεν μαρτυρείται η αλήθεια, όπου εξι­σώνεται ο Χριστός με τους ψευδοπροφήτες, όπου δεν υπάρχει παρρησία και μαρτυρικό φρόνημα, δεν αποτελούν λοι­πόν προσβολή και απόρριψη της στάσε­ως των Αγίων μαρτύρων, ως ανόητης και φονταμενταλιστικής, αφού τα ανοιχτά μυαλά των σημερινών προοδευτικών κληρικών και θεολόγων δεν θα δικαιολο­γούσαν ποτέ τέτοια στάση, ούτε θα ομο­λογούσαν ποτέ αυτά που ομολόγησαν οι Νεομάρτυρες για το Ισλάμ, όπως ενδει­κτικά θα δούμε; Ο Άγιος Νικόδημος στο μνημονευθέν προοίμιο αναπτύσσει πέν­τε λόγους για τους οποίους «ευδόκησεν ο Θεός να γίνωνται ούτοι οι νέοι Μάρτυρες εις τους τωρινούς καιρούς: α) δια να είναι ανακαινισμός όλης της Ορθοδό­ξου πίστεως· β) δια να μένουν αναπολό­γητοι εν τη ημέρα της Κρίσεως οι αλλόπι­στοι· γ) δια να είναι δόξα μεν και καύχη­μα της Ανατολικής Εκκλησίας, έλεγχος δε και καταισχύνη των ετεροδόξων·δ) δια να είναι παράδειγμα υπομονής εις όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, όπου τυραννούνται υποκάτω εις τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας· ε) δε και τελευταίον δια να είναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν δια του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος».

Απέναντι αυτής της εικόνος των αλη­θινών διαθρησκειακών διαλόγων των Νεομαρτύρων, οι σύγχρονοι διαθρη­σκειακοί διάλογοι είναι παγωνιά μέσα στον χειμώνα, σκοτάδι μέσα στο σκοτά­δι, αιχμαλωσία σε καιρό ελευθερίας, ασθένεια και αδυναμία σε κατάσταση δυνάμεως. Δεν οδηγούν σε ανακαινισμό αλλά σε φθορά της Ορθοδόξου πίστε­ως· δεν καθιστούν αναπολογήτους τους αλλοπίστους· δεν δοξάζουν την Ορθό­δοξη Εκκλησία, αφού την εξισώνουν με τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, ούτε ενισχύουν στην υπομονή και εμμο­νή στην πίστη τους Ορθοδόξους Χρι­στιανούς, πολύ περισσότερο δεν παρα­κινούν στη μίμηση του μαρτυρικού τέλους των Αγίων. Είναι γι' αυτό ψευτοδιάλογοι αποστασίας και δειλίας.

Από το σύνολο των όσων είπαν πολ­λοί Νεομάρτυρες, διαλεγόμενοι με τους Μουσουλμάνους δικαστές, ενδεικτικώς θα παρουσιάσουμε μερικά, για να φανεί η άρρηκτη ενότητα, συνέπεια και συνέ­χεια στην ομολογία και στην μαρτυρία της Αληθείας με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και με την θυσία της ζωής, η αδιά­κοπη αλυσίδα της πίστεως από του Κυρί­ου ημών Ιησού Χριστού, των Αποστό­λων, των Μαρτύρων, των Αγίων Πατέ­ρων μέχρι των Νεομαρτύρων. Οι σημερι­νοί διαθρησκειακοί διάλογοι είναι ξένοι και αλλότριοι, δεν έχουν καμμία σχέση με αυτήν την πίστη και το μαρτυρικό αυτό φρόνημα.

Ο νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος (14 Νοεμβρίου 1800), στην πρό­ταση του Μουσουλμάνου άρχοντος να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστεύσει στον Μωάμεθ απήντησε: «Έλα και εσύ αυθέντα να πιστεύσης και να ομολογήσης τον Χριστόν πως είναι Θεός αληθι­νός, δια να σε φωτίση να ίδης το αληθινόν φως, επειδή και τώρα είσαι τυ­φλός και εσκοτισμένος από την ασέβειαν». Στην επιμονή του Μουσουλμάνου μετά από τρεις ημέρες ο άγιος Κων­σταντίνος απήντησε με περισσότερο θάρρος: «Εγώ σε είπα να πιστεύσης εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, διατί η εδική σας πίστις είναι βδελυρά, μιαρά και ψεύτικη, επειδή πιστεύετε ένα ψεύστην, οπού εις τον κόσμον δεν έδει­ξε κανένα θαύμα, ούτε σας εδίδαξε καμμίαν αλήθειαν και κανένα καλόν, άλλα μόνον σας εδίδαξε μυθολογίας, και σας παραγγέλλει να κάμνετε πορνείας, αρσενοκοιτίας, και άλλας κακίας και εσείς ως τυφλοί τον πιστεύετε ως προφήτην . Δια τούτο έχετε να υπάγετε με αυτόν εις την αιώνιον κόλασιν και εις το πυρ το εξώτερον, δια να κατακαίεσθε παντοτεινά μαζί με τους αδελφούς σας δαίμο­νας, μόνον έλα να γένης Χριστιανός, δια να χαίρεσαι αιώνια με τον Χριστόν εις τον Παράδεισον» (Συναξαριστής Νεομαρτύρων, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 149-150).

Ο οσιομάρτυς Νικόδημος, που ασκή­θηκε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιο Όρος, και μαρτύρησε στο Βελι­γράδι (11 Ιουλίου 1722), αρνηθείς τον Χριστό και μετανοήσας κατόπιν απορεί λέγων: «Οίμοι τω αθλίω και ταλαιπώρω, δια ποίαν αιτίαν άραγε ετυφλώθην τό­σον κατά νουν ο ασύνετος; Πώς εσκοτίσθην τη διανοία; Πώς προετίμησα το σκότος μάλλον ή το φως; Πώς εχωρίσθην της δόξης του Χριστού; Πώς εκου­σίως απέρριψα εαυτόν από της συναυλίας της χριστωνύμου κλήσεως των ευσεβών, γενόμενος δούλος και αιχμάλωτος του παμπονήρου διαβόλου;». Παρακαλών και δεόμενος προς την Υπεραγίαν Θεοτόκο να τον αξιώσει να έχει μαρτυρικό τέλος αξιώθηκε να ιδεί την εξής οπτασία: «Κοιμώμενος γαρ έτι ο μακάριος Νικόδημος, ηρπάγη εις οπτασίαν υπό θείου αγγέλου, όστις έδειξεν εις αυτόν όλους τους βασανιζομένους εν τω Άδη, εξαιρέτως δε τον αρχηγόν της πλάνης των Αγαρηνών, ός εστίν ο ψευδοπροφήτης Μωάμεθ·υπήρχε γαρ ούτος δεμένος εν πυρίναις αλύσεσιν· εν τη φλογί της γεέννης, δεινώς βασανιζόμενος· ωσαύτως και άπασα η πληθύς των ασεβών, οι οπαδοί δηλονότι αυτού και των λοιπών πρωταρχηγών πάσης ασεβείας και αιρέσεως, άπαντες εκεί βασανιζόμενοι». (Αυτόθι, σελ. 812-813).

Θαυμάζει ο Άγιος Νικόδημος το θάρ­ρος της νεαρής κοπέλλας, της Αγίας Νεομάτυρος Ακυλίνας από το Ζαγκλιβέρι (27 Σεπτεμβρίου 1764), η οποία στην προ­τροπή του Τούρκου κριτή να αλλαξοπιστήσει απάντησε: «Και τι ωρέχθηκα από την πίστιν σας, να αρνηθώ εγώ τον Χρι­στόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστε­ώς σας να πιστεύσω, οι οποίοι βρωμείτε ακόμη ζωντανοί; "Ω τόλμη μαρτυρική! "Ω μεγαλοψυχία ουρανίων επαίνων αξία! Ώ απόκρισις, όχι ενός απλού κορασίου, αλλ' ενός γίγαντος ανδρειωμένου!» (Νέον Μαρτυρολόγιον, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1961, σελ. 186). Παρόμοιο θαυμασμό και έπαινο εκφράζει και ο συντάκτης του βί­ου του προμνημονευθέντος Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου: «Εύγε της ελευθεροστομίας σου, γεν­ναίε του Κυρίου αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις τούτον τον Άγιον, εκείνο οπού γράφει ο σοφός Σολομών εις τας Παροιμίας του· δίκαιος ως λέων πέποιθε (κή'  ι') και το του προφήτου Δαβίδ· ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βα­σιλέων και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλ. ριη') (Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ενθ. ανωτ. σελ. 150). Παρόμοιους επαίνους προς τους Νεομάρτυρες διατυπώνει η λατρεύουσα τον αληθινό Θεό Εκκλησία, όταν κατά τις πανηγύρεις επί τη μνήμη αυτών ψάλλει τους ύμνους των ακολουθιών τους. Θαυμάζουν και οι πιστοί και ευχα­ριστούν τον Θεό για τους Νεομάρτυρες, την νέα αυτή δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας, και λυπούνται για τους νέους αποστάτες και αρνησιχρίστους των διαθρησκειακών διαλόγων, ευχόμενοι να τους φωτίσει ο Θεός να συνέλθουν, να επανέλθουν και να μαρτυρήσουν, να κη­ρύξουν υπέρ του Χριστού ως της μονα­δικής οδού σωτηρίας.