Απειλές της "Νέας Εποχής" στην ευαίσθητη ψυχή των παιδιών μας

 

το κ. ωάννου Μηλιώνη, μέλους τς Π.Ε.Γ.

 

 

Τό παι­χνί­δι ­ταν πάν­τα ­να­πό­σπα­στα συν­δε­δε­μέ­νο μέ τό παι­δί· συ­χνά καί μέ τούς ­νή­λι­κες. Δέ νο­ε­ται ν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα πού νά μήν ­χει νάγ­κη τς ψυ­χα­γω­γί­ας· προ­σο­χή ­μως, ­χι τς δι­α­σκέ­δα­σης, λ­λά τς ψυχα­γω­γί­ας, τς ­γω­γς τς ψυ­χς.

 

Δι­α­σκέ­δα­ση ε­ναι δρα­στη­ρι­ό­τη­τα[1] πού δί­νει τόν μη­χα­νι­σμό στούς νθρώ­πους νά ­πα­λύ­νον­ται ­πό τίς στρε­σο­γό­νες κα­τα­στά­σεις τς καθημερι­νό­τη­τας καί νά χα­λα­ρώ­νουν. Ε­ναι, ­πως λέ­γε­ται, πο­λύ ση­μαν­τι­κή δι­α­δι­κα­σί­α στή ζω­ή το ν­θρώ­που, πού τόν βο­η­θ νά ­κτο­νώ­νε­ται, νά δρα­πε­τεύ­ει ­πό τήν ρου­τί­να τς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας καί ­τσι ­χει, δ­θεν, εερ­γε­τι­κή ­πί­δρα­ση, κα­θώς πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τς ζω­ς κου­ρά­ζει σωματικά καί ψυ­χι­κά τόν ν­θρω­πο, πού ν­τα­πο­κρί­νε­ται στίς ε­θύ­νες της. Δι­α­φέ­ρει ση­μαν­τι­κά ­πό τήν ψυ­χα­γω­γί­α κα­θώς κ­δη­λώ­νε­ται ­χι μέ τόν στο­χα­σμό καί τήν σκέ­ψη πού ­παν­τ­ται κα­τά τήν πα­ρα­κο­λού­θη­ση π.χ. μις θε­α­τρι­κς πα­ρά­στα­σης, λ­λά μέ θο­ρυ­βώ­δη γέ­λια, χα­μό­γε­λα καί μ­φα­ν συμ­με­το­χή το σώ­μα­τος κα­τά τή δι­α­δι­κα­σί­α α­τή.

 

ν ­ξε­τά­σου­με ­τυ­μο­λο­γι­κά τή λέ­ξη δι­α­πι­στώ­νου­με ­τι ­πο­τε­λε­ται ­πό τά «διά» καί «σκε­δά­ζω» ση­μαί­νον­τας «διά-σκορ­πί­ζω» (­πό τό ρ­χα­ο διασκεδάν­νυ­μι, τό ­πο­ο ση­μαί­νει καί δι­α­λύ­ω, ­ξα­νε­μί­ζω , ­ναλ­λα­κτι­κά, «σχί­ζω»). Ση­μαί­νει κομ­μα­τιά­ζω κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά καί πε­τ μα­κριά τά θρύμ­μα­τα το γ­χους, τς στε­να­χώ­ριας, τς ­νί­ας κ.λπ.

 

Τά παι­διά, λοι­πόν, ­πό ρ­χαι­ο­τά­των χρό­νων λ­λά καί ο ­νή­λι­κες προσπαθο­σαν νά «δι­α­σκε­δά­σουν» δη­λα­δή νά ξε­φύ­γουν ­πό τίς δυ­σκο­λί­ες τους, λ­λά κά­πο­τε καί νά «ψυ­χα­γω­γη­θον».

 

Παι­δι­κά παι­χνί­δια (ν­τι­κεί­με­να) λ­θαν στό φς ­πό τήν ρ­χαι­ο­λο­γι­κή σκαπά­νη σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις καί σέ ­λα τα μή­κη καί πλά­τη το πλα­νή­τη. ξί­ζει νά ­να­φερ­θε τό πή­λι­νο πλοιά­ριο μέ τίς ρό­δες -γιά νά κυ­λά­ει-, τό πρ­το καί μο­να­δι­κό μέ­χρι στιγ­μς δεγ­μα παι­δι­κο παι­χνι­διο στή Μυκηνα­ϊ­κή λ­λά­δα, πού βρέ­θη­κε στή θέ­ση Ρού­στια­να, βο­ρει­ο­δυ­τι­κά το σημε­ρι­νο ο­κι­σμο τν Λι­βα­να­τν, τή γνω­στή πα­ρα­λια­κή κω­μό­πο­λη τς Φθι­ώ­τι­δας[2], λ­λά καί ο δε­κά­δες πλαγ­γό­νες, ο κο­κλες τς ρ­χαι­ό­τη­τος μέ τά ­πο­α ­παι­ζαν τά παι­διά μας.

 

λ­λά, ς προ­χω­ρή­σου­με στά σύγ­χρο­να μέ­σα παι­δι­κς δι­α­σκέ­δα­σης ψυχαγω­γί­ας ­φή­νον­τας τούς ­κρο­α­τές νά βγά­λουν τό τε­λι­κό συμ­πέ­ρα­σμα γιά ποι­ά ­πό τίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις πρό­κει­ται· δι­α­σκέ­δα­ση ψυ­χα­γω­γί­α;

 

Τό παι­δι­κό βι­βλί­ο.

 

Πολ­λά λέ­γον­ται στίς μέ­ρες μας γιά τήν ­κα­τάλ­λη­λη ­ως βλα­πτι­κή γιά τά παι­διά μας «παι­δι­κή» μυ­θι­στο­ρι­ο­γρα­φί­α, πού μέ ­πι­κε­φα­λς τή γνω­στή J. K. Rowling -συγ­γρα­φέ­α τν βι­βλί­ων το νε­α­ρο μά­γου Χά­ρι Πό­τερ-, λ­λά καί ­σων λ­λων ­κο­λού­θη­σαν τήν «κ­πλη­κτι­κή συν­τα­γή ­πι­τυ­χί­ας» της, δεί­χνει νά ­ξε­λίσ­σε­ται σέ μορ­φή ­πι­δη­μι­κή.

 

­δη ­πό τόν 19 α­ώ­να, μέ τήν ­νά­πτυ­ξη τς «Θε­ο­σο­φι­κς ­ται­ρί­ας», πολλοί χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τό παι­δι­κό βι­βλί­ο γιά νά πε­ρά­σουν τά θε­ο­σο­φι­κά μηνύμα­τα τς Μπλα­βά­τσκυ στό ε­ρύ κοι­νό καί ε­δι­κά νά «ψυ­χα­γω­γή­σουν» τά παι­διά στά δόγ­μα­τα το ­πο­κρυ­φι­σμο.

 

Μέ τή δι­α­πί­στω­ση α­τή ­π’ ­ψιν καί μέ τό προ­η­γού­με­νο τς κλα­σι­κς πλέον ­ρώ­τη­σης: «Μά καί στά πα­ρα­μύ­θια τς ­πο­χς μας δέν ­πρ­χαν μάγοι καί μα­γι­κά;», πού ο γο­νες συ­νή­θως σή­με­ρα ­πο­βάλ­λουν ­ταν γί­νε­ται ­να­φο­ρά στήν κα­τα­στρο­φι­κή πα­ρου­σί­α τς μα­γεί­ας στό παι­δι­κό θέ­α­μα καί ­νά­γνω­σμα, προ­χω­ρή­σα­με στήν ­ρευ­να σχε­τι­κά μέ τό παι­δι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα καί τούς συγ­γρα­φες του, τόν πε­ρα­σμέ­νο καί προ­πε­ρα­σμέ­νο α­ώ­να. ­πό τήν ­ρευ­νά μας α­τή, με­τα­φέ­ρου­με ­να μι­κρό, λ­λά ν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό δεγ­μα τς ζω­ς καί τς πο­λι­τεί­ας κά­ποι­ων ­πό τούς θε­ω­ρού­με­νους «κλασ­σι­κούς» συγ­γρα­φες παι­δι­κς λο­γο­τε­χνί­ας, πού τά ρ­γα τους ε­δαν ­ξαι­ρε­τι­κή πιτυχί­α, λ­λε­πάλ­λη­λες κ­δό­σεις καί, στίς μέ­ρες μας, με­τα­φορά στόν κινηματογρά­φο καί στήν τη­λε­ό­ρα­ση. ­πό τό δεγ­μα α­τό προ­κύ­πτει ­τι μα­γεί­α καί ­πο­κρυ­φι­σμός ­πη­ρέ­α­σαν βα­θύ­τα­τα τούς συγ­γρα­φείς κι ­κεί­νης τς ­πο­χς.

 

­να­φέ­ρου­με ­πι­λε­κτι­κά μέ χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά τούς: Λού­ϊς Κά­ρολ, ν­τιθ Νέσμπιτ, Λεί­μαν Φράνκ Μπά­ουμ καί Ρό­αλντ Ντάλ, συγ­γρα­φες πού «ψυ­χα­γώ­γη­σαν» τούς παπ­πο­δες μας, τούς γο­νες μας καί ­μς καί σή­με­ρα «ψυχα­γω­γον» τά παι­διά μας[3].

 

α) Λού­ϊς Κά­ρολ (Lewis Carroll, 1832 – 1898), φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο το Charles Lutwidge Dodgson, ­πρ­ξε γ­γλος μα­θη­μα­τι­κός, κλη­ρι­κός (γγλικανός), φω­το­γρά­φος, ­πι­στή­μων τς λο­γι­κς, μυ­στι­κι­στής, θε­ο­σο­φι­στής, ­πα­δός το πνευ­μα­τι­σμο καί συγ­γρα­φέ­ας, ­δι­αί­τε­ρα γνω­στός ­πό τό κλα­σι­κό παι­δι­κό ­νά­γνω­σμα: « ­λί­κη στή Χώ­ρα τν Θαυ­μά­των» (Alice's Adventures in Wonderland) καί τή λι­γό­τε­ρο γνω­στή συ­νέ­χειά του: «Τί βρ­κε ­λί­κη μέ­σα στόν κα­θρέ­φτη» (Through the Looking-Glass And What Alice Found There).

 

Πα­ρό­λο πού ο πλη­ρο­φο­ρί­ες ­πό μέ­ρους το Dodgson ε­ναι ­νε­παρ­κες, για­τί ­πό τά 13 ­με­ρο­λό­γιά του ­χουν ­φαι­ρε­θε ο σε­λί­δες γιά τήν πε­ρί­ο­δο 1858-1862. Ε­ναι σα­φές ­τι φι­λί­α του μέ τήν ο­κο­γέ­νεια τς Alice Liddell ­ταν ­να ση­μαν­τι­κό μέ­ρος τς ζω­ς του.

 

Dodgson ­νέ­πτυ­ξε ­δι­αί­τε­ρη φι­λί­α μέ τήν 10χρονη ­λί­κη στήν ­ποί­α ­φι­έ­ρω­σε τίς φαν­τα­στι­κές –γε­μά­τες ­μως μέ θε­ο­σο­φι­κούς καί ρο­δο­σταυ­ρι­κούς συμ­βο­λι­σμούς- δι­η­γή­σεις του. ­τσι, γεν­νή­θη­κε τό βι­βλί­ο του, τό 1864, «Ο πε­ρι­πέ­τει­ες τς ­λί­κης κά­τω ­πό τή γ» (Alice's Adventures Under Ground).

 

Dodgson δι­έ­θε­τε ­ρες ­λό­κλη­ρες κα­θη­με­ρι­νά σέ βόλ­τες, σέ δι­η­γή­σεις φα­ντα­στι­κν ­στο­ρι­ν καί κα­τα­γρα­φή τν ­στο­ρι­ν α­τν καί ε­κο­νο­γρά­φη­σή τους κι ­κό­μη, φω­το­γρα­φί­ζον­τας, ­πως μαρ­τυ­ρε­ται, τό κο­ρι­τσά­κι α­τό σέ δι­ά­φο­ρες πό­ζες, κά­ποι­ες μάλι­στα ­μί­γυ­μνες, ντυ­μέ­νο μέ κου­ρέ­λια. Σή­με­ρα -­πως καί μέ μέ­ρος το ­με­ρο­λο­γί­ου του- τό 60% το φω­το­γρα­φι­κο του ρ­χεί­ου ­χει μυ­στη­ρι­ω­δς ­ξα­φα­νι­στε.

 

Γε­νι­κά, ο πα­ρά­ξε­νες φι­λί­ες το Dodgson, συγ­χρό­νως μέ τήν λ­λει­ψη ν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά α­σθη­μα­τι­κές σχέ­σεις μέ ­νή­λι­κες γυ­να­κες, λ­λά καί ­ρευ­να το ρ­γου του ­πό ψυ­χι­α­τρι­κς πλευ­ρς -ε­δι­κά ο φω­το­γρα­φί­ες του μέ γυ­μνά ­μί­γυ­μνα κο-ρί­τσια-, ­χουν ­δη­γή­σει πολ­λούς βι­ο­γρά­φους του σέ ε­κα­σί­ες πε­ρί παι­δο­φι­λί­ας, ­σως κα­τα­πι­ε­σμέ­νης καί ­νεκ­δή­λω­της.

 

β) ν­τιθ Νέσ­μπιτ (Edith Nesbit, 1858 - 1924). γ­γλί­δα συγ­γρα­φέ­ας καί ποιή­τρια, πο­λι­τι­κή ­κτι­βί­στρια καί συ­νι­δρύ­τρια τς Fabian Society[4], στε­νή φί­λη τς θε­ο­σο­φί­στριας Annie Besant (μέ­λος κι α­τή τς Fabian Society) γιά τήν ­ποί­α μά­λι­στα Νέσ­μπιτ κά­νει ­να­φο­ρές στό γνω­στό παι­δι­κό μυ­θι­στό­ρη­μά της «Τό Μα­γι­κό Φυ­λα­χτό» (The Story of the Amulet). Τό πιό ση­μαν­τι­κό ­μως γιά μς, στή ζω­ή τς Νέσ­μπιτ, ε­ναι τό γε­γο­νός ­τι ­πρ­ξε μέ­λος το «ρ­μη­τι­κο Τάγ­μα­τος τς Χρυ­σς Α­γς»[5].

 

ζω­ή τς Nesbit μπο­ρε νά χα­ρα­κτη­ρι­στε «μυ­θι­στο­ρη­μα­τι-κή» γιά τό κοινω­νι­κό πλαί­σιο τς ­πο­χς της. Τό 1877, 19 ­τν, γνω­ρί­ζει τόν τρα­πε­ζι­κό πάλ­λη­λο Hubert Bland τόν ­πο­ο καί παν­τρεύ­ε­ται ν­τας ­δη 7 μη­νν γ­κυ­ος, πργ­μα σκαν­δα­λ­δες γιά τίς τό­τε ν­τι­λή­ψεις. ­μως, ­πάρ­χει καί συ­νέ­χεια: τό νέ­ο ζευ­γά­ρι δέν συγ­κα­τοι­κε. Bland συ­νέ­χι­σε νά ζε μέ τή μη­τέ­ρα του, ­φο ­χουν ­πο­φα­σί­σει νά ­χουν «­νοι­κτό γά­μο», ­που κα­θέ­νας δια­τη­ρε τό «δι­καί­ω­μα» γιά ­ξω­συ­ζυ­γι­κές σχέ­σεις. Bland μά­λι­στα συ­νέ­χι­σε τή σχέ­ση του μέ μιά λ­λη γυ­ναί­κα.

 

Nesbit ­γρα­ψε - συ­νερ­γά­στη­κε στό γρά­ψι­μο μέ λ­λους- πε­ρισ­σό­τε­ρα ­πό 60 βι­βλί­α φαν­τα­σί­ας γιά παι­διά, πολ­λά ­πό τά ­πο­α σή­με­ρα ­χουν «­να­κτη­θε» -ν ­ψει τς ­πο­κρυ­φι­στι­κς λαί­λα­πας στό παι­δι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα- καί προ­σαρ­μο­στε γιά τόν κι­νη­μα­το­γρά­φο καί τήν τη­λε­ό­ρα­ση.

 

ρ­γα της με­τα­φρα­σμέ­να στή χώ­ρα μας ε­ναι: «Τό Μα­γι­κό Φυ­λα­κτό» (The Story of the Amulet), «Τά παι­διά πού ­βλε­παν τά τρέ­να νά περ­νον» (The Railway Children) καί τό «Δύ­ο παι­διά κα­θα­ρί­ζουν τήν πό­λη τους» (Die Retter des Landes). Κυ­κλο­φο­ρον ­κό­μη τά: «Five Children and It» (Πέν­τε παι­διά κι ­κε­νο) καί «The Story of the Treasure Seekers» ( ­στο­ρί­α τν Θη­σαυ­ρο­κυ­νη­γν) -μέ τίς συ­νέ­χει­ές του-, «The Phoenix and the Carpet» ( Φοί­νι­κας καί τό χα­λί), «The Would be goods» (Α­τοί πού θά ­θε­λαν νά γί­νουν κα­λοί), «Book of Dragons» ( Βί­βλος τν Δρά­κων), «Magic World» ( Μα­γι­κός Κό­σμος), «Wet Magic» (Θα­λασ­σι­νή Μα­γεί­α), «Jack and the Beanstalk» ( Τζάκ καί Φα­σο­λιά), «Magic City» ( Μα­γι­κή Πο­λι­τεί­α), «House of Arden» ( Ο­κος τν ρ­ντεν), «The Enchanted Castle» (Τό Μα­γε­μέ­νο Κά­στρο) κ. . Κάποια ­πό α­τά χρη­σι­μο­ποι­ον­ται στό πρω­τό-τυ­πο σάν βο­η­θή­μα­τα γιά τήν κ­μά­θυν­ση τς γ­γλι­κς καί σέ λ­λη­νι­κά φρον­τι­στή­ρια, ­ν «Τό Μα­γι­κό Φυ­λα­κτό» (The Story of the Amulet) ε­δε τό φς τς δη­μο­σι­ό­τη­τας στή δε­κα­ε­τί­α το ’40, σέ ­βδο­μα­δια­ες συ­νέ­χει­ες στή «Δι­ά­πλα­ση τν Παί­δων» το Γρη­γό­ριου Ξε­νό­που­λου.

 

Τέ­λος, μπο­ρο­με νά θε­ω­ρή­σου­με ­νε­πι­φύ­λα­κτα τή Nesbit ς ­κεί­νη πού ­σκη­σε ­με­ση μ­με­ση ­πιρ­ρο­ή σέ πολ­λούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους συγ­γρα­φες παι­δι­κς λο­γο­τε­χνί­ας, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων τν: P. L. Travers (συγ­γρα­φέ­α τς Mary Poppins), Edward Eager, Diana Wynne Jones καί J. K. Rowling (Χά­ρι Πό­τερ). Θε­ω­ρε­ται ­τι ­κό­μη κι C. S. Lewis ­γρα­ψε τό ­πτά­το­μο ρ­γο του, «Τό Χρο­νι­κό τς Νάρ­νια» (The Chronicles of Narnia), ­πό τήν ­πιρ­ρο­ή τς ρ­γα­σί­ας τς Edith Nesbit.

 

γ) Λύ­μαν Φράνκ Μπά­ουμ (Lyman Frank Baum, 1856 - 1919).

 

­με­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας παι­δι­κν βι­βλί­ων, πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός γιά τό βι­βλί­ο του « Θαυ­μα­στός Μά­γος το ζ» (Wonderful Wizard of Oz). Baum ­γρα­ψε συ­νο­λι­κά δε­κα­τρες συ­νέ­χει­ες στό πα­ρα­πά­νω μυ­θι­στό­ρη­μα, ν­νέ­α λ­λα μυ­θι­στο-ρή­μα­τα φαν­τα­σί­ας, κα­θώς καί πλη­θώ­ρα λ­λων ρ­γων, ­ν κα­τέ­βα­λε με­γά­λη προ­σπά­θεια νά ­νε­βά­σει τά ρ­γα του στή σκη­νή καί στήν ­θό­νη.

 

βα­σι­κή ­στο­ρί­α στό πρ­το βι­βλί­ο, « Θαυ­μα­στός Μά­γος το ζ», ­φο­ρ σέ ­να ρ­φα­νό κο­ρί­τσι, τήν Ντό­ρο­θι Γκέ­ϊλ (Dorothy Gale), πού περ­ν ζω­ή μο­νό­το­νη στή φάρ­μα τν θεί­ων της. ε­χή της νά γνω­ρί­σει τόν κό­σμο καί τήν πε­ρι­πέ­τεια πραγ­μα­το­ποι­ε­ται ­ταν ­νας δυ­να­τός ­νε­μος τή με­τα­φέ­ρει, μα­ζί μ’ ­λό­κλη­ρο τό σπί­τι της, στή «μα­γι­κή χώ­ρα το ζ». ­κε ρ­χε­ται σέ σύγ­κρου­ση μέ τήν «Κα­κιά Μά­γισ­σα τς Δύ­σης» καί με­τά ­πό τίς συμ­βου­λές τς «κα­λς μά­γισ­σας», Ντό­ρο­θι κα­τευ­θύ­νε­ται πρός τήν Σμα­ρα­γδέ­νια Πο­λι­τεί­α ­που ζε πα­νί-σχυ­ρος Μά­γος το ζ, μο­να­δι­κός πού μπο­ρε νά τή βο­η­θή­σει νά ­πι­στρέ­ψει στή φάρ­μα τν θεί­ων της. Στή διά­ρκεια το τα­ξι­διο της, Ντό­ρο­θι γνω­ρί­ζε­ται μέ τό Σκιά­χτρο, τόν Τε­νε­κεδέ­νιο ν­θρω­πο καί τό Δει­λό Λι­ον­τά­ρι.

 

Γιά τό βι­βλί­ο γρά­φτη­καν πολ­λές κρι­τι­κές, κά­ποι­ες στήν προ-σπά­θεια νά ταυ­τί­σουν τίς λ­λη­γο­ρί­ες καί τούς ­ρω­ές του μέ πρό­σω­πα καί κα­τα­στά­σεις στήν πο­λι­τι­κή σκη­νή τς ­πο­χς.

 

Τό 1939, Metro Goldwyn Mayer γύ­ρι­σε τό μυ­θι­στό­ρη­μα το Baum στήν κλα­σι­κή ται­νί­α « Μά­γος το ζ», μέ πρω­τα­γω­νί-στρια τή Τζούν­τι Γκάρ­λαντ (Judy Garland) στό ρό­λο τς Dorothy καί πολ­λά ­γα­πη­μέ­να τρα­γού­δια, ­πως τό «Πέ­ρα ­πό τό Ο­ρά­νιο τό­ξο» (Over the Rainbow).

 

Κά­ποι­οι ­πό τούς βι­ο­γρά­φους του θε­ω­ρον ­τι Baum ­να­νέ­ω­σε τό παι­δι­κό πα­ρα­μύ­θι καί τό ­ξυ­γί­α­νε ­πό «τή βί­α καί τά κ­δη­λα δι­δάγ­μα­τα ­θι­κς το πα­ρελ­θόν­τος». Ο κρι­τι­κοί α­τοί προ­φα­νς ­γνο­ον τίς ­παρ­ξια­κές θέ­σεις το συγ­γρα­φέ­α καί τήν ν­σω­μά­τω­ση τν συμ­βο­λι­σμν τς «θε­ο­σο­φι­κς ­θι­κς» στό ρ­γο του. Ε­ναι ε­σα­γω­γή –με­τα­ξύ πολ­λν λ­λων συμ­βο­λι­σμν- τς δι­δα­σκα­λί­ας πε­ρί «κα­λς» καί «κα­κς» μα­γεί­ας, πού ο ­πα­δοί τς Θε­ο­σο­φι­κς ­ται­ρί­ας τς . Π. Μπλα­βά­τσκυ φρόν­τι­ζαν ­πό τό­τε νά ­θί­ζουν τό ε­ρύ κοι­νό. ­κό­μη, παν­τε­λής λ­λει­ψη το Θε­ο καί ­πο­κα­τά­στα­σή του ­πό τό «μά­γο το ζ», πού ­κτός τν λ­λων, ­πο­δει­κνύ­ε­ται στό τέ­λος το ρ­γου «τυ­χο­δι­ώ­κτης, τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γός καί τσαρ­λα­τά­νος», ­δη­γε στίς γνω­στές δι­δα­σκα­λί­ες το ­πο­κρυ­φι­σμο γιά «τή δύ­να­μη πού ­λοι ­χου­με μέ­σα μας» καί πού ρ­κε «νά τήν ­να­κα­λύ­ψου­με» ­χον­τας τούς «κα­τάλ­λη­λους ­δη­γούς», τίς «κα­λές» μά­γισ­σες καί τά ξω­τι­κά.

 

δ) Ρό­αλντ Ντάλ (Roald Dahl, 1916 - 1990). Ο ­σχη­μες, τραυ­μα­τι­κές παι­δι­κές μ­πει­ρί­ες το Dahl ν­τι­κα­το­πτρί­ζον­ται στό συγ­γρα­φι­κό του ρ­γο, λ­λά καί στήν έ­παγ­γελ­μα­τι­κή του στα­δι­ο­δρο­μί­α ­ποί­α ­πρ­ξε τα­ρα­χώ­δης. Μέ τήν ­κρη­ξη το Β΄ Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου Dahl το­πο­θε­τεί­ται στήν «Βρε­τα­νι­κή ­πη­ρε­σί­α Συν­το­νι­σμο ­σφα­λεί­ας» (Bri­tish Security Coordination), ­πη­ρε­σί­α τς γνω­στς MI6[6], συν­τάσ­σον­τας προ­πα­γαν­δι­στι­κό ­λι­κό ­πέρ τς γ­γλο-­με­ρι­κα­νι­κς συμ­μα­χί­ας, κυ­ρί­ως γιά ­με­ρι­κα­νι­κή κα­τα­νά­λω­ση. ρ­γα­σί­α α­τή ­πρ­ξε ε­σα­γω­γή το Dahl στόν κό­σμο τς κα­τα­σκο­πεί­ας καί συ­νερ­γα­σί­α του μέ τόν Κα­να­δό ρ­χι­κα­τά­σκο­πο Wil­li­am Stephenson καί λ­λους δι­ε­θνς γνω­στούς σή­με­ρα πρά­κτο­ρες ­πως ο Ian Fleming καί David Ogilvy.

 

ο­κο­γε­νεια­κή ζω­ή του ­πρ­ξε κι α­τή περιπετειώδης.

 

Roald Dahl ­γρα­ψε μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ­στο­ρί­ες γιά παι­διά, ποι­ή­μα­τα, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά σε­νά­ρια...

 

Τό πρ­το «παι­δι­κό» βι­βλί­ο του, τό 1942 ­ταν «Τά Γκρέμ­λινς» (The Gremlins) μέ τρο­μα­κτι­κό καί «χι­ου­μο­ρι­στι­κό» πε­ρι­εχό­με­νο. Τό βι­βλί­ο ­κα­νε ται­νί­α, τό 1984, Steven Spielberg· ­να ­πα­ρά­δε­κτο κρά­μα ­κραί­ου τρό­μου καί μ­φί­βο­λου χι­ο­μορ, πού ν καί με­τρι­ό­τη­τα προ­ω­θή­θη­κε μέ ­λα τά μέ­σα.

 

Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ­πό τά βι­βλί­α το Dahl κυ­κλο­φο­ρον καί στή χώ­ρα μας, με­τα­φρα­σμέ­να στά λ­λη­νι­κά. Με­ρι­κά ­πό α­τά ε­ναι τά: «Μα­τίλ­ντα» (Matilda), « Τσάρ­λι καί τό ρ­γο­στά­σιο σο­κο­λά­τας» (Charlie and the chocolate factory), « Τσάρ­λι καί με­γά­λος γυ­ά­λι­νος ­νελ­κυ­στή­ρας» (Charlie and the great glass elevator), «Ο μά­γισ­σες» (The Witches), « Πέ­λης, Πάρ­δα­λη κι ­γώ» (The Giraffe and the Pelly and Me), «­νω Λέχ» (Esio Trot), « ΜΦΓ, με­γά­λος φι­λι­κός γί­γαν­τας» (The BFG), « Τζί­μης καί τό γι­γαν­το­ρο­δά­κι­νο» (James and the giant peach), «Τά παλι­ο­τέ­ρα­τα» (Dirty beasts), « θε­ος ­σβαλντ» (My uncle Oswald), «Τά πα­ρα­μύ­θια ­νά­πο­δα» (Revolting rhymes), «Ο βλα­κέν­τιοι» - «Τό θαυ­μα­τουρ­γό φάρ­μα­κο» (The twits - George's Marvellous Medicine), «­προσ­δό­κη­τες ­στο­ρί­ες» (Tales of the unexpected), «Ντά­νι, πρω­τα­θλη­τής το κό­σμου» (Danny the champion of the world), « ­πέ­ρο­χη ­στο­ρί­α το Χέν­ρι Σούγκαρ» (The wonderful story of Henry Sugar and six more) καί « ­πί­θα­νος κος Φόξ» - «Τό μα­γι­κό δά­χτυ­λο» (Fantastic Mr. Fox - The Magic Finger)[7].

 

ν καί Dahl θε­ω­ρε­ται παγ­κό­σμια ­να­γνω­ρι­σμέ­νος συγ-γρα­φέ­ας παι­δι­κν βι­βλί­ων, στό ­ξω­τε­ρι­κό καί ε­δι­κά στίς ΗΠΑ κα­τα­βάλ­λον­ται προ­σπά­θει­ες ­πό ­πί­ση­μους φο­ρες καί πρόσω­πα γιά τόν ­πο­κλει­σμό τν ρ­γων του ­πό τίς σχο­λι­κές βι­βλι­ο­θ­κες. Συ­χνά σύλ­λο­γοι γο­νέ­ων κα­τα­λό­γι­σαν στά βι­βλί­α του χυ­δαι­ό­τη­τα καί σκλη­ρό­τη­τα. Τέ­τοι­α κρι­τι­κή προ­έρ­χε­ται ξ ­σου ­πό Δε­ξιούς καί ­ρι­στε­ρούς πο­λι­τι­κούς χώ­ρους, λ­λά καί ­πό ποι­κί­λες ­δε­ο­λο­γι­κές ­μά­δες. ρ­γα­νω­μέ­νος φε­μι­νι­σμός π.χ. κα­τήγ­γει­λε τό βι­βλί­ο του «Ο Μά­γισ­σες» (The Witches) γιά τή δυ­σμε­ν πα­ρου­σί­α­ση τς γυ­ναί­κας, ­ν Χρι­στι­α­νι­κοί κύ­κλοι κα­τα­δί­κα­σαν τό βι­βλί­ο για­τί ε­σά­γει τά παι­διά στόν ­πο­κρυ­φι­σμό.

 

Στά λ­λα ­πί­ση­μα ­πα­γο­ρευ­μέ­να βι­βλί­α το Dahl πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται: «Τό θαυ­μα­τουρ­γό φάρ­μα­κο» (George's Marvellous Medicine) -­που ­να ­γό­ρι δο­λο­φο­νε τή για­γιά του- καί « Τζί­μης καί τό γι­γαν­το­ρο­δά­κι­νο» (James and the Giant Peach), τό ­πο­ο στο­χο­ποι­ε­ται γιά τήν ­νορ­θό­δο­ξη χρή­ση τς γλώσ­σας, τή χρή­ση σε­ξου­α­λι­κν προ­τύ­πων καί τήν προ­βο­λή κα­τα­στά­σε­ων μέ δι­ε­φθαρ­μέ­νο, μα­κά­βριο καί τρο­μα­κτι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο.

 

Συ­χνά κ­δό­τες στίς ΗΠΑ ­χουν λο­γο­κρί­νει α­στη­ρά βι­βλί­α το Dahl, ­φαι­ρών­τας ­λό­κλη­ρα ­πι­λή­ψι­μα τμή­μα­τα. Ο ν­τιρ­ρή­σεις το Dahl στό θέ­μα α­τό ­ταν ­τι τά βι­βλί­α του ­νο­χλο­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο τούς ­νή­λι­κες ­π’ ,τι τά παι­διά, γιά τά ­πο­α ­σχυ­ρι­ζό­ταν ­τι ε­ναι πιό βάρ­βα­ρα ­πό τούς με­γά­λους. Βέ­βαι­α, σ’ α­τό θά μπο­ρού­σα­με νά ν­τι­τεί­νου­με: α) ­τι τά παι­διά ε­ναι πιό ε­λι­κρι­ν στίς ντιδράσεις τους, κα­θώς δέν ­μα­θαν ­κό­μη νά κρύ­βουν τά συ­ναι­σθή­μα­τά τους κι ­τσι κ­φρά­ζον­ται πιό α­θόρ­μη­τα ­π’ ,τι ο με­γά­λοι καί β) ­τι στό θέ­μα τς βί­ας, τά παι­διά δι­α­μορ­φώ­νον­ται ­νά­λο­γα μέ τήν κ­παί­δευ­σή τους. ­κό­μη, γ) ­τι συ­χνά δέν κα­τα­νο­ον τά ­πο­νο­ού­με­να το συγ­γρα­φέ­α καί τεί­νουν νά θε­ω­ρον ­στε­ο ,τι τά κά­νει νά ξε­φεύ­γουν ­πό τά πλαί­σια –σω­στά λαν­θα­σμέ­να- πού ο ­νή­λι­κοι, συ­χνά ­κρι­τα, τούς ­πι­βάλ­λουμε.

 

Συλ­λο­γι­κά, τό ρ­γο το Dahl δι­α­πνέ­ε­ται ­πό τό πα­ρά­δο­ξο, τό μυ­στη­ρι­­δες, τό τρο­μα­κτι­κό, τό μα­γι­κό-­πο­κρυ­φι­στι­κό –στη­ρι­ζό­με­νο συ­χνά στή μον­τέρ­να (τό­τε) θε­ω­ρί­α τς «πα­ρα­ψυχο­λο­γί­ας»- καί τά ν­τι­παι­δα­γω­γι­κά μη­νύ­μα­τα, δι­αν­θι­σμέ­να μέ «βρε­τα­νι­κό χι­ο­μορ» καί πυ­κνές ­να­φο­ρές στή... σο­κο­λά­τα, πού ­πρ­ξε ­γα­πη­μέ­νη του λι­χου­διά.

 

Κυ­ρί­αρ­χο ­πι­κρα­τε στά βι­βλί­α του ε­δι­κά τό μή­νυ­μα ­τι «­πι­τρέ­πε­ται στά παι­διά νά τι­μω­ρον τούς με­γά­λους ­ταν ο με­γά­λοι δέν φέ­ρον­ται σω­στά», μιά βρα­δυ­φλε­γής βόμ­βα στά σπλά­χνα τς ο­κο­γέ­νειας καί τς κοι­νω­νί­ας μας κ μέ­ρους ­νός ν­θρώ­που, πού πο­τέ δέ βί­ω­σε τό κ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα το «­γα­π­τε τούς ­χθρούς ­μν...», λ­λά πα­ρέ­μει­νε, στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, στό ­πί­πε­δο το «­φθαλ­μόν ν­τί ­φθαλ­μο...».

 

Μέ βά­ση α­τό τό ­στο­ρι­κό μπο­ρο­με ε­κο­λα νά ν­τι­λη­φθο­με ­τι Roald Dahl σέ ­λη του τή ζω­ή ­πρ­ξε ­να «με­γά­λο παι­δί» -­χι πάν­τα μέ τήν κα­λή ν­νοι­α το ­ρου- πού με­τέ­φε­ρε στά μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του –ε­δι­κά στά παι­δι­κά- τά προσω­πι­κά του βι­ώ­μα­τα καί ­δι­έ­ξο­δα. Χρη­σι­μο­ποι­ε τό χι­ο­μορ, πργ­μα πού κα­θι­στ τά βι­βλί­α του ε­χά­ρι­στα μέν καί δια­σκεδα­στι­κά στό παι­δί, λ­λά καί στόν ­νή­λι­κο, γε­γο­νός, πού κά­νει τό πε­ρι­ε­χό­με­νό τους ­κό­μη πιό ­πι­κίν­δυ­νο, κα­θώς ­τσι ­σχυ­ρο­ποι­ε καί μ­πε­δώ­νει τίς λαν­θα­σμέ­νες συμ­πε­ρι­φο­ρές, ­να­μα­σών­τας ξα­νά καί ξα­νά –σ’ ­λα του σχε­δόν τά παι­δι­κά βι­βλί­α- τήν τι­μω­ρί­α τν «κα­κν ­νη­λί­κων» -τούς ­ποί­ους περι­γρά­φει ­φι­αλ­τι­κά κα­κούς- ­πό τά πρώ­ην θύ­μα­τά τους τά «βα­σα­νι­σμέ­να παι­διά».

 

Λέ­γε­ται ­τι Dahl ­φε­ρε ­πα­νά­στα­ση στό παι­δι­κό βι­βλί­ο, ­μως -θά συμ­πλη­ρώ­σου­με ­μες- πό­σοι γνω­ρί­ζουν –καί ε­δι­κά ο γο­νες- τί ε­δους ε­ναι «­πα­νά­στα­ση», πού Roald Dahl ­φε­ρε καί πό­σο βλα­πτι­κή ­ταν καί ε­ναι στή δι­α­μόρ­φω­ση τς ε­αί­σθη­της παι­δι­κς προ­σω­πι­κό­τη­τας;

 

Α­τά, σχε­τι­κά μέ συγ­γρα­φες πού δέ ζον σή­με­ρα, λ­λά πού συ­νε­χί­ζουν μέ τό ρ­γο τους νά ­πη­ρε­ά­ζουν τίς παι­δι­κές ψυ­χές. ­μως στίς μέ­ρες μας τό κα­κό ­χει λά­βει τε­ρά­στι­ες δι­α­στά­σεις.

 

Θά ­να­φερ­θο­με σέ δύ­ο μό­νο συγ­γρα­φες τήν J. K. Rowling, συγ­γρα­φέ­α τς γνω­στς σει­ρς το μά­γου «Χά­ρι Πό­τερ» καί τόν Philip Pullman πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στό ­πό τό βλά­σφη­μο ρ­γο το «Τρι­λο­γί­α το Κό­σμου» (His Dark Materials), πού πε­ρι­λαμ­βά­νει τά βι­βλί­α: «Τό ­στέ­ρι το βορ­ρ» (Northern Lights), « ρ­χον­τας τν δυ­ό κό­σμων» (The Subtle Knife) καί «Τό κε­χριμ­πα­ρέ­νιο τη­λε­σκό­πιο» (The Amber Spyglass).

 

λ­λά ς ξε­κι­νή­σου­με μέ τήν J. K. Rowling γιά τήν ­ποί­α ­χου­με γρά­ψει πολ­λά καί στό πε­ρι­ο­δι­κό τς Π.Ε.Γ. «Δι­ά­λο­γος», λ­λά καί στό «γ­κόλ­πιο α­το­προ­στα­σί­ας»: «Ναί ΟΧΙ στό Χά­ρι Πό­τερ»;

 

­χει συ­χνά τε­θε τό ­ρώ­τη­μα: «Τί ε­ναι α­τό πού λ­κει τά παι­διά στίς πε­ρι­πέ­τει­ες το Χά­ρι Πό­τερ»;

 

Πέ­ραν ­πό τήν πρω­το­φα­νή διάδοση το ρ­γου τς Ρό­ου­λινγκ ­πό τό δι­ε­θνές κύ­κλω­μα τς Μα­σο­νί­ας καί τς «Νέ­ας ­πο­χς», τί ε­ναι α­τό πού κά­νει τήν Ρό­ου­λινγκ ­γα­πη­τή στά παι­διά;

 

­πάν­τη­ση ε­ναι μί­α καί μο­να­δι­κή: Τά παι­διά λ­κον­ται ­πό τά γρα­πτά της Ρό­ου­λινγκ, για­τί σ’ ­λο της τό ρ­γο ­πάρ­χει δι­ά­χυ­τη θέ­ση: «Ο γο­νες σας δέν σς κα­τα­λα­βαί­νουν. ­γώ, ε­μαι μα­ζί σας»!

 

Βε­βαί­ως, που­θε­νά δέν ­πάρ­χει α­τή δι­α­τύ­πω­ση ­τσι ­κρι­βς. ­μως, ­φή­νε­ται το­πο­θέ­τη­ση α­τή νά α­ω­ρε­ται σέ κά­θε κε­φά­λαι­ο, νά ­πο­φώ­σκει σέ κά­θε πα­ρά­γρα­φο. Για­τί, τί λ­λο π’ α­τό ε­ναι ­πο­δο­χή τς κα­κς συμ­πε­ρι­φο­ρς τν «­ρώ­ων» ­πό τό πε­ρι­βάλ­λον τν μά­γων, σέ ν­τί­θε­ση μέ τήν ­πόρ­ρι­ψή τους ­πό τόν κό­σμο τν muggles (τν ν­θρώ­πων πού ­πορ­ρί­πτουν τή μα­γεί­α);

 

Τά παι­διά τς ­λι­κί­ας τν 10 ­τν καί πά­νω, μέ­χρι καί τήν ­νη­λι­κί­ω­σή τους βρί­σκον­ται σχε­δόν συ­νε­χς σέ μί­α «ν­τι­πα­ρά­θε­ση» μέ τούς γο­νες τους πε­ρισ­σό­τε­ρο λι­γό­τε­ρο ν­το­νη ­ξαρ­τώ­με­νη ­πό πολ­λούς πα­ρά­γον­τες, λ­λά κυ­ρί­ως ­πό τήν ­δυ­να­μί­α τν γο­νέ­ων νά ν­τι­λη­φθον τήν ­νάγ­κη το παι­διο νά ­να­γνω­ρι­στε σάν ξε­χω­ρι­στή προ­σω­πι­κό­τη­τα καί νά στα­θε στά πό­δια του χω­ρίς τά δε­κα­νί­κια τς ­περ­προ­στα­σί­ας τά ­πο­α πολ­λοί γο­νες ­πι­μέ­νουν νά προ­σφέ­ρουν συ­στη­μα­τι­κά καί με­τά τήν ­νη­λι­κί­ω­ση τν βλα­στν τους. ­πό­τε, νέ­ος μέ­σα στήν ν­τί­δρα­σή του, ε­ναι δε­κτι­κός γιά κά­θε φω­νή πού δεί­χνει νά συμ­πα­ρί­στα­ται στόν «πό­νο» του καί στούς προ­βλη­μα­τι­σμούς του.

 

­τσι, ε­κο­λα γί­νον­ται ­ρω­ες τν παι­δι­ν μας τά μέ­λη π.χ. τν μου­σι­κν συγ­κρο­τη­μά­των, πού προ­βάλ­λουν μιά ν­ταρ­σί­α -τήν ­ποί­α κ­με­ταλ­λεύ­ον­ται τά συ­στή­μα­τα προ­ώ­θη­σης τν πω­λή­σε­ων- καί κά­θε μορ­φή ­να­τρε­πτι­κς συμ­πε­ρι­φο­ρς, πού συχνά φτάνει μέχρι καί τό σατανισμό.

 

ν­τί­στοι­χα, Χά­ρι Πό­τερ προ­σφέ­ρει στά παι­διά, λ­λά καί σέ ­νή­λι­κες, πού «­χουν πα­ρα­μεί­νει παι­διά», τήν ταυ­τό­τη­τα το ­πα­να­στά­τη, πού ν­θί­στα­ται στό γο­νι­κό καί κα­τ’ ­πέ­κτα­ση στό κοι­νω­νι­κό κα­τε­στη­μέ­νο –δέν ­χει ση­μα­σί­α, πού τό ρό­λο τν γο­νι­ν τόν παί­ζουν ο θε­οι του- καί πα­ρ’ ­λα α­τά, ­πι­βι­ώ­νει δυ­να­μι­κά, κερ­δί­ζον­τας δό­ξα, φή­μη καί χρ­μα· τό κλασ­σι­κό μο­τί­βο τς Στα­χτο­πού­τας, ­δω­μέ­νο ­μως μέ­σα ­πό τό πρί­σμα τς ν­ταρ­σί­ας κα­τά τν γο­νι­ν, τν θε­σμν καί τς κοι­νω­νί­ας.

 

Ρό­ου­λινγκ, ­δια κο­ρί­τσι μέ ­να­τρε­πτι­κές ρ­χές, πού σί­γου­ρα δο­κι­μά­στη­κε καί δο­κι­μά­ζε­ται στή ζω­ή της –δύ­σκο­λα παι­δι­κά χρό­νια, δι­α­ζύ­γιο, φτώ­χια, κα­τά­θλι­ψη- καί καλ­λι­έρ­γη­σε τήν μ­πά­θεια μέ­σα της, πρός μιά ψυ­χρή καί ­δι­ά­φο­ρη κοι­νω­νί­α, πού ­νοι­ω­θε ­τι δέν τς συμ­πα­ρα­στά­θη­κε στίς δυ­σκο­λί­ες της, ρ­χε­ται τώ­ρα νά δι­δά­ξει ­σο­πέ­δω­ση καί ­πόρ­ρι­ψη τν πάν­των -ρ­χς γε­νο­μέ­νης ­πό τήν τρυ­φε­ρή ­λι­κί­α τν παι­δι­ν μας- καί πρόσ­λη­ψη ­νός πε­ρι­θω­ρια­κο συ­στή­μα­τος ­ξι­ν –τήν μα­γεί­α καί τούς μά­γους- μέ τό ­πο­ο ν­τι­κα­θι­στ τό ­πάρ­χον σύ­στη­μα ­ξι­ν, ν­τι­στρέ­φον­τας ­λες τίς ­πο­δε­δειγ­μέ­νες ­ξί­ες.

 

Ρό­ου­λινγκ ­πι­βε­βαί­ω­σε μέ τήν ζω­ή της α­τό τόν κα­νό­να. Ε­ναι κλασ­σι­κή το­πο­θέ­τη­ση το κά­θε πε­ρι­θω­ρια­κο προ­σώ­που, νά προ­σπα­θε νά ­πι­βά­λει τίς θέ­σεις του μέ κά­θε μέ­σον καί κερ­δί­ζον­τας ­πα­δούς, νά κα­τα­φέ­ρει νά ν­τι­στρέ­ψει τούς ­ρους το παι­χνι­διο. Νά γί­νει, δη­λα­δή, α­τός τό «κα­τε­στη­μέ­νο» καί νά κ­δι­ώ­ξει στό πε­ρι­θώ­ριο α­τούς πού «­ξέ­βα­λε τς ρ­χς των». Τό ­τι, ­φεί­λου­με νά δι­α­πι­στώ­νου­με κα­τά πό­σον βι­ώ­νε­ται σω­στά ­να σύ­στη­μα ­ξι­ν κι ­τσι μό­νον νά ­ξι­ο­λο­γο­με τήν βι­ω­σι­μό­τη­τά του, δέν φαί­νε­ται νά τήν γ­γί­ζει. ­φο κα­τά τήν γνώ­μη της δέν λει­τούρ­γη­σε γι’ α­τήν, τό χρι­στι­α­νι­κό μον­τέ­λο τς Δύ­σης –καί πς ξ λ­λου νά λει­τουρ­γή­σει...;- ­φεί­λει νά κα­ταρ­γη­θε γιά ­λους καί τήν θέ­ση του νά λά­βει α­τό, πού πι­στεύ­ει ­τι λει­τουρ­γε γι’ α­τήν, δη­λα­δή, τό σύ­στη­μα το ­πο­κρυ­φι­σμο καί τς μα­γεί­ας. Χω­ρίς πρό­σβα­ση στήν πραγ­μα­τι­κή φι­λευ­σπλα­χνί­α, τήν ­γι­ή λ­λη­λεγ­γύ­η καί τήν ε­λι­κρι­νή ­γά­πη, πού μό­νον στήν κ­κλη­σί­α θά μπο­ρο­σε νά βι­ώ­σει, ­φέ­θη­κε στήν ­πόρ­ρι­ψη τν πάν­των καί στήν ν­ταρ­σί­α στήν ­ποί­α, ­μως, ­δη­γε σή­με­ρα τά παι­διά μας.

 

­πό τό λ­λο μέ­ρος, στά ρ­γα του, Πούλ­μαν[8] πα­ρου­σιά­ζει τό Θε­ό ­πα­τε­ώ­να, τήν κ­κλη­σί­α νά ­πα­γά­γει, νά βα­σα­νί­ζει καί νά δο­λο­φο­νε γιά νά ­πι­τύ­χει τούς στό­χους της, πού ε­ναι -με­τα­ξύ λ­λων- καί « κλο­πή παι­δι­κν ψυ­χν». κά­θε ν­θρω­πος ­χει, κα­τά τόν Πούλμαν, ­πό τή γέν­νη­σή του, τό προ­σω­πι­κό του δαι­μό­νιο, μέ τό ­πο­ο ­χει στε­νό­τα­το δε­σμό. Θε­ός δέν ­πρ­ξε πο­τέ πα­νά­γα­θος Δη­μι­ουρ­γός, λ­λά ε­ναι ψεύ­της, κα­κός καί σκλη­ρός. Ο κα­λοί, στό ρ­γο το Πούλμαν, ε­ναι ο κ­πε­σόν­τες γ­γε­λοι -βα­σι­κό δόγ­μα το Νεο-Γνω­στι­κι­σμο-, ­ν ο «κ­κλη­σί­ες σέ ­λους τούς κό­σμους ε­ναι δι­ε­φθαρ­μέ­νες καί ­νή­θι­κες». ­λοι, μά ­λοι, ο κ­πρό­σω­ποι τς κ­κλη­σί­ας ε­ναι κα­κοί, σκλη­ροί, μέ­θυ­σοι, δο­λο­φό­νοι πού «θυ­σιά­ζουν παι­διά στό σκλη­ρό Θε­ό τους». Σύμ­φω­να μέ τήν τρι­λο­γί­α το Πούλμαν, «α­τό κά­νει κ­κλη­σί­α καί ­λες ο κ­κλη­σί­ες ε­ναι ­δι­ες: ­λέγ­χουν, κα­τα­στρέ­φουν, ­ξα­λεί­φουν κά­θε κα­λό συ­ναί­σθη­μα. ­τσι, ν ξε­σπά­σει πό­λε­μος καί κ­κλη­σί­α ε­ναι στή μί­α πλευ­ρά, ­μες, τά παι­διά, θά πρέ­πει νά ε­μα­στε στήν λ­λη». Α­τά δι­δά­σκον­ται τά παι­διά­ μέ­σα ­πό μί­α ­στο­ρί­α δ­θεν φαν­τα­σί­ας.

 

Καί συ­νε­χί­ζει «κα­τή­χη­ση» στά ν­τι­χρι­στι­α­νι­κά πι­στεύ­ω: «Ο κ­κλη­σί­ες λέ­νε στούς πι­στούς τους ­τι θά ζή­σουν στόν ο­ρα­νό, λ­λά α­τό ε­ναι ψέ­μα». Τά ­δια τά παι­διά, ο ­ρω­ες το Φί­λιπ Πούλμαν, ­πι­σκέ­πτον­ται τή «χώ­ρα τν νε­κρν» ­που συ­ναν­τον ­ναν μάρ­τυ­ρα, πού ε­χε ζή­σει ­λη τή ζω­ή του προ­σευ­χό­με­νος καί στό τέ­λος πέ­θα­νε μαρ­τυ­ρι­κά. Α­τός κα­τα­θέ­τει στά παι­διά τήν πί­κρα του· ­χα­σε -λέ­ει- τίς χα­ρές τς ζω­ς, καί Πα­ρά­δει­σο δέν βρ­κε, λ­λά κα­τέ­λη­ξε νά μα­ρα­ζώ­νει μα­ζί μέ τούς κα­κούς σέ ­ναν «τό­πο το τί­πο­τα». Καί πρώ­ην κα­λό­γρια δι­α­βε­βαι­ώ­νει τά παι­διά ­τι « χρι­στι­α­νι­κή θρη­σκεί­α ε­ναι ­να πα­νί­σχυ­ρο καί ­δι­αί­τε­ρα πει­στι­κό λά­θος». ­πό τήν λ­λη, «ο ­ξε­γερ­θέν­τες γ­γε­λοι, ο ­πα­δοί τς σο­φί­ας, προ­σπα­θο­σαν πάν­τα νά δι­ευ­ρύ­νουν τό πνε­μα, ­ν ­πέρ­τα­τος -ν­νο­ε­ται Θε­ός- καί ο κ­κλη­σί­ες του προ­σπα­θο­σαν νά τό πε­ρι­ο­ρί­σουν».

 

­πό α­τά τά ν­δει­κτι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς ­τι δέν πρό­κει­ται ­πλά γιά ­ναν πό­λε­μο ­ναν­τί­ον τν λα­θν τν ε­ρω­πα­ϊ­κο Χρι­στι­α­νι­σμο, λ­λά γιά ­ναν πό­λε­μο ­ναν­τί­ον το ­διου του Χρι­στι­α­νι­σμο, ­ναν­τί­ον κά­θε μορ­φς ρ­γα­νω­μέ­νης θρη­σκεί­ας, ­ναν­τί­ον τν ­ποι­ον­δή­πο­τε θρη­σκευ­τι­κν ­ξι­ν, καί βέ­βαι­α, γιά ­ναν πό­λε­μο ­ναν­τί­ον το Θε­ο. Στό τέ­λος τς τρι­λο­γί­ας ο μι­κροί, «κα­λοί» ­ρω­ες το Πούλ­μαν, φτά­νουν στό βα­σί­λει­ο τν ο­ρα­νν, ­που πο­λε­μον καί σκο­τώ­νουν τό Θε­ό. Τά παι­διά δη­λα­δή δι­α­σκε­δά­ζουν σκο­τώ­νον­τας τό Θε­ό. Καί α­τό ε­ναι κά­τι μέ τό ­πο­ο δέν συμ­φω­νον ο­τε ψυ­χί­α­τροι, ο­τε παι­δα­γω­γοί, ο­τε καί ­θε­οι γο­νες. Τί ση­μαί­νει γιά ­να παι­δί νά ζε χω­ρίς Θε­ό; Τί ση­μαί­νει γιά ­να παι­δί νά πε­θαί­νει Θε­ός; Τί ση­μαί­νει γιά ­να παι­δί νά σκο­τώ­νει τό ­διο, τόν Θε­ό;

 

«Ἡ Λύ­ρα, 11χρονη ­ρω­ί­δα τς τρι­λο­γί­ας, κι­νε­ται σέ ­να ρ­ρω­στη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον, γε­μά­το μά­γισ­σες, μα­γι­κά φίλ­τρα, ξόρ­κια, τε­λε­τουρ­γι­κά, φαν­τά­σμα­τα, νε­κρο­ζών­τα­νους, βαμ­πίρ πού τρέ­φον­ται μέ α­μα. ­πό τόν κό­σμο της δέν λεί­πουν ο­τε ο σα­μά­νοι, ο «μυ­η­μέ­νοι στή λα­τρεί­α τν κρα­νί­ων», ο­τε ο ­μο­φυ­λό­φι­λοι γ­γε­λοι. Λύ­ρα ­τί­θα­ση, σκαν­τα­λιά­ρα καί «­ξα­σκη­μέ­νη ψεύ­τρα» δι­δά­σκε­ται -μα­ζί μέ τά παι­διά μας- νά βλέ­πει τό κα­κό ς κα­λό καί τό κα­λό ς κα­κό, νά μι­σε τό Θε­ό, νά ­πο­στρέ­φε­ται τήν κ­κλη­σί­α, νά ­κτε­λε τε­χνι­κές μαν­τεί­ας (Ι Τσίνγκ), νά δι­α­λο­γί­ζε­ται καί νά πέ­φτει σέ κ­στα­ση, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τό «­λη­θει­ό­με­τρό της», τήν πυ­ξί­δα της «πού προ­βλέ­πει τό μέλ­λον». Στά 12 τς μό­λις χρό­νια ­πο­κτ «­ρα­στή» μέ τόν ­πο­ο ­χει τήν πρώ­τη της σε­ξου­α­λι­κή ­πα­φή» [11].

 

­ξί­ζει νά ­να­φερ­θον δη­λώ­σεις το Πούλ­μαν στά ΜΜΕ: «Ε­μαι ­πό τήν πλευ­ρά το δι­α­βό­λου… Ε­μαι ­θε­ος». « Θε­ός ε­ναι ­δη πε­θα­μέ­νος». «Δέν πι­στεύ­ω στό Θε­ό… Πι­στεύ­ω σέ ,τι λέ­ει τό βι­βλί­ο». «Προ­σπα­θ νά ­πο­σκά­ψω τά θε­μέ­λια της χρι­στι­α­νι­κς πί­στης».

 

«Ὁ Φί­λιπ Πούλ­μαν, ­πο­ος ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στε ς « πιό ­πι­κίν­δυ­νος συγ­γρα­φέ­ας τς Βρε­τα­νί­ας», σχε­δί­α­σε πρό­σφα­τα, μα­ζί μέ λ­λον ­να συγ­γρα­φέ­α -­πί­σης παι­δι­κν βι­βλί­ων- σει­ρά μα­θη­μά­των γιά τά γ­γλι­κά σχο­λε­α, μέ θέ­μα τή δι­δα­σκα­λί­α τς ­θε­ΐ­ας. Τά μα­θή­μα­τα, μέ­ρος το μα­θή­μα­τος τν θρη­σκευ­τι­κν(!) γί­νον­ται μέ τή χρή­ση ε­δι­κο DVD πού ­χει τί­τλο «Για­τί ­θε­ΐ­α;» κι α­τά ­πευ­θύ­νον­ται σέ 11χρονα παι­διά» [12].

 

Πι­στεύ­ε­τε ­τι χώ­ρα μας ­πέ­χει πο­λύ ­π’ α­τό τό μον­τέ­λο;

 

Τά «ρ­γα» καί τν δύ­ο α­τν συγ­γρα­φέ­ων, λ­λά καί το Ρό­αλντ Ντάλ ν­τι­προ­σω­πεύ­ον­ται στή χώ­ρα μας ­πό τίς «κ­δό­σεις Ψυ­χο­γιός». Προ­λο­γί­ζει δέ τά 3 βι­βλί­α το Πούλ­μαν συγ­γρα­φέ­ας -καί παι­δι­κν βι­βλί­ων- Μά­νος Κον­το­λέ­ων, βα­σι­κός συ­νερ­γά­της τν κ­δό­σε­ων Ψυ­χο­γιός, γ­κω­μι­ά­ζον­τας μέ δι­θυ­ραμ­βι­κό μέ­νος τά γρα­πτά του Πούλ­μαν.

 

 

κι­νη­μα­το­γρά­φος.

 

Θά ­να­φερ­θο­με συ­νο­πτι­κά κι ­πί τρο­χά­δην σέ τρες μό­νον ν­τι­προ­σώ­πους τς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κς βι­ο­μη­χα­νί­ας:

 

α)Τόν George Lucas τς Lucasfilm μέ τίς τό­σο γνω­στές πα­ρα­γω­γές του, « Πό­λε­μος τν ­στρων» (Star Wars), ­που, πλήν τς πε­ρι­πέ­τειας, ­πι­κρα­τε τό ­πο­κρυ­φι­στι­κό στοι­χε­ο κι ­που τό Θε­ό ­πο­κα­θι­στ «Δύ­να­μη» (the Force) κά­τι τό ­πρό­σω­πο σάν τό Τα­ό (τν Τα­ο­ϊ­στν) τό ϊν Σόφ (τν Καμ­πα­λι­στν).

 

β) Τόν Steven Spielberg μέ τόν πο­λύ γνω­στό «E.T. τόν ­ξω­γή­ι­νο» (E.T. the Extra-Terrestrial), πού λά­τρε­ψαν τά παι­δί­α σ’ ­λο τόν κό­σμο, τίς «Στε­νές ­πα­φές τρί­του τύ­που» (Close Encounters of the Third Kind) κ. . καί τέ­λος...

 

γ) Τόν Tim Burton[9], πού με­τέ­φε­ρε τή μα­κρο­χρό­νια κα­τά­θλι­ψή του ­πί τς ­θό­νης, πα­ρά­γον­τας ρ­γα ­πως τόν δαί­μο­να «Beetlejuice», τόν «Ψα­λι­δο­χέ­ρη» (Edward Scissorhands), τή «νύ­φη - πτ­μα» (Corpse Bride) καί τόν «­φιά­λτη πρίν τά Χρι­στού­γεν­να» (The Nightmare Before Christmas), πού ­κα­νε πρε­μι­έ­ρα στή χώ­ρα μας πρίν λί­γα χρό­νια, πρίν τά Χρι­στού­γεν­να, ­πως πάν­τα συ­νη­θί­ζε­ται ­πό τήν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή -ν­τί­στοι­χα μέ ,τι συ­νη­θί­ζε­ται σέ δι­ε­θνές ­πί­πε­δο νά «μ­φα­νί­ζε­ται» -δη­λα­δή ­να με­γά­λο «θρη­σκευ­τι­κό σκάν­δα­λο»- πρίν ­πό τήν ­ορ­τή το Πά­σχα. ται­νί­α προ­τεί­νε­ται ς «ε­χά­ρι­στη δι­α­σκέ­δα­ση γιά ­λη τήν ο­κο­γέ­νεια» καί ­πο­τε­λε μίγ­μα «Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης» ­στο­ρί­ας, ­που ­να­μει­γνύ­ε­ται «­γιος Βα­σί­λης» καί ­πο­κρυ­φι­στι­κή γι­ορ­τή Halloween. «Πρω­τα­γω­νι­στον μα­κά­βριοι σκε­λε­τοί, φρι­κι­α­στι­κά τέ­ρα­τα, ζόμ­πι, βρυ­κό­λα­κες, λυ­κάν­θρω­ποι καί δι­ά­φο­ροι «­πέ­θαν­τοι», σέ ­να gothic style, πού ται­ριά­ζει «γάν­τι» στούς ­πο­κρυ­φι­στές καί σέ ­σους δι­α­σκε­δά­ζουν μέ ρ­ρω­στη­μέ­νο τρό­πο» [10]. ­λα τα πα­ρα­πά­νω, πού ­χουν σάν ­πο­δέ­κτες τά παι­διά μας, ­χουν ­να βα­σι­κό στό­χο: νά τά ­ξοι­κει­ώ­σουν μέ δαι­μο­νι­κές μορ­φές καί δαι­μο­νι­κές κα­τα­στά­σεις τίς ­πο­ες σι­γά σι­γά θά ­πο­δέ­χον­ται σάν φυ­σι­ο­λο­γι­κές.

 

 

Τό «παι­δι­κό» πε­ρι­ο­δι­κό.

 

Τε­λεί­ως λ­λοι­ω­μέ­νο τό πε­ρι­ε­χό­με­νο καί τν ση­με­ρι­νν παι­δι­κν πε­ρι­ο­δι­κν. Τά πιό «­θ­α» πε­ρι­λαμ­βά­νουν -κτός πό τίς ποκρυφιστικές ναφορές- «μον­τέρ­να» ψυ­χο­γρα­φή­μα­τα (βλέ­πε: πε­ρι­ο­δι­κό «Τά Σα­ΐ­νια», μέ τίς comic σει­ρές: « Να­τα­λί­α φευ­γά­τη» καί « ο­κο­γέ­νεια Σμά­λα»), ­που πε­ρι­γρά­φον­ται τά χει­ρό­τε­ρα ο­κο­γε­νεια­κά πρό­τυ­πα μέ χι­ου­μο­ρι­στι­κό τρό­πο, ­ν τά πιό «προ­χω­ρη­μέ­να» βα­σί­ζον­ται σέ κα­θα­ρά ­πο­κρυ­φι­στι­κές ­να­φο­ρές ­πως τό κο­ρι­τσί­στι­κο πε­ρι­ο­δι­κό «W.I.T.C.H.» μέ τίς 5 ­φη­βες μά­γισ­σες, ­π’ τίς «κ­δό­σεις Τερ­ζό­που­λοι» καί μέ κο­ρύ­φω­ση τόν ­πο­κρυ­φι­στι­κό ο­κο «κ­δό­σεις ­νού­βις» μέ τε­ρα­στί­α κ­δο­τι­κή γκά­μα ­πο­κρυ­φι­στι­κο ­λι­κο γιά παι­διά καί γιά νέ­ους καί μέ ­πι­στέ­γα­σμα τόν «Κό­σμο το Warcraft» (World of Warcraft).

 

 

τη­λε­ό­ρα­ση. Τη­λε­ο­πτι­κές «παι­δι­κές» σει­ρές. Video Games.

 

Ε­ναι ­πο­ρί­ας ­ξιο τό «τί παι­διά με­γα­λώ­νου­με» μέ τό Χά­ρι Πό­τερ, τά «­πε­ρη­ρω­ι­κά» καί ­πο­κρυ­φι­στι­κά καρ­τούν στήν τη­λε­ό­ρα­ση, τά «παι­χνί­δια» στά PC, στά game boy καί στά play station, πού λί­γοι γο­νες ν­τι­λαμ­βά­νον­ται τήν κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τά τους.

 

­χει σκε­φθε πο­τέ κα­νείς ­πό τούς κ­κλη­σι­α­στι­κούς μας ν­θρώ­πους ­τι ­κό­μη καί τά παι­διά κ­κλη­σι­α­στι­κν ο­κο­γε­νει­ν ε­ναι βα­θιά δι­α­πο­τι­σμέ­να μέ ­λα τα πα­ρα­πά­νω, συ­χνά ν ­γνοί­ τν γο­νι­ν, πού βέ­βαι­α δέν γνω­ρί­ζουν τά λε­πτά καί ­ξει­δι­κευ­μέ­να θέ­μα­τα το ­πο­κρυ­φι­σμο;

 

Δυ­στυ­χς, ο σύγ­χρο­νοι φο­ρες ­πι­κοι­νω­νί­ας (δι­α­φή­μι­ση, κι­νη­μα­το­γρά­φος, μου­σι­κή, Μ.Μ.Ε. κ.λπ.) προ­βάλ­λουν συ­νε­χς τά ρ­νη­τι­κά α­τά τά πρό­τυ­πα, «­πι­βάλ­λον­τας» τίς τά­σεις α­τές στά παι­διά, στή νε­ο­λαί­α, λ­λά καί στούς ­νή­λι­κους.

 

Ο ση­με­ρι­νοί νέ­οι –καί τά παι­διά- ­ρέ­σκον­ται νά ­κον Metal μου­σι­κή, νά δι­α­βά­ζουν manga comics –­ταν δέν ­σχο­λον­ται μέ τό Necronomicon , τή «Σα­τα­νι­κή Βί­βλο» το Lavey τά γρα­πτά του Aleister Crowley-, νά βλέ­πουν στήν τη­λε­ό­ρα­ση «παι­δι­κά» anime cartoons (Sailor Moon, Dragon Ball, Digimon, Pokemon, Card Captor Sakua, Shaman King, The Teen Titans, Yu-Gi-Oh κ. .), νά παί­ζουν Video καί Computer Games καί νά βι­ώ­νουν τήν τρο­μο­λα­γνεί­α τν με­τα­με­σο­νύ­κτι­ων thriller. ­λα α­τά, τά γε­μά­τα μέ φρι­κτό, ­να­τρι­χι­α­στι­κό καί ­πο­κρυ­φι­στι­κό - σα­τα­νι­στι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο.

 

 

Η/Υ. Τά On Line ­μα­δι­κά παι­χνί­δια.

 

Τά παι­χνί­δια μέ­σ δι­α­δι­κτύ­ου ε­ναι πάμ­πολ­λα. Θά ­να­φερ­θο­με σέ ­να.

 

Ξε­κι­νών­τας ­πό τή δε­κα­ε­τί­α το ’90 καί τό γνω­στό «παι­χνί­δι ξύ­λου» (Fighting game) «Street Fighter» («Πο­λε­μι­στές το δρό­μου»)... ς ­να­φερ­θο­με κα­λύ­τε­ρα, στό «Mortal Kombat» (Θα­νά­σι­μη μά­χη) τς Midway Games -­που π.χ. Kano, ­νας ­πό τούς μα­χη­τές ξε­ρί­ζω­νε τήν καρ­διά το ν­τι­πά­λου του, μέ τήν ­θό­νη νά πλημ­μυ­ρί­ζει ­πό τό α­μα-, φτά­νου­με σή­με­ρα στά ­μα­δι­κά παι­χνί­δια δι­α­δι­κτύ­ου μέ κο­ρυ­φα­ο καί πά­λι τό Warcraft, μέ μιά δι­α­φο­ρά. Τό παι­χνί­δι ­δ ε­ναι R.P.G. (Role-playing game), δη­λα­δή «Παι­χνί­δι ρό­λων». παί­κτης δη­μι­ουρ­γε τόν ­ρω­ά του μέ ,τι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ­πι­θυ­με καί «μπαί­νει» στόν «κό­σμο το Warcraft», ­που μα­ζί μέ λ­λους πα­κτες συ­νερ­γά­ζε­ται προ­σπα­θών­τας νά «νι­κή­σει» τόν Η/Υ.

 

­δ, κά­ποι­ος θά μπο­ρο­σε νά μς πε ­τι καί πρίν 50 100 χρό­νια πα­ρέ­α τν παι­δι­ν πού ξε­χυ­νό­ταν στήν ­λά­να· μέ τό κά­θε παι­δί σέ δι­α­φο­ρε­τι­κό φαν­τα­στι­κό ρό­λο, σέ μιά μά­χη ­νάν­τια στήν ­πέ­ναν­τι «συμ­μο­ρί­α»... Ε­ναι ­μως τό ­διο; Για­τί ν ­ξαι­ρέ­σου­με τή δι­α­προ­σω­πι­κή ­πι­κοι­νω­νί­α καί τήν σω­μα­τι­κή συμ­με­το­χή τν μι­κρν πρω­τα­γω­νι­στν, τό­τε δέν ­πρ­χε τό ­φι­αλ­τι­κό σκη­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον, τά ­φέ καί ο φρι­κτές πα­ρα­στά­σεις, πού πε­ρι­βάλ­λουν τούς ση­με­ρι­νούς πα­κτες. Δαί­μο­νες, πρά­κτο­ρες μυ­στι­κν ­πη­ρε­σι­ν, κα­τώ­τε­ρες θε­ό­τη­τες -κα­λές κα­κές-, μορ­φές ν­θρώ­πι­νες, ­πάν­θρω­πες ζω­ώ­δεις, Vampire κ.λπ. κ­προ­σω­πον τόν παί­κτη κα­τά τήν ­πι­λο­γή του σέ ­να ­λη­θο­φα­νέ­στα­το, πλου­σι­ό­τα­το ε­κα­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον μέ πολύ αμα καί διαστροφικά φέ.

 

 

«κα­λός» «λευ­κός μά­γος».

 

Τό ε­δος α­τό τς σύγ­χρο­νης παι­δι­κς δι­α­σκέ­δα­σης, πέ­ραν ­πό τόν δε­λε­α­στι­κό τρό­πο πα­ρου­σί­ας του, βα­σί­ζε­ται ­δι­αί­τε­ρα στη βία, στο σέξ, στόν ­πο­κρυ­φι­σμό καί στή μα­γεί­α –­χι στή μα­γεί­α τς «Χι­ο­νά­της καί τς «Στα­χτο­πού­τας»-, λ­λά στή μα­γεί­α, ­πως α­τή βι­ώ­νε­ται ­πό τίς σύγ­χρο­νες ­πο­κρυ­φι­στι­κές ρ­γα­νώ­σεις, μέ δι­δα­σκα­λί­α, μυ­ή­σεις, τε­λε­τουρ­γι­κά, μα­γι­κές-σα­τα­νι­στι­κές «λει­τουρ­γί­ες», ­πι­κλή­σεις δαι­μό­νων, κα­τά­ρες κ. .

 

Λέ­ξεις κλει­διά πού μπο­ρον νά ε­αι­σθη­το­ποι­ή­σουν τούς γο­νες πέ­ραν τν ­σων ­να­φέ­ρα­με, ε­ναι: «κα­λός» «λευ­κός» μά­γος, μιά ­πο­κρυ­φι­στι­κή ­πά­τη πού στό­χο ­χει νά πα­ρα­σύ­ρει τόν ν­θρω­πο στόν ψυ­χο­φθό­ρο καί κα­τα­στρο­φι­κό κό­σμο το ­χθρο.

 

 

Μέ­θο­δοι προ­στα­σί­ας. κ­κλη­σί­α.

 

Στό κα­τή­φο­ρο πού ­χουν πά­ρει τά πάν­τα στή χώ­ρα μας, λ­λά καί δι­ε­θνς, μί­α μό­νο σα­νί­δα σω­τη­ρί­ας μς ­πο­μέ­νει, κ­κλη­σί­α. Ο γο­νες θά πρέ­πει νά ε­αι­σθη­το­ποι­η­θον, λ­λά πρώ­τι­στος θά πρέ­πει νά συμ­βου­λεύ­ον­ται ­νη­με­ρω­μέ­νους Πνευ­μα­τι­κούς. Τά βι­βλί­α πού χα­ρί­ζον­ται στά παι­διά καί τά πε­ρι­ο­δι­κά πού δι­α­βά­ζον­ται θά πρέ­πει νά ­λέγ­χον­ται. τη­λε­ό­ρα­ση θά πρέ­πει νά ­νοί­γει ­πι­λε­κτι­κά, μέ μέ­τρο κι ν ε­ναι δυ­να­τόν νά ­που­σιά­ζει τε­λεί­ως ­πό τόν ο­κια­κό ­ξο­πλι­σμό. Η/Υ δέν πρέ­πει νά φι­λο­ξε­νε παι­χνί­δια καί τό δι­α­δί­κτυ­ο νά ­λέγ­χε­ται.

 

Χρει­ά­ζε­ται συ­νερ­γα­σί­α γο­νιο καί Πνευ­μα­τι­κο. λ­λά ε­δι­κά χρει­ά­ζε­ται μυ­στη­ρια­κή ζω­ή, ο­κο­γε­νεια­κή ­γά­πη καί στορ­γι­κή ν Χρι­στ φρον­τί­δα πρός τά παι­διά.

 

Σς ε­χα­ρι­στ.

 

 

 

 

_______________________

 

[1]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%AD%CE%B4%CE%B1%CF%83%CE%B7

[2] http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CE

[3] Γιά κτενέστερη σχετική ναφορά, βλέπε: περιοδικό «Διάλογος» τ.τ. 59 & 60.

[4] «Φάβιος Σύνδεσμος». Πολιτικό-κοινωνικό διανοουμενίστικο μόρφωμα, πρόδρομος το ργατικο Κόμματος τς Μεγάλης Βρεττανίας. νομασία προλθε πό τό νομα το Ρωμαίου στρατηγο Φάβιου Μάξι΅ου (Quintus Fabius Maximus) βασικο ντίπαλου το ννίβα στούς Καρχηδονιακούς Πολέμους. τακτική το Φάβιου, στήν φθορά το ντιπάλου μέσ μακρς ναμονς, ταν μέθοδος πού κολουθήθηκε πό τήν Fabian Society στήν «ναμόρφωση» τς νθρωπότητας.

[5] ποκρυφιστικό Τάγμα, πού δρύθηκε στήν Μεγάλη Βρετανία πό τούς μασόνους καί Ροδόσταυρους: William Robert Woodman, William Wynn Westcott, καί Samuel Liddell MacGregor Mathers κατά τά τέλη το 19ου αώνα. Τό «Τάγμα» πρξε μία πό τίς κυριότερες πιρροές το Δυτικο ποκρυφισμο στόν 20ο αώνα καί θεμελιωτής τν κινήσεων Wicca (το Τζέραλντ Γκάρντνερ - Gerald B. Gardner) καί Thelema (το λιστερ Κρόουλι - Edward Alexander Crowley).

[6] λλο νομα τς Secret Intelligence Service (SIS), τς μυστική πηρεσία το νωμένου Βασίλειου, πού ργάζεται γιά τήν προώθηση καί τήν περάσπιση τς θνικς σφάλειας καί οκονομικς ερωστίας τς χώρας. Η SIS δραστηριοποιεται διεθνς στή συγκέντρωση μυστικν πληροφοριν γιά λλες χρες γιά τήν ποστήριξη τς πολιτικς το νωμένου Βασιλείου. ντιστοιχε στή CIA τν νωμένων Πολιτειν. γινε διαίτερα γνωστή στό ερύ κοινό πό τά μυθιστορήματα το Ian Fleming μέ ρωα τόν «πράκτορα 007», James Bond.

[7] λα τά νωτέρ χουν μεταφραστε καί διακινονται πό τίς κδόσεις Ψυχογιός, κδότη καί τν βιβλίων το «Χάρι Πότερ».

[8], [9], [10], [11], [12] http://www.im-glyfadas.gr/01/02/01020010.asp

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Πηγή: imkifissias.gr)